Όλα όσα γίνονταν στα περιβόητα καμπαρέ της Τρούμπας, μιας περιοχής του Πειραιά που έχει αφήσει το δικό της στίγμα - Οι πελάτες, οι "υπηρεσίες"
-
14/11/2019
-
Κείμενο:
NouPou.gr
Στην περιοχή της Τρούμπας από την προπολεμική ακόμη περίοδο, εκτός της υπερπροσφοράς για αγοραίο έρωτα, υπήρχε και ένας μεγάλος αριθμός από κέντρα, που θέλοντας να εκμεταλλευτούν την μεγάλη σύναξη ανδρών σε μια περιορισμένη σχετικώς περιοχή, είχαν φροντίσει να λειτουργούν εκεί και να παρουσιάζουν και κάποιο θέαμα “καλλιτεχνικής” φύσεως, το λεγόμενο αρχικώς Βαριετέ.
Ήταν δεδομένο πως οι θαμώνες των συγκεκριμένων καταστημάτων ήθελαν να δουν όσο το δυνατόν περισσότερα, να μην κουρασθούν, αλλά το κυριότερο, προς όφελος της διεύθυνσης του καταστήματος, να παραμείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο, καθώς το κέρδος ερχόταν από την κατανάλωση. Όταν μάλιστα πολλά παρόμοια μαγαζιά βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο, ήταν πραγματικά δύσκολη υπόθεση να κρατήσεις τον θαμώνα στο ίδιο μέρος.
Οι πελάτες
“Κόσμος και κοσμάκης” λοιπόν κάθε βράδυ, είτε ήταν καθημερινή, είτε αργία, κάθε επαγγέλματος και κοινωνικής τάξης. Ξένοι ναυτικοί, εγχώριοι, Αθηναίοι και επαρχιώτες, άνθρωποι λαϊκών τάξεων αλλά και αριστοκράτες. Οι τελευταίοι μάλιστα ξεχώριζαν από το γεγονός πως συνδύαζαν το ποτό μαζί με γεύμα. Σε αυτά σύχναζαν ακόμη υποδιοικητές τραπεζών, καθηγητές και άλλοι άνθρωποι τέτοιων επαγγελμάτων.
Στην Τρούμπα, αντίθετα με αυτό που συνηθίζεται στα σημερινά νυχτερινά κέντρα, οι πλούσιοι και “σημαντικοί” πελάτες κάθονταν πίσω – πίσω ενώ οι υπόλοιποι, μπροστά. Ιδιαίτερη μάλιστα προτίμηση στα τραπεζοκαθίσματα της πρώτης σειράς έδειχναν οι πελάτες που έρχονταν από την επαρχία, καθώς ήταν εκείνοι που δεν γνώριζαν περί τίνος ακριβώς επρόκειτο το μαγαζί που βρίσκονταν.
Μάλιστα, αυτοί δέχονταν να πληρώσουν το ποτήρι αλκοόλ τρεις φορές ακριβότερα, προκειμένου να απολαύσουν εκ του πλησίον τις τολμηρές εμφανίσεις των χορευτριών, συνήθως αλλοδαπής προέλευσης. Ζούσαν και πλήρωναν με την ελπίδα της υφαρπαγής κάποιας πό τις γυναίκες που λικνίζονταν μπροστά στα μάτια τους. Κάποιοι από τους υπαλλήλους του μαγαζιού μάλιστα, τους παρότρυναν λέγοντας τους για παράδειγμα πως “η αλλοδαπή αρτίστα ήταν νεοαφικνούμενη από την Αργεντινή και επιθυμούσε σχέση με ορεσίβιο Έλληνα”.
Στο μεταξύ, οι “καλοί” πελάτες που κάθονταν στις πίσω σειρές, δέχονταν τις πραγματικές φροντίδες των γυναικών του καταστήματος, που μετά το πρόγραμμά τους κάθονταν στα δικά τους τραπέζια.
Οι γυναίκες της Κονσομασιόν
Όπως ήδη αναφέραμε, σκοπός ήταν το κέρδος εκ της κατανάλωσης. Συνεπώς κάποιες γυναίκες δούλευαν για τον σκοπό αυτό και έμειναν γνωστές ως γυναίκες της κονσομασιόν, δηλαδή της κατανάλωσης. Προπολεμικά, το κέρδος εκτός της κατανάλωσης προέρχονταν επιπλέον και από τους χορούς. Υπήρχαν δηλαδή γυναίκες που πληρώνονταν με τον χορό στην πίστα. Γι’ αυτό και στον τίτλο τους, εκτός από τους όρους Καμπαρέ ή Βαριετέ, υπήρχε και ο προσδιορισμός “Ντάνσιγκ”!
Μεταπολεμικά, το κέρδος περιορίστηκε μόνο στην κατανάλωση ποτών. Όταν το μαγαζί ήταν γεμάτο, τότε η διεύθυνση μπορούσε να επιτρέψει και σε γυναίκες που ήταν εκτός να κάνουν ακριβώς την ίδια εργασία με εκείνες που ήταν μόνιμες. Αυτές οι δεύτερες ονομάζονταν “αδέσποτες” και επιδίδονταν με φανατισμό στην άγρα φιάλης αλκοόλ και των ποσοστών που στο τέλος έδινε το μαγαζί. Έτσι, η Τρούμπα κάθε νύχτα μεταβαλλόταν σε έναν στίβο, όπου ο άνδρας αγωνιζόταν να πάρει εκείνο που ήθελε και η γυναίκα να το δώσει με όσο το δυνατόν περισσότερα ανταλλάγματα.
Ο ρόλος του Κομπέρ
Συντονιστής του επί σκηνής θεάματος ήταν κάποιος που λεγόταν “Κομπέρ“. Ο ρόλος του Κομπέρ ήταν να καλύπτει κυρίως τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των νούμερων της παράστασης, είτε λέγοντας τολμηρά αστεία, είτε φέρνοντας επί σκηνής κάποια αρτίστα, συνήθως ελαφρώς ενδεδυμένη, προκειμένου να την “πειράξει” καθώς εκείνη δεν γνώριζε (ή υποτίθεται δεν γνώριζε) ελληνικά. Εκείνη την στιγμή ήταν που συχνά, πολλοί εκ των περιστασιακών θαμώνων της πρώτης σειράς, έβριζαν τον Κομπέρ, καθώς πίστευαν πως επειδή η συγκεκριμένη αρτίστα είχε δεχτεί ένα κέρασμα από αυτούς, όφειλαν να προστατεύσουν την τιμή και την υπόληψή της.
Η φτωχή πλην τίμια αρτίστα
Σχεδόν μόνιμη ατραξιόν των καταστημάτων αυτών, είναι και η δύσμοιρη φτωχή πλην τίμια κοπέλα, που κάνοντας μεγάλη και λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό, ουδέποτε λησμόνησε την χώρα της και επιστρέφοντας μετά από έτη πολλά, έκανε και μια στάση στον Πειραιά, προκειμένου να δώσει μια δυο παραστάσεις προς τιμήν της εκλεκτής πελατείας του καταστήματος…
Συνήθως ο Κομπέρ παρουσίαζε την δοξασμένη ανά τον κόσμο αρτίστα ως εξής:
“Κυρίες και Κύριοι, την τραγουδίστρια Βάνα Μαρία δεν την χωρούσαν οι στενοί ορίζοντες της πατρίδας μας. Έτσι πριν από πολλά χρόνια αναχώρησε με προορισμό την Παλαιστίνη. Μετά βρέθηκε στην Κεϋλάνη και σε άλλες ξωτικά μέρη όπου θριάμβευσε. Οι εφημερίδες των χωρών απ΄ όπου πέρασε πάντα έγραφαν τα καλύτερα για αυτήν. Για αυτήν έγραψαν ακόμη και τα καλύτερα περιοδικά του Λονδίνου. Αρρώστησε όμως και σκέφτηκε να γυρίσει στην χώρα μας για να ξεκουραστεί. Επωφελήθηκε όμως για να σας παρουσιάσει και εδώ το πρόγραμμά της. Θα μείνει για λίγο καιρό. Μετά θα φύγει για Αυστραλία!”
Βεβαίως, η Βάνα Μαρία ήταν μια από τις χορεύτριες που η Τρούμπα γνώριζε κατ΄ επανάληψη.
Κράχτες και συνιδιοκτήτες
Όλα αυτά τα μαγαζιά είχαν στην είσοδο κάποιον “κράχτη”, που αντίθετα από ότι έχει επικρατήσει στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, δεν διαφήμιζε τις γυναίκε, αλλά ότι υπήρχε ελεύθερο ένα καλό τραπέζι, μα που αλλού; Μα στην πρώτη σειρά φυσικά! Ο “κράχτης” παρουσιαζόταν ως συνιδιοκτήτης του καταστήματος, ο οποίος θα φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά τον πελάτη.
Το πρόγραμμα
Ο καταρτισμός του προγράμματος ήταν δύσκολος και απαιτητικός, καθώς έπρεπε να αλλάζει τακτικά και να παρουσιάζει ποικιλία. Έτσι, δημιουργείτο η εντύπωση στον θαμώνα, ότι με τις δώδεκα δραχμές που έδινε για ένα ποτό, είχε το μοναδικό προνόμιο, να βλέπει αστέρες από την Αργεντινή, από την Αυστραλία ή από την Βόρεια Ευρώπη.
Τα ποτά
Προπολεμικά, εάν οι θαμώνες δεν ήταν πρωτάρηδες, φρόντιζαν να ζητήσουν οίνο εγχώριο που κόστιζε το ένα τρίτο της τιμής του εισαγόμενου. Μεταπολεμικά και κυρίως όταν επικράτησαν τα “σκληρά”, δηλαδή τα ουίσκι, η φιάλη έγινε υποχρεωτική στα τραπέζια, καθώς το κόστος λειτουργίας ενός τέτοιου μαγαζιού ήταν υψηλό. Έπρεπε να καλύψει μουσικούς, χορεύτριες, αρτίστες, κράχτες, κομπέρ, γκαρσόνια, μαγείρους και τον ιδιοκτήτη που συνήθως αριθμούσαν πάνω από 20 άτομα.
Η περίπτωση του Καμπαρέ “Ιντερνάσιοναλ”
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, ένα από τα πιο γνωστά Καμπαρέ της Τρούμπας ήταν και το “Διεθνές“. Γνωστό για τις δωδεκάδες κοριτσιών από την Ουγγαρία που πληρώνονταν για να χορεύουν στην πίστα με τους πελάτες, σύμφωνα με ό,τι ίσχυε τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Έγινε τόσο γνωστό και απέκτησε μεγάλη φήμη, ώστε να υπάρχουν διαφημίσεις του στον ημερήσιο Τύπο. Οι σαμπάνιες εντός του καταστήματος άνοιγαν με τέτοιον ρυθμό που η εκπωμάτωση των φιαλών, ακουγόταν έξω στον δρόμο, σαν πυροβολισμός άγριας συμπλοκής.
Εκεί παρουσιάστηκε το βουλγαρικό μπαλέτο “Ρεβύ ντε Φλερ” που αποτελούταν από οκτώ κορίτσια και είχε ως Κομπέρ κάποιον Μίλκοβ. Ο Κομπέρ στα μεσοδιαστήματα των παρουσιάσεων, αστειευόταν με το πρώτο κορίτσι του μπαλέτου την Βιολέτ, με τόσο τολμηρό τρόπο, που οι σαμπάνιες ανοίγουν με ρυθμό πολυβόλου. Γνωστές αρτίστες με βαρύ όνομα ήταν οι αδελφές Μπενάκη, η Φιφή και η Λόλα, ενώ η αλλοδαπή Ιλόβα έγινε ανάρπαστη από τους ανατολίτικους αισθησιακούς της χορούς. Το “Ιντερνάσιοναλ” απασχόλησε το 1929 την Πειραϊκή κοινωνία με την γνωστή υπόθεση της Ραμόνας.
Το γενικό πρόσταγμα για τα πάντα εντός του καταστήματος είχε η Μαντάμ Ζενύ που επαγρυπνούσε, ενώ ο διευθυντής, Κρανιδιώτης, αποκαλούταν από όλα τα κορίτσια ως “πατέρας”, καθώς ήταν γνωστό πως “δεν έφαγε ποτέ δεκάρα” από καμία εργαζόμενη. Αργότερα το “Διεθνές” μετατράπηκε “Ιντερνάσιοναλ” αλλά οι Πειραιώτες συνέχιζαν να το αποκαλούν με το αρχικό του όνομα.