Χασάνι: Από την τουρκοκρατία και την προσφυγιά στην αμερικανική βάση και το παλιό αεροδρόμιο

Τούρκοι κατακτητές, Μικρασιάτες που καλλιέργησαν με πείσμα την άγονη γη και η μεγάλη απόφαση για την κατασκευή του αεροδρομίου. Η νότια συγγραφέας Πολύμνια Ρέγκου αφηγείται την ιστορία της περιοχής «Χασάνι» στο Ελληνικό, και μας ταξιδεύει σε μια παλιά Ελλάδα, μόχθου και προσφυγιάς.
- 23/02/2025
- Κείμενο: Πολύμνια Ρέγκου
Ο μεγαλοτσιφλικάς Πασά Χασάν βγήκε στην κορυφή του πύργου του και κοίταξε δυσαρεστημένος τη μεγάλη ιδιοκτησία του. Οι γκιαούρηδες που είχε στη δούλεψή του κοπίαζαν νυχθημερόν για να κάνουν το άνυδρο χώμα να καρποφορήσει. Υπήρχαν σημεία πιο γόνιμα, που έβγαζαν καρπούς, μα τα πιο πολλά παρέμεναν στέρφα, καλυμμένα με πέτρες μόνο και χώματα. Τον κορόιδεψαν στη μοιρασιά οι δικοί του. Αφιλόξενη γη, χωρίς στάλα νερό από ποτάμια ή ρέματα. Μόνο τα σημεία που βρέχονταν από τη θάλασσα είχαν κάποιο ενδιαφέρον.
«Βάι βάι..» ψέλλισε, «ψαράδες θα τους κάνω ούλους μωρέ! Ή βοσκούς ή αγρότες!»
Τα χρόνια πέρασαν. Οι Έλληνες απαλλάχτηκαν από τους Τούρκους κατακτητές. Μόνο τα ονόματά τους έμειναν στις περιοχές που κάποτε τους ανήκαν, γιατί το νεοσύστατο κράτος είχε πιο σημαντικές δουλειές από το να ονοματίζει κάθε συνοικία. Μπραχάμι, Χασάνι, Ποδαράς, Καρά ήταν μόνο λίγες από τις πολυάριθμες περιοχές που κρατούσαν ακόμη τούτη τη ρετσινιά.
Μεγάλο μέρος του τσιφλικιού του Χασάν Μπελίκ ήρθε στην ιδιοκτησία του Γεωργίου Καραγιαννόπουλου, ανθρώπου παράξενου και σκληρού. Δικός του έγινε και ο περίφημος πύργος του Τούρκου. Τόσο πολύ δέθηκε με την περιουσία του ο Καραγιαννόπουλος, που δεν ανεχόταν ούτε απέξω να περνούν οι ξένοι. Πυροβολούσε, έβριζε και καταριόταν τους περαστικούς. Έγινε ο αστικός θρύλος της περιοχής. Όποιος αφηγούταν τα καμώματά του, έβαζε υπερβολές και ολοένα πιο πολλά στοιχεία τρόμου. Η δράση του σταμάτησε, όταν έγινε επίταξη του κτήματός του, γιατί η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
1924: Ο κόσμος άλλαζε. Η Ελλάδα πλήθαινε. Ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες άρχισαν να συρρέουν από την πληγωμένη Μικρά Ασία. Έλληνες, Πόντιοι, Αρμένιοι ζητούσαν ασφάλεια κι ένα κομμάτι γης να στήσουν και πάλι το βιος τους. Δε φοβόντουσαν την ξηρασία και τα άγρια στοιχειά της φύσης. Είχαν ζήσει την κόλαση, κυνηγημένοι από τον τόπο τους. Είδαν σφαγές, φωτιά και βιασμούς. Τίποτα δε φάνταζε χειρότερο. Με μεγάλη ανακούφιση δέχτηκαν να κατοικήσουν σε μέρη που οι ντόπιοι απέφευγαν. Η δουλειά δεν τους τρόμαζε, ούτε ο μόχθος και η στέρηση. Αρκεί να μην τους ενοχλούσε πάλι κανείς.
Απλώθηκαν λοιπόν Πόντιοι στο Χασάνι, Έλληνες στον Ανάλατο, Αρμένιοι στο Δουργούτι. Οι πρώτοι δυσκολεύτηκαν περισσότερο. Κλήθηκαν να κάνουν πατρίδα την άγονη γη του Πασά Χασάν. Οι πιο φτωχοί έφτιαξαν πρόχειρα καταλύματα στις πλαγιές του Υμηττού. Έφτιαξαν φτωχικά σπίτια από πλίνθους, μια που το βραχώδες έδαφος δε μπορούσε να δεχτεί γερά θεμέλια. Δαρμένοι από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού και από το τσουχτερό κρύο του χειμώνα, άντεξαν. Κατάφεραν να φτιάξουν μια μικρή κοινωνία, γεμάτη ήθη και έθιμα του τόπου τους.
Στο Κάτω Χασάνι, το κάπως πιο εύφορο, το υπουργείο Γεωργίας έδωσε στρέμματα σε εκείνους που μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τους όρους. Θα έπρεπε οι νέοι ιδιοκτήτες να αφαιρέσουν τους βράχους, να μαντρώσουν τα οικόπεδά τους και να φτιάξουν γόνιμους κήπους. Χωρίστηκαν έτσι οι πλούσιοι από τους φτωχούς, παρόλο που γειτόνευαν.
Η περιοχή των φτωχών ονομάστηκε Σούρμενα, προς τιμήν της πόλης τους στη χαμένη πατρίδα. Κηπούπολη είπανε την περιοχή των πλουσίων, αφού οι κήποι των πέτρινων σπιτιών ήταν το βασικό χαρακτηριστικό τους.
Λίγα χρόνια μόνο άντεξε η ηρεμία των προσφύγων. Νέες φουρτούνες φάνηκαν, αυτή τη φορά από το ίδιο το κράτος που τους βοήθησε. Έπρεπε λέει να γίνει το αεροδρόμιο εκεί. Παράγκες ήταν τα σπίτια τους και για την κυβέρνηση δεν είχαν αξία. Για τους ιδιοκτήτες όμως ήταν όλη τους η ζωή. Τα σπίτια που ανάστησαν τα παιδιά τους. Πήραν κάποια λεφτά για να τα αφήσουν. Τους είπαν να μεταφερθούν στην Κοκκινιά και στην Καλλιθέα. Άντε πάλι από την αρχή. Νέος ξεριζωμός.
Ξέσπασε πόλεμος. Τα έργα σταμάτησαν. Οι έρημες παράγκες έστεκαν σιωπηλά, σαν φαντάσματα μιας συνοικίας που έσβησε. Περίμεναν υπομονετικά την καταστροφή ή την σωτηρία τους. Το 1944, κάποιοι πρόσφυγες επέστρεψαν δειλά στις περιουσίες τους. Με πείσμα σχεδόν παιδικό, αγνοήσαν το γεγονός πως το αεροδρόμιο θα χτιζόταν και πάλι. Ανάμεσα σε ετοιμόρροπα πλίνθινα οικοδομήματα, κάποιοι βρήκαν και πάλι καταφύγιο σε εκείνα που έστεκαν ακόμη γερά, συνθέτοντας ένα ιδιόμορφο μωσαϊκό, ζωής και εγκατάλειψης.

Το οριστικό τέλος για το Χασάνι ήρθε το 1956. Η περιοχή έπρεπε να ισοπεδωθεί. Η επίσκεψη Αϊζενχάουερ σφράγισε τη δημιουργία Αμερικανικής Στρατιωτικής Βάσης. Ούτε σπίτια που ανήκαν στην εύπορη Κηπούπολη δε μπόρεσαν να σωθούν. Αυτή τη φορά η κατεδάφιση ήταν σαρωτική. Κάτω από τεράστιους τόνους τσιμέντου, θάφτηκαν 5.000 στρέμματα κυνηγημένης και δύσκολης ζωής, γεμάτης διαρκή κάματο. Κάτω από τόνους τσιμέντου θάφτηκε και το όνομα του κάποτε πανίσχυρου Πασά Χασάν Μπελίκ.
**Η Πολύμνια Ρέγκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άγιο Δημήτριο. Φοίτησε στο 1ο Γενικό Λύκειο, το λεγόμενο «Στρογγυλό». Τα τελευταία 15 χρόνια ζει στο Παλαιό Φάληρο. Το πρώτο της βιβλίο, το μυθιστόρημα με τίτλο «Πολεμίστρες στη Στέγη», κυκλοφορεί από την ΚΑΠΑ Εκδοτική.