Γιατί τα Λεγραινά είναι η σπουδαιότερη παραλία της Αττικής
Άλλοι τη λένε ΚΑΠΕ, άλλοι παραλία Λεγραινών, άλλοι απλώς την περιγράφουν ως την "φανταστική παραλία με τα άπειρα σκαλάκια" κοντά στο Σούνιο. Η ουσία είναι μία, πάντως: Αυτός ο μικρός κολπίσκος είναι παραδεισένιος.
- 04/08/2016
- Κείμενο: NouPou.gr
Είτε την λέμε παραλία Λεγραινών, είτε ΚΑΠΕ, είτε μικρός κολπίσκος, είτε σκαλάκια, όλος ο κόσμος ξέρει για ποια παραλία στην Αττική μιλάμε. Η αλήθεια είναι ότι η actual παραλία των Λεγραινών είναι λίγο παρακάτω και δεν είναι τόσο όμορφη, αφού μπροστά από την Μαρίδα -που επιβάλλεται να πάτε για τους ψαρομεζέδες της- είναι γεμάτη από καλαμιές και από την άλλη έχει χώρο για να βουτάνε οι βάρκες. Ίσως γι’ αυτό το ΚΑΠΕ να έχει επικρατήσει σαν παραλία των Λεγραινών. Άλλωστε το όνομά της το πήρε επειδή υπάρχει μια ταμπέλα ΚΑΠΕ στην αρχή του χωματόδρομου πριν την παραλία.
Την πρώτη φορά που την αντίκρισα θα ήμουν 9 ή 10 χρονών. Δεν ήταν καλοκαίρι, αλλά Μάρτιος, ο οποίος με τους πρώτους ήλιους προσπαθούσε να σε ξεγελάσει. Ο καιρός δεν ήταν για μπάνιο, αλλά ήταν ιδανικός για ψάρεμα. Και συγκεκριμένα ψαροντούφεκο. Τα πρώτα «ανοιξιάτικα» χταπόδια έκαναν την εμφάνιση τους στον βυθό, με τα μεγαλύτερα από αυτά να ξεπερνούν τα 4 κιλά. Μέσα στο νερό μοιάζουν με μικρά τέρατα από κάποια ταινία επιστημονικής φαντασίας, αλλά η οποιαδήποτε φοβία εξαφανίζεται όταν τα σκέφτεσαι ως μεζέ, συνοδευόμενα από ένα καλό ούζο ή τσίπουρο.
Ο πατέρας μου, μαζί με τον φίλο του τον Παναγή, είχαν τα ψαροντούφεκα στους ώμους, είχαν φορέσει τις στολές τους και «επιθεωρούσαν» από την αμμουδιά, την πορεία που θα ακολουθήσουν για το κυνήγι. Αν και ο καιρός ήταν κάτι ανάμεσα σε ανήσυχο και πρώιμο καλοκαίρι, η παραλία των Λεγραινών (ή και Λεγρενών) είχε ένα στοιχείο το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα. Φαίνεται παρθένα. Βουτάνε και χάνονται μετά από μερικά λεπτά. Μετά από μία ώρα -περίπου- επιστρέφουν με δύο μεγάλα χταπόδια ο καθένας. Θυμάμαι μάλιστα πως ακολούθησε ένας διάλογος, όπου σχολίαζαν ότι ο βυθός ήταν γεμάτος, αλλά δεν ήθελαν να χτυπήσουν τα μικρά. Μερικά χαμόγελα, η κολλημένη άμμος στα πόδια και η γκρίνια για το ότι δεν υπάρχει κάπου πόσιμο νερό, συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν αυτή την όμορφη παιδική ανάμνηση.
Τα Λεγραινά, είναι ίσως η μοναδική παραλία στα Νότια που με έχουν κάνει να νιώσω ότι ο κόσμος έχει τέλος. Που ο άνθρωπος, κάπου εκεί στο τέλος του ουράνιου θόλου που εμφανίζεται στις Αναγεννησιακές γκραβούρες, είναι φιλοξενούμενος και όχι μόνιμος κάτοικος, αντιμετωπίζοντας την περιοχή με ένα πρωτόγνωρο δέος και θαυμασμό. Πιο εύκολα τις καθημερινές και, σαφώς πιο δύσκολα, τα Σαββατοκύριακα. Αυτό όμως δεν θέλουμε ουσιαστικά από μία παραλία; Δεν μας αρέσει μόνο η διαδικασία του μπάνιου. Μας αρέσουν όλα. Ο ήχος του κύματος. Η θέα. Το χάζεμα. Ο ήχος από τα τζιτζίκια που σε αποκοιμίζει ενώ το κύμα σκάει στην αμμουδιά. Όλα αυτά τα ασήμαντα μικρά πράγματα, που συνοδεύουν το αγνό, ελληνικό και ασύγκριτο καλοκαίρι.
Γιατί η πραγματικότητα είναι ότι εκτός από μία παραλία για μπάνιο, θέλεις ένα σκηνικό που να κάνεις το μυαλό σου να ταξιδέψει.
Για έναν 10χρονο, που μέχρι εκείνη την ημέρα δεν είχε περάσει την περιοχή του Θυμαριού, ένα ταξίδι μέχρι τα Λεγραινά φαινόταν σαν μία μικρή περιπέτεια. Ένα ταξίδι δηλαδή, σε μία λιγότερο γνωστή περιοχή, με την παραλία της να εξυπηρετεί ως επί το πλείστον όσους έμεναν κοντά στο Σούνιο ή διατηρούσαν εξοχικά στον Χάρακα και που οι απότομες στροφές μετά τον οικισμό του Αιόλου σου έδιναν την εντύπωση πως αυτό που περιμένεις θα είναι συναρπαστικό. Και ήταν κάθε φορά. Ακόμα και για τους δικούς μου, που δεν λογάριαζαν την βενζίνη τα Σαββατοκύριακα για να φτάσουν μέχρι το Θυμάρι, μία επίσκεψη στα Λεγραινά ακουγόταν περισσότερο σαν μονοήμερη εκδρομή παρά σαν «ακόμα ένα μέρος για μπάνιο». Και ίσως και να είναι έτσι. Γιατί 22 χρόνια αργότερα, νιώθω πως δεν έχει αλλάξει τίποτα στο τοπίο.
Σήμερα, οδηγώντας νοτιότερα της Βάρκιζας, κάνεις μία στενάχωρη διατύπωση. Ότι τα beach bars έχουν οργανωθεί σε περιοχές που πιστεύαμε ότι δεν θα έφταναν ποτέ. Δεν έχω κάτι με τις οργανωμένες παραλίες. Αντιλαμβάνομαι πως υπάρχουν και εκείνοι που θέλουν την μουσική να βαράει δυνατά από τα ηχεία, που θέλουν να υπάρχει πάντα ένα τύπου «μπαρ» για τον καφέ, το σάντουιτς και το παγωτό τους, που θέλουν να είναι αποπνιχτικά στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο γιατί -τι να κάνουμε- τα έχει και αυτά το καλοκαίρι. Υπάρχουν όμως και όλοι οι άλλοι. Αυτοί που λένε πως όταν περνάς από το Μαύρο Λιθάρι, είναι αφύσικο τα μπαλάκια από τις ρακέτες να ακούγονται πιο δυνατά από τα τζιτζίκια. Αυτοί που δεν καταλαβαίνουν τον λόγο που, μετά την οργανωμένη πλαζ του Κούρου, πρέπει πλέον να βλέπουν ξαπλώστρες, ομπρέλες και μπαρ τόσο στο Θυμάρι όσο και στο Χάρακα. Κάπου εκεί είναι που κερδίζουν τα Λεγραινά. Πόσο καλά τα θυμάσαι αλήθεια;
Την δεκαετία του ’80 πολύ επισκεπτόντουσαν την περιοχή για γυμνισμό. Μάλιστα, σε κάποιες από τις τοποθεσίες της, ο γυμνισμός ισχύει μέχρι και σήμερα. Έκτοτε φυσικά, ο κόσμος έχει ανακαλύψει όλες τις τοποθεσίες ανά το μήκος των παραλιών της και εκτός από τα κλασσικά Σαββατοκύριακα, ο κόσμος επισκέπτεται την περιοχή και τις καθημερινές. Για τα νερά δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Τα Λεγραινά είναι από τις παραλίες που «βραβεύονται» κάθε χρόνο με την γαλάζια σημαία, καθότι η μακρινή της τοποθεσία ελαττώνει αισθητά τις πιθανότητες για ανθρώπινο σκουπιδαριό. Και αυτό το φαινόμενο δεν το συναντάς μόνο στα -πραγματικά- κρυστάλλινα νερά της. Ο κόσμος σέβεται την παραλία. Μικροί και μεγάλοι. Μέχρι και αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, δεν έχει τύχει να δω άνθρωπο να φεύγει χωρίς να παίρνει μαζί του την σακούλα με τα άδεια μπουκαλάκια νερού, τους καφέδες και τα λοιπά σκουπίδια. Και ευτυχώς ο δήμος έχει φροντίσει για κάδους.
Αυτή την παραλία, λοιπόν, μου είναι αδύνατο να την φανταστώ οργανωμένη. Μου είναι αδύνατο να την φανταστώ με δυνατή μουσική που βαράει πιο δυνατά από νυχτερινό club, μου είναι αδύνατο να φανταστώ δεκάδες ξαπλώστρες στην άμμο και ουρές ανθρώπων που περιμένουν ένα ακόμα κλαμπ σάντουιτς για να το πληρώσουν χρυσάφι. Οτιδήποτε από τα παραπάνω, θα έκανε τα Λεγραινά να χάσουν την αίγλη τους. Οτιδήποτε από τα παραπάνω, θα έκαναν τα Λεγραινά να σταματήσουν να είναι το καταφύγιο του μέσου Αθηναίου, που ψάχνει λίγες ώρες ανάπαυλας και ησυχίας στα νερά της, από την κουραστική καθημερινότητα της αδυσώπητης τσιμεντούπολης. Ακόμη και αν η παραλία δεν είναι παρθένα και ο κόσμος αυξάνεται, έχει βρει μία συνταγή που δείχνει να πετυχαίνει. Αν το θέλετε, τα Λεγραινά είναι μία ζωντανή απόδειξη, πως δεν είμαστε οι μέσοι μαλάκες που όλοι νομίζουν. Δεν είμαστε αυτοί που πετάμε τα σκουπίδια μας όπου βρούμε και μετά επιστρέφουμε στον καναπέ της Βούλας, της Γλυφάδας και των άλλων περιοχών, περιμένοντας ότι θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας. Αντιθέτως, οι «άνθρωποι των Λεγραινών» είναι τόσο συνειδητοποιημένοι για το πόσες λίγες καθαρές και ανοργάνωτες παραλίες έχουμε στην Αττική, που κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να μην χάσουμε και αυτό το οχυρό.
Πριν από μία εβδομάδα την επισκέφθηκα Δευτέρα πρωί. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως είχα την ανάγκη να την θυμηθώ όπως εκείνο τον Μάρτιο στα 10 μου. Εκτός από ένα ζευγάρι που μάθαιναν το αγοράκι τους να κολυμπάει δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά δυνατός αέρας. Και ήταν κάπου εκεί, που η θάλασσα ζήλεψε την άσπρη ομπρέλα με τις άσπρες ρίγες και την τράβηξε ξαφνικά, όπως ένα παιδί που σου έκλεψε την μπάλα από τα πόδια και ξεμάκρυνε γελώντας. Μία ομπρέλα. Ένα μικρό αντίτιμο για τα τόσα χρόνια αναμνήσεων και ευχάριστων στιγμών που έχει προσφέρει και που θα συνεχίζει να το κάνει αν την αφήσουμε ακριβώς όπως είναι. Χωρίς περιττές «αναβαθμίσεις». Χωρίς πράγματα που νομίζουμε ότι την κάνουν πιο σπουδαία, ενός στην ουσία καταστρέφουν κομμάτια του πραγματικού μεγαλείου της.
Και όπως η ομπρέλα απομακρυνόταν στα ανοιχτά, αναρωτιόμουν ποιος κάνει παιχνίδια σε ποιον σε αυτή την άκρη του δικού μας κόσμου. Του Νότιου.