Το ημερολόγιο ενός αδέσποτου σκύλου
Η Μαριλένα Σαρίδη, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αδέσποτων Ζώων, γράφει ένα πρωτότυπο ημερολόγιο ζωής ενός αδέσποτου σκύλου.
- 04/04/2015
- Κείμενο: Μαριλένα Σαρίδη
Το θέμα είναι να μπορούσαμε να ακούσουμε την φωνή όλων αυτών των κατατρεγμένων και πονεμένων από τις στερήσεις και τα βιώματα ζώων εκεί έξω, που δίνουν καθημερινή μάχη για να βγάλουν την μέρα μέχρι το μάξιμουμ των 2 ετών που κατά μέσο όρο καταφέρνουν να ζουν στους δρόμους.
Από την μέχρι τώρα μου πορεία στον χώρο του φιλοζωικού εθελοντισμού, έχω, δυστυχώς, γίνει μάρτυρας πάμπολλων περιστατικών εγκατάλειψης και κακοποίησης τόσο σκύλων όσο και γατιών. Αυτές οι εμπειρίες με έχουν σημαδέψει, αλλάζοντάς με ως άνθρωπο και θέλω να πιστεύω μου ότι μου δίνουν το δικαίωμα να γράψω έναν φανταστικό μονόλογο ενός αδέσποτου σκύλου, ο οποίος βιώνει από πολύ νωρίς την σκληρότητα αυτού του κόσμου. Τα γεγονότα που θα διαβάσεις είναι αληθινά και δυστυχώς συμβαίνουν πολύ συχνά.
«Μαμάααα πεινάω! Κάντε καλέ πιο πέρα να φάω και εγώ! Όχου πολύ στριμωξίδι πέφτει σήμερα για το φαγητό.
Ουφ, τα κατάφερα, έφαγα και εγώ! Αχχχ τι ωραία και ζεστά που είναι δίπλα στην μαμά μου, λέω να πάρω κανέναν υπνάκο τώρα. Ε! Που πάει; Μαμά! Ε! Πάλι έφυγε. Αν καταφέρω τώρα να κοιμηθώ παρέα με τα αδέρφια μου, σφύρα μου. Όλο παιχνίδι και εξερεύνηση θέλουν αυτά, εγώ θέλω να κοιμηθώ όμως. Δεν με αφήνουν! Γκρρρρ! Ώπα τι γίνεται εδώ; Τι είναι αυτοί; Σηκώνουν αυτό το πράγμα που ήταν η οροφή της φωλιάς μας. Με τρομάζουν! Μπάζει κρύο τώρα εδώ μέσα και δεν μ’ αρέσει καθόλου. Κάτσε να φωνάξω την μαμά μου. Μαμάαα! Αφού την βλέπω την κρατάει ένας άνθρωπος, μα γιατί δεν την αφήνει να έρθει σε εμάς; Αμάν ένα απ΄ τα αδέρφια μου σηκώθηκε στον αέρα και μπήκε κάπου. Ωχ και άλλο! Τώρα νιώθω και εγώ κάτι σκληρά χέρια να με ζουλάνε και να με πετάνε κάπου σκοτεινά όπου είναι και τα αδέρφια μου μέσα. Πιέζομαι, δεν μπορώ να κουνηθώ! Θόρυβος, αέρας, κάπου μας πάνε. Φοβάμαι πολύ, θέλω την μαμά μου οπωσδήποτε. Κλαίω. Μάταια όμως, δεν βλέπω τίποτα και κυρίως δεν νιώθω η μυρίζω πουθενά γύρω την μαμά μου. Τι συμβαίνει; Σταμάτησε ο θόρυβος. Μας σηκώνουν πάλι στον αέρα όλα μαζί. Νιώθω να πέφτω! Έπεσα και προσγειώθηκα στο χώμα. Πού είμαστε; Δεν αναγνωρίζω τίποτα. Βλέπω μόνο χωράφια γύρω και έναν δρόμο όπου περνάνε γρήγορα κάτι πράγματα. Τουλάχιστον έχουμε μια κούτα, αυτήν που είχαμε και στην φωλιά όταν ήμασταν με την μαμά μας. Κουράγιο αδέρφια, όπου να ναι θα έρθει να μας σώσει. Οι άνθρωποι μπήκαν σε ένα πράγμα μέσα και χάθηκαν στον ορίζοντα. Δεν καταλαβαίνω τι έχει συμβεί. Κλαίω και περιμένω μαζί με τα άλλα 4 αδέρφια μου. Κουλουριαζόμαστε για να ζεσταθούμε μέσα στην κούτα μέχρι να έρθει η μαμά να μας σώσει. Αποκοιμήθηκα.
Ξυπνάω γιατί νιώθω περισσότερο κρύο και υγρό να κυλάει πάνω μου. Βρέχει και έχει σκοτεινιάσει. Αρχίζω να μην βλέπω τίποτα. Απλά νιώθω ότι πεινάω και κρυώνω. Βλέπω ένα από τα αδέρφια μου να απομακρύνεται από εμάς. Μα τι κάνει; Δεν φοβάται; Αυτός ήταν πάντα ο πιο θαρραλέος εδώ που τα λέμε, ίσως πάει να φέρει βοήθεια. Η κούτα μας έχει γεμίσει νερά πια, βγαίνουμε έξω. Για καλή μας τύχη βρήκα έναν πυκνό θάμνο εδώ δίπλα και χωθήκαμε μέσα. Ας κουλουριαστούμε ξανά, ίσως κοιμηθούμε και έτσι ξεχάσουμε και την πείνα μας. Αύριο βλέπουμε.
Βγήκε ήλιος επιτέλους! Βγαίνουμε από τον θάμνο να δούμε τι υπάρχει γύρω μας. Α βλέπω και το θαρραλέο μας αδέρφι! Μα τι κάνει ξαπλωμένο δίπλα στον δρόμο; Πσσσσστ! Ξύπνα καλέ! Πάω κοντά να δω.. Δεν μου φαίνεται καλά. Έχει ξεραμένο αίμα γύρω από το στόμα του! Τον μυρίζω. Τον σκουντάω. Δεν κουνιέται. Δεν αναπνέει. Δεν ζει πια.. Έπρεπε να τον σταματήσω. Δεν έπρεπε να είχε φύγει από εμάς χθες βράδυ. Κλαίω, τα πράγματα πάνε απ το κακό στο χειρότερο. Θέλω την μαμά μου! Τι θα κάνω τώρα;
Με όσο κουράγιο μου απομένει, γυρνάω πίσω στα αδέρφια μου και δεν τους λέω όμως τίποτα. Κλαίνε ούτως ή άλλως από την πείνα και την δίψα.
Ένας δυνατός θόρυβος μηχανής μας τρομάζει! Χωνόμαστε στον θάμνο. Κάτι χέρια ψαχουλεύουν τον θάμνο! Ωχ πάλι μας σηκώνουν στον αέρα! Πού μας πάνε; Τουλάχιστον δεν μας έβαλαν μέσα σε κάτι και έτσι βλέπουμε γύρω μας. Καλά όχι πολλά, αλλά έστω βλέπω τα αδέρφια μου όλα μαζί. Μείον ένα που έμεινε για πάντα πίσω..
Σταματάμε να κουνιόμαστε. Μας βγάζουν έξω, πού είμαστε πάλι; Πεινάμε. Μια αυλή, ένας δρόμος και πάλι χωράφι. Μας βάζουν ένα πιάτο με γάλα και κάτι ξεραμένο αλλά με την πείνα που έχουμε τα τρώμε όλα σε δευτερόλεπτα. Ακούω φωνές και ακαταλαβίστικους ήχους από πάνω μας. Κάποιος φωνάζει.
Μας σηκώνουν μαλακά έστω, και μας βγάζουν και τα 4 κάπου λίγο πιο πέρα από την αυλή που φάγαμε. Μα γιατί; Ίσως να ξανατρώγαμε εκεί τίποτα. Κρίμα. Αρχίζω να εγκαταλείπω την ιδέα ότι θα ξαναδώ την μαμά μου. Πρέπει να σταθώ δυνατός για τα αδέρφια μου. Αρχίζουμε να εξερευνούμε τον χώρο γύρω από αυτή την αυλή που φάγαμε. Βλέπουμε κόσμο, φασαρία, πράγματα να κινούνται γρήγορα. Πλησιάζω εγώ έναν χώρο που έχει κόσμο. Ωχ, ένας άνθρωπος έρχεται προς το μέρος μου με μία σκούπα! Τρέχω γρήγορα προς την αντίθετη μεριά. Καλά γιατί κάνει έτσι, οκ είμαι μαύρος με κοντό και λίγο μαδημένο τρίχωμα το οποίο μου φέρνει φαγούρα που και που, αλλά όταν μεγαλώσω θα γίνω ένας ψηλός και γεροδεμένος σκύλος! Δεν το βλέπει αυτό;
Γυρνάω πίσω και βλέπω κάτι μικρούς ανθρώπους να κυνηγάνε με ένα ποδήλατο ένα απ τα αδέρφια μου! Αυτό κλαίει και τρέχει. Μα δεν βλέπουν ότι τον τρομάζουν; Τα άλλα δύο αδέρφια μου έχουν εξαφανιστεί! Τα ψάχνω γύρω παντού αλλά δεν βλέπω τίποτα. Τόσο πολύ έλειψα; Όχι! Που πήγαν τα χαζά άραγε, εδώ βλέπω ότι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι, δεν πρέπει να απομακρυνόμαστε. Τι θα κάνω τώρα πάλι; Βλέπω τους μικρούς ανθρώπους να σηκώνουν τον αδερφό μου στον αέρα να τον πειράζουν και τέλος να του βάζουν ένα σαν σκοινί γύρω από τον λαιμό και να τον σέρνουν. Εγώ έχω κρυφτεί και παρακολουθώ. Να βγω άραγε και να πάω και εγώ μαζί τους; Μήπως τον πηγαίνουν πουθενά για να τον ταΐσουν όπως μας έδωσαν πριν και ας μην μας κράτησαν στην αυλή τους; Πριν προλάβω να αποφασίσω, είδα να τον φορτώνουν σε ένα πράγμα με καρότσα, μπήκαν και οι τρείς χωρίς παπούτσια μικροί άνθρωποι, λίγο βρώμικοι μου φαίνονται, (κατά τ’ άλλα λένε εμένα βρώμικο) και άρχισαν να απομακρύνονται μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης από χώμα. Έμεινα μόνος τώρα. Φοβάμαι πολύ.
Αποφασίζω να προχωρήσω όπου με πηγαίνει η μύτη μου. Όλο και κάπου θα βρω τίποτα να φάω. Δεν μπορεί! Περπατάω φοβισμένος στον δρόμο ανάμεσα από σκουπίδια, κρύβομαι σε θάμνους όταν ακούω δυνατούς θορύβους και προσπαθώ να μυρίζω τίποτα γνώριμο ή τίποτα που να θυμίζει φαγητό. Σε κάποια φάση φτάνω σε ένα μέρος που έχει αρκετό κόσμο και πολλές ωραίες μυρωδιές. Κάποιος με διώχνει όμως και τρέχω πάλι μακριά. Έχω κουραστεί πολύ. Θέλω να κοιμηθώ και ας μην έχω καταφέρει να βρω τίποτα να φάω. Αρχίζει κιόλας και σκοτεινιάζει. Βρίσκω έναν καλά κρυμμένο χώρο πίσω από κάτι σκουπίδια και χώνομαι. Ουφ να κοιμηθώ λίγο..
Το επόμενο πρωί ξυπνάω απότομα από δυνατούς θορύβους και νιώθω κοντά μου φασαρία. Βλέπω ένα τεράστιο μηχάνημα να σηκώνει στον αέρα τον κάδο, δίπλα στον οποίο είχα κρυφτεί, και να τον αδειάζει. Γρήγορα να φύγω πριν με δουν! Πάλι βγήκα στον δρόμο και τρέχω γιατί με τρόμαξε πολύ αυτός ο θόρυβος. Πόσο θα ήθελα να έβλεπα την μαμά μου τώρα και να μπορούσα να φάω. Πρέπει να σταματήσω όμως να το σκέφτομαι αυτό. Προχωράω και βρίσκω κάτι που θυμίζει φαγητό πεταμένο δίπλα σε κάδο, ευτυχώς γιατί δεν αντέχω άλλο! Τρώω λαίμαργα. Μετά από λίγη ώρα βέβαια με πονάει η κοιλιά μου αλλά δεν πειράζει, από το τίποτα..
Περπατάω πάλι, δίχως να ξέρω που πάω αλλά φροντίζω να αποφεύγω τα γρήγορα πράγματα που κινούνται γιατί έτσι την πάτησε ο αδερφός μου απ’ ότι θυμάμαι.. Στέκομαι έξω από έναν χώρο όπου βγαίνουν ωραίες μυρωδιές πάλι, ένας άνθρωπος σκύβει από πάνω μου και μου δίνει ένα κομμάτι από κάτι ωραίο και ζεστό! Υπέροχο ήταν! Κάτι μου λέει σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω αλλά μετά απομακρύνεται ρίχνοντάς μου μερικά περίλυπα μάλλον βλέμματα. Τόσο άσχημος είμαι; Αυτή η φαγούρα πάντως έχει αρχίσει να με κουράζει πολύ. Αποφασίζω να περιμένω λίγο ακόμα εδώ μήπως μου δώσει πάλι κάποιος κάτι νόστιμο όπως εκείνος ο άνθρωπος. Να ένας τρώει κάτι, κάτσε να πλησιάσω εγώ αυτή την φορά. Πριν προλάβω να κάτσω δίπλα του, νιώθω έναν δυνατό πόνο στα πλευρά μου. Και μια φωνή με νεύρα να μου μιλάει πάλι ακαταλαβίστικα.
Με χτύπησε μάλλον γιατί τον ενόχλησα. Πονώντας ακόμα, απομακρύνθηκα γρήγορα. Ας συνεχίσω τον δρόμο μου καλύτερα γιατί άλλο ζεστό φαγητό δεν βλέπω να μου δίνουν, μάλλον για ζεστή κλοτσιά το βλέπω. Αποφασίζω να μην ξαναπλησιάσω άλλον άνθρωπο. Αναρωτιέμαι ξαφνικά γιατί η μαμά μου αποφάσισε να μας κάνει αφού δεν είχε σκοπό ούτε να μας κρατήσει κοντά της ούτε μπόρεσε να μας προστατέψει. Επίσης, αναρωτιέμαι τι να απέγιναν τα αδέρφια μου. Άραγε αυτά θα τα ξαναδώ ποτέ;
Εκεί που με είχε πιάσει απελπισία και είχα κάτσει κοντά σε ένα δέντρο να ξαποστάσω, βλέπω έναν άνθρωπο να έρχεται προς το μέρος μου αργά και λίγο σκυμμένος. Όχου, τι να θέλει πάλι αυτός. Μήπως είναι αυτή; Γιατί ακούω μια ζεστή, γλυκιά φωνή να μου μιλάει αυτή την φορά, στα κορακίστικα βέβαια. Τι να κάνω, να φύγω ή να μείνω εδώ να δω τι θα γίνει; Και αν με πονέσει πάλι; Όμως πεινάω πάρα πολύ και πονάει η κοιλιά μου, πρέπει να το διακινδυνέψω. Με πλησιάζουν κάτι χέρια αλλά ευτυχώς με σηκώνουν απαλά στον αέρα και με τυλίγουν με κάτι ζεστό. Δεν είναι άσχημα μέχρι στιγμής. Φοβάμαι βέβαια αλλά νιώθω καλά. Φτάνουμε σε έναν χώρο όπου με αφήνει κάτω να περπατήσω. Δεν είμαι έξω πια τουλάχιστον. Μου δίνει η κοπέλα (ναι κοπέλα είναι την μύρισα) νερό μπόλικο και φαγητό νόστιμο! Πολύ! Ουάου!!! Τρώω του σκασμού επιτέλους! Μου δείχνει η κοπέλα ένα μέρος μαλακό όπου μάλλον εννοεί ότι μπορώ να κοιμηθώ. Αχχχ νιώθω χορτάτος και ασφαλής μπορώ επιτέλους να κοιμηθώ και με τα δύο μου μάτια κλειστά, όπως τότε, που κοιμόμουν δίπλα στην μαμά μου και τα αδέρφια μου.. Αχ ρε μαμά.. Μου λείπεις πολύ.. Ευτυχώς αυτή η κοπέλα φαίνεται ότι θα με φροντίσει από εδώ και πέρα. Τα αδέρφια μου όμως.. Εσύ τι θα απογίνεις; Γιατί απ’ ότι φαίνεται ο κόσμος στον οποίον μας έφερες είναι σκληρός, πολύ σκληρός και εγώ είμαι πολύ μικρός και αδύναμος. Σε έχω ανάγκη μαμά..»
Ο Ρέσκιουντ όπως αποφάσισα να ονομάσω τον μικρό ήρωα της ιστορίας μου, είναι από τα λίγα και τυχερά σκυλιά που βρέθηκαν στα χέρια κάποιου φιλόζωου ανθρώπου και σώθηκε. Σίγουρα το μέλλον του στα χέρια ενός τέτοιου ανθρώπου θα είναι εξασφαλισμένο. Η τύχη των υπολοίπων όμως; Το ένα του αδερφάκι πέθανε στον δρόμο όπως πάρα πολλά άλλα πεθαίνουν καθημερινά από χτυπήματα αμαξιών, τα δύο αδερφάκια εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς, που αυτό σημαίνει ότι αν είναι τυχερά υιοθετήθηκαν από καλές οικογένειες και αν είναι άτυχα υιοθετήθηκαν από επιπόλαιες οικογένειες που μπορεί αργότερα να μην διστάσουν να τα βγάλουν πάλι στον δρόμο. Τα σενάρια εδώ μπορεί να είναι πολλά. Πάντως όλα τα έχουμε δει. Το τελευταίο του αδερφάκι θα πω ότι αιχμαλωτίστηκε από τσιγγάνους, επίσης σύνηθες φαινόμενο γι αυτούς να κρατούν σκυλιά υπό άθλιες συνθήκες και μονίμως δεμένα. Η μαμά του Ρέσκιουντ σίγουρα παραμένει αστείρωτη να γεννάει και άλλα ετεροθαλή αδερφάκια του Ρέσκιουντ, έτσι ώστε αυτός ο απάνθρωπος κύκλος να διαιωνίζεται..
Παγκόσμια Ημέρα Αδέσποτων Ζώων. Άλλαξε το σενάριο αυτής της ιστορίας και άλλων ιστοριών σαν και αυτήν που μόλις διάβασες. Στείρωσε, φρόντισε, υιοθέτησε, αγάπα, μέχρι να μην υπάρχει πια καμία πονεμένη ψυχή στον δρόμο. Δεν είναι δύσκολο αν όλοι μας κάναμε κάτι από λίγο..
Αν σε ενδιαφέρει να βοηθήσεις πραγματικά, έστω σήμερα μέρα που είναι, ρίξε μια ματιά στο www.spazgreece.gr και δες τι μπορεί να κάνεις. Μικρό ή μεγάλο δεν πειράζει, σημασία έχει ότι δεν θα περάσεις άλλη μία μέρα αδιαφορώντας. Μας έχουν ανάγκη. Πολύ.
Η Μαριλένα Σαρίδη είναι εκπαιδεύτρια σκύλων και μπορείς να μάθεις περισσότερα για την δουλειά της στο www.happydogtrainer.gr ή απ’ την σελίδα της στο Facebook