Μαρία Ευθυμίου: «Στην ιστορία του επιχειρείν βρίσκουμε τους πατεράδες μας και τους παπούδες μας»
Πώς ένας μικρός πληθυσμιακά λαός όπως οι Έλληνες κατάφεραν να γίνουν κυριάρχοι του θαλάσσιου εμπορίου και να διδάξουν το «επιχειρείν» στην Ανατολική Μεσόγειο και ακόμα παραπέρα - Η διακεκριμένη ιστορικός, ερευνήτρια, συγγραφέας και Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρία Ευθυμίου μας οδηγέι σε ένα ταξίδι από την αρχαιότητα μέχρι το σήμερα για να εξερευνήσουμε το επιχειρηματικό πνεύμα που ανέκαθεν είχαν οι Έλληνες.
- 07/07/2024
- Κείμενο: Εμμανουέλα Ρουσσάκη
Το τρίτο talk στο πλαίσιο του θεσμού The Ellinikon Moments που πραγματοποιήθηκε στο The Ellinikon Experience Center είχε στόχο να αναδείξει τις διαφορετικές πτυχές του πολυεπίπεδου έργου του Ελληνικού και την πλούσια πολιτισμική κληρονομιά της περιοχής ενώνοντας το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον.
Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ιδανικότερη ομιλήτρια για να μας καθοδηγήσει σε αυτήν την εξερεύνηση από την Ομότιμη Καθηγήτρια του ΕΚΠΑ, Μαρία Ευθυμίου, γνωστή για την παραστατικότητα και το χιούμορ της, αλλά κυρίως για τις ατελείωτες πληροφορίες που μπορεί μας μεταφέρει για την ιστορία της ανθρωπότητας.
Την Τετάρτη 19 Ιουνίου η κυρία Ευθυμίου μας πήγε ένα ταξίδι με τη μηχανή του χρόνου από την αρχαιότητα μέχρι το σήμερα για να απαντήσουμε στο ερώτημα, τελικά πόσο βαθιά ριζωμένο είναι το «επιχειρείν» στη νοοτροπία των Ελλήνων;
Οι πρώτοι Έλληνες ασχολούνταν με την εμπορική ναυτιλία
Ο πρώτος λαός που με ασφάλεια μπορεί να θεωρηθεί ελληνικός, όπως μας πληροφόρησε η κυρία Ευθυμίου, είναι οι Μυκηναίοι οι οποίοι είχαν διάσπαρτα βασίλεια ανά τον Ελλαδικό χώρο και όχι μόνο στις Μυκήνες. Μάλιστα, το γεγονός ότι οι Mυκηναίοι είναι έλληνες αποκαλύφθηκε κατόπιν ανάλυσης της γραφής των Μυκηναίων, της Γραμμικής B’ που αποκρυπτογραφήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αναφορικά με τον προγενέστερο Μινωικό πολιτισμό, η κυρία Ευθυμίου σημειώνει πως εφόσον δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί η Γραμμική γραφή Α’ δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα ότι είναι ελληνικός πολιτισμός. «Ευελπίστουμε ότι οι σύγχρονες τεχνολογίες και η τεχνιτή νοημοσύνη θα θα οδηγήσουν σύντομα στην αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής γραφής A’ και έτσι θα ανακαλύψουμε εάν η ελληνική επιχειρηματικότητα πηγαίνει ακόμα πιο πίσω απο όσο νομίζουμε.» λέει η ιστορικός.
Οι Μυκηναίοι ήταν κτηνοτρόφοι, γεωργοί, βιοτέχενες και εξαγωγείς καθώς διεξήγαγαν θαλάσσιο εμπόριο μεταξύ των πόλεών τους αλλά και με γειτονικούς λαούς. Οι εξαγωγές γίνονταν σε τεράστια πιθάρια τα οποία φορτώνονταν σε πλοία και προκειμένου αυτά να μην κινούνται οι Μηκυναίοι γέμιζαν τα πλοία με άμμο ώστε να σφηνώνουν στα αμπάρια και να παραμένουν σταθερά . Έτσι το εμπόρευμα διατηρούνταν ακέραιο στη διάρκεια του ταξιδιού.
Η εξάπλωση του ελληνισμού έγινε με εργαλεία τη γλώσσα και τη ναυτιλία
Μέσα στο χρόνο ο ελληνισμός είχε ανέκαθεν δύο σταθερούς πυλώνες, τη γλώσσα και τη ναυτιλία. Οι Έλληνες ανέκαθεν ήταν ιδιαίτερα κινητικοί οικονομικά ενώ η γλώσσα τους γραφόταν από το 1600 π.Χ. Ιστορικά υπάρχουν μόνο δύο γλώσσες (από τις εξήμισι χιλιάδες που ομιλούνται στον κόσμο) οι οποίες γράφονται και ομιλούνται διαρκώς επί περίπου τέσσερις χιλιάδες χρονια ; Τα κινέζικα και τα ελληνικά, Τα ελληνικά ήταν η γλώσσα του εμπορίου και της μόρφωσης για την Ανατολική Μεσόγειο και τις περιοχές της Μαύρης θάλασσα. Μάλιστα, ήταν τόσο διαδεδομένα στους κύκλους των πνευματικά και οικονομιά δραστήριων της περιοχής που ήταν αδιανότο να αξιώσεις επιτυχία χωρίς να γνωρίζεις ελληνικά. «Πώς σήμερα είναι αδιανόητο να μη γνωρίζεις αγγλικά;» Λέει χαρακτηρσιτικά η κυρία Ευθυμίου.
Για το 1400-1300 π.Χ εκτιμάται ότι οι Μυκηναίοι γυρνούσαν όλη την Ανατολική Μεσόγειο με τα εμπορικά τους πλοία και είχαν δημιουργήσει εγκαταστάσεις για τις εμπορικές τους δραστηριότητες στην Κρήτη από το 1400 π.Χ φέρνοντας τη Γραμμική γραφή Β’ και εγκαθιδρύοντας επισήμως την ελληνική παρουσία την Κρήτη.
Με τα πλοία οι Μηκυναίοι έφτασαν στην Κύπρο όπου μέσα σε 200 χρόνια περίπου κατάφεραν μέσω των εμπορικών δραστηριοτήτων και της ελληνικής γλώσσας την πλήρη ένταξη της νήσου στον ελληνικό πολιτισμό. Έτσι η Μεγαλόνησος γίνεται προπύργιο του ελληνισμού στη Μεσόγειο.
Οι Έλληνες αναζητούσαν πάντα λύσεις για τη φορτοεκφόρτωση προϊόντων χτίζοντας αποθήκες και λιμενοβραχίωνες για να διευκολύνουν την εμπορική τους δρατηριότητα σε πολλές περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Ως αποτέλεσμα, γύρω από αυτές τις κατασκευές δημιουργούνταν πολιτείες από τους επαγγελματιές που χρειάζονταν για τη λειτουργία του λιμανιού και τις εμπορικές δραστηριότητες. Συνεπώς, η ναυτιλία και το εμπόριο δημιουργούσαν θέσεις εργασίας και εκτός θάλασσας.
Οι 400 ελληνικές αποικίες που έχουν βρεθεί μέχρι τώρα, μάλλον είναι οι μισές από όσες υπήρχαν στην πραγματικότητα. Ανά τα χρόνια η Νότια Ιταλία και η Σικελία δέχθηκε πάρα πολλούς Έλληνες με αποτέλεσμα από την αρχαιότητα κιόλας να αποκαλείται Μεγάλη Ελλάδα (Μagna Grecia). Εκτός από την Νότια Ιταλία οι Έλληνες με το εμπόριο και τους…καβγάδες τους κατάφεραν να γεμίσουν τις περιοχές της Αδριατικής, της Ανατολικής Μεσογείους και τη Μαύρης Θάλασσας με πολλές σύγχρονες πόλεις να δομούνται επί της εξέλιξης των ελληνικών αποικιών. Η Μασσαλία, το μεγαλύτερο λιμάνι της Μεοσγείου, το Ντουμπρόβνικ, η Βενετία, το Δυρράχιο δημιουργήθηκαν στα θεμέλια αρχαίων ελληνικών αποικιών.
Τρωικός πόλεμος για τα χάρη του…επιχειρείν
Το 1200π.Χ οι Μυκηναίοι είναι κυρίαρχοι στη θάλασσα. Έχουν εδραιώσει τη θέση τους στην Κύπρο, στην Κρήτη και στα παράλια της Μ. Ασίας. Στα ταξίδια τους, όμως, συναντούν το Ίλιον, τη μυθολογική Τροία, που στέκεται στην είσοδο των Δαρδανελίων και εμποδίζει το πέρασμά τους προς τον Εύξεινο Πόντο.
Περίπου 400 χρόνια αργότερα, ο Όμηρος γράφει ένα μαγικό ποίημα, την Ιλιάδα όπου εξιστορεί τον πόλεμο που έγινε στην Τροία για τα μάτια της ωραίας Ελένης. Ίσως δεν είμαστε πολύ ρομαντικοί, αλλά φαίνεται πως ο Τρωικός Πόλεμος είχε ως αιτία το εμπόριο και όχι ένα ερωτικό τρίγωνο, αφού οι Τρώες ήταν το μοναδικό εμπόδιο για τη διεξαγωγή εμπορίου στον Εύξεινο Πόντο.
Η αξία της Ιλιάδας είναι τεράστια καθώς ο Όμηρος μέσα από την αφήγησή του περιγράφει γεγονότα και πληροφορίες, πολλές από τις οποίες είναι ακριβείς και αναδεικνύουν τη ναυτική δύναμη των Μυκηναίων. «Ο Όμηρος πριν περιγράψει την επίθεση των Ελλήνων στην Τροία έχει περιλάβει στο έργο του τον «κατάλογο των νηών», δηλαδή των κατάλογων των πλοίων που διατέθηκαν από κάθε σημείο του μυκηναϊκού κόσμου για την εκστρατία κατά της Τροίας. Ο συνολικός αριθμός των πλοίων είναι 1.166, και παρόλο που πρόκειται για μικρότερα πλοία από τα σημερινά είναι εμφανές πως οι Έλληνες διέθεταν έναν εντυπωσιακό στόλο. Και φυσικά μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα βασίλεια δεν έστειλαν όλα τα πλοία τους στον πόλεμο» σημειώνει η κυρία Ευθυμίου.
«Κάπως έτσι σκιαγραφείται η ασύλληπτη σχέση που έχουν οι έλληνες με τη θάλασσα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με την Ελλάδα να βρίσκεται σταθερά στις κορυφαίες θέσεις της πλοιοκτησίας και των ναυτικών επαγγελμάτων.»
Ο ελληνικός πολιτισμός διατηρεί την κυριαρχία του και στη Ρωμαίκή Αυτοκρατορία
Οι Ρωμαίοι αναδείχθηκαν κυρίαρχοι στην Ανατολική Μεσόγειο ορίζοντας ως επίσημη γλώσσα τα λατινικά. Παρόλα αυτά, η ελληνική γλώσσα κυριαρχεί σε μεγάλα οικονομικά κέντρα. Η διάδοση της ελληνική γλώσσα είναι καθόλα αλληλένδετη με το ελληνικό επιχειριέιν και συγκεκριμένα με το την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου. Εκός αυτού, πολλά από τα πνευματικά έργα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη της ανθρωπότητας γράφονται στα Ελληνικά.
«Χαρακτηριστικό για τη σημασία που είχε το ελληνικό πνεύμα είναι το παράδειγμα του Μάρκου Αυρήλιου, του σπουδαιότερου ίσως αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο οποίος πολεμόντας τα γερμανικά φύλα που απειλούσαν την αυτοκρατορία έγραψε το έργο του «Τα Εις Εαυτόν», κάτι σαν ημερολόγιο με τις εμπειρίες και τις σκέψεις του. Το έργο γράφτηκε στα ελληνικά και όχι στα λατινικά που αποτελούσαν την επίσημη γλώσσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας», λέει η κυρία Ευθυμίου, και αστεϊζόμενη συνεχίζει «είναι σαν να λέμε ότι ο κύριος Μπάιντεν πάει στο σπιτι του[…] του έχουν πει όλα τα προβλήματα του κόσμου […] και στα ελληνικά γράφει στιχάκια»
Ας μην ξεχνάμε επίσης, πως τα ευαγγέλια του Χριστιανισμού παρόλο που γράφτηκαν εντός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και σε χώρο που η επίσημη γλώσσα ήταν τα λατινικά, γράφτηκαν από τους αποστόλους στα ελληνικά.
Εξίσου ουσιώδες είναι να αναφέρουμε πως με την κάθοδο τον γερμανικών φύλων η δυτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία διαλύεται πλήρως με το τελειωτικό χτύπημα, την ολοκληρωτική καταστροφή της Ρώμης περί το 570 μΧ. Το ανατολικό κομμάτι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όμως, με έντονο ελληνικό στοιχείο παραμένει ισχυρό σχεδόν για 1000 ακόμα χρόνια και εξελίσσεται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το ελληνικό επιχειρείν επιβιώνει και αναδεικνύεται τα χρόνια της τουρκοκρατίας
Από το 1000 μ.Χ μέχρι το 1400 μ.Χ η Ανατολή σταδιακά παρακμάζει και η Δύση αναπτύσσεται. Αυτό συμβαίνει διότι αφενός επικράτησε ειρήνη ανάμεσα στα γερμανικά φύλα, αφετέρου τα εμπορικά πλοία επιστρέφουν στις θάλασσες μετά από πολλά χρόνια απουσίας λόγω της απειλής των Σαρακηνών πειρατών που είχε παραλύσει το εμπόριο στη Μεσόγειο.
Παράλληλα, όμως, οι σελτζούκοι τούρκοι εμφανίζονται ενεργά στην Ανατολική Μεσόγειο περίπου το 1000 μ.Χ και καταφέρνουν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στα παράλια της Μ. Ασίας, ενώ περίπου 100 χρόνια αργότερα εμφανίζονται οι Οθωμανοί Τούρκοι οι οποίοι επρόκειτο να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη το 1453.
Έτσι, κατά τον 16ο αιώνα (1500-1600 μΧ) στην Ανατολική Μεσόγειο κυριαρχούν οι Οθωμανοί που διεξάγουν εμπόριο με πιο σκλήρούς όρους ενώ επιβάλλουν να περνούν από το Βόσπορο μόνο πλοία Οθωμανών υπηκόων. Συνεπώς στη Μαύρη Θάλασσα επί 200 χρόνια μπορούν να κάνουν εμπόριο μόνο υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες οι οποίοι για ένα διάστημα είχαν μείνει πίσω στο εμπόριο επανέρχονται στις θάλασσες εκμεταλλευόμενοι την νέα κατάσταση και ως υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ξεκινούν με μικρές βαρκούλες που σταδιακά με τα κέρδη τους εξελίσσονται σε στόλους. Τα εμπορέυματα που μεταφέρουν τα ελληνικά πλοία παραλαμβάνονται από Ευρωπαίους στην Κωνσταντινούπολη συνάπτοντας «διομολογήσεις», εμπορικές και διπλωματικές συμφωνίες. Όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι Δυτικο-Ευρωπαίοι «Ο Έλληνας είναι σαν το νερό, χώνεται σε κάθε τρύπα» .
Και στο εμπόριο από ξηράς, όμως, οι Έλληνες ως υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπορούν να περάσουν στην Αυστροουγγαρία και έτσι γεωργοί και κτηνοτρόφοι ξεκινούν χερσαίο εμπόριο προς την Κεντρική Ευρώπη χρησιμοποιώντας μουλάρια. «Φορτώνουν δέρματα, τομάρια και βελανίδια που χρησιμοποιούνταν στη βυρσοδεψία. Έτσι στα 1700 γεωργοί και κτηνοτρόφοι ξεκινούν και αξιοποιώντας τη γνώση που είχαν για την επιβίωση στα βουνά ταξιδεύουν σε απόσταση 1500 χιλιομέτρων πεζοί. Στη διαδρομή συναντούσαν και άλλους εμπόρους στα χάνια δημιουργώντας καραβάνια για ασφαλέστερη μετακίνηση ώστε να μπορούν να παλέψουν τις επιθέσεις από ληστές και άγρια ζώα. Το ταξίδι διαρκούσε 2 μήνες από τη Δυτική Μακεδονία στη Βιέννη. Σταδιακά η φήμη για το κερδοφόρο εμπόριο εξαπλώνεται και όπως μας εξήγησε χιουμοριστικά η κυρία Ευθυμίου «έφερνε ο Κίτσος ένα δαχτυλίδι στην Κίτσαινα και μετά όλοι οι άνδρες του χωριού είχαν πρόβλημα […] φόρτωναν μετά τα μουλάρια και πήγαιναν στην Αυστρία, στη Βούδα, στην Πέστη».
Οι Έλληνες ως διαμεσολαβητές στο εμπόριο με τη Δύση
«Σε εκείνη τη χρονική περίοδο οι Έλληνες είναι οι πιο διασπαρμένοι σε εγκατοίκηση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου καθώς σε όλα τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας εξακολουθούν να κατοικούν Έλληνες.» Στα νότια της σημερινής Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας, στη Βουλγαρία (Ανατολική Ρωμυλία), στα παράλια της σημερινής Ρουμανίας και σε πόλεις του εσωτερικού με λιμάνια υπήρχαν ισχυρές ζώνες ελληνισμού.
Θεμέλιο της εμπορικής ναυτιλίας είναι η γρήγορη φορτοεκφόρτωση εμπορευμάτων. Στόχος και πρόθεση όλων των εμπόρων από τη δυτική ευρώπη ήταν τα εμπορεύματα να τους περιμένουν στο λιμάνι ώστε να τα φορτώνουν και να αποχωρούν άμεσα. Προκειμένου αυτή η διαδικασία να γίνει ομαλά χρειάζονταν ντόπιοι που να γνωρίζουν τη γλώσσα και την νοοτροπία ώστε να λειτουργούν ως διαμεσολαβητές. Οι Έλληνες λόγω της γλωσσικής κυριαρχίας τους αλλά και της διασποράς αποτέλεσαν ιδανικό δίαυλο ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολική Μεσόγειο. «Ως ντόπιοι γνώριζαν την κουλτούρα των λαών, όμως μιλούσαν και την πιο διαδεδομένη γλώσσα στην Ανατολική Μεσόγειο «την αλεξανδρινή κοινή» που μέσω του χριστιανισμού αλλά και μέσω του εμπορίου είχε εξαπλωθεί σε όλες τις περιοχές.»
Οι έλληνες που δούλεψαν ως διαμεσολαβητές δεν ήταν πάντα μορφωμένοι, σε πολλές περιπτώσεις ήταν απλοί άνθρωποι, γεωργοί και κτηνοτρόφοι που όμως γνώριζαν τη δουλειά, τις συνήθειες και τις συνθηκες κάθε περιοχής. Εκτός αυτού, όμως, είχαν το πνεύμα του «επιχειρείν». Σταδιακά οι διαμεσολαβητές αναπτύσσουν ένα δίκτυο και εξαπλώνονται με αποτέλεσμα να αποκτήσουν αρκετή εμπειρία ενώ συχνά μιλούν τέσσερις ή και περισσότερες γλώσσες ώστε να συνεννοούνται και συγκεντρώνουν αρκετή περιουσία την οποία διοχετεύουν στη δημιουργία εταιρειών για θαλασσινό εμπόριο.
Η εμπορική ναυτιλία αναπτύχθηκε με ελληνικούς όρους
Το σύστημα της «σερμαγιάς» ήταν αυτό που αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο για την αναγέννηση του ελληνικού θαλάσσιου εμπορίου κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Όπως εξηγεί η κυρία Ευθυμίου «μαζεύονταν πέντε δέκα δεκαπέντε άντρες από κάθε περιοχή και έλεγαν εγώ μπορώ να βάλω 1000 ευρώ εγώ έχω 20000 ευρώ, εγώ δεν έχω ευρώ αλλά μπορώ να χτίσω πλοία, συνεισέφεραν δηλαδή χρήματα ή εργασία και υπολόγιζαν το ποσοστό συνεισφοράς κάθε συνεταίρου.» Έτσι το πλοίο ξεκινούσε να κάνει εμπόριο, όχι μόνο διακομιδή αγαθών. Σε κάθε λιμάνι γινόταν πώληση και αγορά του εμπορεύματος ενώ σπάνια μετέφεραν με τα πλοία εμπορεύματα άλλου.
Η εκπαίδευση των ναυτικών γίνεται σε σχολές εμποροπλοιάρχων που μαθαίνουν όχι μόνο να αντιμετωπίζουν τη θάλασσα, αλλά και να διεξάγουν εμπόριο με διατήρηση βιβλίων και διαπραγματεύσεις. Αξίζει να σκεφτεί κανείς μόνο τη δυσκολία των συναλλαγών καθώς οι περισσότερες περιοχές είχαν διαφορετικό νόμισμα με άλλες ισοτιμίες ενώ σε κάθε λιμάνι μιλούσαν διαφορετική γλώσσα.
Στο 18ο αιώνα τα ελληνικά εμπορικά πλοία αποτελούν πλέον την συντριπτική πλειοψηφία στην Ανατολική Μεσόγειο με τους Υδραίους να διασχίζουν και τον Ατλαντικό ωκεανό για να κάνουν εμπόριο με την Αργεντινή.
«Οι έλληνες ήταν τόσο ψημένοι και είχαν τόση ευφυιά που τα κατάφερναν παρόλο που πολλοί από αυτούς ηξερα ίσα ίσα να γράφουν το όνομά τους. Κι όμως τα κατάφεραν και έστησαν την πιο καλή, την πιο εκτεταμένη ναυτιλία της Μεσογείου. Γι’αυτό βέβαια όταν πετύχαιναν το πρώτο που έκαναν ήταν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο.», μας λέει η ιστορικός
Και ενώ η Αγγλία είναι η μεγαλύτερη δύναμη παγκοσμίως στηριζόμενη κυρίως στο στόλο της, λόγω της βιομηχανικής επανάσταση και της εγκατάσταση μεγάλων βιομηχανιών σε εδάφη της έχει πλέον αυξημένες ανάγκες για σιτηρά και άλλα προϊόντα. Με τις ΗΠΑ να βρίσκονται σε εμφύλιο πόλεμο δεν γίνονται πλέον εξαγωγές βαμβακιού και σιταριού με αποτέλεσμα οι βιομηχανίες υφασμάτων αλλά και άλλων ειδών τις Ευρώπης να έχονται αντιμέτωπες με ελλείψεις. Κάπως έτσι, στρέφονται στη Μαύρη Θάλασσα, το σιτοβολόνα της Ευρώπης, και στην Αίγυπτο η οποία έχει παράδοση στην παραγωγή βαμβακιού. Καθώς λείπουν προϊόντα οι τιμές εκτινάσσονται και κάπως έτσι το ελληνικό επιχειρείν «έσπασε όλα τα ταμεία […] δημιουργούνται επιχειρήσεις ελλήνων ανήκουστα επιτυχημένες.»
Έτσι το ελληνικό εμπόριο μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη, στη Νότια Ρωσία, στη Σμύρνη και στην Αίγυπτο. Οι έλληνες εργάτες πάιζουν σημαντικό ρόλο στη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουεζ ενώ σε περισσότερα από 120 σημεία στην Αίγυπτο μεταφέρουν βαμβάκι το οποίο διοχετεύεται στις παγκόσμιες αγορές.
Στο μεγάλο χρηματιστηριακό κέντρο της Κωνσταντινούπολης δραστηριοποιούνται Έλληνες (Ζαρίφης, Συγγρός και άλλοι) ενώ Έλληνες έμποροι που έχουν δημιουργήσει πρακτορεία σε όλα την Ανατολική Μεσόγειο μπαίνουν σταδιακά και στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, το μεγαλύτερο του κόσμου.
Οι μεγάλες ευεργεσίες στην παιδεία και τον πολιτισμό
Δεν ήταν λίγες οι οικογένειες που μέσω της ναυτιλιακής και εμπορικής δράσης τους συσσώρευσαν αμύθητες περιουσίες. Αυτοί οι Έλληνες της διασποράς είχαν ασταμάτητη δραστηριότητα σε περιοχές όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο. Υπολογίζεται ότι το 1900 στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου κατοικούσαν περίπου τρία εκατομμύρια Έλληνες, ενώ την ίδια χρονολογία εντός των συνόρων του ελληνικού κράτους ο πληθυσμός ήταν ασύγκριτα μικρότερος.
Οι Έλληνες της διασποράς εδραίωσαν τη θέση τους στην εμπορική ναυτιλία από τη Μαύρη Θάλασσα, τη Νότια Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη, μέχρι την Αίγυπτο και τα μεγαλύτερα Ευρωπαϊκά λιμάνια. Ποτέ όμως δεν ξέχασαν την πατρίδα τους κάνοντας τεράστιες δωρεές προκειμένου η Ελλάδα να ορθοποδήσει και να αναπτυχθεί.
Οι επιχειρηματίες της Αλεξάνδρειας (Μπενάκης, Τοσίτσας, Αβέρωφ, Στουρνάρη και πολλοί άλλοι) στέλνουν τεράστιες δωρεές στην Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνέιο (με δωρεές από Μετσοβίτες εμπόρους) αλλά και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο που ήταν και το πρώτο πανεπιστήμιο της Ανατολικής Μεσογείου. «Ο νέος ελληνισμός χτίστηκε από τα χρήματα που έστελναν αυτοί οι ευεργέτες.», λέει χαρακτηριστικά η κυρία Ευθυμίου.
Τα αδέλφια Βαλλιάνου, που δραστηριοποιήθηκαν στη Νότια Ρωσία και σε όλη την Ευρώπη έφεραν πρώτοι τα ατμόπλοια και άφησαν μεγαλο καταπίστευμα για να καλυφθούν ανάγκες και να γίνουν έργα σην ιδιαίτερη πατρίδα τους την Κεφαλονιά ενώ το κτήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο κέντρο της Αθήνας είναι και αυτό μια δωρεά των αδελφών που με τα σημερινά δεδομένα θα κόστιζε εκατομμύρια. Η οικογένεια Ζάππα, η πλουσιότερη οικογένεια της Ρουμανίας δίνει χρήματα για να φτιαχτεί το Ζάππειο Μέγαρο. H οικογένεια Αρσάκη χτίζει το Αρσάκειο. Με δωρεές της οικογένειας Μπενάκη δημιουργήθηκαν τα ομώνυμα, επτά πλέον, μουσεία. Η συλλογή ευρυμάτων ισλαμικής τέχνης του Μουσείου Μπενάκη είναι η 3η σπουδαιότερη συλλογή ισλαμικής τέχνης στον κόσμο.
«Aυτός ο επιχειρηματικός κόσμος του 16ου εώς 19ου αιώνα ακόμα παίζει ρόλο στη ζωή μας διότι έκαναν τόσες δωρεές σε αυτή τη χώρα […] το 19ο αιώνα υπήρχε ένας πολύ μεγάλος πατριωτισμός από ανθρώπους οι οποίοι […] δεν είχαν επιχειρήσεις στην Ελλάδα […] αισθάνονταν Έλληνες και συγκινημένοι και ήθελαν να προσφέρουν στην πατρίδα τους»
Το ελληνικό επιχειρείν του σήμερα
Σύμφωνα με τις μετρήσεις του International Maritime Organization (IMO) που δημοσιεύει τα στοιχεία για την πλοιοκτησία η ελληνόκτητη εμπορική ναυτιλία και οι Έλληνες καραβοκύρηδες είναι σταθερά ανά τα χρόνια στις κορυφαίες τρεις παγκοσμίως με σχεδόν 6.000 πλοία, συναγωνιζόμενη χώρες όπως η Κίνα. Εκτός αυτού, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο, με πρόεδρό της μια γυναίκα, την κυρία Αγγελικούση. «Δηλαδή λιοντάρια της θάλασσας και λέαινες της θάλασσας έχουν αναπτυχθεί» λέει με θαυμασμό και διάθεση αστεϊσμού η ιστορικός.
Το 60% των αγαθών που κινούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεταφέρονται με ελληνόκτητα πλοία. Το 78% των μεταφορών παγκοσμίως γίνεται δια θαλάσσης καθιστώντας τα πλοία την απόλυτη δύναμη μεταφορών, ενώ περίπου το 10% των αγαθών παγκοσμίως μεταφέρονται με ελληνικά πλοία. «Σε όλα τα νοικοκυριά αυτού του κόσμου, για κάθε 100 αντικείμενα τα 18 έχουν μεταφερθεί με ελληνικά πλοία» μας εξηγεί παραστατικά η κυρία Ευθυμίου.
«Αλλά και σε άλλους τομείς μπορούμε και είμαστε καλοί», συνεχίζει αναφέροντας το παράδειγμα της ελληνικής οινοποιίας που αναπτύσσεται έντονα τα τελευταία χρόνια «Τώρα υπάρχει μια καινύργια εκτίναξη των Ελλήνων κυρίως νέων παιδιών αλλά και εμπνευσμένων ανθρώπων στην αξιοποίηση του οίνου μας. Γίνονται πολύ μεγάλες και καλές κινήσεις.Το ‘χουμε!» λέει κλείνοντας την εξαιρετική ομιλία της.