Πώς τα νότια προάστια χτίζουν το brand name «Greece» στο εξωτερικό
Η εγγύτητα στη θάλασσα, τα εμπορικά καταστήματα και οι χώροι εστίασης συντείνουν στη δημιουργία ενός πολυτελούς «brand», όπως λέει στο NouPou ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μεσιτών Ακινήτων, Κοσμάς Θεοδωρίδης, ο οποίος εκτιμά ότι το επόμενο διάστημα θα συνεχίσει να επεκτείνεται η αγορά των ακινήτων από Γλυφάδα, Βούλα και Βουλιαγμένη προς τα ανατολικότερα, δηλαδή Λαγονήσι και Ανάβυσσο.
- 17/11/2023
- Κείμενο: Γιώργος Λαμπίρης
Στις περιοχές της Ελλάδας, οι οποίες χτίζουν το brand name «Greece» στο εξωτερικό εντάσσονται αυτή τη στιγμή τα νότια προάστια. Πρόκειται ουσιαστικά για μία από τις γεωγραφικές ζώνες, η οποία παρουσιάζει υψηλή ζήτηση για την αγορά ή τη μίσθωση ακινήτων, με μεγάλες υπεραξίες για τους ιδιοκτήτες τους και διαρκώς αναβαθμιζόμενο κτιριακό απόθεμα.
Σημαντικό ωστόσο εμπόδιο αποτελεί η περιορισμένη διαθεσιμότητα στον αθηναϊκό νότο, κάτι που μεταφέρει σταδιακά τη ζήτηση προς περιοχές όπως το Λαγονήσι, η Σαρωνίδα, η Ανάβυσσος.
Σύμφωνα με τον Κοσμά Θεοδωρίδη, πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μεσιτών Ακινήτων (PAC-Property Agents Confederation), η Ελλάδα χωρίζεται σε τρεις διαφορές ζώνες στις τιμές των ακινήτων όπου κυριαρχούν η Βουλιαγμένη, η Ηρώδου του Αττικού, η Μύκονος, η Σαντορίνη και η Ακρόπολη. Σε αυτές τις περιοχές βρίσκονται τα λεγόμενα ακίνητα των jet setters, στα οποία έχουν πρόσβαση οι αγοραστές και μισθωτές πολύ υψηλού εισοδήματος.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή σε αρκετές των περιπτώσεων, σύμφωνα με τον κύριο Θεοδωρίδη, οι τιμές στην Αθηναϊκή Ριβιέρα αγγίζουν τις 20.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Η ευρύτερη περιοχή των νοτίων προαστίων αγγίζει σταδιακά τα επίπεδα τιμών της Μυκόνου και της Σαντορίνης, τους δύο δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς στην Ελλάδα.
Ακολούθως, στη δεύτερη ζώνη τιμών της χώρας εντάσσονται τα αστικά ακίνητα στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας που κινούνται σε επίπεδα τιμών που απευθύνονται στη μέση τάξη καθώς και ένα μέρος ακινήτων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απομακρυσμένα ή ξεχασμένα και πωλούνται σε πολύ χαμηλές τιμές. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται κυρίως για ακίνητα σε περιφερειακές τοποθεσίες ή σε χωριά.
Η επέκταση μετά τη Γλυφάδα, τη Βούλα, τη Βουλιαγμένη
Όπως επισημαίνει ο Κοσμάς Θεοδωρίδης, τα νότια προάστια στερούνται ενός άρτιου οδικού δικτύου, κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει στο μέλλον με την επέκταση της Αττικής Οδού προς Λαγονήσι.
Η ευρύτερη περιοχή όμως διαθέτει όλα τα υπόλοιπα εχέγγυα μίας «διεθνούς καριέρας», συνεχίζοντας με την ίδια ένταση να προσελκύει το ενδιαφέρον επενδυτών από το εξωτερικό. Στοιχεία όπως η εγγύτητα στη θάλασσα, το τοπίο, τα εμπορικά καταστήματα αλλά και οι χώροι εστίασης, συντείνουν δικαίως στο brand name «Greece» κατά τον πρόεδρο των Ευρωπαίων μεσιτών.
«Την ίδια στιγμή οι τιμές συνεχίζουν να ανεβαίνουν. Οι κυριότεροι επενδυτές των νοτίων προαστίων προέρχονται από αραβικές χώρες, το Ισραήλ, την Τουρκία, το Ιράν, την Αμερική, την Αίγυπτο, τον Λίβανο. Καθοριστικός ως προς τη διαμόρφωση των τιμών είναι ο ρόλος που έχει διαδραματίσει το Ελληνικό όπου οι τιμές κατοικιών εντός της επένδυσης, κατά περίπτωση υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ» λέει ο Κοσμάς Θεοδωρίδης.
Ο ίδιος εκτιμά ότι το επόμενο διάστημα θα συνεχίσει να επεκτείνεται η αγορά των ακινήτων από τη Γλυφάδα, τη Βούλα, τη Βουλιαγμένη προς το Λαγονήσι και την Ανάβυσσο, όπου οι τιμές στην πρώτη ζώνη μπροστά στην παραλία – κάτω από τον δρόμο – σε αυτές της περιοχές ανέρχονται σε περίπου 10.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο και πάνω από το δρόμο στα 3.000 ευρώ για διαμερίσματα σε συγκροτήματα κατοικιών και οι μονοκατοικίες μπορεί να υπερβούν τις 5.000 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο όταν είναι νεόδμητες.
Η άνοδος των τιμών
Η εντονότατη άνοδος στις τιμές ακινήτων των νοτίων προαστίων αλλά και των υπολοίπων περιοχών της πρώτης ζώνης, προήλθε κατά κύριο λόγο από τις υπεραξίες που δημιουργήθηκαν για τους επενδυτές, οι οποίοι έχουν την τάση να επανεπενδύουν σε ακίνητα των περιοχών αυτών προκειμένου να αποκομίσουν νέα κέρδη και νέες υπεραξίες.
Από την άλλη η «χρυσή βίζα» λειτούργησε τα προηγούμενα χρόνια ως κίνητρο για την αγορά ακινήτων στην Ελλάδα αλλά και στα νότια προάστια, χωρίς απαραίτητα να λειτουργεί και ως κίνητρο για την αποκόμιση κέρδους, ωστόσο συνέβαλε στην αύξηση της ζήτησης και κατ’ επέκταση των τιμών.
Δεδομένου ότι πολλοί Ισραηλινοί επενδυτές τα τελευταία χρόνια έχουν στραφεί στην Ελλάδα, αυτό συνέβη διότι η μέση τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο για την απόκτηση ενός ακινήτου στο Τελ Αβίβ σύμφωνα με στοιχεία της Deloitte που επικαλείται ο Κ. Θεοδωρίδης, κυμαίνεται μεταξύ 14.000 και 15.000 ευρώ. Επομένως, όταν η μέση τιμή αγοράς στην Αθήνα έφτασε τις 4.000-5.000 ευρώ, ήταν επόμενο να δημιουργηθεί ζήτηση από πλευράς Ισραηλινών για την αγορά ακινήτων στη χώρα μας αλλά και στα νότια προάστια, τα οποία θεωρήθηκαν αρκετά φθηνά από πλευράς τους σε αντίθεση με τα δεδομένα της χώρας τους. Το συγκεκριμένο γεγονός αποτέλεσε βασικό παράγοντα για την αύξηση των τιμών στην Ελλάδα και τα νότια προάστια.
Ταυτόχρονα οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται όταν υπάρχει ανάπτυξη στη χώρα, όπως συμβαίνει αυτή την περίοδο, αλλά και λόγω του συνεχιζόμενα αυξανόμενου πληθωρισμού, φαινόμενο που εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί -αν και σε χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα- το προσεχές διάστημα.
Αντίστροφη διαδρομή στις υπόλοιπες χώρες
Σε ό,τι αφορά το διεθνές περιβάλλον, η αγορά ακινήτων έχει εισέλθει σε ταραχώδη ύδατα, λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Ταυτόχρονα υφίστανται ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται αντιμέτωπες αυτή την περίοδο με την έντονη πτώση στις τιμές των ακινήτων, όπως συνέβη και στην Ελλάδα κατά την περίοδο της δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σουηδία, όπου η πτώση τιμών άγγιξε το 17%. Αλλά και η Γερμανία βρίσκεται στο κατώφλι μίας εκτεταμένης κρίσης στον τομέα των ακινήτων, η οποία θα επηρεάσει την αγορά τα επόμενα χρόνια.