Ψάχνοντας «λογικό» ενοίκιο στην Αθήνα: Πόσο εύκολο είναι να φύγει ένας νέος από το πατρικό του σήμερα;
Το ρεπορτάζ του NouPou για τους νέους που δυσκολεύονται να φύγουν από το σπίτι των γονιών τους και να μετακομίσουν στο δικό τους διαμέρισμα όταν η τιμή του ενοικίου είναι τελικά περίπου ίση με τον μηνιαίο μισθό τους.
- 23/05/2022
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
Σενάριο επιστημονικής φαντασίας ή ταινία τρόμου. Κάπως έτσι θα μπορούσε να περιγράψει κάποιος με όρους φιλμογραφίας την αναζήτηση διαμερίσματος προς ενοικίαση στην Αθήνα. Ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, την ενοικίαση ενός αξιοπρεπούς διαμερίσματος στην Αθήνα, που θα εξασφαλίζει μια στοιχειώδη ασφάλεια και- αν είσαι και τυχερός- λίγη θέρμανση (κεντρική συνήθως). Τα πράγματα, όπως πολλοί έχουμε διαπιστώσει μέσα από βιωματική διαδικασία, γίνονται πολύ πιο δύσκολα για τους νέους, όταν ο κατώτατος μισθός ανέρχεται σε 713 ευρώ (μεικτά – κάτι που τελικά μεταφράζεται σε περίπου 600 ευρώ στο χέρι), οι τιμές των ενοικίων ολοένα και αυξάνονται, ενώ ένα σπίτι μόλις 40 ή 50 τετραγωνικών, μεγάλης συνήθως παλαιότητας, απαιτεί στην καλύτερη περίπτωση να καταθέτεις τουλάχιστον 400 ευρώ μηνιαίως στον τραπεζικό λογαριασμό του ενοικιαστή σου.
Με βάση μάλιστα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2019, η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά νέων ανθρώπων ηλικίας 18-34 ετών που μένουν ακόμα μαζί με τους γονείς τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 69,4% από 66,7% το 2017 και ενώ το 2008 είχε υποχωρήσει στο 58,4%. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό παραμένει υψηλό ιδιαίτερα στις ηλικίες 25-34 ετών αγγίζοντας το 67,2% (61,2% για τις γυναίκες και 73,2% για τους άνδρες) – το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη μαζί με την Ιταλία, τη στιγμή που σε άλλες χώρες της Ευρώπης περιορίζεται αισθητά.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης των νέων ηλικίας 25-34 στη χώρα μας έχει συρρικνωθεί από 25% το 2005 σε 11% το 2018. Επίσης, η τελευταία έρευνα της Eurostat για το 2019, κατατάσσει πρωταθλήτρια την Ελλάδα – 1η με διαφορά ανάμεσα σε χώρες της Ευρώπης όπου οι ενοικιαστές δαπανούν άνω του 50% του εισοδήματός τους για το κόστος στέγασης (ενοίκιο, λογαριασμούς κοινής ωφελείας, κοινόχρηστα). Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι το 62,1% των ενοικιαστών στη χώρα μας δαπανούσαν το 2019 άνω του 50% του εισοδήματος τους για το κόστος στέγασης. Κι αυτά τα στοιχεία δεν λαμβάνουν καν υπόψιν το τελευταίο έτος, με την έκρηξη στην τιμή της θέρμανσης, την ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των ενοικίων και την εκτόξευση του πληθωρισμού στο ιστορικό υψηλό του 10,2%.
Ταυτόχρονα, οι συνθήκες σε πολλά από τα διαμερίσματα προς ενοικίαση ολοένα και δυσχεραίνουν. Πολύ παλιές πολυκατοικίες, το parking που σε αυτές τις τιμές είναι κάτι που δεν τίθεται ούτε ως σκέψη, το μπαλκόνι που είναι πολύ αμφίβολο αν θα υπάρχει -η πόρτα ασφαλείας και τα διπλά τζάμια επίσης- και φυσικά η θέρμανση, που σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι ανύπαρκτη και στηρίζεται αποκλειστικά σε κάποιο κλιματιστικό. Επομένως, η φράση «value for money» είναι κάτι που έχουμε ξεχάσει προ πολλού.
Ψάχνοντας για σπίτι στην Αθήνα- Ένα challenge για γερά νεύρα
Ρωτώντας φίλους και γνωστούς, σίγουρα θα βρεις ανθρώπους να σου διηγηθούν ιστορίες και συνομιλίες με επίδοξους ενοικιαστές, πράγματα που σε βρίσκουν προ εκπλήξεως, δυσάρεστης συνήθως. Κατά τις συναντήσεις σου με τους ιδιοκτήτες, θα ακούσεις και θα ερωτηθείς πολλά, σε μια κοινωνία που, ίσως και δικαίως, δείχνει ολοένα πιο καχύποπτη απέναντι στον υποψήφιο που θα βάλει στο σπίτι. Γιατί στο “παιχνίδι” της ενοικίασης δεν μετρά μόνο το πώς θα πλασάρει ο ιδιοκτήτης το σπίτι για να σε πείσει, αλλά και το πώς θα πλασάρεις εσύ τον ίδιο σου τον εαυτό.
Από προσωπική εμπειρία, σε αναζήτησή μου για διαμέρισμα στα νότια προάστια και συγκεκριμένα σε περιοχές όπως η Ηλιούπολη, η Νέα Σμύρνη, η Αργυρούπολη κλπ., θυμάμαι πως σε όποιο διαμέρισμα μπήκα για να το δω, αφού πρώτα ξεπερνούσα την ψυχρολουσία του «600 ευρώ, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε τη δυνατότητα καλύτερης τιμής», ένιωθα πως περνάω κάποιου είδους μίνι συνέντευξη. Για τη δουλειά, την οικογενειακή μου κατάσταση κλπ. Δυστυχώς, είναι μια διαδικασία που απαιτεί αρκετή υπομονή, κατά την οποία θα βρεις ως επί το πλείστον παλιά αλλά ακριβά διαμερίσματα, τα οποία έχουν τις τιμές αυτές είτε λόγω μιας εσωτερικής ανακαίνισης που έχει γίνει (ενώ μπορεί στην ουσία να πεθαίνεις από το κρύο μέσα στο σπίτι σου, τουλάχιστον θα είναι φρεσκοβαμμένο και θα έχει ωραία ντουζιέρα), είτε λόγω τοποθεσίας (από το να είναι κοντά σε μετρό, μέχρι το να είναι κοντά στο έργο του Ελληνικού- και το κοντά στην περίπτωση αυτή είναι σχετικό).
Η αναζήτηση είναι επίσης ένα κυνηγητό για γερά νεύρα. Γίνεται πλέον ως επί το πλείστον μέσω πλατφορμών στο internet (ξέχνα τα κίτρινα χαρτάκια που γράφουν «Ενοικιάζεται») και ενώ μπορεί το πρωί να βρεις τρία διαθέσιμα διαμερίσματα για να πας να τα δεις, το απόγευμα να έχουν ήδη κλειστεί από κάποιον άλλον.
Κάπως έτσι, ο σύγχρονος 25αρης, 30αρης, αλλά και 35αρης, επιστρέφει στην «αγκαλιά» και την ασφάλεια του πατρικού σπιτιού- δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς.
Σύγχρονοι νέοι που νοικιάζουν με «νύχια και με δόντια» και άλλοι που δεν το έχουν καν στο πλάνο
Μιλήσαμε με νέους που είτε κατάφεραν με δυσκολία να νοικιάσουν ένα σπίτι μόνοι τους (και μπράβο τους) είτε δεν το σκέφτονται καν, γιατί αδυνατούν. Η Στέλλα είναι 27 ετών και, όπως μας λέει, παρά το ότι βρίσκεται αρκετά «βήματα» μετά την ενηλικίωση, αυτή τη στιγμή δεν σκέφτεται καν να αφήσει το πατρικό της σπίτι για την πολυπόθητη «ανεξαρτητοποίηση», γιατί κάτι τέτοιο είναι για εκείνη σχεδόν αδύνατο.
«Ξεκίνησα να εργάζομαι αμέσως αφού τελείωσα τις σπουδές μου στην Αθήνα. Ήθελα να παραμείνω στην πρωτεύουσα, αλλά αναγκάστηκα, λόγω οικονομικών, να επιστρέψω στην επαρχία, όπου και ζούσα έως το 2017. Ξανά στην επαρχία λοιπόν, τα πρώτα χρόνια τα χρήματα που έβγαζα δεν επέτρεπαν να νοικιάσω δικό μου σπίτι όποτε προτίμησα να μείνω με τους γονείς μου μέχρι να ανέβω μισθολογικά και να μπορέσω να ζήσω ξανά μόνη μου.
»Πέντε χρόνια μετά, εξακολουθώ να θέλω να μετακομίσω στην Αθήνα, όμως ζω ακόμη εκεί, στο πατρικό μου στην επαρχία. Ο χαμηλός μισθός παραμένει το βασικό πρόβλημα, μόνο που πλέον έχω να αντιμετωπίσω και τα υπερμεγέθη ποσά των ενοικίων στην Αθήνα. Πλέον για ένα σπίτι 40 τετραγωνικών σε μια απλή γειτονιά του κέντρου (μη φανταστείς στα πόδια της Ακρόπολης) θέλεις περισσότερα από 400 ευρώ. Συνυπολογίζοντας τα λειτουργικά έξοδα, θα ήταν καταστροφικό να επέλεγα να ζήσω μόνη μου. Μου πήρε καιρό να ψάχνω λύσεις και να προσπαθώ να βρω ένα σπίτι που να μπορεί να ικανοποιεί τις ανάγκες μου και να μπορώ να το συντηρήσω. Πλέον είμαι βέβαιη πως μόνο χρόνο χάνω να προσπαθώ να καταφέρω το ακατόρθωτο. Είναι σχεδόν ουτοπικό ένας νέος με ένα μέσο εισόδημα που ξεπερνά ελάχιστα τον βασικό μισθό, να πιστεύει πως μπορεί μόνος του να μείνει σε δικό του σπίτι με αξιοπρέπεια και να μπορεί παράλληλα να έχει κοινωνική ζωή. Το μέσο εισόδημα σήμερα επαρκεί για να καλύψει οριακά το ενοίκιο και τα λειτουργικά έξοδα, με αποτέλεσμα οι νέοι να επιλέγουμε να ζήσουμε στο πατρικό μας. Σε αυτή τη φάση προτιμώ ξεκάθαρα να επενδύω τα χρήματά μου στα προσωπικά μου έξοδα, παρά να ζω σε ένα σπίτι στο οποίο δεν θα μπορώ να πληρώσω ούτε καν τη θέρμανση».
Από την άλλη, έχουμε την οπτική της Σοφίας, η οποία είναι 29 χρόνων και ζει στην Αθήνα σε σπίτι που νοικιάζει μόνη της. Η ίδια μάλιστα, ήρθε από την επαρχία και αυτοσυντηρείται στην Αθήνα από το 2011, οπότε και έφτασε στην πρωτεύουσα λόγω σπουδών. Μας εξηγεί πώς είναι για εκείνη η καθημερινότητα και πώς ανταπεξέρχεται στις οικονομικές υποχρεώσεις της:
«Ο μισθός μου ανέρχεται στα 750 ευρώ. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μένω μόνη μου, τα πάγια έξοδά μου φτάνουν σίγουρα τα 550 ευρώ τον μήνα – ενοίκιο, κοινόχρηστα, βενζίνη, τηλέφωνο κλπ. Επίσης, το μηνιαίο σούπερ μάρκετ με φειδωλές αγορές ξεπερνάει πλέον τα 100 ευρώ. Έτσι λοιπόν, καταλήγω να έχω με το ζόρι 100 ευρώ να περάσω τον μήνα. Αν λοιπόν συμβεί κάποιο απρόοπτο και προκύψει ένα έκτακτο έξοδο, καταλήγω να μην έχω χρήματα.
»Το ενοίκιο που πληρώνω είναι 300 ευρώ και μάλιστα με φιλική τιμή σε ένα παλιό σπίτι, χωρίς νέα κουφώματα ή πόρτα ασφαλείας, με αρκετή υγρασία λόγω παλαιότητας της πολυκατοικίας. Όλα αυτά έχουν βέβαια ως αποτέλεσμα να μην ζεσταίνεται το σπίτι με τίποτα».
Μέσα σε όλα τα χρόνια που βρίσκεται στην Αθήνα, η Σοφία έχει αλλάξει τρία διαμερίσματα. Και τις δυο φορές που άλλαξε διαμέρισμα ήταν όταν αυτό έβγαζε κάποιο πρόβλημα το οποίο δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τη διαβίωσή της. Η αναζήτηση σπιτιού, όπως μας λέει, είναι κι αυτή μια επίπονη διαδικασία.
«Η αναζήτηση ήταν στα όρια του εφιαλτικού. Τα διαθέσιμα διαμερίσματα, ειδικά την τελευταία φορά που αναζητούσα σπίτι, ήταν σχεδόν ανύπαρκτα και τα περισσότερα σε κακή κατάσταση. Μου είναι αδύνατον να διανοηθώ πως απαιτούνται τόσο υψηλές τιμές για διαμερίσματα τα οποία είναι υπερβολικά παλιά, δεν έχουν θέρμανση και γενικώς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να ζήσει κανείς αξιοπρεπώς.
»Όταν πήγαινα να δω τα υποψήφια σπίτια, η πρώτη ερώτηση που μου έκαναν είναι τι δουλειά κάνω. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που με απέρριψαν διότι ήθελαν κάποιον φοιτητή ώστε να είναι σίγουροι ότι οι γονείς θα πληρώνουν τη στέγη του παιδιού τους που είναι μακριά. Η επόμενη ερώτηση που ακολουθούσε ήταν αν έχω κατοικίδιο. Πολλοί δεν ήθελαν και το απαγόρευαν, εξηγώντας μου πως το κάνουν γιατί δεν θέλουν ζημιές, ενώ πολλές φορές το σπίτι ήταν ήδη παραμελημένο.
»Με όλα αυτά τα δεδομένα, συν τις αυξήσεις που παρατηρούνται τελευταία, αισθάνομαι ότι πλέον είναι πολύ δύσκολο για έναν νέο να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στην Αθήνα. Η κατάσταση αυτή σε αναγκάζει να μην “απογαλακτιστείς”».
Ενδιαφέρον έχει και η οπτική της Μαρίας, η οποία είναι 26 χρονών, ζει και εργάζεται στη Γλυφάδα, ωστόσο ακόμη δεν έχει καταφέρει να φύγει από το σπίτι όπου μένει με τους δικούς της.
«Αφότου τελείωσα το μεταπτυχιακό μου και μετά από πολύμηνη αναζήτηση εργασίας κατάφερα να βρω μια δουλειά, η οποία ωστόσο δυστυχώς δεν μου επέτρεπε οικονομικά να νοικιάσω το δικό μου σπίτι. Μετά από δυο χρόνια, αποφάσισα πως πρέπει πραγματικά να φύγω από το πατρικό μου σπίτι, ειδικά εφόσον θέλω να συγκατοικήσω με τον φίλο μου. Τα έξοδα εφόσον είμαστε δυο πια, θα μοιράζονται επομένως, η σκέψη του ενοικίου δεν είναι πια τόσο ανέφικτη. Μετά από λίγο καιρό αναζήτησης, ωστόσο, δεν κρύβω πως έχω απογοητευτεί αρκετά. Πιστεύω πως δεν ψάχνουμε και κάτι παράλογο. Και για να είμαι ειλικρινής προσπαθούμε ώστε να πάμε σε μια πιο «low profile» περιοχή από τη Βούλα, τη Βουλιαγμένη και τη Γλυφάδα, αλλά τόσο ώστε να μην είμαστε και πολύ μακριά από τον χώρο εργασίας μας. Κι όμως τα δεδομένα δεν είναι πολύ ενθαρρυντικά. Για ένα σπίτι γύρω στα 60-70 τετραγωνικά, όχι τεράστιο, αλλά αξιοπρεπές για να ζήσουν δυο άτομα, καλούμαστε να πληρώνουμε στην καλύτερη 500 ευρώ και συνήθως, με βάση αυτά που βλέπουμε, θα μας φάει και η υγρασία. Συν όλα τα υπόλοιπα έξοδα και να σημειώσουμε πως ο μισθός μου είναι μόλις κάτι παραπάνω από αυτά. Από την άλλη, οι ιδιοκτήτες συνήθως είναι ανένδοτοι σε μια καλύτερη τιμή και γενικώς τρώμε πόρτα από παντού. Ίσως να έχουν και αυτοί τους λόγους τους, αλλά θεωρώ πως υπάρχουν πολλοί που εκμεταλλεύονται κιόλας και προσπαθούν να βγάλουν «από τη μύγα ξίγκι». Και ειλικρινά είναι μια πολύ ψυχοφθόρα κατάσταση».
Ένας μεσίτης μας δίνει την εικόνα των ενοικίων αυτή τη στιγμή
Μετά τις μαρτυρίες γνωστών και φίλων, θελήσαμε να μάθουμε πώς είναι τα πράγματα, αυτή τη φορά μέσα από τη ματιά ενός ειδικού. Μιλήσαμε λοιπόν με τον κ. Μηνά Δήμο, ιδιοκτήτη της μεσιτικής εταιρίας Plasis Real Estate & Development, ο οποίος μας έλυσε απορίες και μας έδωσε μια ξεκάθαρη εικόνα για την κατάσταση των τιμών των ενοικίων ανά περιοχή αυτή τη στιγμή, καθώς και αυτή των κτιρίων. Όσον αφορά λοιπόν τις τιμές, που είναι και το πλέον φλέγον ζήτημα που μας απασχολεί, ο κ. Δήμος μας απάντησε πως σε γενικές γραμμές, στην Αττική, για ένα διαμέρισμα περίπου 50-60 τετραγωνικών (για ένα άτομο) οι τιμές διαμορφώνονται μεταξύ 8-12 ευρώ /τ.μ.. για διαμερίσματα παλαιότητας και στα 12-20 ευρώ / τ.μ. για τα νεόδμητα. Στο κέντρο οι τιμές κινούνται από 5-7 ευρώ /τ.μ. στα διαμερίσματα παλαιότητας και στα 8-15 ευρώ /τ.μ. στα νεόδμητα.
Η τιμή για μια γκαρσονιέρα με ενιαία κουζίνα και σαλόνι 20-30 τ.μ. (η χαμηλότερη που μπορείς να βρεις δηλαδή) στα νότια προάστια κυμαίνεται περίπου στα 400 ευρώ το μήνα, ενώ στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου μπορούν να βρεθούν αντίστοιχα ακίνητα από 200 -300 ευρώ.
Η ηλικία της πολυκατοικίας βέβαια, είναι ένας ακόμη πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας για τις συνθήκες του διαμερίσματος (κατά πόσο θερμαίνεται, πόσο ασφαλές είναι κλπ.). Δυστυχώς, όπως μαθαίνουμε, τα ακίνητα των οποίων η τιμή ενοικίου κυμαίνεται στα 400-500 ευρώ, είναι 30 ετών και άνω.
Τι γίνεται με την αύξηση των ενοικίων, η οποία παρατηρείται το τελευταίο διάστημα; Ο κ. Δήμος εξηγεί πως «υπάρχει όντως, διότι υπάρχει ελάχιστη διαθεσιμότητα στα διαμερίσματα προς ενοικίαση. Η αύξηση είναι περίπου της τάξεως 15-20%». Επισημαίνει ακόμα πως «αρκετοί νέοι επιδιώκουν να νοικιάσουν ένα σπίτι, όμως η τελική τους απόφαση είναι πάρα πολύ δύσκολη. Οι επιλογές είναι λίγες και πάρα πολύ ακριβές. Ιδιαίτερα σε συσχετισμό με τους μισθούς που επικρατούν μεσοσταθμικά, φαντάζει πολύ δύσκολη άσκηση. Οι επιλογές που έχουν αυτοί οι νέοι άνθρωποι είναι πολύ μικρά και πολύ παλιά σπίτια στις ευρύτερες περιοχές του κέντρου (όχι Κολωνάκι και ιστορικό κέντρο), στη Β’ Πειραιά και σε κάποια κομμάτια της Δυτικής Αττικής».
Και εδώ φτάνουμε σε μια μεγάλη αλήθεια που έρχεται να επιβεβαιωθεί: Ο μισθός που χρειάζεται ένα άτομο, με βάση τα λεγόμενα και την εμπειρία του κ. Δήμου, για να μπορέσει να νοικιάσει ένα διαμέρισμα σε καλή κατάσταση και παράλληλα να καλύπτει όλα του τα έξοδα θα πρέπει να είναι πάνω από 1000 ευρώ. Ωστόσο υπάρχει ενδεχομένως ένα καλό στοιχείο, το ότι όπως μας λέει ο ίδιος, η ύπαρξη κατοικιδίου δεν αποτελεί πια ιδιαίτερο πρόβλημα. Εξαρτάται βέβαια πάντα από την περίπτωση ιδιοκτήτη.
Οι παράμετροι που έχουν εκτοξεύσει τις τιμές της αγοράς
«Η έλλειψη διαμερισμάτων λόγω της οικονομικής κρίσης καθώς η ανοικοδόμηση την περίοδο 2009 – 2017 ήταν μηδενική στο νομό Αττικής και η ταυτόχρονη αύξηση χρήσης site βραχυπρόθεσμων μισθώσεων από τους ιδιοκτήτες που μετατρέπουν το ακίνητό τους σε ένα μικρό τουριστικό κατάλυμα είναι οι κύριοι λόγοι των αυξήσεων», μας εξηγεί ο κ. Δήμος.
Θα μπορούσε θεσμικά να δοθεί μια λύση; Ο κ. Δήμος πιστεύει πως ακόμα κι αν η όποια κυβέρνηση ήθελε να κάνει κάτι για το συγκεκριμένο ζήτημα, το γεγονός ότι η Ελλάδα βγήκε από μια πολύ βαριά κρίση, πέρασε στην περίοδο της πανδημίας και ταυτόχρονα ζει την εκτίναξη του πληθωρισμού και τις ενεργειακές αυξήσεις, δεν καθιστά εύκολο ένα τέτοιο εγχείρημα.
Εμείς απλώς ελπίζουμε ότι οι νέοι θα μπορούν κάποια στιγμή να εγκαταλείψουν το παιδικό τους δωμάτιο και να κατακτήσουν την ανεξαρτητοποίηση που τώρα για πολλούς φαντάζει μακρινή.
Και το «κυνήγι» συνεχίζεται.