9 μέρες στην εμπόλεμη Ουκρανία, όπως τις έζησε ο νότιος φωτορεπόρτερ Νίκος Χριστοφάκης
Ο Νίκος Χριστοφάκης, γνωστός Έλληνας φωτορεπόρτερ και σταθερός συνεργάτης του NouPou εδώ και χρόνια, βρέθηκε στο Λβιβ της Ουκρανίας και αφηγείται τις εννιά δραματικές μέρες που έζησε στη σκιά του πολέμου.
- 16/03/2022
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
- Φωτογραφίες: Νίκος Χριστοφάκης
Έχοντας βρεθεί στην πρώτη γραμμή των πιο κρίσιμων γεγονότων στην Ελλάδα αλλά έχοντας επίσης καλύψει συγκλονιστικά γεγονότα και στο εξωτερικό, ο φωτορεπόρτερ Νίκος Χριστοφάκης κλήθηκε-μαζί με άλλους συναδέλφους του- να βρεθεί αυτές τις μέρες στην εμπόλεμη Ουκρανία.
Επιστρέφοντας από την εννιαήμερη αποστολή του, έφερε μαζί του συγκλονιστικές εικόνες που καταγράφηκαν στον φακό αλλά και στην ψυχή του. Για αυτές μιλάει ο ίδιος στο NouPou.
Πώς έφτασες στην Ουκρανία; Σε ποια πόλη βρέθηκες και με τι μέσο ταξίδεψες;
Πήραμε το αεροπλάνο από Αθήνα και πήγαμε στη Βαρσοβία της Πολωνίας. Από εκεί, με ταξί κατευθυνθήκαμε στον κεντρικό σταθμό των τρένων της πόλης, από όπου εν τέλει πήραμε λεωφορείο και όχι τρένο. Αυτό γιατί τα τρένα ήταν γεμάτα με πρόσφυγες πολέμου οι οποίοι έρχονταν στον σταθμό της Βαρσοβίας για να φύγουν. Στο σημείο μάλιστα είχε στηθεί σκηνή με πρώτες βοήθειες αλλά και με τρόφιμα και ρούχα. Πήγαμε λοιπόν στην πόλη Λβιβ, που είναι και η πιο κοντινή και μεγάλη πόλη, μετά τα σύνορα Πολωνίας- Ουκρανίας. Εκεί αντικρίσαμε έναν χαμό. Είχαν βάλει φωτιά σε βαρέλια, προκειμένου να ζεσταθούν, υπήρχαν καραβάνια προσφύγων. Η αναμονή από την απέναντι σε εμάς πλευρά, για να βγουν οι πρόσφυγες, ήταν τεράστια.
Εμείς καταφέραμε να περάσουμε τα σύνορα μετά από τρεις ώρες αναμονής, λόγω των ελέγχων σε διαβατήρια κλπ. Αξίζει να αναφέρω εδώ ότι από την άλλη πλευρά, για να βγεις δηλαδή από Ουκρανία, η αναμονή ξεπερνούσε τις έξι ώρες. Έβλεπες ατελείωτες ουρές με εκατοντάδες αυτοκίνητα. Περάσαμε λοιπόν τα σύνορα και με το λεωφορείο κατευθυνόμασταν προς το Λβιβ. Η διαδρομή αυτή είναι περίπου μιάμιση ώρα και εμείς την κάναμε τέσσερις, γιατί κάθε 10 χιλιόμετρα περίπου υπήρχαν ομάδες της πολιτοφυλακής με όπλα, οι οποίες έμπαιναν μέσα στο λεωφορείο για να μας ελέγξουν. Υπήρχε φόβος για Ρώσους, για Τσετσένους και σαμποτέρ και έπρεπε να είναι σίγουροι ότι δεν είμαστε ύποπτοι. Μας ρωτούσαν για ποιο λόγο έχουμε μπει, έκαναν έλεγχο τα διαβατήρια, στις ταυτότητες, αν είμαστε όντως δημοσιογράφοι και φωτογράφοι.
Φτάνετε λοιπόν στο Λβιβ. Πώς εγκλιματίζεσαι σε μια τέτοια αποστολή; Πώς συνεννοείσαι, ενώ δεν μιλάς τη γλώσσα;
Όταν φτάσαμε γύρω στις 05:30 το πρωί στην Ουκρανία, υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας η οποία για καλή μας τύχη έληγε στις 06:00. Ειδάλλως, θα έπρεπε να περιμένουμε στον σταθμό γιατί δεν θα μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε μέχρι την άρση απαγόρευσης. Ξενοδοχείο είχαμε κλείσει μέρες πριν, διότι πλέον είναι όλα γεμάτα, δεν υπάρχει τίποτα διαθέσιμο. Αυτό συμβαίνει γιατί όλοι προτίμησαν να φύγουν από το Κίεβο και να πάνε σε κάποια άλλη, πιο ασφαλή πόλη.
Την πρώτη μέρα λοιπόν που ήμασταν πια στην Ουκρανία, προσπαθούσαμε να προσαρμοστούμε στην κατάσταση. Με το κλίμα που επικρατούσε, την καχυποψία που είχαν οι Αρχές -δικαίως- απέναντί μας και τη γλώσσα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως, όταν σήκωσα το κινητό, ήρθε αμέσως κόσμος και με ρώτησε γιατί το κάνω. Απαγορεύεται η χρήση κινητού και η λήψη φωτογραφίας ή βίντεο και γενικώς υπάρχει η οδηγία προς τους πολίτες να εξηγούν στον οποιονδήποτε βλέπουν στον δρόμο πως αυτό που κάνει απαγορεύεται. Τους δείχναμε διαβατήρια και χαρτιά που αποδείκνυαν πως είμαστε δημοσιογράφοι και έτσι μόνο μας άφηναν. Οι περισσότεροι Ουκρανοί δεν μιλούν καθόλου αγγλικά. Κατά τα άλλα, ο μόνος τρόπος ήταν να συνεννοηθούμε με σκόρπιες λέξεις: «Press», «Journalist» και με όλα αυτά προσπαθείς απλώς να τους ηρεμήσεις. Δεν είχαμε κάποιον διερμηνέα, ωστόσο αργότερα ήμασταν τυχεροί γιατί βρήκαμε έναν οδηγό ταξί, ο οποίος ήταν Ουκρανός που ζούσε στην Ελλάδα και μας βοήθησε.
Δώσε μας μια περιγραφή αυτών των εικόνων. Τι αντίκριζες καθημερινά και τι ήταν αυτό που σε συγκλόνισε περισσότερο;
Αφού μπήκαμε στην πόλη, την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε το ρεπορτάζ με την καθημερινότητα του κόσμου που ζει εκεί. Είδαμε πως στον κεντρικό σταθμό της πόλης, έρχονταν άνθρωποι από όλες τις εμπόλεμες ζώνες. Κάθε τρένο που ερχόταν λοιπόν εκεί, άφηνε κοντά δυόμισι χιλιάδες ανθρώπους. Μια απίστευτη λαοθάλασσα με κόσμο που είχε στα χέρια από πράγματα μέχρι κατοικίδια και γενικώς οτιδήποτε μπορούσε να περισώσει από τα προσωπικά του υπάρχοντα. Πηγαίναμε σχεδόν κάθε μέρα και κάναμε φωτορεπορτάζ στον σταθμό γιατί ήταν πραγματικά συγκλονιστικές οι εικόνες.
Εκεί υπήρχαν αντίσκηνα για να βοηθήσουν τον κόσμο που κατέβαινε από το τρένο, από εθελοντές. Είχαν στηθεί πρώτες βοήθειες, μαγειρείο για να μπορεί να πάρει ο κόσμος ένα κομμάτι ψωμί έστω, ακόμη και γλυκά για να δίνουν στα παιδιά. ΜΚΟ, εθελοντές και όποιος γενικά μπορούσε να βοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο ήταν εκεί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν Βέλγο, ο οποίος είχε μεταφέρει οδικώς ένα πιάνο και έπαιζε μουσική για τους ανθρώπους που κατέβαιναν από τα τρένα. Επίσης, στην παλιά πόλη, βλέπαμε συνεργεία του Δήμου να καλύπτουν τα αγάλματα. Αμέσως ρωτήσαμε γιατί το κάνουν αυτό και μας είπαν πως είναι μνημεία προστατευόμενα της UNESCO και ότι, σε περίπτωση βομβαρδισμού, τουλάχιστον να μπορούν να έχουν τα κομμάτια, ώστε να τα ενώσουν και πάλι. Τα τύλιγαν λοιπόν με νάιλον. Το ίδιο έκαναν και σε παλιές εκκλησίες, με λαμαρίνες, αλλά και τα μαγαζιά, οι ιδιοκτήτες των οποίων τα κάλυπταν με μουσαμάδες, για να περισώσουν ό,τι είναι δυνατό να σωθεί.
Ο κόσμος ήταν ψύχραιμος μέσα σε όλη αυτήν την κατάσταση;
Όπως κατάλαβα, πιστεύανε ότι κάτι θα γίνει και στο τέλος όλα θα τελειώσουν. Ότι θα γίνει κάποια συμφωνία, ή ότι στη χειρότερη περίπτωση θα πολεμήσουν και θα τα καταφέρουν. Ήταν αρκετά ψύχραιμοι και είχαν αποδεχθεί πως αν δεν γίνει κάτι άλλο, θα το πάνε μέχρι το τέλος με τις δικές τους δυνάμεις, πολεμώντας.
Εσείς τι τρώγατε; Υπάρχουν ανοιχτά καταστήματα; Βρίσκει κανείς σούπερ μάρκετ και αγαθά πρώτης ανάγκης;
Τα καταστήματα ένδυσης, υπόδησης, καθώς και οι μεγάλες αλυσίδες εστίασης είναι όλα κλειστά. Τα σούπερ μάρκετ είναι ανοικτά, αλλά υπήρξε έλλειψη σε αγαθά, αν και όχι μεγάλη. Γινόταν εφοδιασμός, απλώς με πιο αργό ρυθμό. Τα λίγα μαγαζιά που ήταν ανοικτά έχουν τρομερές ουρές και αναγκαζόμασταν να περιμένουμε αρκετές ώρες για να φάμε κάτι, ό,τι είχε μείνει ουσιαστικά. Πρέπει επίσης να πούμε, ότι τα μαγαζιά ήταν ανοικτά μέχρι τις 18:00. Στις 20:00 η κυκλοφορία άρχιζε να μειώνεται και στις 22:00 υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, ενώ κλειδωνόταν μέχρι και η πόρτα του ξενοδοχείου, δεν μπορούσαμε δηλαδή να βγούμε.
Τα θέατρα επίσης είχαν μετατραπεί σε κέντρα φιλοξενίας προσφύγων. Μια κοπέλα μου έδειξε μια φωτογραφία με τον άντρα της, και μου είπε στα αγγλικά πως «αυτό είναι πριν χαιρετήσω τον άντρα μου». Ήταν φωτογραφία από το Κίεβο, με τον σύζυγό της, εκείνη και την κόρη τους. Η κοπέλα με την κόρη της ήταν στο θέατρο, που πια είχε γίνει αίθουσα φιλοξενίας, όμως ο σύζυγός της έπρεπε να πάει να πολεμήσει. Στην φωτογραφία μάλιστα φορούσε τη στολή του στρατιώτη και είχε μαζί του το όπλο για να φύγει. Όλες οι αίθουσες τέτοιου τύπου, σινεμά, πανεπιστήμια κλπ, έχουν γίνει κέντρα βοήθειας, είτε για φιλοξενία, είτε για οποιονδήποτε άλλο σχετικό σκοπό. Σε κάποια για παράδειγμα γινόταν εκπαίδευση των πολιτών όσον αφορά τα όπλα. Όλο το κλίμα ήταν πολεμικό, όλος ο κόσμος έκανε οτιδήποτε μπορούσε για να προετοιμαστεί για το χειρότερο.
Σε καταφύγιο πήγατε; Πώς είναι μέσα σε ένα καταφύγιο και πώς είναι να ακούς ξαφνικά τις σειρήνες του πολέμου;
Πρώτα από όλα, αξίζει να πούμε πως η χώρα αυτή, λόγω της ιστορίας με τη Σοβιετική Ένωση, έχει ήδη δημόσια καταφύγια. Κατεβαίνεις λοιπόν αρκετά σκαλιά και μπαίνεις σε έναν χαμηλοτάβανο χώρο στον οποίο υπάρχουν μια-δυο τουαλέτες, ένα τραπέζι, λάμπες και μερικά κρεβάτια. Υπάρχει αυστηρά μόνο ό,τι χρειάζεσαι για να επιβιώσεις.
Στο μυαλό μας υπήρχε πάντα ο φόβος ότι κάτι μπορεί να συμβεί, ωστόσο όταν ακούγαμε σειρήνα η πρώτη μας σκέψη ήταν να το καταγράψουμε. Όταν ήμασταν στο ξενοδοχείο και χτύπησε σειρήνα, ενώ μας χτυπούσαν τις πόρτες του δωματίου για να κατέβουμε κάτω και να πάμε στο καταφύγιο, εμείς τρέχαμε στο παράθυρο για να φωτογραφίσουμε οτιδήποτε συμβαίνει. Είχαμε ίσως μια άγνοια του κινδύνου και ενδεχομένως αφήναμε πίσω τον φόβο και κοιτάζαμε να κάνουμε τη δουλειά μας. Είχαμε πάει για έναν σκοπό και αυτό καμία φορά σε κάνει να αγνοείς τον κίνδυνο.
Πότε φοβήθηκες πραγματικά;
Περισσότερο φοβήθηκα μήπως συμβεί κάτι με τον στρατό, μην τυχόν και δεν μπορέσουμε να τους εξηγήσουμε ποιοι είμαστε και τι κάνουμε. Αυτό που μας άγχωνε είναι το πώς θα συνεχίσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας χωρίς να μπλέξουμε. Σε τέτοιες στιγμές φοβόμασταν, όχι τόσο από τον ίδιο τον πόλεμο- λανθασμένα μάλλον, αλλά έτσι είναι. Περισσότερο φοβήθηκα όταν ένας συνάδελφός μου από αυτούς που ήμασταν μαζί, έκανε το λάθος και σήκωσε το κινητό ενώ μπροστά μας ήταν η στρατιωτική μονάδα των Ουκρανών. Ένας από τους στρατιωτικούς άρπαξε το τηλέφωνο από το χέρι του, πήραν από όλους μας τα κινητά και τα διαβατήρια και για περίπου μια ώρα προσπαθούσαμε να τους πείσουμε ότι δεν καταγράφαμε για να προδώσουμε τις θέσεις τους.
Με τους δικούς σου ανθρώπους πόσο συχνά επικοινωνούσες;
Υπήρχε καθημερινή επικοινωνία. Η τηλεφωνία και το διαδίκτυο, αν εξαιρέσεις πως κάποιες φορές ήταν λίγο πιο αργά, λειτουργούσαν κανονικά. Αν δεν έπιανε με τη μια το τηλέφωνο, με τη δεύτερη η επικοινωνία ήταν εφικτή. Η σύζυγός μου έχει συνηθίσει την κατάσταση αυτή, γιατί αυτή είναι η δουλειά μας. Να πηγαίνουμε εκεί από όπου όλοι οι άλλοι πρέπει να φύγουν για να σωθούν.
Ο Νίκος Χριστοφάκης βρέθηκε στο Λβιβ της Ουκρανίας για τις ανάγκες φωτορεπορτάζ για λογαριασμό των Newsbomb.gr και CNN.gr.