Το είδωλο Δέσποινα Μοιραράκη
Συναντήσαμε τη Δέσποια Μοιραράκη, καθίσαμε σε μαγικά χαλιά και μιλήσαμε για τη ζωή της.
- 14/04/2015
- Κείμενο: NouPou.gr
Αναφέρθηκε κάποιος σε υπερβολές; Οποιοσδήποτε άλλος τίτλος θα φάνταζε παραπλανητικός. Η Δέσποινα Μοιραράκη είναι είδωλο. Το λέμε, το φωνάζουμε, το γράφουμε κιόλας για να υπάρχουν τα ντοκουμέντα.
Γιατί τι θα ήταν η Ποσειδώνος χωρίς το μαγαζί της; Μία απλή οδός των νοτίων. Τι θα ήταν η μπουχάρα χωρίς εκείνη; Ένα ακόμα χαλί που θα έστρωνες στο καθιστικό σου. Σε ρωτάμε. Πώς θα ήταν η ζωή σου αν το λεξιλόγιό σου δε διέθετε το μπορντοροδοκόκκινο; Θα ήταν μία από τα ίδια. Βαρετή και ελλιπής. Θα ήξερες μόνο το κόκκινο, το πράσινο, άντε και το μπορντό μετά βίας.
Μήπως να μας δικαιώσεις για τον τίτλο; Η Δέσποινα Μοιραράκη είναι η ευχάριστη νότα που χρειαζόμαστε και ταυτόχρονα παράδειγμα σκληρής δουλειάς. Η Δέσποινα Μοιραράκη είναι μία από τις πιο επιτυχημένες επιχειρηματίες της χώρας που αν και ξεκίνησε τυχαία να ασχολείται με τα χαλιά πολύ γρήγορα κατάλαβε πως η ζωή της θα ήταν συνυφασμένη με αυτά.
Τη συναντάμε στο κατάστημά της στη Γλυφάδα. Τα κάνει όλα και συμφέρει. Κλείνει ραντεβού, βλέπει πελάτες, κάνει παραγγελίες. Όλα περνούν από τα χέρια της. Έτσι έχει μάθει να λειτουργεί. Έχει τον έλεγχο των πάντων. Έτσι είναι οι αγάπες. Θέλουν καθημερινή φροντίδα και πολλή δουλειά. Μυεί το ευρύ κοινό στον κόσμο των χαλιών και πλέον απολαμβάνει τους κόπους 27 χρόνων.
‘’Όταν ήμουν 17 ετών είχα γνωρίσει τον πρώτο μου σύζυγο ο οποίος ήταν αντικέρ. Είχε ένα μικρό μαγαζάκι στο Μοναστηράκι. Κάθε Κυριακή πήγαινα να τον βοηθήσω κι εκεί ανακάλυψα το ταλέντο να πουλώ πράγματα. Όταν εκείνος μου έδινε να πουλήσω κάτι 200 δραχμές εγώ κατάφερνα να το πουλήσω στη διπλάσια τιμή. Σιγά σιγά αυτή η διαδικασία μου άρεσε και συνέχισα να πηγαίνω κάθε εβδομάδα. Ήταν κάτι που με ευχαριστούσε.’’
Από μία τρύπα στο Μοναστηράκι ξεκινούν όλα. Κάθε πώληση και ένα προσωπικό επίτευγμα σε ένα χώρο καθαρά ανδροκρατούμενο. Το εμπόριο της ταιριάζει. Είναι επικοινωνιακή και έχει πειθώ. Παντρεύεται και συνεχίζει να βοηθά τον σύζυγό της όταν οικογενειακοί λόγοι την αναγκάζουν να αναλάβει τα ηνία. Είχε φτάσει η στιγμή να ξεδιπλώσει το ταλέντο της.
‘’Επιβάλλεται να δουλέψω, αν δεν το κάνω δε θα έχω να ζήσω. Λέω μέσα μου πως δεν υπάρχει περίπτωση να τα παρατήσω όσο κι αν φοβάμαι. Μαθαίνω το εμπόριο από την αρχή με κάθε λεπτομέρειά.’’
Η μεγάλη αλλαγή γίνεται όταν ο σύζυγός της επιστρέφει στο μαγαζί. Είναι έτοιμη για το επόμενο βήμα. “Δεν μπορούσα να είμαι το νούμερο 2, δε γινόταν να επιτελώ βοηθητικό ρόλο. Είχα συνηθίσει να είμαι ο κυρίαρχος. Είχα δυναμώσει”.
Όπως τότε που σε μία στιγμή πήρε στις πλάτες της τα βάρη της οικογένειας, έτσι και τώρα δε διστάζει να κάνει κάτι αποκλειστικά δικό της. Ξέρει πως θα αντιμετωπίσει δυσκολίες όμως το τολμά. Αφορμή στέκεται ένα ταξίδι με την αδερφή της στο Λονδίνο.
“Πήγα να αγοράσω αντίκες για το μαγαζί κι ένας Πέρσης μου έδωσε ένα χαλί, ένα κουμ. Γυρίζω στην Ελλάδα με ένα χαλί στη βαλίτσα. Πουλήθηκε αμέσως. Την επόμενη φορά αγόρασα τρία χαλιά, τα οποία πουλήθηκαν κι αυτά αμέσως”.
Ανακοινώνει σε όλους πως θα ασχοληθεί με το εμπόριο χειροποίητου χαλιού. Ανοίγει μαγαζί στην Κηφισιά και αρχίζει να γίνεται γνωστή. Αρχικά την αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό αλλά το παλεύει και μαθαίνει όλο και περισσότερο για την τέχνη κατασκευής τους. Είναι επίμονη και βάζει στόχους καθημερινά. Το στοίχημα έχει κερδηθεί. Οι πελάτες της την “τραβούν” στα νότια. Το 1996 ανοίγει το κατάστημα της Ποσειδώνος.
Η διακόσμηση αντανακλά την πληθωρική προσωπικότητά της. Τα μαγαζιά της τα αγαπά σαν παιδιά της. Είναι το σπίτι της, τα δημιουργήματά της, η απτή πραγματικότητα του αγώνα της.
Τα νότια της ταιριάζουν. Αφήνει το Νέο Ψυχικό και μετακομίζει στη Γλυφάδα με τους γιους της. Η θάλασσα της δίνει χαρά. Κάθε μέρα τη βρίσκει στο πόστο της. Θεωρεί αδιανόητο να λείψει. Οι πελάτες την αναζητούν. Χωρίς τη γνώμη της Δέσποινας δε γίνεται καμία πώληση.
Έχει αναπτύξει σχέση με το κοινό της με αφετηρία τις τηλεοπτικές εμφανίσεις στο κανάλι 29 μετά από πρόταση του Κουρή. Η Μοιραράκη κάνει τηλεπωλήσεις, πρωτοπορεί και τότε γίνεται το μεγάλο μπαμ. Εκτοξεύονται οι μετοχές της, ο κόσμος την αναγνωρίζει και το χρωματολόγιό μας εμπλουτίζεται με τις πιο ευφάνταστες συνθέσεις.
“Στην αρχή είχα τις αμφιβολίες μου, δεν ήξερα αν θα μπορούσα να ανταπεξέλθω στο τηλεοπτικό πρόγραμμα. Βέβαια, είχα μεγάλη οικονομική ανάγκη και έπρεπε να πουλάω το εμπόρευμά μου οπότε και το έκανα. Βγαίνω στην τηλεόραση για την επιβίωση της επιχείρησης κι όχι εξαιτίας της προσωπικής μου φιλαρέσκειας”.
“Ο τρόπος παρουσίασης με έκανε αγαπητή στο ευρύ κοινό. Εξηγούσα και έβρισκα νέα χρώματα για να κάνω περισσότερες πωλήσεις και να δώσω λεπτομέρειες στον τηλεθεατή”.
Και εγένετο ‘’κεραμμυδοκανελοκοραλοκόκκινο’’. Το όνομά της γίνεται συνώνυμο των χαλιών και η μεγάλη επιτυχία είναι γεγονός. Χτίζει brand name και καταφέρνει κάτι φοβερό. Αν υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος που θα αγόραζε χειροποίητο χαλί θα πήγαινε σε εκείνη.
Η οικονομική κρίση της χαλά τα σχέδια αλλά για λίγο. Οι αντιξοότητες είναι μέρος της φύσης της δουλειάς της. Δε χάνει το χαμόγελό της ακόμα κι όταν η πόρτα του μαγαζιού δεν ανοίγει για μέρες.
Τα μαγικά χαλιά της Δέσποινας επανακάμπτουν. Με συνέπεια και προσπάθεια επαναφέρει την επιχείρησή της.
Τι κι αν η ζωή της ξεκίνησε με φόντο το γκρι εκείνη ήταν τόσο έξυπνη και αποφασισμένη που έφτιαξε τις δικές της μπορντοροδοκόκκινες αποχρώσεις για να “ντύσει” τα όνειρά της.