Ο Γιάννης Φραγκούλης φροντίζει 40 χρόνια τον Πανιώνιο όπως κανένας άλλος
O φροντιστής του Πανιωνίου και αδιαμφισβήτητος "αφανής ήρωας" της αθλητικής Ν. Σμύρνης, Γιάννης Φραγκούλης, μιλάει για τη μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του. Την ομάδα στην οποία έχει αφιερώσει 40 χρόνια από τη ζωή του.
- 03/05/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
“Η μεγάλη αγάπη της ζωής μου είναι ο Πανιώνιος” ενημέρωσε και επέμεινε σε αυτήν την τοποθέτηση, ακόμα και όταν του θυμίσαμε την οικογένεια του. “Αυτή η ομάδα είναι η μεγάλη μου αγάπη. Και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, τους οποίους υπεραγαπώ, ήξεραν την τρέλα μου. Και τη σέβονταν. Πάντα”. Αν το καλοσκεφτείς βέβαια, έχει μια βάση αυτή η δήλωση, δεδομένου ότι είναι μέλος των “κυανέρυθρων” για 40 χρόνια. “Έχω προλάβει το γήπεδο καινούργιο. Δεν υπήρχαν οι ξύλινες εξέδρες. Μπήκαν αργότερα. Τα ταμπλό ανεβοκατέβαιναν, γιατί στο γήπεδο έπαιζαν και χάντμπολ. Είχαμε έναν κουβά (ακόμα τον έχουμε στο γραφείο), όπου βάζαμε την αλυσίδα για να μην κρέμεται και τρέχουν γράσα. Βέβαια, οι παίκτες έβαζαν στοιχήματα για σουτ στον κουβά. Ξέρεις πόσες μπάλες προσγειώνονταν εκεί; Και άντε να κλωτσάς, για να την “ξεράσει”. Μετά τόσα χρόνια, ξέρω ποιος σωλήνας τρίζει κάθε φορά που ανοίγει μια βρύση, ποιο είναι το πρόβλημα”.
Ένα σοκ το έπαθε “όταν έπειτα από πέντε χρόνια στο Ελληνικό, στη χλιδή, επιστρέψαμε στη Νέα Σμύρνη. Ήταν Δήμαρχος τότε ο Κουτελάκης και του είχα πει πως δεν μπορούσε να βγάλουμε χρονιά σε αυτά τα αποδυτήρια. Μου είπε να κάνω ό,τι χρειάζεται. Αλλάξαμε όλα τα υδραυλικά, το έβαψα ολόκληρο. Έγινε ανθρώπινο. Άσε που δεχθήκαμε και πόλεμο. Ακόμα και από τους φύλακες που δεν τους άρεσε πολύ το γεγονός της επιστροφής μου, στο κλειστό της Αρτάκης. Ήξεραν τι τους περίμενε, σε τρέξιμο, ώστε να είναι όλα σωστά!”.
Αλλά δεν σου είπα τα βασικά για τον Γιάννη. Φτιάξε καφέ και έλα κοντά μας.
“Είμαι πια 60 χρόνων και θυμάμαι τον εαυτό μου στον Πανιώνιο, από παιδάκι. Τουλάχιστον 40 χρόνια ασχολούμαι με την ομάδα. Δεν ήμουν πάντα στη θέση του φροντιστή, αυτή τη δουλειά την κάνω μια 20ετία”. Τον λες λοιπόν, και ζωντανή ιστορία του μπασκετικού Ιστορικού, καθώς έχει ζήσει όλες τις μεγάλες στιγμές σε Ελλάδα, τις συμμετοχές στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αλλά και τον υποβιβασμό στη Β’ Εθνική. Έχει συνεργαστεί με κάποια από τα μεγαλύτερα ονόματα Ελλήνων και ξένων παικτών, όπως φυσικά και προπονητών. “Υπήρξαν εποχές που η ομάδα έπαιρνε πάρα πολλά λεφτά και για αυτό έφερνε παικταράδες. Στις καλές εποχές, μέσω των τηλεοπτικών έμπαιναν στα ταμεία 400 εκατομμύρια δραχμές. Ήταν τότε που ο Πανιώνιος ήταν η δεύτερη ομάδα. Δεν θέλω να πω η πρώτη, αν και στη Νέα Σμύρνη ο Άρης πάντα έχανε. Τότε ήταν διαφορετικά. Ανήκαμε στον Ερασιτέχνη και γενικός αρχηγός ήταν ο Ισίδωρος Κούβελος, ένας πανέξυπνος και ικανότατος άνθρωπος. Μεγάλες στιγμές ζήσαμε επίσης, και επί Ηλία Λιανού. Θα μπορούσε να ήταν ακόμα στον Πανιώνιο, αλλά δεν βοηθήθηκε από κανέναν. Είχε ιδιαίτερο χαρακτήρα, αλλά δεν παύει να έδωσε άλλη οντότητα στην ομάδα. Μαζί με τον Άκη Καρτάλο, team manager αυτής της περιόδου, “κρατήσαμε” την ομάδα. Ο Άκης ήταν στο οργανωτικό κομμάτι και εγώ σε όλα τα υπόλοιπα. Και δεν μας έκαναν ποτέ έστω μια παρατήρηση”.
Η διαδρομή του ξεκίνησε από την υποχρέωση που είχε, να βρίσκει σπίτια στους ξένους, να αναλαμβάνει επισκευές που χρειάζονταν και να φροντίζει να παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες, για τη σύντομη προσαρμογή τους. “Ο πρώτος ξένος στον οποίον βρήκα σπίτι ήταν ο Mark Landsberger. Θυμάμαι είχε έλθει το 1988, με τρία δαχτυλίδια (δυο του ΝΒΑ, ως συμπαίκτης των Abdul-Jabbar, James Worthy, Magic Johnson στους Lakers και ένα του σχολικού πρωταθλήματος). Όταν φορούσε τα… επίσημα ρούχα, του έλεγα “δώσε μου ένα” και μου απαντούσε “μπορεί να κόψω το δάχτυλο μου, να στο δώσω, αλλά όχι τα δαχτυλίδια μου”.
Ακολούθησαν πολλοί άλλοι. “Ο Kenyon Jones, ο PJ Brown, o Henry Turner, o Travis Mays, ο Antonio Davis. Ήταν όλοι παικταράδες (γελάει). Μιλάμε για μεγάλα ονόματα, όχι για αστεία”. Στον Turner είχε βρει σπίτι “κοντά στις ταβέρνες, στη Βάρη. Συμπτωματικά, έμενε δίπλα στον Roy Tarpley. Τότε είχα μια Vespa -την έχω ακόμα- και του άρεσε να τον πηγαίνω βόλτες, με αυτή”.
Τι κάνει τελικά, ένας φροντιστής ομάδας;
Η δουλειά του, ως φροντιστή, είναι να πηγαίνει πρώτος στο γήπεδο “να ετοιμάζω τα ρούχα όλων των παικτών -όλο το σετ-, τα νερά. Φροντίζω να είναι καθαρές οι εμφανίσεις. Μπορώ να πω ότι είναι πιο καθαρά από της μάνας τους και της γυναίκας τους (γελάει).”
Όλοι του εμπιστεύονται, στα εκτός έδρας ματς, ρολόγια, πορτοφόλια. “Ο Παναγιώτης Γιαννάκης μου έδινε 1.000.000 δραχμές, τότε. Είχα στην τσέπη… τα πακέτα. Τον ρωτούσα “τι τα θες τόσα λεφτά;” και μου απαντούσε “μην τυχόν και συμβεί κάτι”. Δηλαδή, τι μπορούσε να συμβεί που θα χρειαζόταν 1.000.000 δραχμές; Όχι πες μου (γελάει).”
Μια άλλη φορά, σε εντός έδρας αγώνα “είχε έλθει με μια θήκη κοστουμιού. Μου είπε “κράτα τγ, γιατί έχω να πάω μετά σε γάμο. Μου έδωσε να φορέσω και το ρολόι του, για να το προσέχω. Ώσπου κάποια στιγμή ήθελα να δω την ώρα και παρατήρησα πως στο 12, το 3 το 6 και το 9 είχε διαμάντια. Το καντράν ήταν μαύρο. Ήταν Vacheron Constantin και όπως μου είπε μετά, άξιζε 5-6 εκατομμύρια. Χρήματα με τα οποία τότε έπαιρνες διαμέρισμα”.
Το ματς που ξέχασε τα σορτσάκια
Είναι ο άνθρωπος που φτιάχνει τις τεράστιες βαλίτσες, τις οποίες κουβαλά κάθε ομάδα στις αποστολές. Είναι αυτός που τις γεμίζει, με όσα χρειάζονται “και πάντα έχεις ένα πολύ μεγάλο άγχος να μη χάσεις καμια φανέλα, να μη ξεχάσεις κάτι”. Είχε να μας αποκαλύψει και ένα μυστικό. “Παίζαμε στη Βαλένθια, με προπονητή τον Μάρκοβιτς. Πάντα μαζί παίρναμε δυο σετ προπόνησης και δυο εμφανίσεις. Τότε δεν ίσχυε αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, με τους παίκτες να κουβαλάνε τις εμφανίσεις, στα backpack τους. Ήμασταν στο Ελληνικό τότε και είχα ξεκινήσει να ετοιμάζω τα σετ. Όταν κάνω αυτήν τη δουλειά, δεν θέλω να με ενοχλεί κανείς. Κάποιος μπήκε… και με αποσυντόνισε. Φτάσαμε λοιπόν, στη Βαλένθια και ήλθε η ώρα για τον αγώνα. Όταν ξεκίνησε το λεωφορείο από το ξενοδοχείο για το γήπεδο, είχα αναλαμπή: δεν είχα πάρει τα σορτσάκια του αγώνα! Όπως καταλαβαίνεις, δεν υπήρχε χρόνος για πολλά. Είπα στους Λιανό, Μέμο Ιωάννου -ήταν τότε διευθυντής- και Καρτάλο τι είχε συμβεί. Έπαθαν σοκ. Δεν σταμάτησα εκεί. Πήγα στον πρώτο διαιτητή του ματς και τον ενημέρωσα… για την πραγματικότητα. Μου είπε “μην ανησυχείς” και δέχθηκε να αγωνιστούμε με τα σορτσάκια προπόνησης. Έρχομαι λοιπόν, πίσω στη Νέα Σμύρνη και τι μου λένε οι φίλαθλοι; “Πού έκρυβες ρε Γιάννη, αυτές τις εμφανίσεις; Γιατί δεν τις βάζεις; (γελάει)”.
Θυμήθηκε και ένα άλλο περιστατικό “που μου έκλεψαν μια φανέλα και ευτυχώς, το κατάλαβα πριν φύγουμε από την Ελλάδα. Η ομάδα ξεκίνησε για το αεροδρόμιο και εγώ πήγα με τη μηχανή στα Λιόσια, για να τυπώσω το όνομα σε μια καινούργια φανέλα και από εκεί έτρεξα στο αεροδρόμιο, ώστε να προλάβω την αποστολή”. Όπως λέει “δεν υπάρχουν αρρώστιες, τραυματισμοί. Δεν υπάρχει τίποτα, όταν κάνεις αυτήν τη δουλειά. Ακόμα και όταν πέθανε η μητέρα μου, πήγα το πρωί στην κηδεία και το απόγευμα ήμουν στην προπόνηση”.
“Κοντέψαμε να βάλουμε φωτιά στο σπίτι του Boban”
Όταν ανέλαβε ο Dusan Ivkovic τον Πανιώνιο, το 1994, πήρε μαζί του τον Τάκη Λιβιεράτο, ο οποίος έως τότε τελούσε χρέη τζένεραλ μάνατζερ στη γυναικεία ομάδα του Σπόρτιγκ. “Μου είπε “Γιάννη βοήθησε με. Δεν έχω συνεργαστεί ξανά με άνδρες” και του απάντησα “ό,τι θες, είμαι εδώ”. Είχε έλθει ο Γιαννάκης, ο Δρελιώζης είχε “ανέβει” από τις ακαδημίες στην πρώτη ομάδα, ήταν παιδάκι ακόμα. Ο Κικίλιας, ο Καράγκουτης, όλοι αυτοί” που εξελίχθηκαν σε ονόματα-σημείο αναφοράς των “κυανέρυθρων”.
Το πιο περίεργο πράγμα που του ζήτησε ποτέ κανείς ποιο ήταν; “Ήταν ημέρες των Χριστουγέννων και κάτι είχε πάθει το καλοριφέρ του Boban Jankovic. Πήγα να του το επισκευάσω και λίγο έλειψε να βάλουμε φωτιά στο σπίτι”. Σταματά, βουρκώνει και εξηγεί ότι “από τότε γίναμε κολλητοί με τον μακαρίτη. Ζήσαμε πολλά μαζί, πριν και μετά τον τραυματισμό του. Τον έχω ζήσει για δέκα χρόνια, μέρα νύχτα. Ήταν καταπληκτικό παιδί. Δεν υπάρχουν πολλοί σαν και αυτόν. Πρώτα ήταν αδελφός και μετά φίλος. Ήμουν το πρώτο τηλέφωνο που έκανε, κάθε μέρα. Μαζί ταξιδέψαμε παντού. Πέρασα μαζί του άλλα, μοναδικά, πράγματα. Ήταν πολύ δοτικός άνθρωπος. Του άρεσε να έρχεται εδώ, στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Τότε οι μπασκετικοί πηγαίναμε στον “Άδωνη” και απέναντι στον “Γιώργο”. Του άρεσε να περνά, να βλέπει τα παιδιά, τους κερνούσε όλους και έφευγε”.
Το χουνέρι που του έκανε ο Χριστοδούλου
Κάτι αντίστοιχο έζησε με τον Duda στο Βελιγράδι, όπου ταξίδευαν τακτικά μαζί. “Πηγαίναμε σε ένα καφέ, στο κέντρο όπου μπορούσες να συναντήσεις όλους τους πρωταγωνιστές του σερβικού μπάσκετ. Δηλαδή, μετά την πρωινή προπόνηση μαζεύονται στο ίδιο στέκι, που έχει καφέ και φαγητό και τα λένε. Εκεί γνώρισα τον Dragan Kićanović (είδωλο του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, όταν ήταν παιδί, μεταξύ πολλών άλλων), τον Saša Đorđević, αλλά και τον πατέρα του, ο οποίος ήταν δημοσιογράφος. Του έστελνα για χρόνια, περιοδικά. Εκεί γνώρισα τον Aleksandar Gilic, ένα παιδί που είχαμε φέρει στον Πανιώνιο για ελληνοποίηση, όταν ήταν ο Ισίδωρος Κούβελος γενικός αρχηγός. Μετά έπαιξε στην Μπουντούτσνοστ και τον Ερυθρό Αστέρα. Αν μη τι άλλο, γνώρισα πάρα πολλούς από το ευρωπαϊκό μπάσκετ”.
Oμολόγησε πως έχει περάσει πολύ ωραία “γιατί είχα να κάνω με πολύ καλά παιδιά. Για παράδειγμα, ο Χοντρός” a.k.a. Φάνης Χριστοδούλου. “Είναι τρομερό παιδί, ψυχούλα. Τότε είχα ένα FIAT. Μου έλεγε “θα πάμε να φάμε;” και αν τυχόν του έλεγα “όχι”, περνούσε από το σπίτι μου το βράδυ, έπιανε το αυτοκίνητο μου και το έβαζε στον κήπο! Σηκωνόμουν το πρωί… και δεν μπορούσα να βγάλω το αμάξι στο δρόμο. Του έλεγα “γιατί μου τα κάνεις αυτά;”, γελούσε και μου απαντούσε “όταν δεν θα έρχεσαι, αυτό θα σου κάνω”! Ήθελε να ακολουθώ, όπου πήγαινε. Όχι μόνο εκείνος. Πολλοί. Περάσαμε πολύ ωραία. Με αστεία, με πειράγματα. Ήμασταν οικογένεια”.
“Mε εκτιμούσαν γιατί ήμουν “τουμπεκής”
Ο Γιάννης είχε τον τρόπο του να κερδίζει το σεβασμό όλων. “Όποτε μου ζητούσαν να τους εξυπηρετήσω, “σκιζόμουν”. Το έκανα για τον Πανιώνιο, γιατί το αισθανόμουν. Είχα μεγάλη αγάπη με τους παίκτες”. Με τους προπονητές; “Και με αυτούς, διότι ήμουν “τουμπεκής”. Δεν περνούσε τίποτα έξω, από όσα έβλεπα και άκουγα. Αυτό είναι σημαντικό σε μια ομάδα. Με τον Τζούροβιτς ήμασταν κάθε μέρα, πρωί-βράδυ μαζί. Με τον Ντούντα ήμουν μέσα στο σπίτι του, από τους πολύ λίγους που έμπαιναν σπίτι του, μαζί με τον Δημήτρη Ιτούδη -είχε τελειώσει τότε τη σχολή, στη Γιουγκοσλαβία και έκανε παρέα με τον μεγάλο γιο του Ίβκοβιτς, τον Πέτρο- και τον Μίνιτς. Με τον Τριφούνοβιτς και την οικογένεια του, τα ίδια, με τον Παβίσεβιτς τα ίδια, με τον μακαρίτη τον Μάκη, με τον Μίσσα… και με πόσους άλλους”.
Όταν έπεσε ο Πανιώνιος στη Β’ Εθνική “με πήραν τα κλάματα, μέσα στα αποδυτήρια. Ήμουν στο δωμάτιο μου, όπου έχω φωτογραφίες από παικταράδες που έχουν φορέσει αυτήν την φανέλα και ξαφνικά… ήμασταν στη Β’ Εθνική. Ούτε ήξερα τα γήπεδα. Δεν τα είχα ξαναδεί. Και πηγαίνοντας, διαπίστωσα πως ο κόσμος μπορεί να μην ήξερε τους παίκτες, αλλά… ήξερε εμένα”. Από τα πρώτα πράγματα που έλεγε ανέκαθεν, σε όλους τους παίκτες του Ιστορικού ήταν πως “η φανέλα που φοράτε είναι πολύ βαριά. Αυτό είπα και όταν βρεθήκαμε στη Β’ Εθνική. Τους εξήγησα πως θα το δουν στον τρόπο που θα μας αντιμετωπίζουν οι άλλοι. Ο κόσμος δεν πίστευε πως παίζαμε στη Β’ Εθνική και όπου αγωνιζόμασταν, τα γήπεδα γέμιζαν. Κρέμονταν όλοι σαν σταφύλια”.
Μια χρονιά ήταν αρκετή για την άνοδο στην Α2 και την άφιξη του Νίκου Οικονόμου, στον πάγκο. Ενός τύπου με τον οποίον είχαν συνεργαστεί και παλαιότερα. “Είχαμε ζήσει πολλά μαζί, όταν είχε έλθει επί Λιανού. Τότε παίζαμε στην Ευρωλίγκα, είχαμε μεγάλα συμβόλαια. Δυο, τρία χρόνια περάσαμε καλά. Στο τέλος δεν ήταν καλά, για τον Νίκο”, διότι είχε προκύψει μια παρεξήγηση που αφορούσε και το βάρος του συμβολαίου του. “Όχι με εμένα. Πέρυσι, όταν ανταμώσαμε στο ματς με τον Ιωνικό, τον φίλησα και του ευχήθηκα να έλθει στον Πανιώνιο, ως προπονητής”. Πράγμα που έγινε λίγους μήνες αργότερα.
Με πόσους προπονητές εκτιμά πως έχει συνεργαστεί; “Ούτε που θυμάμαι! Τι να σου πω… Đurović, Μίσσας, Δενδρινός, Pavićević, Trifunović, Ivković … Μια φορά με πήρε τηλέφωνο ο Λιβιεράτος, όταν πια εργαζόταν για τον Ολυμπιακό και μου είπε “κάνε μου μια χάρη. Παίζουμε με τη Ρεάλ και θέλουν ένα γήπεδο για προπόνηση. Να έλθουν στη Νέα Σμύρνη;”. Του είπα πως θα κάνω ό,τι μπορώ. Ήλθε που λες, στο δωμάτιο μου μέσα ο Messina και καθίσαμε μαζί μια ώρα. Έβλεπε τις φωτογραφίες που είχα στον τοίχο, μου έφερε και ένα δώρο με το σήμα της Ρεάλ. Μου είχε πει για τον Φάνη πως “δεν υπάρχουν πια τέτοιοι παίκτες, πουθενά”. Ο Reyes μου έδωσε την μπλούζα της προθέρμανσης και με ευχαρίστησε για όλα, όπως και όλοι οι άλλοι παίκτες”.
“Ο Πανιώνιος είναι οικογένεια, όχι ομάδα”
Τι κάνει τελικά, διαφορετικό τον Πανιώνιο; “Δεν είναι ομάδα. Είναι ιδέα, οικογένεια. Και περίεργος να είσαι, θα αναγκαστείς να γίνεις νορμάλ. Και εγώ φροντίζω να τους προσγειώνω αμέσως. Δεν υπήρξε παίκτης στον οποίον να μην πω ότι η φανέλα που φορά είναι βαριά, πως αγωνίζεται για ομάδα που έχει φιλάθλους οι οποίοι ξέρουν μπάσκετ και έχουν απαιτήσεις. Πως είναι τελείως διαφορετική ομάδα, άλλη ομάδα”. Στους ξένους τι έλεγε; “Τους πείραζα, τους μάθαινα όλες τις βρισιές… τις οποίες έλεγαν μετά σε εμένα και πάντα όταν έφευγαν μου έλεγαν πως είχαν τις καλύτερες αναμνήσεις. Για παράδειγμα, ο PJ Brown έφυγε για το ΝΒΑ και θυμάμαι το “ΦΩΣ” είχε μια μεγάλη συνέντευξη, στην οποία έλεγε όσα έζησε στον Πανιώνιο. Είχε έλθει με κάτι παπούτσια σκισμένα, ταλαιπωρημένα και έφυγε άρχοντας. Με τον Landsberger πηγαίναμε μαζί και βλέπαμε ποδόσφαιρο, τότε που η ομάδα έπαιζε στο Καραΐσκάκη. Κάθε Κυριακή λοιπόν, που δεν είχαμε υποχρέωση, πηγαίναμε στο ποδόσφαιρο. Όλοι μου έλεγαν όλα τους τα προβλήματα, όσο προσωπικά και αν ήταν”.
Στους παίκτες που μπήκαν στη ψυχή του, ήταν όλοι όσοι διάβασες έως εδώ, αλλά και ο Τσιάρας, ο Ξανθόπουλος (“νιώθω πως δεν έφυγε ποτέ από εδώ”), ο John Wallace “ο οποίος μου έδινε κάθε μέρα 100 δολάρια, για να πάω να του αγοράσω κοτόπουλο από τον Μάκη και επέμενε να κρατώ τα ρέστα. Του έλεγα “μα γιατί μου δίνεις όλα αυτά τα λεφτά κάθε μέρα;” και μου απαντούσε “έχω τόσα που αρκούν να φάνε τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Τον είχαμε σε ένα σπίτι, κοντά στο γήπεδο, σε μια μεζονέτα Ελληνοαμερικάνου. Είχε μια πολύ όμορφη σύντροφο, η οποία εργαζόταν στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ερχόταν μια φορά κάθε μήνα. Σε μια από τις επισκέψεις, ο John δεν είχε έλθει στην προπόνηση. Η θερμοκρασία ήταν 0 βαθμοί Κελσίου. Να τον παίρνουμε στο τηλέφωνο, να μην απαντά. Να πηγαίνω σπίτι του, να χτυπώ κουδούνια. Τίποτα. Κάποια στιγμή ανησυχήσαμε και πήγαμε στην αστυνομία. Μας είπαν πως δεν μπορούν να μπουν στο σπίτι, χωρίς χαρτί από την αστυνομία. Είπα στον Άκη Καρτάλο (επί δεκαετίες team manager της ομάδας) τα καθέκαστα και του πρότεινα κάτι: να πάω ξανά στο σπίτι και να κλείσω τον γενικό του ρεύματος, από το ρολόι της ΔΕΗ. Δεν είχε φώτα, θέρμανση, τίποτα! Κατά τις 4… εμφανίστηκε στην προπόνηση, τυλιγμένος με μια κουβέρτα”! Ως γνωστόν, για όλα τα προβλήματα υπάρχει λύση. Αρκεί να θες να τη βρεις!
“Δεν ξέρω αν θα συνεχίσω”
Για το τέλος, μας επιφύλαξε μια έκπληξη. “Έχω τόσες αναμνήσεις που να σου πω δεν ξέρω αν θα συνεχίσω του χρόνου. Θα με πειράξει πολύ να φύγω, γιατί δεν ξέρω πώς είναι η ζωή χωρίς τον Πανιώνιο, αλλά για όλα υπάρχει ένα τέλος. Αν δεν συνεχίσει ο Βαρουξάκης, φοβάμαι για το μέλλον της ομάδας και δεν πιστεύω ότι θα αντέξω νέες περιπέτειες. Θα μου πεις “και τι θα κάνεις;”. Ειλικρινά σου μιλώ πως μπορεί να μην περνώ ούτε απ’ έξω. Έχω πικραθεί από όσους κάνουν τους Πανιώνιους, από πολλές αδικαιολόγητες συμπεριφορές. Και σου ομολογώ ότι δεν ξέρω τι θα κάνω, αν τα παρατήσω. Δεν γνωρίζω καν πώς θα μου φανεί”. Τι θα κάνει; “Πες μου εσύ: τι θα κάνω; Για αυτό και είμαι ακόμα εκεί, παρά τα όσα δεινά και τρελά έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια. Δεν νομίζω όμως, ότι θα αντέξω και άλλα”.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιατζόγλου- Watkinson