Για τον Απόστολο Ρίζο άλλαξαν όλα από τη μία ζωή στην άλλη
Ο Απόστολος Ρίζος μιλάει στο Nou Pou για την «προηγούμενη ζωή», αυτήν που είχε πολλά από όλα, και για αυτήν που ζει από το 2014, όταν μια σειρά συμπτώσεων τον υποχρέωσε να αποδείξει από τι είναι φτιαγμένος.
- 14/10/2020
- Κείμενο: Νίκη Μπάκουλη
- Φωτογραφίες: Σπύρος Μπακάλης
Ο Απόστολος είναι σήμερα 40 χρόνων. Ζει στην Αηδόνα των Τρικάλων, 40 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Καλαμπάκας, σε υψόμετρο 850 μέτρων. Θα μπορούσες να πεις πως έκανε πραγματικότητα το όνειρο εκατομμυρίων ανθρώπων, να πάρουν τα βουνά. Η αλήθεια είναι ότι δέχθηκε την πρόσκληση που του έκανε ο θείος του (αδελφός της μητέρας του), Γιάννης, να μείνει μαζί του και με τη σύζυγό του, Φώφη, στη φάρμα που ‘χουν φτιάξει στην Αηδόνα και να ασχοληθεί με τη γη και με τα ζώα. Εκεί βρίσκονται και 9 σκύλοι, προεξέχοντος του πολυαγαπημένο του Άλφι -όνομα που ‘χει πάνω του ως tattoo-, ο οποίος τον συνόδευσε στη μετακόμιση από τη Γλυφάδα στο βουνό που λέγαμε.
View this post on InstagramA post shared by Apostolos Rizos (@aporiz) on
«Δεν ξέρω πού θα ήμουν σήμερα ή τι θα γινόμουν, χωρίς αυτούς τους ανθρώπους δίπλα μου» μονολόγησε το μεσημέρι που συναντηθήκαμε στη Λούτσα. Είχε έλθει στην Αττική, για μια επίσκεψη σε νευρολόγο, που ακυρώθηκε, αλλά έδωσε την ευκαιρία να πιούμε έναν καφέ παρέα, μαζί με τον Σπύρο (τον φωτογράφο του Nou-Pou) και τον εξάδελφο του Απόστολου -επίσης Απόστολο. Αν έλεγες πριν από έξι χρόνια στον Απόστολο πως θα ζει στο βουνό, το πιθανότερο είναι να γινόσουν παραλήπτης κάποιων εκ των θρυλικών φαρσών που έκανε στην ‘προηγούμενη ζωή’, όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος την πορεία του στον πλανήτη έως το 2014. Ευτυχώς για την τωρινή ζωή, η πρώην είχε πολλά από όλα και τουλάχιστον δεν άφησε απωθημένα.
Δεν σου έχω πει πως ο Απόστολος είναι ο Απόστολος Ρίζος, για τον οποίον διάβαζες καθημερινά τον Απρίλιο του 2014, όταν έγινε ‘θύμα’ ασυνείδητου που παραβίασε κόκκινο σηματοδότη. Πέντε χρόνια αργότερα, το όνομά του αναφέρθηκε σε όλα τα κείμενα που ασχολήθηκαν με τη ζωή και το θάνατο του εκδότη Δημήτρη Ρίζου. Βλέπεις, ο Απόστολος είναι ο γιος του αποθανόντα. Είναι και πολλά άλλα. Κατ’ αρχάς, είναι ανάμεσά μας, κάτι για το οποίο ουδείς μπορούσε να είναι βέβαιος στο πρώτο τρίμηνο μετά το ατύχημα. Επίσης, είναι ο γιος του Δημήτρη Ρίζου. Όχι ο Δημήτρης Ρίζος. Αυτή η διευκρίνιση ίσως σου χρειαστεί στη συνέχεια -ίσως χρειαστεί, δηλαδή, να την ανακαλέσεις.
Στα 12 κλήθηκε να αποφασίσει με ποιον γονέα ήθελε να μείνει
«Όσο θυμάμαι, μικρός περνούσα πολύ καλή ζωή, με πολυτέλεια. Είχα ό,τι ήθελα. Από την αγάπη των γονιών μου έως οτιδήποτε υλικό. Δεν προλάβαινα να ζητήσω κάτι και το είχα. Θυμάμαι όταν είχαμε ‘χάσει’ τον πρώτο σκύλο, τον Σαντάμ -τον είχαμε πάρει στον Πόλεμο του Κόλπου-, μου είχαν πάρει αναρίθμητο αριθμό δώρων, προκειμένου να ξεχνιέμαι και να μην πονάω από την απώλεια».
«Η πρώτη αλλαγή της ζωής μου ήλθε όταν χώρισαν οι γονείς μου. Ήμουν 12 και μου ζήτησαν να διαλέξω με ποιον ήθελα να ζήσω. Πήγα με τη μητέρα μου». Προφανώς και όπως κάθε παιδί που ‘χει βρεθεί ποτέ σε αυτήν τη συνθήκη, ένιωθε στην ατμόσφαιρα πως κάτι δεν πάει καλά μέσα στο σπίτι. Κατάλαβε τι ήταν αυτό, όταν ο πατέρας του άφησε τις οικογενειακές διακοπές, για να πάει με τη γυναίκα που είχε γνωρίσει. «Σύντομα οι γονείς μου με κάλεσαν να κάνουμε μια συζήτηση, που ξεκίνησε με τον πατέρα μου να λέει ‘η μάνα σου θα φύγει από το σπίτι. Θέλεις να καθίσεις εδώ ή να πας μαζί της;’». Οι σχέσεις και με τους δυο γονιούς παρέμεινε εξαιρετική, γιατί -όπως πάλι, είθισται να συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις- το ενοχικό σύνδρομο λειτούργησε υπέρ του Απόστολου.
«Έως εκείνη την ηλικία δεν ήξερα τι ακριβώς κάνει ο πατέρας μου, σε επίπεδο δουλειάς. Ποιος είναι και τι δυναμικές υπάρχουν. Αργότερα κατάλαβα, από τα ‘ρουσφέτια’ που ζητούσαν οι φίλοι μου».
Από παιδί θυμάται τον εαυτό του να συναντά τον πατέρα του, Δημήτρη, στον Ελεύθερο Τύπο. Εν προκειμένω, εν αντιθέσει με ό,τι συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν σκέφτηκε ποτέ τον εαυτό του να κάνει την ίδια δουλειά. Υποθέτω θα ‘χει τύχει να σε έχουν πάρει οι γονείς σου εκεί όπου δουλεύουν. Ως εκ τούτου, ξέρεις πόσο γρήγορα περνούν οι ώρες με όλους τους ενήλικες να ασχολούνται μαζί σου -είτε προσφέροντας φαγητό, είτε τη δυνατότητα να απασχοληθείς με ό,τι γουστάρει η ψυχή σου. Χωρίς να το καταλάβεις ‘κολλάς’ και το μικρόβιο της δουλειάς. Αυτό δεν έγινε με τον Απόστολο, ο οποίος λάτρεψε τις ώρες που πέρασε δίπλα στο σκιτσογράφο, μαθαίνοντας πώς να κάνει τα δικά του σκίτσα. Μετά βοήθησε στη δημιουργία -και την ανανέωση- του αρχείου της εφημερίδας και συνέχισε με εμπειρίες από όλα τα άλλα τμήματα. Πήγαινε ακόμα σχολείο. «Και επειδή δεν ήθελα να κάθομαι στο σπίτι, γιατί βαριόμουνα -ως μοναχοπαίδι-, έκανα οτιδήποτε άλλο μπορούσα να κάνω. Είτε αυτό ήταν να πηγαίνω στην εφημερίδα, είτε να πηγαίνω βόλτες με τους φίλους μου».
Ο επαγγελματικός προσανατολισμός δεν ήταν κάτι που τον είχε προβληματίσει ιδιαίτερα στην εφηβεία. «Το μόνο που ένιωθα ότι θα ήθελα να γίνω ήταν κτηνίατρος. Αλλά δεν το προχώρησα, υποθέτω γιατί η τότε νοοτροπία μου ήταν εστιασμένη στην όσο πιο ανέμελη ζωή. Διαφορετικά, τώρα θα έσωζα ζώα. Η μόνη σχετική απασχόληση ήταν ότι κάποια στιγμή έγραφα μια στήλη στον ‘Αδέσμευτο Τύπο’, για τα ζώα».
Παρεμπιπτόντως, όταν αποφοίτησε, στo Yearbook της τάξης του, στο Κολέγιο Αθηνών (τον ‘Θησαυρό’), εκεί όπου οι μαθητές προβλέπουν ο ένας το μέλλον του άλλου, μπορείς να διαβάσεις «αφότου ο Απόστολος Ρίζος έβγαλε το best seller βιβλίο ‘Χίλιοι δυο τρόποι για να αντιγράψετε, πήρε σύνταξη’».
Και πώς βρέθηκε στο Λονδίνο το 1999, για σπουδές στα οικονομικά; «Τυχαία. Για την ακρίβεια, είχε πάει ο -μετέπειτα- κουμπάρος μου, για να σπουδάσει και δεδομένης της πίεσης των γονιών μου να σπουδάσω, πήγα μαζί του». Πώς διάλεξε τα -δύσκολα- οικονομικά, από μια λίστα εξόχως πλούσια σε επιλογές; «Αν διάλεγα ας πούμε, τη δημοσιογραφία ο πατέρας μου θα με έστελνε να κάνω ρεπορτάζ. Σκέφτηκα ότι αυτό δεν θα συνέβαινε με την επιλογή των οικονομικών. Επιπροσθέτως, ήξερα πως δεν θα παρακολουθήσω -πόσο μάλλον θα τελειώσω- τις σπουδές». Από την αρχή δεν του άρεσε το Λονδίνο, η ζωή στην Αγγλία, όπου πέρασε ένα εξάμηνο. Όχι γιατί το επέλεξε ο ίδιος.
Η ημέρα που ‘σκότωσε’ το παιδί μέσα του
Η μητέρα του, Γωγώ, είχε επισκεφτεί τον Απόστολο στο Λονδίνο προς το τέλος του πρώτου εξαμήνου των -υποτιθέμενων- σπουδών του. Μια ώρα πριν κινήσει για το αεροδρόμιο και την πτήση της επιστροφής στην Αθήνα «καθόμασταν στο σπίτι και ξαφνικά ‘κοκάλωσε’. Κάλεσα αμέσως, ασθενοφόρο». Διεκομίσθη στα επείγοντα, όπου οι εξετάσεις έδειξαν πως είχε πάθει εγκεφαλικό -και ότι είχε τέσσερα ανευρύσματα. Το ένα ήταν δίπλα στο μάτι, από όπου έτρεχε αίμα μέσα στο ασθενοφόρο. Η μητέρα του έμεινε έξι μήνες σε κώμα. «Καθημερινά πήγαινα κοντά της το πρωί και έφευγα το βράδυ. Δεν σκέφτηκα ποτέ τη ζωή μου χωρίς εκείνη». Μετά το εξάμηνο οι γιατροί ενέκριναν το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα. Ο Απόστολος την ακολούθησε. «Είχα αποφασίσει να είμαι αυτός που θα ζούσε μαζί της και θα ήμουν ο κύριος υπεύθυνος για τη φροντίδα της. Έμαθα να ζω, να διαχειρίζομαι και τις κρίσεις επιληψίας που πάθαινε τακτικά».
«Δεν είναι εύκολο να μπαίνεις σπίτι και να βλέπεις τη μητέρα σου, σωριασμένη στο πάτωμα της κουζίνας και το σκύλο από πάνω της να κλαίει, να την ακουμπάς και να είναι παγωμένη και να είσαι σίγουρος πως την ‘έχασες’».
Όταν δεν ήταν σπίτι, έκανε αποσυμπίεση, ενθυμούμενος τον παλιό του εαυτό. Τον ανέμελο, τον φαρσέρ, τον ‘μια ζωή την έχουμε και αν δεν τη γλεντήσουμε’. «Μέχρι και στο στρατό -ναυτικό είχα πάει, κοντά στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας- είχε τύχει να ‘χω το ίδιο επίθετο με τον διοικητή και είχα περάσει ζωή χαρισάμενη». Δηλαδή, δεν έκανε τίποτα.
Η μητέρα του δεν επανήλθε ποτέ πλήρως. Ο Απόστολος ήταν δίπλα της (‘λαμπάδα’), έως το 2014, όταν χρειάστηκε να παλέψει για τη δική του ζωή. Για 14 χρόνια, οι δυο τους είχαν καθιερώσει το ‘τηλεφώνημα των 14:00’. «Με έπαιρνε κάθε μέρα στις 14.00, με ρωτούσε ‘είσαι καλά;’, απαντούσα ‘ναι’, άκουγα ‘κλείσε’ και εκεί τελείωνε η συνομιλία μας». Από τον Απρίλη του 2014 αυτό κατέστη αδύνατο. Η μαμά του πέθανε το 2019.
Το 2010 ο Απόστολος έχασε τον καλύτερο φίλο του: ο Γιώργος είχε ένα ατύχημα με μηχανή, Μεγάλη Παρασκευή, στην Πάτμο. «Πήγα στη Ρόδο να τον δω, στο νοσοκομείο. Δεν με άφησε να μπω στο δωμάτιο, γιατί δεν ήθελε να τον δω». Λίγες μέρες μετά, άφησε την τελευταία του πνοή. «Ακόμα κλαίω για τον Γιώργο. Έχει κηδευτεί πολύ κοντά στη μητέρα μου». Τους επισκέπτεται ακόμα. Τους σκέφτεται καθημερινά. Δεν έχει πάψει ποτέ να αισθάνεται πως είναι κοντά του. Το αυτό ισχύει και για τις τετράποδες ψυχές που έχει επιλέξει, για να μοιράζεται μαζί τους τη ζωή του -ακόμα και όταν ‘φεύγουν’ από τη ζωή, δεν ‘φεύγουν’ από μέσα του. Κάτι που ίσχυσε και για τον Πάμπλο, όταν τον ‘άφησε’ το 2012. Ήταν μια ακόμα απώλεια. Ένα ακόμα εξοντωτικό ‘ηλεκτροσόκ’ πόνου.
View this post on InstagramΤο πρωτο δικο μου μονο αγορι σκυλι ο Παμπλο.
A post shared by Apostolos Rizos (@aporiz) on
Σε όλα αυτά τα συμβάντα, ο πατέρας του ήταν πάντα κοντά του -να τον βοηθά με όποιον τρόπο χρειαζόταν ο Απόστολος, ο οποίος έχει ακόμα στη ζωή του τους φίλους που είχε αποκτήσει από παιδί. «Ο Γιάννης είναι ο πιο ‘παλιός’ μου φίλος, ο καλύτερος φίλος που έχω. Γίναμε κουμπάροι πριν 10 χρόνια, όταν κανόνισε το γάμο του ανήμερα των 30ων μου γενεθλίων». Ο Γιάννης ήταν κάθε μέρα δίπλα στον Απόστολο, στην πιο απαιτητική περίοδο της ύπαρξής του. Όπως κοντά του ήταν και όλοι οι άλλοι pranksters/’συνεταίροι στην τρέλα’. Τα μέλη της παρέας που συνήθιζαν να συναντιούνται καθημερινά και να κάνουν διαγωνισμό φάρσας -καθημερινά. Θες παραδείγματα; Κατ’ αρχάς όποιος άφηνε χωρίς επιτήρηση το ποτό/καφέ (ό,τι είχε μπροστά του), το πλήρωνε ακριβά, αφού κάποιος από την παρέα θα έριχνε κάτι. Τώρα καθαρτικό θα ήταν; Τσίλι; Κάτι άλλο; Ήταν θέμα ημέρας. Και φαρσέρ, με την αλυσίδα των αντιδράσεων να μην σταματά ποτέ και πουθενά. Ώσπου όλα άλλαξαν, ένα βράδυ που μαζεύτηκαν πολλές οι ατυχείς συμπτώσεις.
Η ημέρα που άλλαξε άρδην αυτό που ήξερε ως ‘ζωή’
Ο Απόστολος είχε τελειώσει ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου με τους φίλους του, ανέβηκε στο scooter του και κατευθύνθηκε προς στο σπίτι, που ήταν λίγα μέτρα μακριά. Τον έπιασε ένα φανάρι. Όταν άναψε το πράσινο, άνοιξε το γκάζι. Το επόμενο που θυμάται είναι να είναι σε ένα νοσοκομείο. Δεν ήξερε τι έπαθε, τι είχε συμβεί ή πόσο χρόνο από τη ζωή του είχε χάσει. Το μόνο που κατάλαβε ήταν ότι δεν μπορούσε να κουνήσει όλα τα μέλη του σώματος του. Ή να μιλήσει. Ευτυχώς για εκείνον, θυμόταν να γράφει. Άρχισε λοιπόν, να κάνει ερωτήσεις, για να γεμίσει τα κενά του.
Μπορεί να πιστεύεις σε αυτό που λέγεται ‘μοίρα‘. Μπορεί και όχι. Θα σε παρακαλούσα να διαβάσεις την παράγραφο που ακολουθεί -και μετά τα ξαναλέμε.
Τι είχε συμβεί: ένας οδηγός αυτοκινήτου παραβίασε τον κόκκινο σηματοδότη και έπεσε πάνω του. Η ιστορία θα μπορούσε να έχει τελειώσει εκεί, με τον Απόστολο να ‘χει κατάγματα στο πόδι -ή στα πόδια. Όπως έπεσε όμως, χτύπησε το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο. Αν φορούσε κράνος, θα προφύλασσε το κεφάλι του. Δεν φορούσε. Αν δεν είχε ‘βρει’ το κεφάλι του στη γωνία του πεζοδρομίου, θα ‘χε ‘γλιτώσει’ με κακώσεις. Αν τώρα, είχε ανοίξει πληγή -με το χτύπημα- και έτρεχε αίμα, η κατάσταση επίσης δεν θα ήταν όσο ανησυχητική έγινε -με το αιμάτωμα να πιέζει. Βλέπεις, ο Απόστολος ήταν σε κώμα για τρεις μήνες, αφού πρώτα υποβλήθηκε σε πολύ λεπτή χειρουργική επέμβαση στο κεφάλι στο Ασκληπιείο, όπου διακομίσθηκε αρχικά. Μετά τον μετέφεραν στον Ευαγγελισμό.
«Το λάθος είναι δικό μου» λέει, «ήταν μεγάλη μαλακία μου που δεν φόρεσα το κράνος, επειδή σκέφτηκα πως θα διανύσω μια πολύ μικρή απόσταση. Τότε δούλευα σε μια διαφημιστική εταιρία στο Μαρούσι -προς τιμήν τους δεν με ‘ξέχασαν’ μετά το ατύχημα- και δεν υπήρχε φορά που να ανέβω στη μηχανή και να μη φορώ κράνος. Εκείνο το βράδυ ήταν η γκαντεμιά της στιγμής. Αν θα ήθελα να πω κάτι σε όσους διαβάσουν αυτή τη συζήτηση είναι να μην αγοράσουν ποτέ και για κανένα λόγο μηχανή στο παιδί τους -όσο και αν τους παρακαλάει». Του θύμισα πως έκανε ένα -αναμφισβήτητο- λάθος εκείνος, αλλά έκανε ένα ακόμα πιο μεγάλο κάποιος άλλος (σημειωτέον, επιχείρησε να εξαφανιστεί, αλλά τον ‘μάζεψαν’ αυτόπτες μάρτυρες), που τελικά το πλήρωσε πολύ ακριβά ο Απόστολος. Γιατί ο οδηγός του οχήματος που πέρασε με κόκκινο, χρεώθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη ως ποινή δυο χρόνια φυλάκισης με αναστολή.
«Τις πρώτες ημέρες οι γιατροί δεν έδιναν πολλές ελπίδες» εξηγεί ο εξάδελφός του -επίσης Απόστολος. «Ειδικά την πρώτη εβδομάδα. Μας προετοίμαζαν για το χειρότερο. Εκείνος όμως, περνούσε από τη μια εβδομάδα στην άλλη, με το πιο δύσκολο για εμάς που ήμασταν εκεί να είναι το πώς θα το πούμε στη μητέρα του». Που έδινε τη δική της -καθημερινή- μάχη επιβίωσης και που είχε χάσει το τηλεφώνημα των 14:00. «Τις πρώτες μέρες, της λέγαμε πως έχει χτυπήσει λίγο ο Απόστολος, αλλά έχει τόσα νεύρα που δεν θέλει να μιλάει σε κανέναν. Απορρίπταμε τις κλήσεις που έκανε στο κινητό του, για να αποδείξουμε πως λέγαμε αλήθεια. Ώσπου μια μέρα πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, από την τηλεόραση. Είχαμε ζητήσει από τα media να σεβαστούν την κατάσταση. Δεν έγινε. Το δύσκολο από εκεί και πέρα ήταν να τη συγκρατήσουμε και να την ηρεμήσουμε. Χρειαζόταν διαρκή επιτήρηση και κάναμε rotation τα ξαδέλφια. Κάπου εκεί άρχισαν οι γιατροί να μας λένε πως ο Απόστολος πάει λίγο καλύτερα».
Λίγο πριν τη συμπλήρωση τριμήνου, οι γιατροί αποφάσισαν να τον βγάλουν από το τεχνητό κώμα. Το έκαναν με τεράστιο ρίσκο, καθώς δεν υπήρχε ένδειξη πως θα καταφέρει να κρατηθεί μόνος του στη ζωή. Δεν είχαν όμως άλλη επιλογή. Ο εξάδελφος Απόστολος εξήγησε -όσο πιο απλά μπορούσε- το γιατί: «Από το πίσω μέρος του κρανίου μας ξεκινούν δυο νεύρα που πάνε χιαστί. Δηλαδή, αυτό που ξεκινά από τα αριστερά είναι υπεύθυνο για τη δεξιά μας πλευρά και τούμπαλιν. Στο ατύχημα καταστράφηκε αυτό που ξεκινάει από δεξιά. Οι γιατροί μας εξήγησαν πως αν υπήρχε ελπίδα να μπορεί να λειτουργήσει και τις δυο πλευρές με ένα νεύρο, έπρεπε να τον ξυπνήσουν τη δεδομένη χρονική στιγμή -ώστε να μην ατονήσει». Τώρα λειτουργεί και τις δυο πλευρές «μια χαρά» όπως λέει ο ίδιος. Στην αρχή, η πλευρά που όριζε το κατεστραμμένο νεύρο δεν ανταποκρινόταν ούτε στο ελάχιστο. Χρειάστηκε πάρα πολλή δουλειά, δική του. Όπως χρειάστηκε δουλειά όλων των συγγενών και φίλων που ήταν καθημερινά στο πλευρό του «να τον βλέπουμε αρχικά, χωρίς κρανίο», καθώς είχε απολέσει μέρος της δεξιάς πλευράς. Έχει αναρτήσει σχετική φωτογραφία στον λογαριασμό που έχει στο Instagram. «Σε μια από τις επεμβάσεις, στις οποίες υποβλήθηκα, μου τοποθέτησαν μεταλλική πλάκα» εξηγεί.
«Μου είπαν πως ο πατέρας μου ήταν έξω από την εντατική, κάθε βράδυ -τους τρεις μήνες που ήμουν σε κώμα. Εγώ τον είδα μια φορά στο κέντρο αποκατάστασης». Η δεύτερη ήταν σε ένα από τα δικαστήρια του Δημήτρη Ρίζου. «Δεν με αναγνώρισε. Με ρώτησε ποιος είμαι. Του απάντησα ‘ο γιος σου, ο Απόστολος’. Μου είπε ‘δεν έχω γιο Απόστολο’. Είχε πάθει άνοια». Πέθανε το 2019, τη χρονιά που έχασε ο Απόστολος και τη μητέρα του. «Αν με ρωτάς τι μου λείπει πιο πολύ από την ‘προηγούμενη ζωή μου’, είναι οι γονείς μου».
Όταν άνοιξε τα μάτια του, μετά σχεδόν τρεις μήνες σε κώμα, «κατάλαβα πως είμαι σε νοσοκομείο, αλλά δεν θυμόμουν να ‘χει συμβεί κάτι. Επιχείρησα να βγάλω τους ορούς και να μιλήσω. Δεν μπορούσα και άρχισα να κάνω χειρονομίες, στον εξάδελφό μου, Κωνσταντίνο και τη μητέρα του που ήταν από πάνω μου -τους αναγνώρισα-, απαιτώντας να μου πουν τι είχε γίνει. Moυ είπαν πως είχα ένα ατυχηματάκι». Ήταν τόσο έντονες οι κινήσεις του, που οι γιατροί περιόρισαν την κίνηση, από φόβο μην προκαλέσει επιπλέον πρόβλημα στην υγεία του. Μετά το ‘ξύπνημα’, έμεινε άλλες 20 ημέρες στην εντατική. Επικοινωνούσε με χειρονομίες -που πίστευε πως καταλαβαίνουν όλοι. Όσο καταλάβαινε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, τόσο εκνευριζόταν. «Είχα αποφασίσει να κάνω υπομονή, μέχρι να πάω σπίτι μου. Όσο δεν ξημέρωνε αυτή η μέρα, μεγάλωνε η απογοήτευσή μου. Μην ξεχνάς πως έως τότε έκανα ό,τι ήθελα και είχα ό,τι ήθελα. Ξαφνικά δεν είχα τίποτα». Με κύριο την υγεία του. Μετά μεταφέρθηκε σε θάλαμο και εκεί άρχισε να γράφει σε ένα πινακάκι, όσα ήθελε να εκφράσει. Συνηθέστερα οι δικοί του άνθρωποι διάβαζαν «βαριέμαι» και «θέλω να φύγεις». Ή ‘καντήλια’.
«Αρχικά πίστευα πως σύντομα θα επέστρεφα στην ωραία μου ζωή και ότι τα μόνα θέματα που είχα ήταν στο χέρι και το πόδι. Δεν είχα καταλάβει ότι είχα χτυπήσει στο κεφάλι. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι η ζωή που ήξερα είχε τελειώσει».
«Την πρώτη φορά που είδα το είδωλό μου σε καθρέφτη, σκέφτηκα ‘τι μαλάκας είσαι’». Η έκρηξη οργής συνεχίστηκε και στο πρώτο κέντρο αποκατάστασης που πήγε, γιατί επίσης περνούσε πολύ δύσκολα. Θα μου πεις «έκανε πράγματα για τον εαυτό του». Θα σου εξηγήσει ότι δεν είχε μάθει να τον πιέζουν να κάνει κάτι -ακόμα και αν ήταν προς όφελός του. Δεν είχε μάθει να ‘παλεύει’. Τώρα πια είναι εξπέρ. Από εκεί που δεν μπορούσε να πάει στην τουαλέτα μόνος του (κάτι που αναφέρει ως εκ των μεγαλύτερων ‘πληγμάτων’), πλέον είναι αυτοεξυπηρετούμενος στο 100%.
Οι φυσικοθεραπευτές που τον ανέλαβαν δεν του χαρίστηκαν και γνώρισαν την αντίδρασή του. «Νευρίαζα που δεν μπορούσα να κάνω ό,τι μου έδειχναν -από αδυναμία ή πόνο- και ξεσπούσα πάνω τους. Μετά το κέντρο έκανε κάτι πολύ έξυπνο (γελάει): ανέθεσε σε γυναίκα τη θεραπεία μου». Ένα χρόνο μετά το ατύχημα, άρχισε να εμφανίζει ορατή πρόοδο, ανακτώντας το περπάτημα. Μετά άλλαξε κέντρο, όπου η προσέγγιση έγινε πολύπλευρη και ανέκτησε την κίνηση στα αριστερά άκρα («είχα πάθει ρήξη χιαστού στο αριστερό γόνατο και κατάγματα στη φτέρνα και τον αστράγαλο, υποβλήθηκα σε επεμβάσεις, αλλά από την ακινησία μηνών δημιουργήθηκε άλλο πρόβλημα που έπρεπε να τακτοποιήσω»), όπως και την ομιλία. «Όσο δεν είχα δουλέψει στη ζωή μου, δούλεψα εκεί -για 12 και 13 ώρες την ημέρα, με φυσικοθεραπευτή, λογοθεραπευτή, ψυχολόγο κλπ. Με βοήθησε πολύ και ότι δεν έμενα μέσα στο κέντρο».
Σταματάει, σκέφτεται για κλάσματα και λέει «απογοητεύομαι που δεν μπορεί να βελτιωθεί περισσότερο το πόδι μου. Δεν μπορεί να ξαναγίνει όπως ήταν». Τον ρωτώ αν έχει καταλάβει τι έχει επιτύχει έως τώρα. Μου λέει «πολλά». Θα ήθελε όμως, να ήταν όπως παλιά. Του θυμίζω ότι θα μπορούσε και να μην ήταν στη ζωή. Σχολιάζει «τώρα τα μπορώ όλα, εκτός του να παίξω ξανά ποδόσφαιρο με τους φίλους μου. Αυτό έκανα ακριβώς πριν το ατύχημα».
Τα αναπάντητα ‘γιατί’ δεν έχουν εξαφανιστεί. Δεν είναι όσα ήταν. Και δεν τον ‘ενοχλούν’ όσο τακτικά το έκαναν τα πρώτα χρόνια. Επίσης, είναι γενικότερης έννοιας «γιατί ξέρω καλά -το βλέπω συνέχεια- πως δεν είμαι ο μόνος που έχω ‘βασανιστεί’. Πόνος και πρόβλημα υπάρχει παντού γύρω μας».
«Με ρωτούν πού βρήκα και πού εξακολουθώ να έχω -έξι χρόνια μετά- τη δύναμη να παλεύω. Κι εγώ ακόμα αναρωτιέμαι! Έχω καταλήξει ότι ο Θεός μου τη δίνει και ζω μόνο επειδή το θέλησε Εκείνος. Έμαθα ότι σε πέντε λεπτά μπορούν να αλλάξουν όλα. Ότι δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Επίσης, αποφάσισα να μην έχω στη ζωή μου τοξικούς ανθρώπους και να τους απομακρύνω εγώ -όχι αυτοί εμένα. Αν κάτι δεν άλλαξε είναι ότι παραμένω πολύ εγωιστής». Στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει τώρα, είναι ο καθημερινός κίνδυνος που υπάρχει, να πάθει κρίση επιληψίας «αν δεν παίρνω τα χάπια μου, στη σωστή δόση και τη σωστή ώρα. Μετά τις τελευταίες κρίσεις, διαπίστωσα πως επιδεινώνω την κατάσταση όταν νευριάζω ή στενοχωριέμαι ή νιώθω άγχος».
Νιώθει ευγνώμων στον Γιάννη, τους Δημήτρηδες, το Νίκο, τον Χρήστο και όλα τα άλλα φιλαράκια, τα οποία δεν έφυγαν ποτέ από το πλευρό του. «Έχω κι άλλους κολλητούς που ξέρω πως δεν θα παρεξηγηθούν που δεν αναφέρω τα ονόματά τους. ‘Έχασα’ μεν τα μέλη της άμεσης βιολογικής μου οικογένειας, αλλά απέκτησα όλους αυτούς τους ανθρώπους για αδέλφια. Η ζωή μου είχε ανεμελιά, όπως είχε και ατελείωτο πόνο. Δεν ήταν εύκολο να βλέπω τη μητέρα μου να μην μπορεί να συμβιβαστεί με τη ζωή της μετά το εγκεφαλικό ή να παθαίνει κρίσεις. Όπως δεν ήταν εύκολο να διαχειριστώ τις πληροφορίες που αφορούσαν τον πατέρα μου -για το γηροκομείο και μετά το θάνατο. Πίστευα πως έχω προετοιμάσει τον εαυτό μου για αυτήν τη στιγμή. Διαπίστωσα πως η απώλεια σε ξεσκίζει -και ότι δεν μπορείς να προετοιμαστείς για αυτήν. Ξέρεις τι προσπαθώ να κάνω; Να βρω ένα λόγο να συνεχίσω. Συνήθως ξεκινάω με το να κάνω κάτι για να γελάσουν αυτοί που είναι γύρω μου. Μια από τις φάρσες που έκανα στην ‘προηγούμενη ζωή’ ή να τους πω κάτι αστείο. Αυτό είναι το καλύτερο φάρμακο για εμένα».
«Σκέψου πως τον περασμένο Σεπτέμβρη, ενώ πήγαινα με το θείο μου στο Άγιο Όρος, με συνέλαβαν στη Χαλκιδική, στο εκδοτήριο των εισιτηρίων. Είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, γιατί είχα καταδικαστεί ερήμην μου, για χρωστούμενα σε εργαζομένους του ‘Αδέσμευτου Τύπου’. Με πήγαν στο τμήμα και μετά στον εισαγγελέα και με ενημέρωσαν πως ακολούθως θα πήγαινα στη φυλακή, καθώς είχα καταδικαστεί σε 46 μήνες φυλάκισης. Ο θείος μου ενημέρωσε το δικηγόρο μου και κατέθεσε έφεση. Αφέθηκα ελεύθερος, με εγγύηση. Ο πατέρας μου, μου άφησε πολλά χρέη και πολλές δίκες, με τις οποίες θα τραβιέμαι για το υπόλοιπο της ζωής μου. Κάθε μέρα είναι μια περιπέτεια -όχι για εμένα, για πολλούς. Και προφανώς δεν τολμώ να σκεφτώ πώς θα ήθελα να είναι η ζωή μου σε 10 χρόνια. Το πάω μέρα με τη μέρα. Στο ιδεατό σενάριο, είμαι παντρεμένος και πατέρας τουλάχιστον δυο παιδιών, ενώ στην εικόνα υπάρχει πάντα και τουλάχιστον ένας σκύλος». Δικαίωμα στο όνειρο έχουμε όλοι. Και δη αυτοί που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ονειρεύονται, ώστε να βρίσκουν τη δύναμη και να συνεχίζουν να προσπαθούν.