Η Γλυφάδα των 80s γίνεται μιούζικαλ
Το μυθιστόρημα ‘Ο τελευταίος Κύκνος' του Στέφανου Δάνδολου, που εκτυλίσσεται στη Γλυφάδα της δεκαετίας του ’80, ανεβαίνει προσεχώς στο σανίδι. Αφορμή για να μιλήσουμε με έναν από τους πιο αγαπημένους (από κριτικούς και κοινό) συγγραφείς της γενιάς του.
- 17/11/2013
- Κείμενο: NouPou.gr
Είναι 6,30 η ώρα το πρωί και σε ένα κομψά διακοσμημένο διαμέρισμα στη Γλυφάδα o ήχος του πληκτρολογίου είναι το μοναδικό πράγμα που διαταράσσει την απόλυτη σιωπή. Γύρω του βρίσκεται μια αχνιστή κούπα νεσκαφέ και διάσπαρτα χαρτιά και μολύβια, ενώ μπροστά του κάθεται ένας γοητευτικός 40άρης ψαρομάλλης που ξεκινάει την καθημερινή του τελετουργία η οποία περιλαμβάνει γράψιμο ως το μεσημέρι από Δευτέρα ως Παρασκευή. Βλέπεις ο γιος του δημοσίου υπαλλήλου, που άρχισε όταν ήταν επτά ετών να γράφει διηγήματα στα κενά των μπλοκ ζωγραφικής που του αγόραζε η μητέρα του (‘από τότε ήξερα ότι θα γίνω συγγραφέας’), δεν περιμένει την έμπνευση. Αντιθέτως την κυνηγά.
‘Το έχω σύστημα να δουλεύω κάθε μέρα, πέντε φορές την εβδομάδα. Και πάντα το πρωί που το μυαλό είναι πολύ πιο καθαρό. Είμαι ευχαριστημένος όταν καταλήξω το μεσημέρι να έχω γράψει 400 ‘καλές’ λέξεις. Δεν πιστεύω στην λογική ‘γράφω όποτε μου έρθει’. Γιατί δεν σου έρχεται η έμπνευση, εσύ πρέπει να πας σε αυτή μέσα από σκληρή δουλειά’
Ίσως αυτή η ενεργητική ‘καταδίωξη’ της έμπνευσης να είναι κατάλοιπο της καρδιάς του πρωταθλητή που κρύβει μέσα του, καθώς στα 16 του -και μετά από ατέλειωτες ώρες προπονήσεων στην πισίνα- βρέθηκε να στέφεται πρωταθλητής Ελλάδος στο πόλο με την ομάδα της Γλυφάδας (σ.σ. έπαιζε τερματοφύλακας). Μια διάκριση που έλαβε άλλες δυο φορές μέχρι τα 23 του όταν και αναγκάστηκε να σταματήσει ένεκα της δημοσιογραφικής του καριέρας που εκείνη την εποχή απογειωνόταν.
Συγκεκριμένα από το ελεύθερο ρεπορτάζ του Ελεύθερου Τύπου στα 18 του βρέθηκε διαδοχικά αρχισυντάκτης του αθλητικού στον Αδέσμευτο Τύπο και στη συνέχεια διευθυντής στη Βραδινή έως και το 2004, ενώ ακόμη και σήμερα αρθρογραφεί σταθερά και επιλεκτικά (σ.σ. ‘Πρώτη μου αγάπη και παντοτινή παραμένει η δημοσιογραφία, αν και δεν αναπολώ τα χρόνια που ήμουν πιο μάχιμος’).
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Στέφανος αρνείται πεισματικά να κάνει οτιδήποτε στο πόδι.
‘Με ενοχλεί να βλέπω βιβλία γραμμένα στο πόδι. Και βλέπω πολλά τέτοια. Εγώ θέλω κάθε βιβλίο να έχει δουλειά πίσω του. Για αυτό και μου παίρνει τόσο χρόνο για να γράψω κάτι. Για την Χορεύτρια του Διαβόλου π.χ., που πραγματεύεται την ιστορία της Ευρώπης το πρώτο μισό του 20ου αιώνα μέσα από τον έρωτα μια χορεύτριας του Moulin Rouge με ένα διπλωμάτη, η έρευνα μόνο μου πήρε σχεδόν ένα χρόνο. Δεν μπορώ τους συγγραφείς που εκδίδουν ένα βιβλίο το χρόνο. Ασχέτως αν οικονομικά είναι κάτι που κάθε συγγραφέας έχει ανάγκη. Ειδικά στην Ελλάδα όπου, εκτός από 1-2 γυναίκες που πουλάνε 250.000 αντίτυπα, ο μόνος τρόπος για να ζήσεις άνετα γράφοντας βιβλία είναι να γίνει ένα από αυτά τηλεοπτική σειρά, κινηματογραφική ταινία ή να πουληθεί στο εξωτερικό’
Νομίζω πάντως ότι ούτε ο ίδιος δεν το περίμενε όταν το 1996 καθόταν, από τις 11 το βράδυ που έκλεινε η ύλη της εφημερίδας έως τις τρεις τα ξημερώματα που αυτή τυπωνόταν (και άρα μπορούσε να πάει στο σπίτι του), και έγραφε το πρώτο του βιβλίο, το ‘Υπνοβάτες του Σεπτέμβρη’, ότι 12 χρόνια μετά θα βραβευόταν -παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας- με το βραβείο Μπότση για το συγγραφικό του έργο.
‘Δεν το έχω πει ξανά, αλλά το πρώτο μυθιστόρημα που ξεκίνησα να γράφω εκείνη την εποχή ήταν για ένα έγκλημα πάθους μεταξύ λεπρών στη Σπιναλόγκα. Ήταν τόσο μακάβριο που δεν μπορούσα να το συνεχίσω. Για την ακρίβεια η μόνη στην οποία το είχα πει ήταν η ίδια η Βικτόρια Χίσλοπ όταν γνωριστήκαμε’
Πλέον η γραφή του, όπως λέει και ο ίδιος, είναι εντελώς διαφορετική και έχει στόχο να ταξιδέψει το αναγνώστη μέσα από ωραίες ιστορίες. Ενώ, όπως έχω διαπιστώσει από την δική μου εμπειρία, αποτελεί και μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να μάθεις και λίγη ιστορία χωρίς να αισθάνεσαι ότι μαθαίνεις. Διαβάζοντας το ‘Νέρων-Εγώ, ένας θεός’, το ‘Η Χορεύτρια του διαβόλου’ ή το νέο βιβλίο που ετοιμάζει με θέμα την Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αν και εκείνο το βιβλίο του που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά κάθε 40άρη (και ειδικότερα κάθε 40άρη που μεγάλωσε στα νότια προάστια) είναι το ‘Ο τελευταίος κύκνος’ του 2009 το οποίο διαδραματίζεται στην ίδια Γλυφάδα που γνώρισε εκείνος μεγαλώνοντας. Αυτό που προσεχώς γίνεται μιούζικαλ σε στίχους του Βαγγέλη Κωνσταντινίδη (γνωστού από τις συνεργασίες του με Ρουβά, Παπαρίζου, Βανδή) και μουσική του Αντώνη Σκόκου.
‘Δεν θα έλεγα ότι είναι αυτοβιογραφικό όσον αφορά την ιστορία, αλλά ως προς τον καμβά της εποχής. Ανέκαθεν ήθελα, επειδή είμαι γενικά νοσταλγικός όσον αφορά την εφηβεία μου, να γράψω για εκείνη την εποχή. Επειδή όμως δεν είμαι αυτοβιογραφούμενος, ήθελα να βρω μια ωραία ιστορία. Οπότε εστίασα στο σχολείο μου, το 1ο λύκειο Γλυφάδας, που το περιέγραψα όπως ήταν (αλλάζοντας ονόματα καθηγητών και μαθητών), ενσωματώνοντας την ιστορία για την αυτοκτονία ενός μαθητή εξαιτίας ενός ερωτικού ειδυλλίου και του μυστηρίου γύρω από αυτή που λύνεται μετά από κάποια reunion. Είναι ένα βιβλίο που το αγαπώ επειδή κατάθεσα το κομμάτι της ψυχής μου που έχει μείνει για πάντα στο παρελθόν. Γιατί αισθάνομαι πιτσιρικάς μέσα μου’
Αυτό ακριβώς, τον πιτσιρικά μέσα σας, θα βγάλει στο προσκήνιο και σε εσάς όταν το διαβάσετε. Ειδικά στα σημεία που κάνει αναφορά στις μουσικές, τις ταινίες και τα μαγαζιά του τότε (Queen, Royal, Blanos Bowling, Plaza). Μια Γλυφάδα που τώρα δεν υπάρχει πια. Εκτός από συγκεκριμένα σημεία που χρειάζεται να ξέρεις για να τα ανακαλύψεις.
‘’Μυρωδιά’ από παλιά Γλυφάδα μπορεί να πάρει κάποιος κάνοντας τη διαδρομή με το τραμ, σταματώντας στον Όμιλο της Γλυφάδας και κάνοντας βόλτες στη μαρίνα κάτω από το παλιό δημαρχείο όπου γινόταν πάντα η παρέλαση. Κάνοντας βόλτα στη Μεταξά και βλέποντας τα παλιά μαγαζιά που έχουν απομείνει, όπως το κομμωτήριο Πλαστήρας. Ή πηγαίνοντας π.χ. για φαγητό στη μπιφτεκούπολη και ειδικότερα στα μαγαζιά που έχουν μείνει από τότε όπως ο Τάκης’
Όσον αφορά τη μεγαλύτερη διαφορά του τότε με το τώρα, ο Στέφανος επισημαίνει πως ‘Είναι μεγάλη γιατί η Γλυφάδα τώρα στο μυαλό των περισσοτέρων είναι κάτι το κοσμοπολίτικο (για την ακρίβεια βλαχο-κοσμοπολίτικο). Ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια πόλη που διέθετε αυτό το φοβερό μείγμα αύρας από τη θάλασσα και βουνού από τον Υμηττό. Μια πόλη με φοβερές αθλητικές εγκαταστάσεις, τρομερές αλάνες και μια άπλα που θύμιζε αμερικάνικα προάστια. Μια πόλη που δεν είχε μόνο πλούτο και χλιδή, άσχετα αν οι περισσότεροι την ήξεραν από τα Αστέρια ή την ψαροταβέρνα του Αντωνόπουλου. Δυστυχώς αυτό πλέον έχει επισκιαστεί από την faux κοσμοπολίτικη αύρα που της έχουν δώσει διάφοροι επώνυμοι που βλέπεις να φωτογραφίζονται στα μαγαζιά της και στους δρόμους της σε εβδομαδιαία περιοδικά. Αυτοί δεν είναι για μένα η Γλυφάδα’.
Η δική του Γλυφάδα είναι εκείνη του υπόγειου μπιλιαρδάδικου Number One και των αμερικάνικων bar που ήταν γεμάτα από κόσμο από την βάση (‘Θυμάμαι μια φορά κατέβαινα το δρόμο και πετάχτηκε μπροστά μου ένα μαχαίρι από το ένα μαγαζί με στόχο το απέναντι. Όπως βλέπεις στις ταινίες’). Εκείνη που ακόμη ενίοτε αναζητά στα ανεξερεύνητα στενά της όπου του αρέσει, όποτε έχει χρόνο, να βολτάρει με το αυτοκίνητό του.
Μακάρι να τον πείσουμε να γράψει κάποτε ξανά κάτι για αυτή. Ή, για την ακρίβεια, να πείσουμε τον έφηβο που κάποτε προσπαθούσε κάθε Κυριακή να αντιγράψει το top 40 πρόγραμμα της αμερικάνικης βάσης πατώντας το rec και το sto στο -φορτωμένο με μια 60άρα κασέτα TDK- κασσετοφωνάκι του.