Η ασυνήθιστη περίπτωση του Νίκου Πορτοκάλογλου
Ο Νίκος Πορτοκάλογλου μιλάει αποκλειστικά στο Nou-Pou για μουσική, μπάλα και φυσικά... τη Νέα Σμύρνη.
- 15/06/2018
- Κείμενο: Πάνος Κοκκίνης
H πρώτη ανάμνηση που ‘χει από τη Νέα Σμύρνη είναι “από το πρώτο μας σπίτι στην πόλη, όταν είχαμε έλθει από τον Βόλο, όταν ήμουν μωρό, 2-3 χρόνων. Ήταν στην Αγίου Πολυκάρπου. Η πρώτη εικόνα που μου έρχεται είναι από Πάσχα. Ο κόσμος ετοιμάζεται να πάει για Ανάσταση στην Αγία Φωτεινή και ο -τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος- αδελφός μου είναι μαζί μου στη βεράντα του σπιτιού, που είναι απέναντι από την εκκλησία. Έχουμε μαζί μας ποτηράκια, στα οποία έχουμε βάλει βαρελότα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι ήταν. Έτσι λειτουργούσαν. Έπρεπε να είναι μέσα σε δοχείο το πυροτέχνημα, για να πεταχτεί. Η άλλη ανάμνηση είναι να παίζουμε μπάλα με τους φίλους και τις βόλτες στη γειτονιά, που ήταν παραμυθένια. Μιλώ για τη δεκαετία του ’60”.
“Η γιαγιά μου ένιωθε πολύ άνετα στη Νέα Σμύρνη”
Το ’60 δεν υπήρχε ίχνος πολυκατοικίας στη Νέα Σμύρνη. “Δεν υπήρχε μια, ούτε για δείγμα. Ήταν μονοκατοικίες, διώροφα, με κήπους, με δέντρα. Τη θυμάμαι σαν παραδεισένια γειτονιά. Οι γονείς μου, παρ’ όλο που είχαν μεγαλώσει στο Βόλο, δεν πιστεύω πως επέλεξαν τυχαία τη Νέα Σμύρνη, όταν ήλθαμε στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν γεννημένος στη Σμύρνη και η γιαγιά μου, βέβαια. Έκαναν μια διαδρομή Σμύρνη-Βόλος-Νέα Σμύρνη, μέσα σε πολλά χρόνια, σε κάποιες δεκαετίες. Θυμάμαι τη γιαγιά να νιώθει πολύ άνετα στη Νέα Σμύρνη, γιατί συναντούσε πολλές γυναίκες της γενιάς της, που ήταν πρόσφυγες. Θυμάμαι να λένε και ιστορίες. ‘Από πού είσαι, πού έμενες;’ και τα λοιπά. Θυμάται και τις ιστορίες της γιαγιάς του για τη Σμύρνη, το σπίτι τους, το πώς ζούσαν εκεί, Ιστορίες που δυστυχώς δεν θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια πια. Θα ήθελα να μπορώ να της ξαναζητήσω να μου πει ιστορίες”.
“Πάντα υπάρχει μαγεία στην πόλη μας”
Ιστορίες που έκαναν τη μαγεία μεγαλύτερη. “Πιστεύω πως πάντα υπάρχει μαγεία στην πόλη μας. Δεν είναι μόνο το κάποτε. Δεν είμαι από εκείνους που νοσταλγούν εποχές που συνήθως εξιδανικεύουμε και ξεχνάμε όλα τα κακά. Για παράδειγμα, ακούω πολλούς να νοσταλγούν τη δεκαετία του ’60, να λένε ‘τι όμορφα που ήταν τότε και πόσο ανθρώπινα ζούσαμε όλοι’. Μα τότε ήταν και η Χούντα. Ή ότι η μισή Ελλάδα ήταν στις εξορίες. Συνήθως τα εξωραΐζουμε και τα ωραιοποιούμε, τα περασμένα. Δεν μου αρέσει αυτό. Εν τούτοις, θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια σαν πολύ χαρούμενα και ευτυχισμένα χρόνια”.
Η γιαγιά Σοφία, η μητέρα του πατέρα του, ήταν μια γυναίκα που τραγουδούσε. Ήταν με γαλλικά και πιάνο. Υπήρχε δηλαδή, στο σπίτι μια καλλιτεχνική αναζήτηση. Κομπιάζω και του λέω ‘υπήρχε μια καλλιέργεια’, λέξη που δίστασα να χρησιμοποιήσω γιατί τη σήμερον ημέρα παρεξηγείται. Σαν το ‘ποιοτικό’. “Γιατί δεν τη λες; Είναι πολύ ωραία λέξη” σχολιάζει και συνεχίζω απτόητη. Στο σπιτικό του λοιπόν, η καλλιέργεια ήταν πραγματικότητα. “Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που -πώς να το πω- μεσοαστική. Ή καλύτερα μέση οικογένεια. Ο πατέρας μου δούλευε σκληρά, οι οικονομικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες, αλλά δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα. Επίσης, υπήρχαν στο σπίτι βιβλία και δίσκοι. Δηλαδή, οι γονείς μου ήταν άνθρωποι που αγαπούσαν τη λογοτεχνία, διάβαζαν, άκουγαν μουσική. Αυτό το εκτίμησα αργότερα”.
“Όπως είχα ανάγκη να φάω, να πιω νερό, έτσι είχα και την ανάγκη και να παίξω κιθάρα”
Δεν υπήρχε ‘πρέπει να διαβάσεις’ ή ‘πρέπει να ακούσεις μουσική’. “Δεν υπήρχε καταναγκασμός. Θυμάμαι ας πούμε, τον πατέρα μου να ‘χει όλα τα βιβλία του Καζαντζάκη. Ήταν μεγάλος θαυμαστής του. Θυμάμαι πως το πρώτο βιβλίο που άνοιξα, στα 15, το βιβλίο που διάβασα μόνος -εξωσχολικό και πέρα από παιδικά- ήταν το “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”. Πήρα δηλαδή, τις βάσεις από τη βιβλιοθήκη και τη δισκοθήκη του πατέρα μου”. Η δισκοθήκη είχε Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Μούσχουρη και πολλά σμυρναίικα. Πώς διαχειρίστηκε όλα αυτά τα δεδομένα; Πότε ανακάλυψε πώς εκφράζεται η ψυχή του από μουσική, από βιβλία. “Ήταν το καταφύγιο μου από ένα σχολείο που ήταν πολύ αυταρχικό και καταπιεστικό, στα χρόνια της Χούντας. Ειδικά το γυμνάσιο και το λύκειο. Μέσα από όλα αυτά ανακάλυπτα το δικό μου μυστικό κόσμο. Δηλαδή, τον εαυτό μου. Όταν άρχισα να μαθαίνω και κιθάρα, εκεί πια ανακάλυψα πως μπορώ μέσα από τα τραγούδια και τη μουσική να εκφράσω το πιο εσωτερικό κομμάτι του εαυτού μου. Αυτό που δεν μπορούσα να μοιραστώ εύκολα, με τους άλλους”.
Η αλήθεια είναι πως πολλοί θα θέλαμε να βγάζουμε τη ψυχή μας στο χαρτί και να λυτρωνόμαστε, αλλά αυτό μάλλον είναι χάρισμα. Που ‘χει ο Νίκος. “Δεν το σκεφτόμουν αυτό. Μόνο το πότε θα ξαναπιάσω την κιθάρα να μάθω κάποιο καινούργιο ακόρντο, ώστε να παίξω το τραγούδι που μου άρεσε. Μου ήταν σαν κάτι πολύ φυσικό. Σαν μια φυσική ανάγκη. Όπως είχα ανάγκη να φάω, να πιω νερό, έτσι είχα και την ανάγκη και να παίξω κιθάρα. Πέρασαν κάποια χρόνια, μέχρι να πει κάποιος φίλος “α, παίζεις καλά. Για παίξε αυτό το παιχνίδι”.
“Όπως παίζαμε μπάλα, κυνηγητό ή στακαμάν, έτσι παίζαμε και μουσική”
Ένα σημαντικό ρόλο, για τη συνέχιση της ιστορίας έπαιξε το γεγονός ότι οι παιδικοί και εφηβικοί του φίλοι, τα παιδιά με τα οποία έκανε παρέα στη γειτονιά, είχαν τις ίδιες ανησυχίες με εκείνον. “Μιλώ για την εποχή που μετακομίσαμε στην Ατταλείας, κοντά στην πλατεία. Από όταν πήγα Γ’ Δημοτικού, αυτή ήταν η γειτονιά μου. Η Ατταλείας, η Ικονίου και η Αγίας Σοφίας. Ανακαλύπτοντας λοιπόν, τη μουσική, το μοιράστηκα με τους κολλητούς μου. Και αυτοί είχαν τέτοιες ανησυχίες”. Ήταν ο Γιώργος Φιλιππάκης “ο οποίος αργότερα έφτιαξε, μαζί με άλλους φίλους, τους “Χάνομαι γιατί ρεμβάζω” και ο Νίκος Κούτσικας “που τώρα είναι στη Γαλλία, τηλεοπτικός παραγωγός, μοιραζόμασταν την κοινή αγάπη για τη μουσική. Παίζαμε όλοι κιθάρα, προσπαθούσαμε να μάθουμε τα τραγούδια που μας άρεσαν, φτιάχναμε δικά μας τραγούδια, δικές μας μουσικές. Όπως παίζαμε μπάλα, κυνηγητό ή στακαμάν, έτσι παίζαμε και μουσική”.
Είχε πάει και στο Εθνικό Ωδείο Νέας Σμύρνης. Αλλά δεν έμεινε για πολύ. Δεν του άρεσε η τυποποίηση της γνώσης. “Το ένα ήταν αυτό. Με απώθησε και ο τρόπος διδασκαλίας, όπως και ότι έπρεπε να μάθω να παίζω κλασική μουσική. Το βαριόμουν, σε εκείνη την ηλικία. Δεν ήταν το πάθος μου. Το πάθος μου ήταν τα τραγούδια. Οπότε ήθελα, δεν ήθελα ακολούθησα το δρόμο του αυτοδίδακτου”.
“Από την αποτυχία μου, έφτιαχνα δικά μου τραγούδια”
Η πρώτη δική του σύνθεση ήλθε… από λάθος εκτέλεση ενός τραγουδιού που του άρεσε. “Πολλές φορές, όπως προσπαθούσα να παίξω ένα τραγούδι που μου άρεσε, δεν μου “έβγαινε” και το παραποιούσα. Όπως το άλλαζα, έβγαινε ένα δικό μου τραγούδι. Πολλές φορές δηλαδή, από την αποτυχία μου, έφτιαχνα κάτι δικό μου”.
Η πρώτη φορά που ένιωσε την ανάγκη να το επικοινωνήσει όλο αυτό ήταν “προς το τέλος του σχολείου. Όσο πλησιάζαμε στην αποφοίτηση, το πράγμα σοβάρευε. Είχαμε αγοράσει ένα κασετόφωνο, μετά αρχίσαμε να ηχογραφούμε, έπειτα αποκτήσαμε κάποια τραγούδια που ήταν πιο της προκοπής, πιο ολοκληρωμένα και σιγά σιγά αυτή η παρέα διευρύνθηκε. Μπήκαν μέσα και παιδιά που είχαν καλλιτεχνικές ανησυχίες, σε άλλους τομείς. Δηλαδή, κάποιος ήταν σε δραματική σχολή, άλλος ζωγράφιζε, άλλος είχε τρέλα με τη σκηνοθεσία ή με τη φωτογραφία. Οπότε το πρώτο “άνοιγμα” μας ήταν μια μουσικοθεατρική παράσταση που παρουσιάσαμε, σε έναν πολιτιστικό σύλλογο, εκεί στη γειτονιά. Ήταν ένα κείμενο που το πρωτοδουλέψαμε μαζί με τον Χάρη Καβαλιερράτο, ήταν δική του ιδέα -και εκείνος έφτιαξε τους “Χάνομαι γιατί ρεμβάζω”. Γράψαμε τραγούδια για την παράσταση, κάποιος ανέλαβε να τη σκηνοθετήσει, οι 3-4 από εμάς έπαιξαν σαν ηθοποιοί, οι υπόλοιποι παίξαμε σαν μουσικοί, κάποιος ανέλαβε τους φωτισμούς κλπ. Αυτή ήταν η πρώτη μας παράσταση: σε ένα ισόγειο πολυκατοικίας, στην Αγία Σοφία. Περνώ ακόμα καμιά φορά και το βλέπω”.
Θυμάται πως στο τέλος της παράστασης, τα 15 μέλη που ασχολήθηκαν ενεργά με αυτή, αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν. Παρεμπιπτόντως, οι θεατές ήταν 50. Που χειροκρότησαν. “Είχαμε “βγάλει” ένα αποτέλεσμα, μια παράσταση, συνθέτοντας ό,τι αγαπούσε ο καθένας”.
Από αυτήν την παράσταση βγήκε το όνομα ΦΑΤΜΕ.
“Το θέμα του έργου ήταν η αναμονή μιας παρέας, για να υποδεχθεί μια παραμυθένια, πολλή όμορφη κοπέλα, που την έλεγαν ΦΑΤΜΕ. Η οποία δεν ήλθε ποτέ, τελικά, αλλά εμείς μείναμε με τα τραγούδια”. Στην παρέα αυτή, των 15 ατόμων, ήταν ο Ορφέας Περίδης (“ήταν γείτονας, από την Καλλιθέα”) και ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (“ο συγγραφέας, ο οποίος ερχόταν από το Περιστέρι. Ήταν φίλοι από τις διακοπές, με τον Οδυσσέα -Τσάκαλο, ντράμερ των ΦΑΤΜΕ- που του είχε πει πως κάτι “μαγειρεύουμε” στη Νέα Σμύρνη και ήθελε να μετέχει”)
Το όνομα αυτό, όταν φτιάχτηκε πια το συγκρότημα, ήταν “το πρώτο που μου ήλθε. Μυστηριώδεις ξένοι, ας πούμε, μάλλον κάπου από την Ανατολή”. Άρα η Ανατολή ήταν και παραμένει πάντα μέσα του. Χωρίς όμως, να ‘τσακώνεται’ με τη Δύση. Υπάρχουν ταυτόχρονα. Δεν ένιωσε ποτέ πως έπρεπε να διαλέξει.
Με την παρέα του δημιουργούσαν μαζί, γελούσαν μαζί, μοιράζονταν κάθε μικρή λεπτομέρεια της ζωής τους. Όλες τις ανησυχίες που μπορεί να έχει ένα παιδί, ένα έφηβος και ένας άνδρας που μπαίνει στην ενηλικίωση. Ποια ήταν τα στέκια τους; “Ήταν η προ-μπαρ εποχή της Νέας Σμύρνης. Δεν υπήρχαν ακόμα μπαράκια. Όταν ήμασταν 18-20 χρόνων, αυτό που υπήρχε ήταν καφετέριες. Ο Άδωνις, ο Γαλαξίας, ο Γιώργος, το Sunrise. Οι αναμνήσεις μου από την πλατεία είναι κυρίως καλοκαιρινές. Δηλαδή, θυμάμαι ατελείωτα βράδια να αράζουμε στο Γιώργο ή στο Sunrise. O Άδωνις ήταν το στέκι του αδελφού μου και της δικής του παρέας… και τα είχαμε χωρίσει τα στέκια μας. Η δική μου παρέα πήγαινε στην απέναντι πλευρά. Στο Sunrise και το Γιώργο. Εκεί τρώγαμε παγωτά, πίναμε κανα ποτό και περνούσαμε ατελείωτες ώρες, σε αναλύσεις του τελευταίου δίσκου των Pink Floyd ή μιλώντας για πολιτική ή μιλώντας για κορίτσια ή απλά λέγοντας βλακείες και γελώντας”.
Το ντεμπούτο στο “Αχ Μαρία”
Χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρόνια, για να γίνει το πάθος, επάγγελμα. Δηλαδή, ο τρόπος για να ζει. “Yπήρξαν και άλλες τέτοιες παραστάσεις, σε συλλόγους. Και στο Παλαιό Φάληρο και στη Νέα Σμύρνη. Μεταξύ αυτών παρουσιάσαμε και κάποια παραμύθια, με μουσικές δικές μας. Ήταν παραστάσεις. Δηλαδή, δοκιμάζαμε τους εαυτούς μας και σαν ηθοποιούς. Μέχρι που κατασταλάξαμε στο μουσικό κομμάτι και φτιάξαμε τους ΦΑΤΜΕ. Κάναμε κάποιες παραστάσεις, σε έναν πολιτιστικό σύλλογο, μεγαλύτερο, στην πλατεία Ντάβαρη. Μετά, όταν καταλήξαμε στο τετραμελές σχήμα ΦΑΤΜΕ, εγκαταλείψαμε το θεατρικό κομμάτι και ασχοληθήκαμε μόνο με τη μουσική. Είχα γράψει τα πρώτα μου τραγούδια, το “Πίσω από τις γρίλιες” και το “Βάλε μπροστά”. Η πρώτη αθηναϊκή εμφάνιση, ήταν στο “Αχ Μαρία”, στα Εξάρχεια”. Μια σκηνή που ήταν… υπεύθυνη για πολλά. “Ναι, ήταν η εποχή της δόξας του “Αχ Μαρία”. Έπαιζε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Ζουγανέλης, η Γιαννάτου, ο Σάκης Mπουλάς. Την ημέρα του ρεπό, τη Δευτέρα, το έδιναν σε νέα συγκροτήματα. Εκεί κάναμε το ντεμπούτο μας. Μετά ακολούθησε η Πλάκα, το Κύτταρο, το Ροντέο και πάει λέγοντας”.
“Πάντα είχα τις αμφιβολίες μου, ακόμα παλεύω με αυτές”
Σε παλαιότερη συνέντευξη είχε πει πως οι πρώτες απόπειρες των ΦΑΤΜΕ να βρουν δισκογραφική εταιρία, είχαν πέσει στο κενό. Αλλά φυσικά και δεν πτοήθηκαν. “Ε, ναι”. Ποιες ήταν οι κινητήριες δυνάμεις; Το “θα τα καταφέρω;”. “Σίγουρα ήταν το πάθος, το πείσμα, η επιμονή, η ικανότητα να πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι. Η πίστη σε αυτό που κάνεις, με όλες τις αμφιβολίες που σε τυραννούν βέβαια. Γιατί η πίστη δεν σημαίνει καμια κτηνώδη αυτοπεποίθηση. Πάντα είχα τις αμφιβολίες μου και δεν μετάνιωσα για αυτό. Ακόμα συνεχίζω να παλεύω με τις αμφιβολίες μου”. Η βεβαιότητα είναι ανασταλτικός παράγοντας; “Νομίζω πως η βεβαιότητα για έναν δημιουργικό άνθρωπο είναι το τέλος του δρόμου. Αν την πατήσεις και νιώσεις σίγουρος για τον εαυτό σου και τη δουλειά σου, νομίζω ότι τελειώνεις”.
“Για εμένα ήταν πάντα τροφή η τέχνη. Δεν πάω για ύπνο αν δεν ξέρω πως με περιμένει ένα ωραίο βιβλίο, δίπλα στο κομοδίνο”
Μέσα στη διαδρομή άλλαζε και το status της ζωής του, υπό την έννοια ότι ήταν έφηβος, έγινε ενήλικας, μετά σύζυγος, πατέρας. Το να μπορεί να βρίσκει πάντα καταφύγιο στη μουσική ήταν η λύτρωση; “Δεν ήταν μόνο καταφύγιο. Ήταν η πηγή, η παρηγοριά, η εμψύχωση. Όχι μόνο η μουσική. Η τέχνη γενικότερα. Εντάξει, η μουσική είναι η τέχνη μου, αλλά πάντα ήταν για μένα “τροφή” η τέχνη. Πάντα είχα μεγάλη αγάπη για τη ζωγραφική, για τη λογοτεχνία και το σινεμά. Εξακολουθούν να με τροφοδοτούν όλα αυτά. Είναι μεγάλο κομμάτι της ζωής μου. Δηλαδή, δεν πάω για ύπνο αν δεν ξέρω πως με περιμένει ένα ωραίο βιβλίο, δίπλα στο κομοδίνο”.
Βλέπει νεαρούς να καταφεύγουν στο πιο εύκολο, δεδομένων των όσων συμβαίνουν με την έκρηξη της τεχνολογίας, τα social media κλπ; “Πάντα υπήρχε το πιο εύκολο. Δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Το ότι δεν υπήρχαν social media δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν κάκιστα τραγούδια. Σε όλες τις εποχές. Ή ότι δεν υπήρχαν άνθρωποι που μπήκαν στη δουλειά αυτή, περισσότερο για να κάνουν δημόσιες σχέσεις, παρά επειδή αγαπούσαν τη μουσική. Αυτό απλώς, παίρνει άλλες μορφές, ανάλογα με την εποχή. Και τώρα αυτό που λέω στα νέα παιδιά, όταν βλέπω πως υπάρχει ταλέντο και ικανότητα, είναι ‘παλέψτε το, μην τα παρατάτε, θα συναντήσετε πολλές δυσκολίες, αλλά όλα αυτά είναι τεστ’. Τεστ για να φανεί πόσο το θες, πόσο το πιστεύεις”.
“Όλη αυτή η εμπειρία είναι μια πλούσια εμπειρία, για εμένα”
“Με πηγαίνει πίσω στην εφηβεία, στα πρώτα μου βήματα, όταν πρωτοερωτεύτηκα τη μουσική και το τραγούδι. Παίρνω από τα παιδιά ενθουσιασμό, ενέργεια, χαμόγελο, φρεσκάδα. Αυτά παίρνουν από εμένα ό,τι χρειάζεται το καθένα. Ό,τι κρίνει το καθένα πως έχει ανάγκη. Αυτό που βλέπω πάντως, μετά τις συναυλίες είναι ένας μεγάλος ενθουσιασμός. Είναι περιοδεία πολύ φορτισμένη από συγκίνηση. Η συνάντηση των διαφορετικών γενιών είναι κάτι μαγικό. Έχω συναντήσει μεγάλο ενθουσιασμό και μεγάλη ευγνωμοσύνη και το ίδιο ανταπέδωσα.
“Δεν ήξερα πόσο θα διαρκέσει αυτό το ταξίδι. Έλεγα “όσο πάει”. Και δόξα τω Θεώ, ακόμα “πάει”
Να υποθέσω πως όταν ξεκινούσε δεν είχε καν φανταστεί πόσο γεμάτη θα είναι η διαδρομή και η ψυχή μέχρι σήμερα. “Με τίποτα! Πώς να το φανταστώ; Κατ’ αρχάς δεν ήξερα πόσο μπορεί να διαρκέσει αυτό το ταξίδι. Το μόνο που γνώριζα, όταν ξεκινούσα, ήταν ότι θα ήθελα να ζήσω μια ζωή μέσα στη μουσική. Και να μη χρειαστεί να κάνω τίποτα άλλο στη ζωή μου, πέραν της μουσικής. Αυτή ήταν η ευχή μου. Είχα μια επίγνωση πως είναι απρόβλεπτη, σκληρή δουλειά και εντελώς αβέβαιη. Κανείς δεν σε διαβεβαιώνει ότι θα ‘χεις δουλειά και μεθαύριο. Δεν ήξερα, λοιπόν πόσο θα διαρκέσει αυτό το ταξίδι. Έλεγα “όσο και αν κρατήσει, δεν με νοιάζει, γιατί εγώ αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Και όσο πάει. Και ό,τι βγει”. Και ακόμα πάει. “Δόξα τω Θεώ, ακόμα πάει και η όρεξη μου, η δημιουργική μου “φλόγα” είναι ακόμα αναμμένη”.
Βρες τον on line: fb