Ο Λευτέρης Πανταζής θέλει να ζήσει άλλα 100 χρόνια
Ο απόλυτος σταρ, Λευτέρης Πανταζής, ξεδιπλώνει την ιστορία της ζωής του στο Nou-Pou μέσω των πιο αγαπημένων αντικειμένων που έχει στο σπίτι του.
- 21/06/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
Ο,τι κινείται ζει. Όποιος γυρίζει, μυρίζει. Και όποιος δεν έχει δουλειά, δημιουργεί. Αυτός είναι εν ολίγοις, ο Λευτέρης Πανταζής. Αλλά πίστεψε με. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να θες να τον γνωρίσεις κάπως καλύτερα. Μας “ξενάγησε” στη ζωή του, μέσω αντικειμένων που έχει στο σπίτι του στη Βουλιαγμένη και έχουν προσδιορίσει αυτό που είναι σήμερα. Μάλλον, αυτό που ήταν πάντα: ένας άνθρωπος που είχε την τύχη να ανακαλύψει το χάρισμα του, να το τιμήσει, να κερδίσει πολλά από αυτό, χωρίς να “χαθεί” ή να εφησυχάσει ή να θεωρήσει κάτι ως δεδομένο.
“Δεν φοβάμαι τη ζωή, περνώ ωραία. Αν με ρωτάς τι θα ήθελα, θα σου πω ένα χάπι να ζήσω άλλα 100 χρόνια. Τι θα τα κάνω; Θέλω να δώσω τα φώτα μου στα νέα παιδιά, αυτά που με γουστάρουν, στο αύριο της Ελλάδας, σε αυτό που έρχεται. Μόνο αυτό με ενδιαφέρει”.
Μια ημέρα πριν συναντηθούμε, του έκαναν πρόταση να μιλά, δυο φορές την εβδομάδα, σε μαθητές σχολής. “Σκέφτηκα πως είναι κάτι που θα μου δώσει μεγάλη χαρά. Με ρώτησαν πόσα χρήματα θέλω. Ειλικρινά στο λέω πως θα το έκανα και τζάμπα, γιατί μου αρέσει να μιλώ στα παιδιά, να βοηθώ”. Του αρέσει να κάνει ό,τι έκαναν κάποιοι για εκείνον. Αυτός είναι, στο μυαλό του, ο κύκλος της ζωής. Δεν υπήρξε ποτέ “μονοφαγάς”, γιατί δεν έμαθε έτσι. Διάβασε και δες τι εννοώ.
Το πρώτο πράγμα που έδειξε ήταν μια φωτογραφία της οικογένειας τους. Της πρώτης. Αυτής της οποίας έγινε προστάτης, στα 18 του. Ήταν τότε που “έχασε” τον πατέρα του, Κωνσταντίνο. Τη μητέρα του (“την Όλγα μου”), αυτή που τον έφερε στον κόσμο, δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει. Πέθανε όταν εκείνος ήταν ενός. Η -μεγαλύτερη του- αδερφή Ισαβέλα και εκείνος έμειναν ορφανά και για να μπορέσει να τους μεγαλώσει ο πατέρας του, ξαναπαντρεύτηκε. Την Αθηνά “που ήταν δυο φορές μάνα. Την “έχασα” πρόσφατα”. Τον περασμένο Μάρτιο “από στενοχώρια” για όσα λέγονταν για το παιδί της.
Πίσω στο Καζακστάν, όπου μεγάλωσαν τη φαμίλια ο Κωνσταντίνος με την Αθηνά, σύντομα προστέθηκαν στην εικόνα άλλα δυο παιδιά, η Νάντια και ο Γιώργος “ωστόσο ποτέ δεν νιώσαμε να μας ξεχωρίζουν. Η Αθηνούλα μου είχε πάρει το βάρος δυο παιδιών, μετά έκανε άλλα δυο και φρόντιζε πάντα να είναι κερί αναμμένο για εμάς”.
Οι πρώτες παιδικές αναμνήσεις αφορούν τη Ρωσία “και να παίζουμε στο σπίτι ή στη γειτονιά με φίλους. Και το χειμώνα που λέγαμε τα κάλαντα και μαζεύαμε λεφτάκια. Αυτά θυμάμαι”.
“Φεύγουμε, πάμε στην πατρίδα”
Ενώ ήταν ακόμα μικρός, θυμάται να πήγε ο πατέρας του στο σπίτι και να είπε “φεύγουμε, πάμε στην πατρίδα”. Στο άκουσμα του “πατρίδα” σκεφτόμουν πορτοκαλιές, μηλιές, έναν παράδεισο”. Ήταν;
“Όχι. Μόλις κατεβήκαμε από το καράβι που λεγόταν “Latvia”, το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα ήταν αυτό.
“Είδα πέντε λουστράκια, μουτζουρωμένα. Σκέφτηκα “παράδεισος;” και ρώτησα “μπαμπά τι είναι αυτά;”. Μου απάντησε “είναι κάτι παιδάκια που βγάζουν χρήματα για να βοηθήσουν την οικογένεια τους. Όλο αυτό που είχα στο μυαλό μου, γκρεμίστηκε. Πού να φανταστώ ότι έπειτα από έξι μήνες θα γινόμουν το έκτο λουστράκι”.
“Οι ξεριζωμένοι έχουμε εγωισμό, πείσμα και υπερηφάνεια”
Εγκαταστάθηκαν στον Κορυδαλλό, όπου και πήγε στο σχολείο “αρχικά στην πρώτη δημοτικού, μολονότι στη Ρωσία είχα τελειώσει την τετάρτη τάξη, για να μάθω ελληνικά, ξεκινώντας από την αλφάβητο. Μιλούσα ποντιακά και ρώσικα. Αφότου έμαθα τα απαραίτητα, σε ένα μήνα, πήγα στην τρίτη τάξη για έξι μήνες, άλλους τόσους στην τετάρτη και σε τρία χρόνια “έβγαλα” το δημοτικό”.
Θα έλεγες ότι είχε πείσμα. “’Ημουν και 11 χρόνων, ήμουν ολόκληρο γαϊδούρι (γελάει). Οι ξεριζωμένοι, όσοι έχουμε ζήσει τη ξενιτιά, έχουμε έναν εγωισμό ιδιαίτερο, ένα πείσμα, μια υπερηφάνεια. Είμαστε δεμένοι με την οικογένεια μας”.
Αντιμετώπισε ρατσισμό; “Βέβαια. Ήμουν το ρωσάκι που βάφει παπούτσια και τραγουδάει”. Στη Ρωσία ήταν ο Έλληνας; “Ναι, ακριβώς! Φοβερό; Και ναι, ήταν σκληρό να μην μπορείς να νιώσεις πως ανήκεις κάπου”. Για αυτό και δεν σταμάτησε ποτέ να επισκέπτεται τους ομογενεις, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
“Ξέρεις τι είναι να βλέπεις ανθρώπους να σου λένε “δώστε χαιρετίσματα στην Ελλάδα” και να κλαίνε; Άνθρωποι επιτυχημένοι, επιστήμονες που “αστράφτουν”, που εκτιμήθηκαν εκτός συνόρων και όχι εδώ. Δεν λένε τυχαία ότι “όπου αφήσεις Έλληνα, φυτρώνει. Είμαστε ευλογημένος λαός”. Έχει πάει παντού. “Μόνο στην Κίνα δεν έχω πάει, αλλά θα πάω και εκεί, γιατί και εκεί έχει Έλληνες. Μου έχουν κάνει προτάσεις”.
Από το κασελάκι, στην κιθάρα και στο Λουζιτάνια, ένα τσιγάρο δρόμος
Πίσω στα παιδικά του χρόνια, μεγάλωσε στις γειτονιές του Κορυδαλλού και του Αιγάλεω. Ως παιδί θυμάται να του άρεσε να τραγουδάει, να ζωγραφίζει και να παίζει ποδόσφαιρο. Αποδίδει μάλιστα την επιτυχία του ως λουστραδόρος στις διπλές υπηρεσίες που παρείχε. “Το πρώτο δικό μου εργοστάσιο ήταν το πρώτο κασελάκι. Χρειάστηκα 6 μήνες να γίνω ο πρώτος από τους 20 λούστρους που μαζευόμασταν στο καφενείο και μετρούσαμε κάθε μέρα, τι βγάλαμε. Οι άλλοι έβγαζαν 30 δραχμές και εγώ 100. Γιατί; Επειδή τραγουδούσα την ώρα της δουλειάς. Δύο δραχμές ήταν το γυάλισμα και μου έδιναν, 4-5. Μετά είδα στην πλατεία Ελευθερίας δυο παιδάκια που κρατούσαν κιθάρες και ο μπαμπάς περνούσε και μάζευε χρήματα από τις παρέες. Στο πιατάκι του είδα να μαζεύει, μέσα σε λίγη ώρα, όσα μάζευα εγώ σε ένα μήνα.”
“Τότε αποφάσισα να μάθω και εγώ κιθάρα. Πήγα και βρήκα κάποιον να μου μάθει, έτυχε να είναι και πατριώτης και το έκανε τζάμπα. Ήταν ο Βασίλης Αρχιτεκτονίδης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη μουσική πολλών ταινιών με τη Δούκισσα και τον Βοσκόπουλο. Του χρωστώ πάρα πολλά. Σε πολλούς χρωστώ πολλά”.
Για παράδειγμα “είχα συμμαθήτρια που ο πατέρας της ήταν μπουζουκτσής. Όταν με είδε στη σχολική γιορτή που κάναμε στο τέλος του χρόνου και είδε τις γυναίκες στο κοινό να κλαίνε, με βούτηξε, μου έμαθε πέντε τραγούδια και με έβγαλε στο πρώτο “σκυλάδικο”, το Λουζιτάνια”. Τη συνέχεια μάλλον τη ξέρεις.
Βοηθούσε την οικογένεια από όταν θυμάται τον εαυτό του. Η ζωή, ωστόσο, τα έφερε έτσι που έγινε ο υπεύθυνος για την επιβίωση όλων, πριν καν ενηλικιωθεί. Όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος “τράβηξα όλο το λούκι. Ήμουν 18. Δεν ήμουν το μεγαλύτερο παιδί, ήμουν όμως, το μεγαλύτερο αγόρι, οπότε έπεφτε σε εμένα ο κλήρος. Έγινα ο πατέρας, ο κουβαλητής, αυτός που έπρεπε να προσέχει τις αδελφές του (ακόμα προσέχει και φροντίζει τους πάντες). Έτσι είναι αυτά. Σε κάποιον πέφτει ο κλήρος. Έπεσε σε εμένα. Ευτυχώς μπορούσα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις”.
Η πρώτη του φορά
“Σίγουρα έτρεμα, το πρώτο βράδυ που πάτησα το πόδι μου στην πίστα, αλλά ήμουν άγνωστος. Εννοώ, δεν έγινε κάποιο “μπαμ”, δεν διακυβεύονταν πολλά. Το πρώτο βράδυ, όμως, που έβαλα 30.000 κόσμο σε ένα στάδιο (στην Κύπρο, πριν 27 χρόνια, επί “Ταραχής”), έπαθα σοκ. Τους έλεγα “σηκωθείτε” και σηκώνονταν. Τους έλεγα “ελάτε” και έρχονταν, “καθείστε” και κάθονταν. Σκέφτηκα πως αυτό δεν είναι λογικό, ότι κάτι πρέπει να ‘χω, μια ευλογία, ένα ταλέντο, για να ‘χω αυτήν τη δύναμη. Να μπορώ να καλώ, να θέλω κάτι και να γίνεται”.
Ένιωσε να το “χάνει”, όταν διαπίστωσε τη δυναμή του; “Όχι. Ποτέ. Έπαθα κάτι άλλο”. Όταν πια το όνομα “Πανταζής” είχε γίνει γνωστό σε όλη την Ελλάδα “η καθημερινότητα μου άλλαξε, άρδην. Οδηγούσα το αυτοκίνητο και δίπλα μου, άλλοι οδηγοί μου έλεγαν “να κάνουμε μια ομορφιά” ή “βασανιστείτε”. Ή ένα τσιγγανάκι στο φανάρι.έπαιζε στο ταμπούρλο τραγούδι μου Ή έμπαινα σε ένα μαγαζί και εκατό άνθρωποι μαζεύονταν για φωτογραφίες”. Πάλι καλά που τότε δεν υπήρχαν smart phones και social networks. “Αυτό μου δημιούργησε ένα φόβο, πως κάποιος θέλει να με σκοτώσει. Το ξεπέρασα, με αυτοκριτική.”
“Πήγαινα μπροστά στον καθρέφτη και έλεγα “ποιος νομίζεις ότι είσαι; Έχεις μια μυτάρα να, μια καράφλα, δεν είσαι και Άδωνις. Γιατί να θέλει κάποιος να σε σκοτώσει; Αγάπη δίνεις και αγάπη παίρνεις”. Δεν πήγε σε ειδικό. “Τότε δεν ήταν μόδα οι ψυχολόγοι”.
Προφανώς όμως, και από τότε είχαν πέραση οι αυθεντικοί άνθρωποι. “Να μόλις σήμερα, μου είπαν κάτι κυρίες πόσο τους άρεσε όταν χαρακτήρισα “ζουμπουρλού” τη μαγείρισσα μιας εκπομπής, στην οποία ήμουν καλεσμένος. Ναι, αυτό είναι. Είμαι αυθόρμητος, ο κόσμος είναι αυθόρμητος και τα βρίσκουμε. Αγαπιόμαστε. Είμαι αυτός που είμαι και ο κόσμος το εκτιμάει”.
Πώς πήγαν όμως, όλα τα μωρά στην πίστα
Η πρώτη ατάκα που πέρασε στην ιστορία ήταν το “όλα τα μωρά στην πίστα. Θέλω μωρά”. Και σηκώθηκαν όλα τα μωρά (γελάει)”. Τι είχε προηγηθεί; “Είχα περάσει ένα μήνυμα στον κόσμο, ειλικρινά δεν ξέρω πώς, ότι για να έλθουν στον Πανταζή πρέπει να βάλουν τα καλά τους. Μάλλον επειδή είχα τρέλα με τα ρούχα μου και πρόσεχα πολύ τι φοράω. Έβλεπες δηλαδή, κάτι κορίτσια που ήταν ντυμένα πολύ όμορφα, αλλά δεν σηκώνονταν από την καρέκλα. Με το “θέλω όλα τα μωρά στην πίστα” σηκώθηκαν όλες” και από τότε δεν ξανακάθισαν.
Είχε τέσσερις συνεργάτιδες που διάβαζαν τα γράμματα που του έστελνε ο κόσμος (περί τα 5000 το μήνα). Και απαντούσαν. Πολύ συχνά, υπήρχαν αιτήματα του τύπου “η μητέρα μου τα έχει με τον κρεοπώλη που την εκβιάζει και λέει αν δεν του δώσει 500.000 δραχμές, θα τα πει όλα στον πατέρα μου. Σε παρακαλώ, σώσε μας”. Τι έκανε; “Πάντα βοηθούσα κόσμο, αλλά όλα είχαν και ένα όριο”.
“Μια γυναίκα σπίτι χτίζει, μια γυναίκα σπίτι γκρεμίζει”
Kαι πώς ο τύπος που έχει “μια μυτάρα να, μια καράφλα, δεν είσαι και Άδωνις” κατά του ιδίου το ρηθέν, είχε τη φήμη του “γυναικά”; “Είπα κάποια στοιχεία της εξωτερικής μου εμφάνισης. Δεν είπα ότι δεν είχα sex appeal (γελάει). Έχω το τσακίρικο το μάτι. Κάτι έχω (γελάει). Έδειξα ότι αγαπώ τις γυναίκες, πως τις σέβομαι και τις φροντίζω. Τις ευχαριστώ που υπάρχουν. Δεν μπορώ να μην αγαπώ μια γυναίκα και να μην την προσέχω σαν τα μάτια μου, όταν με έχει καθαρό, ταϊσμένο, μου κάνει παιδιά, μου τα φροντίζει. Σίγουρα παίζω και εγώ το ρόλο μου, γιατί μόνο του δεν γεννήθηκε το παιδί. Είμαι ο κουβαλητής, ώστε να μη λείψει τίποτα, αλλά το μεγαλύτερο ρόλο τον παίζει μια γυναίκα. “Μια γυναίκα σπίτι χτίζει, μια γυναίκα σπίτι γκρεμίζει”.
Στις σχέσεις δεν είσαι άνθρωπος αλλά εταιρία
Και πώς δεν έμεινε με κάποια για πάντα; “Για πάντα δεν ανήκει κανείς σε κανέναν. Θα στο πω απλά πώς το ένιωθα και το νιώθω, για να καταλάβεις. Είμαι ο Λευτέρης ΑΕ και γνωρίζω, ας πούμε, την Μαρία ΑΕ. Κάνουμε μια εταιρία οι δύο μας, κάνουμε παιδάκια, κάνουμε ό,τι θέλουμε, ομορφιές, καψούρες και ξαφνικά η Μαρία παίρνει τη δική της ΑΕ και λέει “θέλω να κάνω άλλη συνεργασία”. Ή “να μείνω μόνη”. Εκεί κάτι δεν έχει πάει καλά, γιατί βαρέθηκε, γιατί της τελείωσε, γιατί, γιατί γιατί. Αν με ρωτάς, κάπου χάλασαν οι ισορροπίες, όταν εσείς οι γυναίκες είπατε “θέλω το δικό μου δωμάτιο, τη δική μου ώρα, ίση μεταχείριση, ίσα δικαιώματα. Εκεί νομίζω “χάθηκαν” οι ρόλοι. Το ποιος κάνει τι. Το πώς θα μοιραστούμε αυτά για τα οποία είμαστε υπεύθυνοι σε μια οικογένεια”.
Παραδέχθηκε ότι “το κακό που έκανα ήταν πως ανέκαθεν αγαπούσα τη γυναίκα που λέγεται “τραγούδι” περισσότερο από οποιαδήποτε σύντροφο είχα. Ένιωθα πως γεννήθηκα να κάνω αυτό που κάνω και καμία γυναίκα δεν το κατάλαβε αυτό. Ακόμα και σήμερα, ό,τι μπαίνει ανάμεσα σε εμένα και το τραγούδι, κερδίζει το τραγούδι, γιατί μόνο αυτό με καταλαβαίνει. Εκεί τα λέω και ξεσπάω”.
Άπαξ και έφτανε στο και μη παρέκει (ή έφταναν οι σύντροφοι του) τελείωναν όλα. “Τότε δεν σε κρατούν ούτε τα συμβόλαια (βλ. γάμος), ούτε τίποτα. Ακόμα και τα παιδιά δεν μπορούν να σε κρατήσουν. Δεν φταίνε σε τίποτα να τρώνε βέλη από τη μαμά και τον μπαμπά, στην καρδιά -γιατί δεν θέλουν να βλέπουν τους γονείς τους να τσακώνονται ή να μαλώνουν. Και αυτή είναι η χειρότερη πληγή για εκείνα (ξεφυσά από τη ψυχή μου). Όπως πολύ κακό είναι να εκμεταλλευόμαστε τα παιδιά, σε ενδεχόμενο χωρισμό”. Πάμε λοιπόν, τώρα και στην Κωνσταντίνα. Ευρύτερα γνωστή ως Κόνι.
“Το είχα στη ψυχή μου να γίνω πατέρας”
“Είναι έργο ενός Ρώσου καλλιτέχνη. Η Κωνσταντίνα ήταν 12 χρόνων και επειδή δεν καθόταν φρόνιμα να μας ζωγραφίσουν, δώσαμε μια φωτογραφία” που υπάρχει πάνω στο πιάνο του σπιτιού. “Η κόρη μου ξεκάθαρα είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που μου συνέβησαν στη ζωή. Από κάτω, βλέπεις το δώρο της . Ήταν 11 όταν ζωγράφισε την καρδούλα που έχει φτερά και θέλει να πετάξει. Μια ψυχή, όχι γαλήνια από ό,τι βλέπεις. Έχει μια αντάρα. Οι ανησυχίες της. Δεξιά και αριστερά έχει δυο μάτια. Το ένα έχει πάνω ήλιο και καρδιά μέσα. Το έργο της δείχνει ότι από τότε της άρεσε να ταξιδεύει και πως ήταν ένα ελεύθερο πλάσμα. Δεν θέλει δεσμά. Αγαπά και τη μάνα και τον πατέρα. Η αγάπη είναι αριστερά πάνω και το κύμα είναι η ψυχή της”.
Πόσο τον άλλαξε ο ρόλος του πατέρα; “Η αλήθεια είναι πως τη ζω, όλο το 24ωρο, τα πέντε τελευταία χρόνια που ζούμε μαζί. Μεγάλωσε με τη μητέρα της και εγώ την έβλεπα τα σαββατοκύριακα, όταν ερχόταν, πετούσε την τσάντα… και πήγαινε να συναντήσει τις φίλες της (γελάει). Θα σου ομολογήσω ότι ήθελα πολύ να γίνω πατέρας, απλά δεν ήξερα ποια θα είναι η μάνα του παιδιού μου. Ήταν κάτι που είχα βάλει στο μυαλό μου, γιατί ένιωθα μεγάλη ανάγκη να κάνω ένα παιδί, το είχα στη ψυχή μου, να μοιραστώ μαζί του όσα είχα δημιουργήσει. Να ζήσω την ανιδιοτελή αγάπη, αλλά και να μπορεί να δει ο πιο δικός μου άνθρωπος τι κάνει ο μπαμπάς του στο “Διογένης Παλάς” με καλλιτέχνες από όλη τη γη. Με τους Gypsy Kings, Latoya Jackson, Paul Anka, Ντέμυ Ρούσσο, τους μεγαλύτερους Έλληνες καλλιτέχνες, με παγοπίστες, πίστες. Ένιωθα την ανάγκη να μοιραστώ με το παιδί μου όλο αυτό. Ήλθε τυχαία και μου πρόσφερε μεγάλη ευτυχία”.
Γιατί δεν τρελάθηκε
Πώς έγινε η μετάβαση από τις εποχές που το χρήμα έρρεε άφθονο έως αυτή που δεν έβγαινε σταγόνα από την κάνουλα; “Ήλθε σιγά, σιγά για να μην τρελαθώ. Γιατί ξέρεις, είναι εύκολο να τρελαθείς. Τι χωρίζει την τρέλα από τη λογική; Μια λεπτή γραμμή”. Πόσο βοήθησε ότι είχε ξεκινήσει με τίποτα, πριν αποκτήσει τα πάντα. “Ξεκίνησα περπατώντας, μετά πήρα ένα ποδήλατο, έπειτα ένα μηχανάκι, μετά ένα αυτοκίνητο, αργότερα έκανα ένα σπίτι. Έτσι κινήθηκα, μεθοδικά, για να τα εκτιμώ. Δεν πήρα με το “καλημέρα” Ferrari”. Το σπίτι το έφτιαξε στη Βουλιαγμένη, δίπλα στη θάλασσα και υπήρχε πολύ ξεκάθαρος λόγος.
“Στη θάλασσα εξομολογούμαι τα πάντα”
Όταν ήλθε η ώρα να φτιάξει το σπίτι του, διάλεξε τα νότια προάστια “γιατί πάντα μου άρεσε η θάλασσα. Πάντα με ταξίδευε. Πολλά χρόνια τώρα πηγαίνω και της μιλάω. Τα ακούει όλα και τα καταπίνει όλα. Δεν λέει ποτέ “όχι”. Μου αρέσει να ζω κοντά της, να τη βλέπω, να κάνουμε παρέα”. Είναι μοναχικός τύπος; “Πάντα είμαι με κόσμο και μου αρέσει η φασαρία. Έχω όμως, στιγμές που θέλω να είμαι μόνος μου. Και σε αυτές τις στιγμές, μιλώ με τον εαυτό μου και τη θάλασσα για αυτά που θέλω, για τους λόγους που πρέπει να συνεχίσω, που πρέπει να βρω τον επόμενο στόχο, που πρέπει να υπάρχω, που πρέπει να είμαι δίπλα στο παιδί μου, το οποίο μπήκε στη ζούγκλα της ζωής και πρέπει να της δώσω τα όπλα να επιβιώσει. Τα δίνω σιγά σιγά, όχι όλα μαζί, για να τα εκτιμά”.
Το κασελάκι βρισκόταν ανέκαθεν, σε περίοπτη θέση, σε διάφορα σημεία του σπιτιού (σε κόπιες) “για να το βλέπω και να θυμάμαι. Αντέχω ακόμα, μάλλον γιατί κάτι έχω κάνει καλά, σε επίπεδο διαχείρισης. Δεν έχω “γονατίσει”, ίσως χάριν των στοιχείων που έχουμε ως λαός κατατρεγμένος. Εννοώ την υπερηφάνεια, την πυγμή, τη δύναμη, τα “πιστεύω”, τις φιλίες, το φιλότιμο. Έκανα πολλές δυνατές φιλίες, αλλά όλα ξεκίνησαν από το “Λε-Πα ΑΕ”. Επίσης, ήταν πάντα πολύ προσεχτικός με τις κινήσεις του. “Δεν τελείωσα πανεπιστήμια, αλλά τελείωσα το πανεπιστήμιο του δρόμου και πίστεψε με, υπήρξα πολύ καλός μαθητής”. Κάτσε να σου πω τι εννοώ.
Ο πρώτος Έλληνας που έγινε brand
Πίσω στο χρόνο, σε ταξίδι του στη Γαλλία, για μια εμφάνιση “και ενώ προσπαθούσα να αγοράσω τη λίστα με τα προϊόντα που μου είχαν ζητήσει οι φίλοι μου -προϊόντα που τότε δεν υπήρχαν στην Ελλάδα-, είδα μπροστά μου μια κολόνια Alain Delon και είπα “θα βγάλω και εγώ”. Οι φίλοι μου δεν με πίστεψαν. Μάλιστα, γέλασαν”. Και τι έγινε; “Με την επιστροφή, βρήκα τη Sheila M, μια εταιρία που δειγμάτιζε σε σπίτια σε όλη την Ελλάδα. Εκπρόσωπος της μου βρήκε ό,τι χρειαζόμουν και κάπως έτσι προέκυψε η κολόνια που απευθυνόταν μόνο σε γυναίκες -και παρέπεμπε λίγο στην Poison”. Τι έχει ακόμα; “Όχι, την πούλησα” στο peak της.
“Δεν έγινα πατατάκι, γιατί θα με έτρωγαν”
Πώς προέκυψε το “ΛΕ-ΠΑ” για όνομα; “Ένας φίλος μου, ο οποίος είχε διαφημιστική εταιρία, ο Θανάσης Παπαμιχαήλ και μου πρότεινε να χρησιμοποιήσουμε μόνο τα αρχικά. Ήμουν τυχερός γιατί το “Λε-Πα” ακούγεται ως γαλλικό (το λέει με προφορά). Και αν βάλεις στο τέλος και “s” έχεις το le pas που είναι “το βήμα”. Οπότε κάναμε και ένα βήμα μπροστά”.
Ορθόν, γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε brand. “Ακόμα και στην Αμερική τότε ξεκινούσαν τις διαδικασίες που ένα μέλος της showbiz αποκτούσε δικά του προϊόντα και γινόταν “μάρκα”. Τώρα έχουν όλοι”. Μετά “έβγαλε” ρολόι, ρούχα (Lupo), σπίρτα, κλειδοθήκες”. Γιατί δεν έγινε γαριδάκι, πατατάκι κλπ; “Γιατί θα με έτρωγαν και δεν το ήθελα”!
Για επιχειρηματικούς λόγους ασχολήθηκε και με τον αθλητισμό. Αρχικά με τη γυναικεία ομάδα μπάσκετ των Εσπερίδων “με την οποία πήραμε τέσσερα πρωταθλήματα” και μετά με το ποδόσφαιρο “με μετοχές στον Απόλλωνα Καλαμαριάς όπου ήταν ο Χάρι Κλιν, μετά στην ΑΕΚ επί Γιδόπουλου, μετά στο Αιγάλεω επί Μητρόπουλου” και μετά έγινε πρόεδρος στον Πανιώνιο. Όλοι οι κύκλοι έκλεισαν, πριν να είναι αργά. Εννοώ, δεν παρασύρθηκε. “Έφυγα όταν έπρεπε να φύγω, όταν έγινε κάτι δυνατό και τα 200 άτομα έγιναν 3.500 κάθε Κυριακή, μέσω των επιτυχιών της ομάδας”. Έχει γράψει τον ύμνο της ΑΕΚ “που θα βγει με το νέο γήπεδο” και ναι, υπήρξε φίλος με τον Ιβάν Σαββίδη, πριν ο τελευταίος γίνει γνωστός στην Ελλάδα (“ναι, με ρώτησε πριν έλθει και του είπα πως το ποδόσφαιρο είναι ένα μαγαζί-γωνία. Βλέπεις πως όσοι κάνουν χρήματα, μετά παίρνουν μια ομάδα, για να πάρουν λάμψη”, αλλά και του Μελισσανίδη. “Έβαφα τα παπούτσια του μπαμπά του, του Ζόραν”, αποκαλύπτει.)
Και τα προϊόντα του είχαν ημερομηνία λήξεως. Άλλα τα εκμεταλλεύτηκε “και πήρα 2-3 διαμερίσματα για την οικογένεια, διότι είχαμε παιδιά να θρέψουμε” και εννοεί και αυτές που δημιούργησαν τα αδέλφια του.
Πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησε η νέα του δουλειά, το “Ελεύθερος και ωραίος”, από τη Heaven. Ναι, ο ίδιος διάλεξε τον τίτλο (φευ) και δούλευε επί της επιλογής των τραγουδιών, δυο χρόνια, με τον Χριστόδουλο Σιγανό. Ο “Βασιλιάς της διασκέδασης”, όπως είναι γνωστός εδώ και χρόνια, ξέρει πως οι εποχές έχουν αλλάξει “και ότι είναι δύσκολο να εξοικονομήσουν οι άνθρωποι χρήματα για τη διασκέδαση τους. Είναι όμως, ανάγκη όλων μας να ξεσκάμε μια στο τόσο. Και κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για να περνούν καλά, όσοι έρχονται σα μαγαζιά που εμφανίζομαι. Είναι υποχρέωση μου να τους βοηθήσω να ξεσκάσουν”. Αυτή η περίοδος τον βρίσκει στο Ποσειδώνιο “έπειτα από 21 χρόνια, όταν ήμουν με την Γαρμπή και τον Ρουβά, ο οποίος τότε έκανε τα πρώτα του βήματα”. Μεταξύ αυτών που ‘χει φροντίσει να κάνει στο διάβα της καριέρας του ήταν και είναι να βοηθά νέα παιδιά. “Πάντα το έκανα. Τότε ξεκινούσε ο Σάκης, η Δέσποινα (Βανδή), η Γαρμπή. Την επόμενη χρονιά ήμουν με τη Βανδή, τον Κορκολή και τη Φιόνα Τζαβάρα”
Η συνύπαρξη του με νέα παιδιά, με φιναλίστ του Rising Star και τον Δημήτρη Αβραμόπουλο ήταν και ο λόγος που “πείστηκα να επιστρέψω. Τι να πω; Πάντα μου άρεσε να βρίσκομαι με νέους και να τους δίνω τα φώτα μου. Ακόμα και στο Διογένης Παλάς, όταν ήμουν και εγώ νέος, είχα δίπλα μου παιδιά που τότε ξεκινούσαν την καριέρα τους κοντά μου. Τον Δάντη, τον Αλκαίο, τον Σφακιανάκη, την Πωλίνα” και πολλούς άλλους.
“Την επιτυχία τη μοιραζόμουν, την αποτυχία τη χρεωνόμουν μόνο εγώ”
Δεδομένης της επιτυχίας (νωρίτερα είχε πει πως υπήρξε περίοδος που τραγουδούσε σε τέσσερις διαφορετικούς χώρους του “Διογένης”, την ίδια ημέρα και ήταν όλοι γεμάτοι), δεν σκέφτηκε ποτέ να πάρει το μαγαζί. Ή να πάρει το όποιο άλλο νυχτερινό κέντρο και να γίνει αφεντικό του εαυτού του; “Ναι, η αλήθεια είναι πως πέρασε η σκέψη από το μυαλό μου, αλλά κατέληξα στο ότι δεν ήθελα να τα κάνω όλα εγώ. Είναι πάντα όμορφο να αφήνεις και άλλους να κάνουν κάτι και να ασχολείται ο καθένας με το αντικείμενο του, ώστε να μπορεί να αφοσιωθεί. Να κάθεται ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του και όταν προέκυπτε ένα θέμα, να γνωρίζω πού ακριβώς πρέπει να αποταθώ για να το λύσω. Ο καθένας είχε το ρόλο του”.
Ομολογεί ότι ήταν πολύ αυστηρός “γιατί αλλιώς δεν επιβιώνεις. Την αυστηρότητα την εισπράττεις με την επιτυχία. Όταν το μαγαζί πάει καλά, λένε “ο Πανταζής σκίζει. Με ποιον είναι; Με τον Γιάννη, τον Κώστα κλπ. Άρα όλοι σκίζουν”. Όταν το μαγαζί δεν σκίζει λένε “ο Πανταζής δεν πάει καλά”. Τους άλλους δεν τους αναφέρουν. Άρα, την επιτυχία τη μοιράζεσαι και την αποτυχία τη χρεώνεσαι μόνο εσύ. Για αυτό είμαι αυστηρός”. Και για αυτό δεν είχε πολλές αποτυχίες. “Ήταν λίγες και οι επιτυχίες τις επισκίαζαν. Ούτε καν ακούστηκαν”.
Θες να πετύχεις στο τραγούδι;
Ποιος είναι ο πεντάλογος του Λευτέρη Πανταζή, για όποιον νέο θέλει να απολαύσει καριέρα στο χώρο του τραγουδιού; “Κατ’ αρχάς ο σεβασμός. Μετά να ακούς, αυτό νομίζω είναι το κυριότερο από όλα. Να παρακολουθείς. Να είσαι στην ώρα σου, δηλαδή να είσαι επαγγελματίας και για να εξελίσσεσαι να κάνεις σωστά αυτό που θες. Δηλαδή, τι βοηθά στο να γίνει καλύτερος; Να δουλεύεις πολύ, να αποκτήσεις τις περισσότερες δυνατές γνώσεις επί του αντικειμένου σου και να μάθεις βήμα, βήμα τη δουλειά. Διαφορετικά, αν πας κατευθείαν στα ψηλά, χωρίς υποδομή, το πιθανότερο είναι να το “χάσεις”. Πρέπει να κάνεις το “αγροτικό” σου και ει δυνατόν, να είναι σκληρό. Τότε μπορείς να ‘χεις το θάρρος της γνώμης σου και να επιβάλεις αυτό που θες”.
Στα παιδιά που έχει μαζί του στο “Ποσειδώνιο” έχει πει να τον “γράφουν” κάθε μέρα, με την κάμερα του κινητού τους “για να δουν πώς κινούμαι στην πίστα, τον τρόπο που λειτουργώ, που σερβίρω αυτό που έχω να δώσω στον κόσμο και τον τρόπο μου στα καμαρίνια. Κάθε μέρα βαράω τις πόρτες και τους παίρνω αγκαλιά όλους”.
“Ειμαι σαν την Coca Cola που πάει με όλα”
Δεν έτυχε ποτέ να νιώσει… Θεός “και ίσως αυτό να είναι το μυστικό μου, χωρίς να το θέλω. Δεν είχα ποτέ κανέναν να βάλει πλάτη για εμένα. Και ήμουν ο μάνατζερ του εαυτού μου. Ο Λευτέρης έκανε πάντα… καλά τον Πανταζή. Στον Πανταζή άρεσαν τα φώτα, η προβολή, οι δίσκοι, η καλή ζωή.” Ο Λευτέρης κρατούσε τα γκέμια”, με τα γνωστά αποτελέσματα. “Το γεγονός ότι δεν είχα εύκολη ζωή έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην αποφασιστικότητα μου, στο να μην τα παρατάω ποτέ, στο να επιβιώνω.
Μετά 35 χρόνια δισκογραφίας, επειδή είμαι δουλευταράς -και μετά εγωιστής και υπερήφανος-, τη σήμερον ημέρα δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει ένα δίσκο μου, να μην ξέρουν τουλάχιστον ένα τραγούδι μου. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν συνδέσει τη γνωριμία τους με τραγούδι μου, τον αρραβώνα τους, το γάμο τους. Που να ‘χουν κλάψει με τραγούδι μου, να ‘χουν γελάσει με τραγούδι μου, να ‘χουν τσακωθεί με τραγούδι μου, να ‘χουν χωρίσει με τραγούδι μου, να ‘χουν γεννηθεί τα παιδιά τους με τραγούδι μου”. Ήταν παντού. “Σαν την Coca Cola που πάει με όλα”.