Ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος πιλοτάρει την πόλη του όπως ένα αεροσκάφος: με σχέδιο και ασφάλεια
Ο δήμαρχος Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης, Γρηγόρης Κωνσταντέλλος, δεν είναι από αυτούς που έχεις συνηθίσει, αφού όπως όλα δείχνουν πρώτα πράττει και μετά μιλάει. Αυτή η συνέντευξη είναι απλώς η εξαίρεση στον κανόνα.
- 21/12/2016
- Κείμενο: NouPou.gr
Η Παρασκευή 16/12 έφερε την είδηση του θανάτου του πατέρα του, Δημήτρη, του αξιωματικού που όπως έγραψε ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος στο Facebook “μου έμαθες το πόσο σπουδαίο και σημαντικό είναι να είναι κάποιος δίκαιος και αξιοπρεπής και προσπαθώ να σε μιμηθώ όσο καλύτερα γίνεται”. Λόγια που βγαίνουν από ένα παιδί δεμένης οικογένειας, η οποία έχει μια περίεργη ιστορία που την πηγαίνει πίσω στη Μικρασιατική καταστροφή. “Ο παππούς μου, Γρηγόρης, ήταν μέσα στον περιβόητο… συνωστισμό της κυρίας Ρεπούση, μαζί με τον μικρό του αδερφό. Στα 11 ο παππούς μου στα 4 ο αδερφός του, τον οποίο πήρε στην πλάτη για να φύγουν και να σωθούν. Οι γονείς τους δυστυχώς έμειναν πίσω, με τραγικά αποτελέσματα. Εγώ, παρότι από τη Μικρά Ασία ήταν η μητέρα μου και όχι ο πατέρας μου, αισθάνομαι περισσότερο το μικρασιατικό στοιχείο μέσα μου” λέει ο δήμαρχος Κωνσταντέλλος καθισμένος στο γραφείο του, σε ένα από τα πιο προνομιακά δημαρχεία της Αθήνας. Όχι για την οργάνωση που παρέλαβε (για την οποία δεν θέλει να μιλήσει, αφού δεν έχει νόημα να ασχολείται με το περίεργο παρελθόν, αλλά με το μέλλον που θέλει ο ίδιος να χτίσει), αλλά για τη θέα που έχει προς το Σαρωνικό κόλπο.
Είναι ξεκάθαρο ότι ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος σε αυτό το δημαρχείο και αυτή τη θέση νιώθει σαν το σπίτι του, είναι στο φυσικό του περιβάλλον. “Λατρεύω αυτήν την περιοχή, δεν την αγαπάω” μου λέει πατώντας πάνω στις λέξεις. Τόσο έντονα. Σαν τις μνήμες που έχει από μικρός, όταν στην πλατεία της Βούλας δεν έβλεπες μια τράπεζα ανά 100 μέτρα (πριν την κρίση η Βούλα είχε τις περισσότερες και με το καλύτερο πελατολόγιο τράπεζες) αλλά “έρχονταν κάθε Δευτέρα και Τετάρτη κάτι μεγάλα Mercedes σαν παλιά σχολικά, πάρκαραν πάνω στο ασφαλτικό και ο κόσμος έκανε ουρές για να κάνει τις δουλειές του, ανάμεσα σε τσαγκάρικο, μπακάλικα και μικρά μαγαζιά”. Τα θυμάται όλα από εκείνη την ασπρόμαυρη δεκαετία του ‘70, ενώ ακόμα περισσότερο θυμάται τη συγκυρία που έφερε την οικογένεια του στη Βούλα. Ένας λαχνός. Μια κλήρωση με λίγη τύχη και πολλή υπομονή της προγιαγιάς του, καθόρισαν τη μοίρα του Γρηγόρη Κωνσταντέλλου και εν τέλει ολόκληρης της περιοχής. “Στην προγιαγιά μου έπεσε ένας κλήρος, σε κλήρωση που γινόταν τότε ανάμεσα σε 44 προσφυγικές οικογένειες από την Κοκκινιά, το Μπουρνάζι, την Καισαριανή και άλλες περιοχές. Στην αρχή της έπεσε ένα κτήμα στο Μπογιάτι, στην Άνοιξη δηλαδή, αλλά η προγιαγιά παρακάλεσε τον αρμόδιο να το αλλάξει: ‘Σε παρακαλώ γιόκα μου, κάτι να βλέπω θάλασσα θέλω’. Κάπως έτσι, ανάμεσα σε αρμυρίκια στήθηκε το σπιτικό της 44ης οικογένειας. Σε τρία μέτρα έβλεπες θάλασσα, καθώς η Βούλα τότε ήταν ένας άνυδρος τόπος. Μόνο το νοσοκομείο υπήρχε”.
Δεν ξέρω κατά πόσο αυτός ο κλήρος έχει σχέση με την αιρετή θέση του Γρηγόρη Κωνσταντέλλου, αν δηλαδή συνδέονται αυτά τα δύο γεγονότα κάπως καρμικά, αλλά όπως τον ακούω καθισμένος απέναντι του συνειδητοποιώ ότι δεν έχω έναν ακόμα δήμαρχο μιας πόλης, αλλά έναν εξ ορισμού (ή κλήρου) άνθρωπο που θα έβρισκε τη δική του σημαντική θέση σε μια περιοχή. Το είχε στο αίμα του, ήθελε δεν ήθελε. “Ήθελα και θέλω. Θέλω να κάνω πράγματα για αυτήν την περιοχή. Δεν μπήκα στη διαδικασία αυτή επειδή ήμουν γνωστός, ούτε είχα τα πολλά χρήματα και έψαχνα κάτι να κάνω. Είμαι στην αυτοδιοίκηση από 22 ετών. Το 1990 ξεκίνησα με τον Άγγελο Αποστολάτο, έναν πραγματικό μεταρρυθμιστή, από τους σημαντικότερους δημάρχους συνολικά. Ήμουν αντιπρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, ενώ ξαναβρέθηκα στα έδρανα στις εκλογές του 2002 και έκτοτε έχω διατελέσει Αντιδήμαρχος και Αναπληρωτής Δημάρχου επί Δημαρχίας Μάντεση. Το 2010 έφτασα να διεκδικώ τη δημαρχία του νέου καλλικρατικού Δήμου έναντι του Γρηγόρη Κασιδόκωστα, μια πολύ μεγάλου βεληνεκούς προσωπικότητα”.
Μεγάλη μάχη τότε είναι η αλήθεια και μάλιστα όχι τόσο αναμενόμενη, τον διακόπτω αλλά στην πραγματικότητα του δίνω την πάσα: “Το 45-55 εξέπληξε και εμάς. Αν είχαμε πιστέψει μετά τον πρώτο γύρο και το 21-43, ίσως να είχαμε κερδίσει. Δεν πειράζει όμως, γιατί όλα στην ώρα τους. Άλλωστε στα έδρανα της αντιπολίτευσης μάθαμε πολλά”. Αμέσως μετά από εκείνη την εκλογική αναμέτρηση ακολούθησε αυτή με το σχηματισμό του Σπύρου Πανά, μια οριακή μάχη που έβγαλε νικητή τον Κωνσταντέλλο και την ομάδα του. “Αυτό το οριακό αποτέλεσμα μας έδωσε το δικαίωμα να ασκούμε την πολιτική μας ελεύθεροι και χωρίς βαρίδια. Χωρίς πρότερες υποχρεώσεις απέναντι σε οποιονδήποτε” σχολιάζει και είναι φανερό ότι το πιστεύει. Σαν να έχει άλλον αέρα.
Σαν να έχει τον αέρα που έμαθε για χρόνια να πετάει. Όντας πιλότος της πολιτικής αεροπορίας, στην Ολυμπιακή, αλλά και αργότερα σε ανθρωπιστικές αποστολές του ΟΗΕ, ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος δεν είναι ένας συνηθισμένος δήμαρχος που κυκλοφορεί στα καφενεία για να μαζέψει τις ψήφους της επανεκλογής του. Προτιμάει να μανατζάρει το δήμο με πτητικές διαδικασίες (“όλοι έχουμε tasks και cheklist με πράγματα που πρέπει να γίνουν και τους χρόνους που είναι απαραίτητο να ολοκληρωθούν, λειτουργούμε ως ομάδα και οτιδήποτε γίνεται καταγράφεται Αυτό μας έχει δώσει δυνατότητα να βλέπουμε χρόνους και να κόβουμε γωνίες, γιατί στο δημόσιο πεθαίνουμε στη γραφειοκρατία”). Η καλύτερη λύση πάντως απέναντι στην ελληνική γραφειοκρατία είναι οι περισσότερες πρωτοβουλίες, οι γρήγορες αποφάσεις και αυτό είναι κάτι που συμμερίζεται ο δήμαρχος Κωνσταντέλλος. “Στην αεροπορία δεν μπορείς να μην μάθεις να παίρνεις αποφάσεις. Αν το αεροπλάνο πηγαίνει προς το βουνό κι εσύ κάθεσαι και το κοιτάς ή προσεύχεσαι δεν έχεις καμία πιθανότητα σωτηρίας. Αυτή η μία πιθανότητα μπορεί να κρύβεται σε μια απόφαση. Γι’ αυτό και λέμε καλύτερα μια κακή απόφαση από μια μη απόφαση”.
Παρατηρητικός, φιλόδοξος, ετοιμόλογος και χαμογελαστός. Αυτοί είναι οι επιθετικοί προσδιορισμοί που μου έρχονταν στο μυαλό καθώς τον άκουγα να αναλύει το όραμα του για τη Βούλα, τη Βουλιαγμένη και τη Βάρη. “Καταφέραμε κάτι ασύλληπτο ακόμα και για εμάς. Παραχώρησε η κυβέρνηση το παραλιακό μέτωπο στους Δήμους. Τώρα όμως χρειάζονται χρήματα και επενδύσεις. Μπορεί να είναι δύσκολο, όμως είναι κάτι πολύ σημαντικό για το μέλλον και είναι κάτι που πραγματικά θέλω να συνδέσω το όνομα μου. Έχω τη φιλοδοξία μετά από 20 χρόνια να περπατάνε παιδιά, που ακόμα δεν έχουν καν γεννηθεί, στις παραλίες της περιοχής και να λένε και ότι οι παραλίες αυτές αναβαθμίστηκαν και υπήρξε μεγάλη ανάπλαση από έναν τύπο, τον Κωνσταντέλλο, που στο παρελθόν ήταν δήμαρχος”.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το όραμα και το πλάνο η συζήτηση δεν νοείται να μην πάει στη γενικότερη αλλαγή που θα έρθει στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Αττικής. Ελληνικό, Αστέρας Βουλιαγμένης, όρμος Φαλήρου. Έργα τεράστια που ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ή πιστέψει ότι θα συμβούν σε αυτή τη ζωή, τη δική μας. “Εγώ είμαι πεπεισμένος ότι η δική μας γενιά θα δει όσα δεν είδαν οι προηγούμενες. Το Ίδρυμα Νιάρχος έγινε, η επένδυση στον Αστέρα προχώρησε, όπως επίσης προχωράει η ανάπλαση του φαληρικού όρμου και φυσικά η παρέμβαση στο Ελληνικό. Όλα αυτά θα συνθέσουν μια μεταμόρφωση της περιοχής μέχρι το 2023” λέει με αρκετή αισιοδοξία που με προκαλεί να ρίξω στο τραπέζι το χαρτί της ελληνικής νοοτροπίας που τα καθυστερεί, τα εμπόδια που βάζει στην ίδια την ανάπτυξη και προφανώς στην πολιτική βούληση που ουδείς μπορεί να πει με σιγουριά αν υπάρχει ή ακόμα χειρότερα ποιο σκοπό και συμφέρον υπηρετεί. “Όντως είναι σαν να λέμε το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σάρκα ασθενής, αλλά το θέμα είναι να δούμε τι θέλουμε. Ένα μοντέλο σαν αυτό της Βαρκελώνης ή της Κυανούς Ακτής με ήπια ανάπτυξη ή ένα Λας Βέγκας; Θέλουμε να μεγαλώσουν οι πόλεις μας ως προς το ύψος ή να γίνουν φιλικές προς τον πολίτη και τις οικογένειες; Είναι μια από τις μεγαλύτερες ευκαιρίες αυτή που έχουμε μπροστά μας και αν δεν πατήσουμε πάνω της, θα είναι πραγματικά κρίμα. Να αφήσουμε έξω τις ακραίες φωνές και να δούμε την ουσία. Είμαι κι εγώ οικολόγος, αλλά δεν είμαι οικολάγνος” κλείνει με νόημα την τοποθέτηση του.
Κάπου εδώ η συζήτηση βρίσκει ρυθμό ανάπτυξης. Μιλάμε για τα δημοπρατημένα έργα 3.5 εκατομμυρίων ευρώ, για το κοιμητήριο της Βάρης που έχασε το δρόμο του για να συναντήσει το χάος. Τώρα ανάμεσα σε εντάσεις και διαφωνίες από τοπικούς οργανισμούς και κοινότητες ο σχηματισμός του Κωνσταντέλλου θέλει να βάλει τάξη σε αυτό, όπως και στο σύνολο της Βάρης την οποία έχει πάνω-πάνω στην checklst του, αφού “και οι τρεις περιοχές πρέπει να είναι στο ίδιο επίπεδο. Δεν γίνεται στη μία περιοχή του δήμου να στρώνουμε χαλιά με λουλούδια και στην άλλη να έχουμε χωματόδρομους. Δεν θα πω τι παρέλαβα, ούτε μια φορά δεν θα μπω σε αυτήν τη λογική. Θέλω να κάνουμε έργα ήσυχα, χωρίς τυμπανοκρουσίες και αυτό να το βιώνει ο πολίτης. Είμαι κατά δύο πραγμάτων: δεν θέλω να μιλάω για τον προηγούμενο και δεν θέλω εγκαίνια. Έπηξε ο κόσμος στα εγκαίνια. Ας τον αφήσουμε να βιώσει το έργο, την αλλαγή στο δρόμο ή το πεζοδρόμιο μόνος του γιατί έτσι είναι καλύτερη η επίδραση του έργου. Δεν είναι χαζός ο πολίτης για να τον καθοδηγήσεις με εκδηλώσεις. Προτιμώ να δει με τα μάτια του τον ηλεκτρισμό και τα φώτα νέας τεχνολογίας με τηλεματική που θα έχει σύντομα ο Δήμος, ο πρώτος στην Ελλάδα που πηγαίνει προς αυτήν την κατεύθυνση. Κυνηγάμε και θέλουμε τις νέες τεχνολογίες, θέλουμε να αναβαθμίσουμε την πόλη που ζούμε σε κάθε επίπεδο”.
Ο Κωνσταντέλλος είναι ζωηρός. Φαίνεται ότι δεν κάθεται εύκολα, ότι δεν ησυχάζει. Δεν ξέρω αν αυτό του έμεινε από την εποχή του σχολείου όταν όπως παραδέχεται είχε ανησυχίες, που τον οδήγησαν ακόμα και σε ρήξη με το Κολέγιο Αθηνών στο οποίο φοίτησε, πριν κλείσει τη σχολική του πορεία στο 1ο Λύκειο Βούλας. Η ζωηράδα του εντοπίζεται και στο πως κινείται μέσα στη θητεία του. Θέλει να δει την πλατεία της Βούλας να εξελίσσεται όλο και περισσότερο, για να αποτελεί την πιο family friendly σε όλη την Αθήνα, θέλει να δει πλατεία στη Μηλαδέζα της Βάρης και περιμένει ως το τέλος της (πρώτης;) θητείας του για τις αλλαγές στην πλατεία της Βουλιαγμένης, που τόσο αγαπάει και θέλει να επισκέπτεται κάθε φορά που νιώθει κάπως γεμάτος από τις υποχρεώσεις. Αν και το boost του είναι αλλού, μακριά από τη θάλασσα των νοτίων προαστίων, στον αέρα. Μια φορά στους 2-3 μήνες για να συντηρεί τα πτητικά διπλώματα του πηγαίνει στην Αφρική και πιλοτάρει ένα ιδιωτικό αεροσκάφος. “Από την Αφρική σε 10 μέρες πετάω προς Αμερική, Ευρώπη και επιστρέφω με απολύτως καθαρή σκέψη. Είναι αυτό που με φτιάχνει και κάνει restart στο μηχάνημα”.
Με γεμάτο πρόγραμμα, τηλέφωνο που χτυπάει διαρκώς και μια πόρτα που θέλουν να τη διαβούν πολλοί με εντελώς διαφορετικό λόγο, αίτημα ή παράπονο ο καθένας, ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος δεν έχει πολύ χρόνο για εκείνον. Δεν έχει καν πολύ χρόνο για τα τρία παιδιά του που με το που τέθηκαν στο τραπέζι της συνέντευξης το πρόσωπο του άλλαξε. “Τους έχω μεγάλη αδυναμία και παρά τις υποχρεώσεις και την έλλειψη χρόνου, έχουμε μια πολύ δυνατή σχέση. Στα πιο δύσκολα και τις πιο σημαντικές αποφάσεις, τα πρώτα που ρωτάω είναι τα παιδιά. Η μία μου κόρη η Αθηνά είναι στη Νομική Αθηνών, η Πέλλη είναι εξαιρετικό παιδί και μαθήτρια στη Β Λυκείου και ο μικρός 11χρονος Δημήτρης είναι πολύ καλός στα video games και το ποδόσφαιρο! Και φυσικά, υπάρχει μια ηρωίδα μαμά και σύζυγος που πάει μέχρι και τα αυτοκίνητα στο συνεργείο”.
Λογικό μου φάνηκε αυτό το τελευταίο, αφού έτσι κι αλλιώς ο άντρας του σπιτιού είναι ο άντρας μιας ολόκληρης πόλης, για την ακρίβεια τριών πόλεων. “Έχω τα πόδια μου στη γη, αλλά σχεδιάζω πράγματα για τα σύννεφα” μου λέει λίγο πριν κλείσουμε τη συζήτηση. “Αυτό που κάνω εδώ, είναι επίπονο αλλά θέλω να το κάνω καλά, να κάνω κατάθεση ψυχής από αυτή τη θέση. Είμαι παθιασμένος να κάνω σωστά πράγματα για την περιοχή. Πάντα με την ομάδα μου, γιατί μόνο οι ομάδες κερδίζουν. Μπορεί πιλότος να είναι ένας, αλλά η πτήση είναι αποτέλεσμα ομαδικής λειτουργίας και πάνω σε αυτή την ομαδικότητα στηρίζεται η ασφάλεια της”. Φεύγοντας από το δημαρχείο, σκεφτόμουν ότι το πιο γεμάτο από συναισθήματα σημείο μιας πτήσης είναι η απογείωση, αλλά μετά θυμήθηκα μια φράση του Γρηγόρη Κωνσταντέλλου και κατάλαβα ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. “Μόνο αν τελικά πετάξεις το αεροπλάνο με ασφάλεια και το προσγειώσεις, έχεις υπερπλήρωση συναισθημάτων. Έτσι και με την πόλη. Στο τέλος και την προσγείωση, είναι που νιώθεις ότι έκανες όλα όσα έπρεπε”.