Ιστορίες από τον κινηματογράφο Μαϊάμι της Γλυφάδας
Μέσα από τα κείμενα του Nou-Pou έχουμε γράψει για δεκάδες μέρη τα οποία αναπολούμε μέχρι σήμερα. Ωστόσο δεν είμαστε οι μόνοι ηλικιακά, που έχουν αναμνήσεις από τα Νότια. Και οι παλιότεροι από εμάς, μας βρήκαν και μας ρώτησαν: «Το ''Μαϊάμι'' το έχετε ακουστά;».
- 03/04/2014
- Κείμενο: NouPou.gr
«Σκέψου μια Γλυφάδα με πολύ λιγότερα κτίρια και πεύκα. Πάρα πολλά πεύκα. Αν το σπίτι σου εκείνη την εποχή βρισκόταν κάπου κοντά στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, είχες πολλά πεύκα να διασχίσεις μέχρι να φτάσεις στη πλατεία. Ήταν μια όμορφη διαδρομή μέχρι να φτάσεις στο Μαϊάμι» αναφέρει η κα. Αγγελική Σαραντίδου, κάτοικος της Γλυφάδας, με την οικογένεια της να βρίσκεται στη πόλη από τις αρχές του ’40.
Ο κινηματογράφος Μαϊάμι, μαζί με το εξίσου ιστορικό Αριάν και μετέπειτα το Άννα Ντορ, υπήρξε hot spot στη περίοδο της παλιάς Γλυφάδας. Ξεκίνησε το 1947 ως θερινό σινεμά και έκλεισε το 1973. Απαριθμούσε περίπου στις 400 θέσεις. Είναι ένα από τα πολλά κινηματογραφικά παιδιά του Λευτέρη Σκλάβου, ενός πρόσφυγα από τη Σμύρνη, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση του κινηματογράφου.
«Αυτό που ξέρω για τον Λευτέρη Σκλάβο, είναι πως υπήρξε ιδιοκτήτης πολλών κινηματογράφων, όπως του ”Ορφέα” και του ”Λουξ”. Μάλιστα ο Ορφέας νομίζω πως ήταν στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Ο Λευτέρης ο Σκλάβος είχε έρθει πρόσφυγας από τη Σμύρνη, έμενε στη Δραπετσώνα και στη συνέχεια ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στο χώρο έχοντας μόλις ένα μικρό αναψυκτήριο. Τα σινεμά ήρθαν στη συνέχεια. Δεν ξέρω αν το Μαϊάμι ήταν από τα πρώτα που άνοιξε, αλλά ο κόσμος μιλούσε κυρίως για τον Ορφέα. Είχε νομίζω πάνω από 1000 θέσεις, κάτι πρωτοφανές για εκείνα τα δεδομένα».
Ο κινηματογράφος Μαϊάμι βρισκόταν δίπλα στα σημερινά La Pasteria. Εκεί που είναι σήμερα η τράπεζα, οι παλιότεροι θα θυμούνται το ”BAZ”, ένα μουσικό κέντρο το οποίο ήταν γνωστό στη Γλυφάδα την περίοδο των 90s.
Μόνο οι παλιοί γνωρίζουν, ότι κάποτε στο σημείο αυτό φιλοξενούταν ένα από τα πιο όμορφα σινεμά των νοτίων προαστίων.
«Ήταν αυτό που λέμε το ”κοκετίστικο σινεμά”. Δεν είχε φανφάρες και λούσα όπως τα σημερινά, αλλά εκείνο το παραδοσιακό στυλ που είχε ήταν ότι έπρεπε για την εποχή μας. Ήταν μεγάλο σχετικά, με ωραία καθίσματα, ωραία πόστερ στους τοίχους. Το ευχαριστιόσουν, ήταν πολύ προσεγμένο. Ο πατέρας μου είχε ένα μπακαλικάκι κοντά στο γκολφ της Γλυφάδας, λίγο πιο πάνω από την Αχιλλέως. Όταν το Μαϊάμι έφερνε νέα ταινία κάναμε σαν τρελές με την αδερφή μου. Άλλωστε εκείνη την περίοδο δεν είχε και πολλά πράγματα να κάνει κάποιος» λέει η κα. Αγγελική.
Ο κινηματογράφος γνώριζε μεγάλη επιτυχία και είχε επισκέπτες όλων των ηλικιών. Η πλειοψηφία του όμως, όπως και σήμερα, ήταν οι νέοι άνθρωποι. Για εκείνους δεν ήταν ποτέ ένα απλό σίνεμα. Ήταν κάτι σαν θεματικό πάρκο. Δεδομένου ότι εκείνη την εποχή ο κινηματογράφος ήταν στη μέση της δόξας του, ήταν μοναδικά διάσημος. Μερικές από τις πιο καλές ταινίες βγήκαν την εποχή που λειτουργούσε το Μαϊάμι. Και απλά τις ερωτεύοσουν.
Μιλώντας με απλούς ανθρώπους, καθημερινούς, όχι μόνο διαπιστώνεις πως όλοι γνωρίζουν τον κινηματογράφο, αλλά πως όλοι έχουν μια ιστορία να διηγηθούν. Ο κινηματογράφος είναι σήμερα για εμάς ένας ακόμη τρόπος για να φύγει το δίωρο. Για την γενιά του ’60, ήταν κάτι πολύ παραπάνω. Ήταν αφορμή για επικοινωνία. Ή και για καμάκι. Τουλάχιστον αυτό έκανε ο κύριος Λευτέρης.
«Εμείς πιο πολύ πηγαίναμε για τα κορίτσια παρά για την ταινία(γέλια). Σκέψου όμως ότι μιλάμε για μια κοινωνία η οποία σε κατέκρινε μόνο και μόνο αν άγγιζες το χέρι μιας κοπέλας. Είμαστε λοιπόν μέσα στον κινηματογράφο με τον αδερφό μου. Έχουμε πάει να δούμε το ”Μάντεψε Ποιος θα ρθει το Βράδυ” με τον Sidney Poitier. Δίπλα μας καθόντουσαν δύο κοπέλες. Ε λοιπόν σε πληροφορώ κόντεψαν να μας πετάξουν έξω από την πολυλογία μας. Ζήτημα είναι αν είδαμε 20 λεπτά από την ταινία. Αλλά τι να το κάνεις, να μιλήσεις στην έξοδο; Ερχόντουσαν οι πατεράδες να πάρουν τις κόρες τους και οι χωροφύλακες σε αγριοκοίταζαν. Άλλες εποχές, πιο άγριες».
Μέχρι και σήμερα, ο κόσμος θυμάται το Μαϊάμι με την ίδια αγάπη που κάποιοι από εμάς θυμόμαστε το Άννα Ντορ, το Αίγλη και άλλα σινεμά στα νότια προάστια. Τους λείπει ωστόσο η εποχή; Ή το ίδιο το σινεμά;
«Νομίζω πως είναι λίγο από όλα. Κάθε εποχή ξέρεις, έχει ένα άρωμα που δεν το έχει καμία άλλη. Πίστευα πάντα ότι τα συνοικιακά μαγαζιά, έδιναν λίγο άρωμα παραπάνω. Γι’ αυτό στεναχωριέμαι σήμερα, όταν βλέπω τη μια τοπική επιχείρηση να κλείνει πίσω από την άλλη. Να κάνουν κουράγιο όσο μπορούν για να αντέξουν. Είναι το άρωμα της δικής σας εποχής» ολοκληρώνει ο κύριος Λευτέρης.
Την επόμενη φορά που θα διασχίσεις τις γραμμές του τραμ πηγαίνοντας στο La Pasteria, στάσου μερικά λεπτά και προσπάθησε να φανταστείς τον κινηματογράφο. Ένα κομμάτι μιας άλλης εποχής που δεν ξεχάστηκε ποτέ και έμεινε ζωντανό στις καρδιές…