Ιστορίες της πόρτας: Ο Δημήτρης Γκόβας μας ξεναγεί στη παραλιακή των 90s
Η συνεργασία του με το Βασίλη Τσιλιχρήστο, περιστατικά που του έχουν μείνει χαραγμένα στο μυαλό και η νυχτερινή διασκέδαση μιας εποχής που δε θυμίζει σε τίποτα το σήμερα.
- 03/10/2019
- Κείμενο: Χριστίνα Ζάχου
Το όνομα του Δημήτρη Γκόβα έχει συνδεθεί με τη νυχτερινή διασκέδαση στην παραλιακή την εποχή των 90s. Όσοι έχετε διασκεδάσει στο Μικρό Mercedes, στο King Size και στο Privilege θα θυμάστε το πρόσωπο του Δημήτρη μιας και ήταν ένας από εκείνους που σου έδιναν το πράσινο φως για να μπεις στο εσωτερικό των θρυλικών μαγαζιών του Βασίλη Τσιλιχρήστου. Αυτό που ίσως δεν γνωρίζαμε τότε ήταν πως τα συγκεκριμένα μαγαζιά θα γράφανε τη δική τους ιστορία.
Ένα φθινοπωρινό μεσημεράκι συναντώ το Δημήτρη στο ΜΟΜΑ το μαγαζί που έχει μαζί με το Γιούρκα Σεϊταρίδη εδώ και 11 χρόνια στο Μοναστηράκι. Καθόμαστε σ΄ ένα από τα τραπέζια κι ανυπομονώ να πατήσω το “on” στο μαγνητοφωνάκι για να μεταφερθούμε πίσω στα (μακρινά) 90s και να θυμηθούμε ιστορίες από την παραλιακή -τότε που η διασκέδαση είχε άλλη διάσταση.
Ο Δημήτρης ξεκίνησε να εργάζεται για πρώτη φορά νύχτα το 1996 στην ομάδα του Βασίλη Τσιλιχρήστου. «Ξεκίνησα στο Μικρό Mercedes στη Γλυφάδα ως βοηθός σερβιτόρου και το ίδιο καλοκαίρι ο Βασίλης με έβαλε στη πόρτα του King Size. Τον επόμενο χειμώνα με κράτησε στη πόρτα του Μικρό Mercedes κι έτσι κυλούσαν οι χειμώνες και τα καλοκαίρια. Έπειτα τα καλοκαίρια ήμουν στο Privilege- πάντα στην πόρτα- στον Άγιο Κοσμά» αναφέρει για το ξεκίνημα του.
Τι είναι αυτό που θυμάται από την πρώτη φορά που ξεκίνησε να δουλεύει στα μαγαζιά του Τσιλιχρήστου; «Για μένα όλο αυτό που έζησα ήταν τρομερή εμπειρία. Εκείνη την εποχή ήταν όλα διαφορετικά: η διασκέδαση, ο κόσμος, η νύχτα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που το Μικρό Mercedes είχε πάρα πολύ ωραίο κόσμο και όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Το μαγαζί ήταν μικρό σε χωρητικότητα και πάντα γεμάτο από κόσμο. Σ΄ ότι αφορά το King Size πέρασαν οι καλύτεροι Djs του κόσμου. Έπειτα μπήκε στη ζωή μου και το Privilege, το οποίο ήταν το νούμερο ένα μαγαζί σ΄ όλη την Αθήνα. Δεν μπορώ να ξεχάσω την εικόνα πως κάθε βράδυ όλο το parking ήταν γεμάτο κόσμο που περίμενε να μπει μέσα στο μαγαζί. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε dress code για να μπεις στα μαγαζιά και ήταν όλοι αγόρια και κορίτσια ιδιαίτερα προσεγμένοι με την εμφάνιση τους. Καμία σχέση με το σήμερα που ο κόσμος βγαίνει βράδυ με βερμούδα και σαγιονάρα. Σίγουρα έπαιζε ρόλο η οικονομική κατάσταση που επικρατούσε τότε».
Η διασκέδαση στα 90s έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό όλων μας που τη ζήσαμε. «Ο κόσμος διασκέδαζε περισσότερο δεν είχε προβλήματα για αυτό όλα ήταν διαφορετικά. Ακόμα και τα μαγαζιά που έστηνε ο Βασίλης ήταν μονοπώλιο και πολύ προσεγμένα. Φρόντιζε την παραμικρή λεπτομέρεια για αυτό η επιτυχία δεν ήταν αποτέλεσμα τύχης, αλλά μελετημένης δουλειάς. Ο Βασίλης ήταν πρωτοπόρος σε όλα του. Όταν έπαιρνε ένα νέο μαγαζί το έφτιαχνε από την αρχή γιατί πρόσεχε και σεβόταν πολύ τον κόσμο. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ήθελε όλα να λειτουργούν άψογα. Επιπλέον, τα περισσότερα μαγαζιά του ήταν σε προνομιακή τοποθεσία. Για παράδειγμα το Privilege ήταν δίπλα στη θάλασσα. Όλα αυτά έπαιξαν ρόλο διαμορφώνοντας τη διασκέδαση εκείνης της εποχής» απαντάει.
Ο Βασίλης Τσιλιχρήστος αποδείχτηκε μεγάλο κεφάλαιο στη νύχτα και όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί του λένε τα καλύτερα. Πως ένιωθε ο Δημήτρης για τον άνθρωπο που άλλαξε τα δεδομένη στη νυχτερινή διασκέδαση; «Όπως σου είπα κι παραπάνω ο Βασίλης υπήρξε πρωτοπόρος σε όλα του. Για αυτό όλοι όσοι δουλέψαμε δίπλα του κάναμε δικές μας δουλειές –εξαργυρώσαμε όσα μάθαμε στο πλευρό του. Από την εμπειρία που αποκομίσαμε καταφέραμε να κάνουμε κάτι δικό μας. Όλοι οφείλουμε στο Βασίλη. Τα χρόνια που δούλεψα μαζί του έμαθα να είμαι δίκαιος, να σέβομαι και να προσέχουμε τον πελάτη. Γιατί ο ίδιος του έδινε πολλές παροχές. Ήταν πάντα σε ετοιμότητα. Πρόσεχε και την παραμικρή λεπτομέρεια. Επιπλέον ήταν δίκαιος και με το προσωπικό του και κρατούσε ισορροπίες».
Η επόμενη ερώτηση μου είναι αν λείπει η διασκέδαση εκείνης της εποχής, αλλά μέσα μου νομίζω πως ξέρω την απάντηση. «Μου λείπει πάρα πολύ και η διασκέδαση και η δουλειά. Νομίζω πως όλα μου λείπουν από εκείνη την εποχή. Σε όλους εμάς που δουλεύαμε νύχτα μας λείπει η αίγλη του τότε γιατί πολύ απλά ξέρουμε πως δεν τα το ζήσουμε ποτέ ξανά. Τα πράγματα προχωράνε και αλλάζουν. Ο κόσμος διασκεδάζει διαφορετικά πλέον –έχει αλλάξει συνήθειες».
Ποια είναι εκείνη η ιστορία που θυμάται έντονα από εκείνη την εποχή κι έχει χαραχτεί έντονα στη μνήμη του; «Το Rockwave Festival που έγιναν τα επεισόδια στο Privilege. Είχε γίνει κάποιο μπέρδεμα και μετά τη συναυλία πήγαν να κάψουν το μαγαζί. Ήμασταν μαζεμένοι όλοι από το προσωπικό και προστατεύαμε όσο μπορούσαμε το μαγαζί. Ο Βασίλης κι όλοι εμείς μείναμε μέσα για να μην το κάψουν. Εκείνο το βράδυ είχε κλείσει όλη η παραλιακή».
Εκείνα τα χρόνια υπήρχε το κατάλληλο dress code για να μπορέσεις να μπεις μέσα σ΄ ένα μαγαζί. Άλλοι το δέχονταν κι άλλοι αντιδρούσαν. «Υπήρχαν κάποια πράγματα που τα προσέχαμε πολύ και ο λόγος ήταν για να υπάρχει αισθητική και αρμονία μέσα στο μαγαζί. Κι αυτό ήταν η επιτυχία των μαγαζιών του Βασίλη πως όλα ιδιαίτερα προσεγμένα, έβλεπες όμορφα πρόσωπα και ο κόσμος σεβόταν το χώρο. Στα εστιατόρια υπήρχε πολύ καλός κόσμος από πολιτικούς μέχρι ανθρώπους της show biz».
Τελικά ο κόσμος φλέρταρε περισσότερο; «Ναι, φλέρταραν πάρα πολύ και ήταν πιο άνετοι. Καμία σχέση με το σήμερα που όλοι αντί να διασκεδάσουν είναι απορροφημένοι στα κινητά τους. Από την άλλη πλέον δεν υπάρχουν τέτοιου είδους μαγαζιά άλλαξε εντελώς ο χάρτης της διασκέδασης. Γίνανε πιο πολλά συνοικιακά μαγαζιά, ενώ δυνάμωσαν πολύ τα μπαρ και τα καφέ που πλέον κάνουν και events. Δεν υπάρχουν πια επιχειρηματίες σαν το Βασίλη να ρίξουν τόσα λεφτά όπως έκανε εκείνος» υποστηρίζει.
Αλήθεια, τι άλλο θυμάται από την αίγλη της παραλιακής; «Θα σου πω ότι μπορεί να γραφτεί. Είδα ονόματα όπως αθλητές του NBA, διάσημους ηθοποιούς όπως ο Bruce Willis που δεν θα μπορούσα να τους δω. Επίσης, ο Πέτρος Κωστόπουλος έκλεινε όλο το μαγαζί όταν έκανε πάρτι τα πάρτι των περιοδικών του».
Πόσο διαφέρουν οι άνθρωποι της νύχτας από εκείνους που εργάζονται ημέρα; «Η μόνη διαφορά είναι πως τη νύχτα βλέπεις τη πραγματική συμπεριφορά του κάθε ατόμου. Όταν κάποιος πιει λιγάκι κι έχει προβλήματα συνήθως θα σου δημιουργήσει πρόβλημα, ενώ όταν είναι καλά ψυχολογικά έχει διάθεση. Συνάντησα ανθρώπους που δούλευαν ημέρα και ήταν διευθυντές σε εταιρείες κι όταν έπιναν έκαναν τα χειρότερα πράγματα. Από το να μας μιλήσουν υποτιμητικά μέχρι να δημιουργήσουν προβλήματα».
Αναρωτιέμαι αν ερχόταν σε δύσκολη θέση λόγω του πόστου που είχε στα μαγαζιά. «Δεν θυμάμαι συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά καθημερινά ερχόμουν σε δύσκολη θέση. Γιατί υπήρχαν άνθρωποι που είχαν πιει και καταλάβαιναν ότι πρέπει να σταματήσουν κι άνθρωποι που δεν καταλάβαιναν και μιλούσαν άσχημα. Με την συζήτηση πάντα βρίσκαμε ισορροπίες”.
Πως διαχειρίστηκε την πτώση της παραλιακή; «Έφυγα πάνω στην αλλαγή. Παράλληλα άνοιξα και το πρώτο μου μαγαζί στη Γλυφάδα και δεν έζησα αυτή την αλλαγή της διασκέδασης. Ήταν η εποχή που άνθισαν τα μπουζούκια».
Για το τέλος, πιστεύει πως μπορεί να αναβιώσει ξανά εκείνη η εποχή; “Μαγαζιά όπως το Privilege και το Αμφιθέατρο δε νομίζουν πως θα ξανά γίνουν”.