Μπαρμπα-Γιάννης, η ζωντανή ιστορία των Βλάχικων
Μας κέρασε κοκορέτσι (να γλείφεις τα δάχτυλά σου), μας μίλησε για τη Μπριζίτ Μπαρντό, την Παπαρίζου και τη σχέση του με τον Κολοκοτρώνη.
- 23/05/2014
- Κείμενο: NouPou.gr
Πείτε μου λίγο για την οικογένειά σας.
Είμαστε οι αδελφοί Χουντάλα, το λέει και η κάρτα μας. Εγώ και ο Χρήστος. Η οικογένεια αυτή κρατάει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, από Κολοκοτρωνέϊκη γενιά. Οι δικοί μας είχαν καταγωγή από την ορεινή Αρκαδία. Ήμασταν διαβατάρηδες. Διαβαίναμε από βουνά σε χειμαδιά και από χειμαδιά το Μάη πίσω πάνω στα βουνά.
Πώς ξεκίνησε το μαγαζί;
Είχε ο πατέρας μου τρία αδέλφια στο Σαν Φρανσίσκο. Μου έκαναν πρόσκληση να πάω εκεί, να δουλέψω στα εστιατόριά τους. Έβγαλα διαβατήριο, αλλά τελικά δεν πήγα. Μετά ξεκινήσαμε την ταβέρνα με τον αδελφό μου, τότε ήταν στα σύνορα Γλυφάδας και Βούλας. Ήταν από το 1958 μέχρι το 1981 εκεί. Στο Ασκληπιείο από πίσω, εκεί που ήταν ο Επίκουρος παλιά, απέναντι από το σημερινό κολυμβητήριο.
Πότε πήγατε στα Βλάχικα δηλαδή;
Το 1982. Ήταν ήδη οικοδομημένο το μαγαζί από το 1966. Και ήταν η χρυσή εποχή στα μπουζουξίδικα εδώ, το 1980 πάνω στο δρόμο υπήρχαν οκτώ στη σειρά. Τραγουδούσαν οι αδελφοί Κατσάμπα, η Άντζελα Δημητρίου (που ήταν περίπου δεκαοχτώ ετών τότε). Αυτό το κτίριο ήταν ο Ζυγός (μπουζουξίδικο).
Γιατί τα λένε Βλάχικα;
Γιατί την παλιά εποχή, πριν από 100 εκατό χρόνια δηλαδή, εδώ υπήρχαν μόνο μαντριά και γιδοπρόβατα, έρχονταν οι βοσκοί, οι Βλάχοι, περνούσαν το χειμώνα τους και φεύγανε μετά προς Ρούμελη, προς τα βουνά.
Και την ταβέρνα γιατί την ονομάσατε «Τσολιά»;
Επειδή ήταν εύζωνας ο αδελφός μου. Το διαλέξαμε γιατί πιστεύαμε πως με αυτό το όνομα θα ξεχωρίζει το μαγαζί. Οι υπόλοιπες ταβέρνες ήθελαν να επωφεληθούν γιατί το όνομα «Τσολιάς» ήταν γνωστό και έβαζαν δικούς τους τσολιάδες απ’ έξω και όταν οι περαστικοί ρωτούσαν πού είναι ο «Τσολιάς», τους έλεγαν «εδώ». Υπήρχαν κράχτες δηλαδή στα άλλα μαγαζιά, που για το λόγο αυτό μεταμφιέστηκαν σε τσολιάδες. Εμείς δεν είχαμε απ’ έξω κανέναν αληθινό τσολιά, μόνο ένα άγαλμα. Τώρα μετά την ανάπλαση δεν το έχουμε ούτε αυτό.
Μετά την ανάπλαση;
Από τότε που έγινε η Ολυμπιάδα και που έφτιαξαν το αεροδρόμιο και μετά. Παλιά ήταν ένας μονόδρομος αλλά το τοπίο ήταν πιο ωραίο. Μας χαλάσανε τον τόπο λίγο. Παλιά υπήρχαν κάπου δώδεκα ταβέρνες, ήταν ένα ολόκληρο ταβερνοχώρι, τώρα είναι λιγότερες.
Εσείς δεν βάλατε ποτέ φουστανέλα για να διαφημίσετε το μαγαζί;
Το παλιό μαγαζί ήταν 500 μέτρα από την θάλασσα και δεν ξέρανε πώς να φτάσουν. Βάλαμε και φουστανέλα, καθόμασταν στην παραλία και μας ρωτούσαν «τι κάνεις εδώ τσολιά» και τους καθοδηγούσαμε για να βρουν την ταβέρνα. Μόλις φύγαμε από Βούλα γράψαμε ένα πανό ότι πάμε στα Βλάχικα στη Βάρη, επί της λεωφόρου.
Τι διαφορετικό είχε ο παλιός χώρος από τον καινούριο;
Ήταν πιο παραδοσιακό το παλιό μαγαζί, ήταν απόμερο, με τα καλάμια του, με τα ψαθιά του, με χαλίκι έξω, είχε κειμήλια μέσα 200 χρόνων, της μάνας και της γιαγιάς μου. Στο τωρινό υπάρχουν, επίσης, παραδοσιακά αντικείμενα από το χωριό του πατέρα μου, το Λυγουριό στην Επίδαυρο (όπου έχουμε φτιάξει μέσα και κάτι σαν δικό μας χωριουδάκι, τα Χουνταλέικα).
Ποιοι διάσημοι έρχονταν στο μαγαζί;
Η Αλίκη με τον Παπαμιχαήλ, ο Ωνάσης με τη Τζάκι, τον καιρό που άραζε τη Χριστίνα, τη θαλαμηγό, στα Αστέρια. Ο Κωνσταντάρας, που έμπαινε πάντα καμαρωτά. Είχαν έρθει πρέσβεις (ακόμη έρχονται), αλλά και εφοπλιστές, ο Λιβανός, ο Νιάρχος, όλοι. Ειδικά όταν γίνονταν τα Ποσειδώνια. Ήρθε πιο πρόσφατα και η Άλλα Πουγκατσιόβα, η Μαρινέλλα της Ρωσίας, και ο Κιρκόροφ, ο τότε σύζυγός της. Η Καρέζη ερχόταν με τον Καζάκο, έπιαναν την κουβέντα και ξημερώνονταν εκεί, ειδικά όταν άρχιζε το καλοκαίρι. Η Τζένη ήταν μάγκας, άμα νευρίαζε καμιά φορά, το καταλάβαινες. Μία φορά ήθελα να πάω στην λαχαναγορά στις 4 το πρωί και είχαν αράξει κάτω στο χαλίκι σε μία γωνία και πίνανε, τους πήγα μερικά φρούτα και τους είπα «φάτε τα, πιείτε και ό,τι ώρα θέλετε, φύγετε». Μέχρι και η βασίλισσα της Περσίας είχε έρθει. Την είχαν φέρει οι γυναίκες της οικογένειας Παπαστράτου. Της γνωστής, με τα τσιγάρα. Πριν από 40 χρόνια. Έχουμε κάτσει και με τον Μπιθικώτση και έχουμε τραγουδήσει με κιθάρα. Του Βοσκόπουλου και της Μαρινέλλας τους πήγαινα φαγητό με το δίσκο, γιατί νοίκιαζαν λίγο πιο πάνω από το μαγαζί.
Θα μου διηγηθείτε την ιστορία με τη Λάσκαρη;
Τότε το νούμερο ένα (όπως σήμερα είναι ο Αστέρας Βουλιαγμένης) ήταν τα Αστέρια Γλυφάδας με τις γνωστές καμπάνες, που πήγαινε και η Ζωίτσα η Λάσκαρη με την παρέα της. Ερχόταν με ένα ωραίο παλικάρι, τον Κατραμόπουλο, που είχε μεγάλο χρυσοχοείο στη Βουκουρεστίου. Αλλά και με τον Ξαρχάκο, τον Νάσο Αθανασίου, τον Μαστοράκη, μία μελαχρινή φίλη της, την Καρλότα. Είχε έρθει ένα καλοκαίρι με το μπικίνι της, ήταν απόγευμα και δεν είχα κάποιον να δουλεύει. Της λέω «δεν πρόκειται να φάτε», μου λέει «τι λες Γιάννη, εγώ δεν φεύγω, δεν πάω πουθενά». Έκανε ποδιά το τραπεζομάντιλο και έκοψε σαλάτα μόνη της. Μετά το φαγητό, άρχισαν να παίζουν μπουγέλο. Είχαμε και μουσική σε πικάπ τότε. Μην ξεχάσω και τον Ομάρ Σαρίφ με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό και την Ούρσουλα Άντρες, που ήρθαν, όταν γίνονταν τα γυρίσματα της γαλλικής ταινίας Le Casse (με τον ελληνικό τίτλο «Οι Ληστές») στην Καστέλλα. Και ο Πούτιν, όταν ακόμη δεν ήταν πρωθυπουργός. Και φυσικά η Μπριζίτ Μπαρντό. Μεγάλη ιστορία.
Πείτε μου για τη Μπριζίτ.
Η Μπριζίτ δεν ήθελε να έρθουν δημοσιογράφοι, γιατί έκανε διακοπές. Ήταν με το σύντροφό της και στο μαγαζί την έφεραν οι εφοπλιστές, ο Κουμάνταρος με το Βερνίκο. Είχε έρθει ξυπόλυτη μετά από το μπάνιο. Σε μια ακρούλα, απόμερα τη βάλαμε. Ο Κουβελογιάννης, όμως, ο δημοσιογράφος, ήθελε να τη φωτογραφίσει. Τον έδιωχνα, αλλά το πάλεψε. Πήγε από την άλλη πλευρά, από το οικόπεδο, ανέβηκε στη συκιά και πήρε τις φωτογραφίες. Όμως το κλωνάρι έσπασε και έπεσε. Αφού η φωτογραφία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολη, ήρθε στο μαγαζί η μισή Αθήνα. Έγινε χαμός. Όλοι ήθελαν την καρέκλα της Μπριζίτ. Έτσι κι εγώ βούτηξα την καρέκλα και την κρέμασα στη συκιά.
Βλέπω έχετε φωτογραφία με την Παπαρίζου, ήρθε και αυτή;
Ναι η Παπαρίζου έγινε νονά κι έκανε εδώ το γλέντι, ήρθε πρόσφατα, είναι πολύ καλό κορίτσι, απλό. Αλλά και άλλοι από τους καινούριους. Ο Κουρκούλης με την Κελεκίδου, ο Μπάσης, ο Μαρτάκης, ο Τερζής.
Είστε γνωστός και εκτός Ελλάδας έμαθα, ισχύει;
Μία φορά έφτασε ένας Ιάπωνας δημοσιογράφος, ντυμένος με φουστανέλα (ντύθηκα κι εγώ τσολιάς) και έκανε ρεπορτάζ για τη ζωή στην Ελλάδα, πώς δουλεύουμε στο μαγαζί κ.λπ. Αυτό έπαιξε σε γιαπωνέζικο κανάλι την προηγούμενη Πρωτοχρονιά.
Το μουστάκι το είχατε πάντα; Έχει γίνει της μόδας, το ξέρετε;
Όχι το βγάζω μερικές φορές και το ξαναβάζω. Ναι, πάντα το είχα.
Πάντα θέλατε να κάνετε αυτό που κάνετε;
Όχι, ήθελα να γίνω ηθοποιός, από τότε που ήμουνα σερβιτόρος στη Γλυφάδα. Είχε έρθει και η Μάρω Κοντού και της το είχα πει. Και στη Μαίρη Αρώνη, που έπαιζε τότε στο Rex. Έβλεπα το Χατζηχρήστο και τους άλλους στις ταινίες και πίστευα ότι μπορώ να παίξω κι εγώ. Και τραγουδιστής είχα σκεφτεί να γίνω. Ακόμη τραγουδάω. Δημοτικά. Και εδώ στο μαγαζί. Όλα τα τραγούδια από το δημοτικό τραγούδι, από την παράδοση, έχουν βγει.
Όμως τελικά σας βγήκε σε καλό.
Ναι μια χαρά. Έκανα τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, τη φαμίλια μου και το μαγαζί πήγε πάρα πολύ καλά. Και τα ανίψια μου δουλεύουν εδώ, τα νιώθω σαν παιδιά μου. Και η κυρα-Μαριώ, η νύφη μου, βοηθάει. Και η κυρα-Κατερίνα, η γυναίκα μου.
Ποια είναι η σπεσιαλιτέ σας;
Σπεσιαλιτέ της περιοχής και του μαγαζιού είναι το κοκορέτσι και το κοντοσούβλι. Όταν παίρνουμε π.χ. 20 κιλά συκωταριά για να τη φτιάξουμε κοκορέτσι, τα 12-13 θα μπούνε στη σούβλα. Τα λίπη και οι πέτσες θα πεταχτούν, για να κρατήσουμε την ποιότητα ακόμη και εις βάρος της τιμής που τα αγοράζουμε. Ωραία είναι και το αρνάκι σούβλας, τα παϊδάκια μας (φυσικά) και η σταβλίσια μπριζόλα.
Έχετε κάτι ιδιαίτερο για το καλοκαίρι;
Ναι βέβαια. Τους καλοκαιρινούς μήνες λειτουργεί στην ταράτσα ένας εξωτικός χώρος με ρυάκια, σιντριβάνια, δέντρα κι αρώματα από λουλούδια. Ένα σκηνικό που θυμίζει λίγο από νησιώτικο τοπίο. Προσφέρεται για νυχτιές με φεγγάρι που μας γεμίζουν δροσιές. Παρέα με ένα παγωμένο ποτήρι μπύρας, κρασάκι ή τσιπουράκι.
Τσολιάς, Λεωφόρος Βάρης 45, Βάρη, τηλ.: 210-8952446