Πανόραμα Βούλας, ένα μήνα μετά τη φωτιά
Η Λαμπρινή Ανδρεάδου, κάτοικος της περιοχής του Πανοράματος Βούλας και εθελόντρια δασοπροστασίας στον Υμηττό, μας μιλάει για το κρυμμένο δάσος της Βούλας που χάθηκε με τις πρόσφατες πυρκαγιές, για τα λάθη και τις παραλείψεις στη μεγάλη φωτιά της 4ης Ιουνίου και για τον τρόπο που το δάσος αυτό θα αναγεννηθεί.
- 04/07/2022
- Κείμενο: Γεωργία Βαμβακερού
- Φωτογραφίες: Νίκος Μυλωνάς
Η ζωή της Λαμπρινής Ανδρεάδου από το 2011, που εγκαταστάθηκε στο Πανόραμα της Βούλας, ήταν η εκπλήρωση ενός ονείρου. Ως full time μητέρα, μεγάλωνε τα δυο παιδιά της σε ένα περιβάλλον ειδυλλιακό. Στον ελεύθερο χρόνο της βοηθούσε με μια ομάδα Δημοτών των 3Β τα αδέσποτα της πόλης κι έκανε ατελείωτες βόλτες με τα παιδιά της και τα τρία αδέσποτα σκυλιά που έχει υιοθετήσει, στο δάσος του Λυκορέματος, που γνωρίζει μετά από τόσα χρόνια «όπως τη χούφτα της». Όλα αυτά μέχρι τη μεγάλη φωτιά της 4ης Ιουνίου.
«Το Πανόραμα είχε ένα δάσος πολύ καλά κρυμμένο, ένα πευκωτό δάσος 45 ετών, που δεν είχε επιβαρυνθεί ιδιαίτερα από επισκέπτες. Οι περισσότεροι το γνώρισαν την περίοδο της καραντίνας, όταν έψαχναν διαδρομές για να περπατήσουν λίγο παραπάνω. Οι επισκέπτες αυτοί ήταν φυσιολάτρες, ποδηλάτες κι άνθρωποι που ήθελαν να βγάζουν μεγάλες βόλτες στη φύση τον σκύλο τους. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Πανοράματος όμως δεν ήξεραν καν για την ύπαρξη αυτού του δάσους εκεί επάνω».
«Μετά τη φωτιά έπαθα κατάθλιψη. Κανείς δεν μπορούσε να με καταλάβει παρά μόνο αυτοί που αγαπούν τη φύση όσο εγώ κι όσοι είχαν αυτό το δάσος θέα από τα σπίτια τους. Τις πρώτες ημέρες τα σκυλιά μου με τραβούσαν να πάμε βόλτα στο δάσος μας κι εγώ περιοριζόμουν σε μια βόλτα γύρω από το σπίτι»
«Μέχρι ένα απόγευμα, που αποφάσισα να τα πάω. Αποφάσισα να υιοθετήσω αυτή την διαδρομή εκ νέου, έστω και με καμένα, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Παντού μυρωδιά καμένου. Βρήκαμε χελώνες που δεν είχαν επιβιώσει και στεναχωρήθηκα πολύ, μέχρι που η Ελπίδα, το ένα από τα σκυλάκια μου, που έχει πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο το κυνηγού, βρήκε μέσα σε μια μικρή πράσινη “τούφα”, σ’ ένα μικρό κομμάτι που είχε γλιτώσει από τη φωτιά, ένα μικρό ζωντανό χελωνάκι. Φυσικά το πήραμε μαζί μας και το φιλοξενώ σε ένα παρτέρι που έχω, μέχρι να το πάω σε ένα ασφαλές πράσινο σημείο».
«Δύο περίπου μήνες πριν τη φωτιά, είχα αφήσει στο σημείο που τελικά κάηκε οκτώ χελωνάκια που είχα μαζέψει από τον δρόμο. Τα κράτησα έναν χειμώνα στο παρτέρι μου, τα φρόντισα και τα απελευθέρωσα. Δυστυχώς τελικά τα καταδίκασα».
«Η φωτιά αυτή ήταν μια προβλέψιμη φωτιά. Την αναμέναμε. Την περιμέναμε, ως εθελοντές. Αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε σχέδιο δράσης. Εγώ, εκτός από τη Φιλοζωική ομάδα Βούλας, είμαι και στην Εθελοντική Δασοπροστασία Νοτίου Υμηττού. Έχουμε μελετήσει τις προηγούμενες φωτιές -που έχουν ξεκινήσει όλες από την Γλυφάδα, άλλες τρεις φωτιές, το 2006, το 2009 και το 2011- και διαπιστώσαμε ότι αν ήμασταν καλύτερα εκπαιδευμένοι -και η πυροσβεστική και οι εθελοντές- θα την είχαμε σταματήσει, στη μισή ώρα που «έκατσε» στον Σταυραετό, εκεί που βρίσκεται η κεραία της κινητής τηλεφωνίας και περιορίστηκε από μόνη της. Εκεί έχει ένα μικροκλίμα, μικρούς κυκλώνες, που την περιόρισε, δεν την άφησε να επεκταθεί. Μέχρι που κάποια από τις καύτρες έπεσε στο Λυκόρεμα και η φωτιά ξεκίνησε από την αρχή».
«Εδώ έχει ένα περίεργο κλίμα. Πολλούς αέρηδες, που φυσούν από διαφορετικές κατευθύνσεις και δυσκολεύουν την κατάσταση. Όμως θα μπορούσαμε να την σταματήσουμε αν γνωρίζαμε τους δασικούς δρόμους. Οι πυροσβέστες δεν τους γνώριζαν. Εγώ ξέρω το βουνό σαν την παλάμη του χεριού μου. Μπορώ να σου πω ακόμα και πού έχει φιδάκια. Γιατί το περπατώ κάθε ημέρα, νοιάζομαι για αυτό, το αφουγκράζομαι, το αγαπώ. Οι πυροσβέστες που ήρθαν δεν ήξεραν πού να πάνε. Τα μέρη που κάηκαν επάνω, Λαμίας, Διστόμου, Θηβών, Παρνασσού, καήκαν χωρίς να πάει ποτέ η πυροσβεστική. Οι κάτοικοι κατέβρεχαν τις περιουσίες τους για να τις σώσουν, με δικό τους ρίσκο. Η πυροσβεστική δεν ήξερε τους δρόμους».
«Εγώ την ημέρα της φωτιάς έλειπα εκτός Αθηνών. Δυστυχώς ή ευτυχώς, γιατί αν ήμουν εδώ δεν ξέρω αν θα μιλούσαμε τώρα. Θα ήμουν μέσα στο δάσος. Τουλάχιστον για να σώσω τις χελώνες, που ήξερα πού έμεναν».
«Τώρα πρέπει να αφήσουμε το βουνό στην ησυχία του. Η περιοχή, όπως ακούστηκε και στο Φόρουμ που έγινε με τους Δημάρχους, είναι αναδασωτέα, αλλά θα ακολουθήσει μια δύσκολη καλοκαιρινή περίοδος ξηρασίας και, μετά τον Οκτώβρη, θα πρέπει να συντονιστούμε με το δασαρχείο γιατί δεν μπορείς να κάνεις όπως θες ούτε όποτε θες αναδάσωση . Υπάρχουν κάποιοι καρποί, που ίσως φυτρώσουν, αλλά είναι ελάχιστοι γιατί το βουνό είναι κατακαμένο. Από κει και πέρα, αν δοθούν αναδασώσεις, θα πρέπει να βάλουμε κάποια δένδρα που είναι βραδύκαυστα. Χαρουπιές, κουτσουπιές, βελανιδιές για παράδειγμα. Όχι βέβαια ότι θα σταματήσουν να φυτρώνουν και πεύκα. Οι δενδροφυτεύσεις που είχαμε κάνει τα τελευταία χρόνια, σε πολύ δύσκολο, ημιβραχώδες έδαφος, με μεγάλο κόπο, δυόμισι χιλιάδες δενδρύλλια, όλα κάηκαν».
«Ξέρεις, το θέμα της φωτιάς ξεχάστηκε γρήγορα και νομίζω ότι κι από τα social media θάφτηκε. Ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει καμένα. Όμως είναι καλό να τα λέμε, για να μαθαίνουμε. Για να μην καούν και τα υπόλοιπα».
«Η φωτιά ξεκίνησε από τη ΔΕΔΗΕ. Αν ξεκίνησε από μέσα ή από έξω δεν μας ενδιαφέρει. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι ο χώρος μέσα αλλά και έξω θα έπρεπε να είναι καθαρός. Η Εθελοντική Δασοπροστασία Νοτίου Υμηττού έχει τοποθετήσει λίγο παραπέρα δεξαμενή νερού για να σβηστεί ενδεχόμενη φωτιά. Αυτή η δεξαμενή δεν χρησιμοποιήθηκε. Χρησιμοποιήθηκαν μόνο οι δεξαμενές 5 και 6 ενώ η δεξαμενή 7, που ήταν άδεια και παρακαλούσαμε τον Δήμο να την γεμίσει, εξακολουθεί να είναι άδεια. Επίσης δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου οι δεξαμενές στη Λαμίας, στη Διστόμου, στην Παρνασσού. Δεν πήγε ποτέ εκεί η πυροσβεστική».
«Μετά την πυρκαγιά διαπιστώσαμε ότι το βουνό έχει μέσα του μέχρι και μεταλλικές ντουλάπες πεταμένες. Κρεβάτια, ψυγεία, τενεκέδες, κονσερβοκούτια, μπουκάλια, λάμπες, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Άπειρα. Κάηκαν οι θάμνοι και τα δέντρα και φάνηκαν τα σκουπίδια».
«Αυτό που χρειάζεται από εδώ και στο εξής είναι εκπαίδευση ανθρώπων που αγαπούν και νοιάζονται για το βουνό. Δεν περιφέρονται απλά μέχρι να τελειώσει η βάρδιά τους. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που γνωρίζουν το βουνό και που γνωρίζουν τι να κάνουν σε ενδεχόμενο φωτιάς. Να ξέρουν πού να πάνε, πού είναι οι δεξαμενές. Και χρειαζόμαστε ανθρώπους που να μην αφήνουν κανέναν να μπαίνει μέσα στο δάσος για να πετάξει μπάζα, ή να καπνίζει ανενόχλητος καλοκαίρι, σ΄ένα δάσος που οι πευκοβελόνες είναι κάτω στρωμένες σαν χαλί».
«Εν τω μεταξύ, τώρα που όλα κάηκαν, ήρθε ο ΔΕΔΗΕ κι έχει κατασκάψει για να περάσουν υπόγεια τα καλώδια. Το βουνό λοιπόν τώρα πρέπει να μείνει στην ησυχία του, γιατί δεν πρέπει να πατηθεί το χώμα, μήπως επιβιώσουν κάποιοι καρποί. Και χρειάζονται περιπολίες άμεσα. Σοβαρές περιπολίες. Όχι αυτοί που είναι περιπολία να τρώνε σουβλάκια και να πίνουν καφέ χαλαρά. Για να σωθεί τουλάχιστον το δάσος που έμεινε στον Υμηττό, από τη Βάρη προς Κορωπί. Και πρέπει να αφήσουμε τη φύση, χωρίς παρεμβάσεις, να αναγεννηθεί μόνη της. Αυτή γνωρίζει καλύτερα από όλους μας».