Παντελής Διαμαντόπουλος: Τα Μανιάτικα της ζωής μου
Αφιέρωμα: ΠειραιάςΟ δημοσιογράφος Παντελής Διαμαντόπουλος γράφει για το NouPou και μιλά για τα δικά του Μανιάτικα. Για τα γλέντια, για τους γάμους, αλλά και για τους τσακωμούς, τις διαφωνίες και όλα όσα έζησε εκεί, στα Μανιάτικα του Πειραιά, που πρόσφατα απέκτησαν τη δική τους στάση μετρό.
- 05/11/2022
- Κείμενο: NouPou.gr
Η αλήθεια είναι ότι μου πήρε κάμποσο για να γράψω αυτό το κείμενο από την ημέρα που τα παιδιά του NouPou μου το ζήτησαν. Έπρεπε, βλέπετε, να χωνέψω το γεγονός ότι κάποιος θεώρησε απαραίτητο να γραφτεί κάτι για τα Μανιάτικα. Α όχι, μην ανησυχείτε. Κατά καιρούς (ακόμη και όταν δεν είχαμε γεννηθεί) γράφονταν πράγματα. Και με χοντρές αράδες στις εφημερίδες για την περιοχή που επέλεξαν η μοίρα και ο Κύριος να γεννηθώ (σε μαιευτήριο που τώρα είναι γηροκομείο!) και να μεγαλώσω.
Αράδες που αναφέρονταν κυρίως σε… κοινωνικά φαινόμενα. Πιο λιανά; Ε, κανά ξεκαθάρισμα λογαριασμών, κανά ξύλο, τέτοια ωραία. Ξέρω, δεν είναι σωστό να ξεκινάω έτσι. Είπα να βάλω μια μικρή δόση χιούμορ πριν αφεθώ σε όλα όσα έχουν σημαδέψει τη ζωή μου για έναν τόπο που ή τον λατρεύεις ή δεν πιστεύεις ότι υπάρχει. Αυτός είναι τα Μανιάτικα.
Πριν απλώσω βιώματα και εμπειρίες, να ξεκαθαρίσω πως όσα διαβάσετε παρακάτω δεν έχουν σταγόνα υπερβολής. Δεν χρειάζεται άλλωστε. Θα σας μιλήσω για τα δικά μου Μανιάτικα. Λίγο διαφορετικά από αυτά που μπορεί κάποιος να δει τώρα. Μετρό; Έλα Χριστέ και Παναγία…
Οι Μανιάτες ήταν από τους πρώτους που έπιασαν λιμάνι. Την ώρα που οι Υδραίοι και οι Χιώτες, έμπειροι από ναυτιλία, πήγαν οργανωμένοι στην τωρινή ακτή Μιαούλη και τους δρόμους γύρω από τον Άγιο Νικόλαο, οι Μανιάτες επέλεξαν τους δρόμους στις παρυφές του λόφου του Βώκου. Έβλεπαν από ψηλά το λιμάνι, ήταν κοντά σε αυτό και έτσι, απέκτησαν το απόλυτο κουμάντο.
Οι Αργατιές, ήταν δικές τους. Τι ήταν αυτό; Τα βαπόρια τότε δεν έδεναν στο λιμάνι. Έπρεπε να πάνε βάρκες σε αυτά και να πάρουν εμπόρευμα και κόσμο. Οι Μανιάτες λοιπόν, το …απογείωσαν αυτό, σε βαθμό να αποκτήσουν το μονοπώλιο και να τσακώνονται αρκετές φορές με κόσμο από άλλες περιοχές, όπως για παράδειγμα τους Κρητικούς, οι οποίοι επέλεξαν να πάνε στον Προφήτη Ηλία. Ψηλά, ωραία, τρομερή θέα, αλλά μακριά από το λιμάνι.
Αυτή ήταν η αρχή. Ο κόσμος της Μάνης είχε αρχίσει να έρχεται στον Πειραιά. Ο ένας έφερνε τον άλλο. Και μαζί όλες τις συνήθειες και τις παραδόσεις. Όλα τα συν και τα πλην. Ωραία γλέντια και ωραίοι καυγάδες. Δυνατές φωνές, δυνατά μοιρολόγια. Πιστολιές σε γάμους και βαφτίσεις, πιστολιές και στα… ξεκαθαρίσματα. Γδικιωμός στο φουλ. Βεντέτα για όσους το θέλετε πιο… λάιτ. Δεν είχαν και πολλά να κάνουν τότε. Σε στενούς δρόμους έμεναν και οι γυναίκες έψαχναν διέξοδο στο… αδιέξοδο ακόμη και για μια φωτογραφία.
Τα χρόνια πέρασαν και ο κόσμος γλύκανε. Όταν εγώ λοιπόν και οι φίλοι μου ήρθαμε στη ζωή, πιστεύω ζήσαμε τα πιο όμορφα χρόνια στα Μανιάτικα. Τα γράφω και συγκινούμαι. Καταλαβαίνω ότι κάθε άνθρωπος αισθάνεται περηφάνια για το πως μεγαλώνει. Είναι αυτό το άτιμο που σε συνοδεύει. Οι παραστάσεις, οι συνήθειες. Τα θετικά και τα αρνητικά. Κανείς δεν ξέρει που θα τον βγάλει η μοίρα. Κανείς δεν ευθύνεται για το που γεννιέται. Πολλές φορές στα ταξίδια που κάνω για δουλειά ή για διασκέδαση, αναρωτιέμαι «θα ήθελες να γεννηθείς εδώ;» και στο τέλος η απάντηση είναι: «Όχι ρε, στα Μανιάτικα ξανά και ξανά…».
Η περιοχή προόδευε, λοιπόν, όσον αφορά στα γούστα. Κι αν δεν με πιστεύετε να, δείτε τη μάνα μου που με κρατάει από το χέρι. Γεννημένη στο Γύθειο, πήγε στον Πειραιά πάνω στην εφηβεία της. Για το «καλύτερο αύριο». Ε, υπήρχε καλύτερο αύριο για αυτήν από τον γίγαντα (ευκαιρία να με αποθεώσω) με το αργεντίνικο μαλλί που της κρατάει το χέρι στην ταράτσα του σπιτιού; Οι εποχές είχαν αλλάξει. Δείτε τη μαμά. Γυαλί ηλίου που το θεώρησαν μόδα το 2010 (που να ‘ξεραν ότι στα Μανιάτικα τα ‘χαμε πριν το ’80), παντελόνι καμπάνα κλπ. Πίσω βλέπετε και τη γειτονιά. Μονοκατοικίες, μπουριά, φλοκάτες…
Α, και για να μην ξεφύγουμε και πολύ, τώρα που σας έχω μπόσικους, μη νομίζετε ότι αλλάζουν και πολλά σε έναν τόπο. Η κολόνα της ΔΕΗ που βλέπετε στέκει αγέρωχη και σήμερα που μιλάμε. Και η γειτονιά μικρές αλλαγές έχει. Να δείτε:
Πού είχα μείνει; Α ναι, στον γενικό χαμό. Ένταση κυρίες και κύριοι. Αν με ρωτήσετε ποια είναι η λέξη που πιστεύεις ότι κυριάρχησε στο μέρος που γεννήθηκες ήταν ένταση. Σα χθες θυμάμαι τους απίστευτους καυγάδες στην πόρτα του σχολείου κάθε φορά που είχε εκλογές. Εγώ και οι φίλοι μου πιτσιρικάδες, να βλέπουμε να πέφτουν μπουνιές μπροστά στα μάτια μας για πράσινα, μπλε, κόκκινα όνειρα. Τι να σώσουν στα Μανιάτικα οι 8 φαντάροι και οι 5 αστυνομικοί που έρχονταν; Η πόρτα από την οποία βγήκα σημαιοφόρος σε εθνική εορτή για να ανέβω την Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και να φτάσω στην Παναγία την Οδηγήτρια, κάθε φορά που είχε εκλογές, ήταν ένα μεγάλο ρίνγκ. Ξύλο, κλωτσιές, μπουνιές, βρισιές, ουρλιαχτά. Αυτές οι τσιρίδες των γυναικών πραγματικά ενοχλητικές και λόγος για ταχυπαλμία…
Βέβαια, μιας και πιάσαμε τα πολιτικά, γιατί μια περιοχή είναι τα πάντα, πρέπει να σας γράψω και δυο- τρία λόγια για αυτό. Στα Μανιάτικα, όπως και στη Μάνη, για λόγους που μόνο οι ίδιοι είχαν αποφασίσει να γνωρίζουν, κυριαρχούσε η τάση προς τον βασιλιά (παλαιότερα) και αργότερα προς τα δεξιά. Όπως έλεγε ο παππούς μου «Ο Ολυμπιακός και η Νέα Δημοκρατία υπάρχουν σ’ αυτόν τον τόπο».
Για τον Ολυμπιακό θα γράψω πιο κάτω. Για τη Νέα Δημοκρατία, εγώ τότε δεν καταλάβαινα και πολλά. Για να είμαι ειλικρινής δεν καταλάβαινα τίποτα. Τι να καταλάβω στα 6 μου και στα 7 μου; Ήμουν σε μια γειτονιά, που πλην του πατέρα μου, ο οποίος ταξίδευε (ναυτικός) και όταν ερχόταν απλά γέλαγε με αυτά που άκουγε και άλλων δυο οικογενειών, άπαντες τα έβλέπαν όλα… μπλέ! Άπαντες; Μπα… Είναι η εποχή που η τηλεόραση έχει κυριεύσει και τα Μανιάτικα. Και εν μέσω σήριαλ και διαφημίσεων, ένας τύπος με το όνομα Ανδρέας, αφήνει εμάς τους πιτσιρικάδες με το στόμα ανοιχτό. Παιδάκια και ακούμε εμβατήρια. Παιδάκια και βλέπουμε έναν χαμογελαστό τύπο να φωνάζει ότι όλα πρέπει να αλλάξουν.
Και σκεφτόμαστε ότι αυτοί που παίζουν πιστολιές ανάμεσά μας, τον βρίζουν. Και σκεφτόμαστε ότι αυτές που φοράνε μαύρα και μοιρολογάνε γύρω μας τον βρίζουν. Σκεφτόμαστε ότι όλοι αυτοί που μας φέρνουν ένταση στις παιδικές μας ψυχές τον βρίζουν. Και πάμε σχολείο και δεν ξέρουμε πολιτικά, δεν ξέρουμε τι σημαίνουν πλεόνασμα, εξωτερική πολιτική. Ακούμε τη λέξη αλλαγή. Και αποφασίζουμε ότι είμαστε με αυτόν. Απλά δεν μπορούσαμε να ψηφίσουμε. Η ηλικία το απαγόρευε. Το μετά όμως ήταν δικό του. Συγγνώμη παππού…
Να ‘μαστε λοιπόν. Όλοι εμείς. Ελάτε ο κάτω, δεύτερος από τα αριστερά είμαι. Στο γήπεδο του Αγίου Διονυσίου. Μια γειτονιά γεμάτη αγόρια. Δεν το πιστεύετε ε; Μα αυτά ήταν τα Μανιάτικα! Η Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη μόνη της και μάλιστα από τον αριθμό 1 ως το 40, είχε καμιά 20αρια αγόρια ίδιας ηλικίας. Και άλλες οδοί το ίδιο. Γεννούσαν οι γυναίκες και έκαναν αγόρια. Και οι Μανιάτες χαίρονταν. Και δώσε τουφεκιές. Δώσε γιορτές και χαρές. Ωραία ήταν. Αλλά με ένταση.
Παίζαμε με παιδιά από άλλες γειτονιές, γινόταν σκοτωμός. Εννοώ γειτονιές από τα Μανιάτικα. Γιατί με άλλες γειτονιές του Πειραιά δεν γινόταν να παίξουμε. Δεν έρχονταν! Και όταν πηγαίναμε εμείς, ήταν βέβαιο ότι κάτι θα γίνει. Βλέπω αυτή τη φωτογραφία, θυμάμαι τα πάντα. Κάθε στιγμή. Τι έκανε ο καθένας μετά και που βρίσκεται τώρα.
Ποδόσφαιρο. Πολύ ποδόσφαιρο. Και στα σπίτια μας μαζεμένοι για ποδοσφαιράκι. Και στον δρόμο -ας ήταν ανηφόρα- κάναμε προπόνηση. Κανείς δεν μας έψαχνε. Κανείς δεν φοβόταν για εμάς. Ποιος θα πείραζε ένα παιδί στα Μανιάτικα; Ποιος θα τολμούσε τότε να πλησιάσει και να πει έστω «γειά σου» σε ένα παιδί; Φυσικά και η εποχή εκείνη είχε και τα πολύ καλά της. Ξεραμε κάθε στενάκι. Δείτε πιο κάτω τις φωτογραφίες και θα καταλάβετε. Γνωρίζαμε κάθε πέτρα, κάθε μάντρα. Ξέραμε που θα σκαρφαλώσουμε και που θα βγούμε. Τώρα οι γονείς φοβούνται για τα παιδιά τους. Τότε, φοβόμασταν εμείς τι θα πούμε στους γονείς μας. Ήμασταν οι άρχοντες της ζωής. Οι καβαλάρηδες των ονείρων μας. Ήμασταν αυτοί που θα ‘πρεπε να αλλάξουμε…
Κάποια ημέρα στην 24media ήρθε ένα παιδί, κάτοικος Παλλήνης που είχαμε στο αθλητικό μας ραδιόφωνο και μου είπε: «Σήμερα με την παρέα μου λέμε να πάμε στα Μανιάτικα βόλτα». Κοντοστάθηκα και τον ρώτησα «για ποιο λόγο;» Και μου είπε με απόλυτη αθωώτητα: «Να δούμε πως είναι οι άνθρωποι». Στην αρχή τρελάθηκα. Κάντε με εικόνα. Του απάντησα με χιούμορ «Τι πιστεύεις; Ότι είμαστε κανίβαλοι;». Μετά έφυγα και έβαλα τα γέλια. Γούσταρα. Είπα μέσα μου «ρε ακόμα το ίδιο νιώθουν όλοι οι έξω από τον τόπο;».
Τόσο πολύ γνωστή έχει γίνει η ένταση για την οποία σας έλεγα. Στα Μανιάτικα όλα γίνονταν στο 100%. Και τα όμορφα και τα άσχημα. Κανείς δεν υπολόγιζε τα παιδικά τραύματα. Τα βιώματα. Δεν υπήρχαν όλα αυτά που ορθώς υπάρχουν στις μέρες μας. Θυμάμαι την κηδεία του πατέρα ενός φίλου μου. Ήμασταν 11 χρονών. Όλη η γειτονιά στο πόδι. Ουρλιαχτά, φωνές. Θυμάμαι κάθε δευτερόλεπτο. Το φέρετρο, τη νεκροφόρα, τις μαυροντυμένες να χτυπιούνται. Κοιμόμασταν και τα βλέπαμε πριν μας πάρει ο Μορφέας στην αγκαλιά του. Ξύπναγα τη νύχτα και ήθελα να πάρω τηλέφωνο να δω αν ζει ο πατέρας μου. Με τους φίλους μου για έναν μήνα κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον. Δεν ξέραμε τι να πούμε στον φίλο μας.
Τα σημερινά 11χρονα έχουν πολύ πιο ανεπτυγμένες παραστάσεις, μιλάνε διαφορετικά από εμάς τότε. Μπορεί να περάσαμε καλύτερα, να φάγαμε καλύτερα, να παίξαμε καλύτερα, αλλά πλέον ένα παιδί ακόμη και στα Μανιάτικα τώρα είναι προστατευμένο από την ένταση. Εμείς, ξυπνάγαμε το πρωί να κατηφορίσουμε προς το γυμνάσιο και κατεβαίνοντας τη Λακωνίας, πέντε στενά πιο κάτω, στο γωνιακό τότε καφενείο, βλέπαμε αίματα στον δρόμο. Δεν θα γράψω ονόματα. Η ιστορία γνωστή, πρώτο θέμα τότε στις εφημερίδες. Ξεκαθάρισμα. Ο νεκρός από την γειτονιά μου. Ξανά ουρλιαχτά και μια μάνα, που την έβλεπα κάθε μέρα μαυροντυμένη να πηγαίνει στο νεκροταφείο. Με το βλέμμα στο κενό να κατεβαίνει τον δρόμο και να πηγαίνει να μιλήσει στο παιδί της που ήξερε ότι δεν θα ξαναδεί.
Στα Μανιάτικα έλεγαν «ή στρατιωτικός να γίνεις ή γιατρός». Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί τα κατάφεραν. Ε, στρατιωτικοί όσοι δεν πήγαιναν στις Ανώτατες σχολές, μπορούσαν να πάνε καραβανάδες ή πιλάφες. Υπήρχαν κι αυτοί για να κοροϊδεύω. Γιατί; Ήθελα να πάω κόντρα στο σύστημα της περιοχής.
Προτίμησα τον αθλητισμό από μικρός. Με τον πατέρα μου όταν δεν ταξίδευε ή τον παππού μου. Ο καλύτερος Μανιάτης ήταν ο παππούς μου. Μακριά από όλα όσα σας περιέγραψα. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κερδίζει ο Ολυμπιακός και να βρίζει τον Ανδρέα. Για το πρώτο περνάγαμε καλά, για το δεύτερο, του άλλαζαν τα φώτα πιο πολύ για να γελάω. Αυτός τσαντιζόταν κανονικά. Και τώρα που έγραψα για ομάδες, τι θέλετε να μάθετε; Τι είναι στα Μανιάτικα; Ελάτε τώρα… Σας παρακαλώ. Δεν υπάρχει λόγος να γράφω περιττά πράγματα. Αν για τα πολιτικά έπαιζαν μπουνιές για το ποδόσφαιρο, δεν είχαν κάποιον για να παίξουν. Αυτό τα λέει όλα…
Αν σας μαύρισα την ψυχή πιο πάνω συμπαθάτε με. Θέλω να ξέρετε ότι τα δικά μου Μανιάτικα, τα αγνά, τα όμορφα, τα γεμάτα Μανιάτες, τα δίχως μετρό, είχαν και άλλου είδους ένταση. Δεν ήταν μόνο καυγάδες και τσαμπουκάδες. Τρομερά γλέντια. Το Πάσχα ήταν Πάσχα. Η Οδηγήτρια έμοιαζε με το Μπομπονέρα σε πρωτάθλημα της Μπόκα Τζούνιορς. Μουσική σε όλα τα σπίτια. Αρνιά, πιοτό, όλοι στον δρόμο. Οι γάμοι, ήταν γάμοι. Όχι «έλα γαμπρέ πιες δυο σφηνάκια να γίνει χαμός». Η χαρά ήταν χαρά. Και συμμετείχαν όλοι. Διασκέδαση σωστή, που ακόμα την ψάχνω. Έχω να διασκεδάσω με την ψυχή μου, να χαρώ έτσι πάρα- πάρα πολλά χρόνια.
Πλέον, ο κόσμος το βλέπει αλλιώς. Παντού υπάρχει κάποιος που θα πει μια μαλακία και όλοι πιστεύουν ότι πρέπει να γελάσουν. Κάποιος θα ειρωνευτεί και λένε «α καλό». Διασκέδαση είναι να λες αυτό που νιώθεις χωρίς κρίση. Να γελάς δυνατά, να φωνάζεις, να αδειάζει το μέσα σου και να μην παρεξηγείσαι. Και αυτό το είχαν τα δικά μου Μανιάτικα.
Οι μεγάλοι του τότε, έχουν «φύγει». Τις Θερμοπύλες τις κρατάνε οι γονείς μας. Εμείς, οι περισσότεροι τουλάχιστον, έχουμε κάνει οικογένεια. Παλεύουμε να εξηγήσουμε το τότε μας. Εμένα η γυναίκα μου η Μαίρη, όταν «ξεφεύγω» (κατά τη γνώμη της μόνιμα) μου λέει πάντα «Έλα βγάλε πάλι τα Μανιάτικα από μέσα σου». Το ακούω, χαμογελάω και αισθάνομαι τόσο περήφανος! Δεν θέλω το παιδί μου να ζήσει με την ένταση που μεγαλώσαμε εμείς. Αλλά σίγουρα θα τα μάθει όλα.
Εγώ, οι φίλοι μου, οι γνωστοί, πάντα περνάμε από τα μέρη μας. Δεν υπάρχει εβδομάδα που να μην περάσουμε έστω από έναν δρόμο. Μας φωνάζει, μας καλεί, ηχούν στα αυτιά μας οι φωνές όλων. Των μεγάλων που συμβούλευαν. Των νεότερων που η βόλτα τους ήταν το κέντρο του Πειραιά. Οι δικές μας για να πάμε να δούμε τον Αναστόπουλο και τον Μητρόπουλο. Εσύ καλέ μου αναγνώστη, εσύ όμορφη κυρία που ζεις στα Νότια, πάρε το μετρό, κάνε μια βόλτα και κατέβα στα Μανιάτικα. Βγες περπάτα όσο θες, κλείσε τα μάτια και θα ακούσεις και εσύ τις φωνές όλων μας. Και βάλε το τηλέφωνο στην τσέπη. Δεν χρειάζεσαι gps. Σε όσα στενά και να χαθείς, πάντα θα εμφανιστεί κάποιος και θα σε σώσει…
ΥΓ. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που φόρεσα γραβάτα στα Μανιάτικα, ήταν έξω από τα σπίτια του κυρ Βαγγέλη και του κυρ Νίκου. Ο πρώτος τότε 80 ετών, ο δεύτερος 75. Απέναντι από το σπίτι μου. Κάθε ημέρα ο εξής διάλογος:
-Νίκο….
-Τι θές ρε μαλάκα;
-Θα φέρουμε καμιά γυναίκα;
-Γιατί χέστηκες;
-Όχι για να την απαυτώσουμε
-Μόλις σε δει θα ξεράσει
-Δεν πειράζει ρε κορώνα ας με δει κι ας ξεράσει
-Σκάσε ρε κωλόγερε
-Εγώ σ’ αγαπάω
-Κι εγώ…
Όταν «έφυγε» ο ένας, μετά από λίγο «έφυγε» και ο άλλος… Καλή αντάμωση αγαπημένοι μου γέροντες. Πάντα Πειραιάς. Πάντα Μανιάτικα…