#ΠρότζεκτΓειτονιές: Η Παναγίτσα είναι η εκκλησία που βρίσκεται στην καρδιά κάθε Φαληριώτη
#ΠρότζεκτΓειτονιέςΟ πατέρας Ιωσήφ Ταγαράκης μας βοήθησε να πλησιάσουμε στα άδυτα αλλά και στο φως μιας από τις πιο ιστορικές -και ταυτοχρόνως σύγχρονες- εκκλησίες των νοτίων προαστίων.
- 31/01/2022
- Κείμενο: Δημήτρης Κουπριτζιώτης
- Φωτογραφίες: Ιωάννα Μορφινού
Είναι το πνευματικό, χωροταξικό και κοινωνικό κέντρο μιας ολόκληρης γειτονιάς, ίσως και ολόκληρης της πόλης του Παλαιού Φαλήρου. Είναι τοπόσημο για την περιοχή και ορόσημο στη ζωή κάθε Φαληριώτη που βαφτίστηκε, έπαιξε, έδωσε ραντεβού, παντρεύτηκε και βάφτισε τα παιδιά του σε αυτήν την εκκλησία. Με όποιον κι αν μιλήσαμε για αυτό το οδοιπορικό στη γειτονιά της Παναγίτσας, στο άκουσμα της αναφοράς της εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μόνο καλά λόγια είχε να μας μεταφέρει. Αναμνήσεις πολλές, μα πάνω απ’ όλα όσοι μας μίλησαν εκθείαζαν το έργο των ανθρώπων του ναού. Εμείς συναντήσαμε έναν από τους συντελεστές αυτού του έργου, τον πατέρα Ιωσήφ Ταγαράκη.
Η συζήτησή μας ξεκίνησε με τον πατέρα να περιγράφει μια εικόνα, τυπωμένη σε ένα φυλλάδιο, που δείχνει τον Χριστό μέσα στα κύματα. «Όποτε έχουμε κύματα λοιπόν, ξέρουμε πού να απλώσουμε το χέρι μας. Εκείνος ποτέ δεν θα μας αποστραφεί. Ποτέ δεν θα το κάνει αυτό. Πάντα θα μας κοιτάζει στα μάτια και θα απλώσει το χέρι Του για να κρατηθούμε στα κύματα» μου είπε. Αμέσως μετά, μου έδωσε ένα χαρτί με την παρουσία της εκκλησίας στο διαδίκτυο. Ομολογώ πως εντυπωσιάστηκα, ίσως γιατί η διαδικτυακή παρουσία μιας εκκλησίας δεν είναι κάτι σύνηθες. Όσα άκουσα παρακάτω στην κουβέντα μας μου έκαναν όμως ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση αλλά με βοήθησαν και να καταλάβω γιατί η εκκλησία της Παναγίτσας δεν είναι απλά ένας χώρος λειτουργίας για τους κατοίκους της περιοχής αλλά ένα πραγματικό κοινωνικό κέντρο που ενώνει τους πάντες.
Μία από τις πιο πρόσφατες δράσεις της εκκλησίας είναι η ανακαίνιση του καμπαναριού της. Αυτό το καμπαναριό όμως δεν μοιάζει με τα άλλα. Η Παναγίτσα είναι από τους λίγους ναούς που διαθέτουν μέσα στο καμπαναριό ένα παρεκκλήσι και εκεί υπάρχει κάτι διαφορετικό, ένα βαπτιστήριο για ενήλικες: μια κολυμπήθρα σκαφτή, σαν σαμπανιέρα, όπου βαπτίζονται ενήλικες που έχουν συνειδητά αποφασίσει να βαπτιστούν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Κάθε περίπτωση τέτοιας βάπτισης είναι διαφορετική αλλά, όπως μας περιγράφει ο πάτερ Ιωσήφ, συναισθηματικά φορτισμένη. «Εκεί γίνονται συγκινητικά πράγματα, γιατί όταν κανείς έχει και τον πόθο, την επιθυμία, την επίγνωση του τι κάνει εκείνη την ώρα, είναι διαφορετικό. Είναι πραγματικά κάτι μυστηριακό. Ένα θαύμα. Είναι περιπτώσεις προσφύγων, ανθρώπων που έχουν εγκατασταθεί και ήδη έχουν βαφτίσει τα παιδιά τους, αλλά οι ίδιοι δεν βαπτίστηκαν και περνώντας τα χρόνια κατάλαβαν ότι και αυτοί θα το ήθελαν. Μια άλλη κατηγορία είναι άνθρωποι που ζουν στην Πόλη αλλά δεν βαπτίστηκαν εκεί για διάφορους λόγους. Και υπάρχουν και ξεχωριστές περιπτώσεις, ιδιαίτερα συγκινητικές, όπως μιας κοπέλας από την Τουρκία που θα βαπτιστεί για να παντρευτεί τον Έλληνα άντρα της. Δεν είναι εκατοντάδες αυτές οι βαπτίσεις. Θα είναι καμία δεκαριά τον χρόνο, αλλά καθεμία είναι εντελώς εξαιρετική και μοναδική περίπτωση. Για αυτό και τώρα το ανακαινίζουμε γιατί θέλουμε η πρώτη εικόνα του νέου πιστού να κάνει καλή εντύπωση».
Μία άλλη κοινωνική δράση της εκκλησίας είναι η αιμοδοσία που κάνει κάθε χρόνο «και για την οποία είναι ιδιαίτερο και έντονο το ενδιαφέρον του Μητροπολίτη μας», όπως λέει ο π. Ιωσήφ. Φέτος θα λάβει χώρα στις 10, 12 και 13 Φεβρουαρίου. «Εκεί ανατρέπεται το στερεότυπο ότι οι νέοι δεν νοιάζονται. Η προσεύλευση είναι μεγάλη και εκεί καταλαβαίνουμε ότι περισσότερο είναι θέμα και πληροφόρησης, δηλαδή να φτάσει σε κάποιον η πληροφορία, τη στιγμή που θα μπορεί να το υπολογίσει ως σημαντικό και να το βάλει στο πρόγραμμά του».
Η ιστορία της εκκλησίας
Ο ιερός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη της Νέας Σμύρνης και χρονολογείται από το 1950. Νωρίτερα, υπήρχε η Μικρή Παναγίτσα, δυο τετράγωνα πιο πέρα, αλλά οι ανάγκες του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού οδήγησαν στην αναζήτηση νέου χώρου.
«Το μητρικό παρεκκλήσι αυτό, που χτίσανε οι πρόσφυγες όταν εγκαταστάθηκαν εδώ για πρώτη φορά, ήταν ένα μικρό ξύλινο εκκλησάκι. Η “Μικρή Παναγίτσα” όπως την λέμε, κάηκε τρεις φορές αλλά κρατήθηκε και άντεξε μέχρι σήμερα. Είναι ανάμεσα σε μεγαθήρια, πολυκατοικίες και είναι γραφικό, πολύ όμορφο παρεκκλήσι. Κατάφερε και το κράτησε ζωντανό ένας έμπιστος εργολάβος ο οποίος αντιστάθηκε σε όλους τους συναδέλφους του, που το ήθελαν για να χτίσουν. Το αγάπησε πάρα πολύ αυτό το εκκλησάκι και έτσι διατηρήθηκε. Εκεί είναι λοιπόν η αφετηρία μας. Γύρω στο ‘50 με ’55 αρχίζουν οι πρώτες αναζητήσεις μεγαλύτερου χώρου. Τότε ήταν η περιοχή ακμάζουσα, το Φάληρο ήταν το καλοκαιρινό θέρετρο των πλουσίων που είχαν επιχειρήσεις στο κέντρο της Αθήνας. Από δωρεές ανθρώπων κρατήθηκε το οικόπεδο που βρίσκεται σήμερα ο ναός. Όπως βλέπετε, είναι κεντρικό και η ρυμοτομία της περιοχής διαμορφώθηκε με βάση την εκκλησία. Η επιθυμία ήταν να κοιτάει τη θάλασσα και έτσι, ακόμα και κατά παρέκκλιση των εκκλησιαστικών κανόνων, χτίστηκε με την Αγία Τράπεζα να μην είναι ακριβώς στραμμένη προς την Ανατολή».
«Γύρω στο ‘48 αρχίζει το πρώτο κτίσιμο και η θεμελίωση του ναού. Να έχουμε στον νου μας ότι είναι μεταπολεμικά χρόνια, δύσκολα, και για αυτό πήρε αρκετά χρόνια η ανοικοδόμηση. Στη συνέχεια για να εξοπλιστεί όλος αυτός ο ναός χρειάζονταν διπλάσια έξοδα, καθώς έχει τεράστιες επιφάνειες. Δάπεδα, μάρμαρα, αγιογραφίες, ξυλόγλυπτα… Άλλος τόσος χώρος υπάρχει κάτω από τον ναό, όπου βρίσκεται μια υπόγεια αίθουσα. Στην αρχή μέχρι να χτιστεί αυτό το πάνω κομμάτι, λειτουργούσε κάτω ως εκκλησία και στη συνέχεια, όταν ανέβηκαν πάνω, κάτω διαμορφώθηκε χώρος κινηματογράφου. Για την εποχή του ήταν πολύ τεχνολογικά εξελιγμένος. Εκεί γίνονταν, στο πλαίσιο του κατηχητικού έργου, προβολές, παρουσιάσεις, παραστάσεις χριστιανικών έργων, δηλαδή υπήρχε μηχανή με μπομπίνες, καθίσματα κινηματογράφου και άλλα παρόμοια εξαρτήματα».
Ο νεωκόρος μαζί με τον πατέρα Ιωσήφ με καθοδήγησαν στην κάτω αίθουσα, η οποία εκτός από περιποιημένη είναι και γεμάτη από εικόνες από την ιστορία της εκκλησίας. Σε μια γωνία ξεχωρίζω μια βιτρίνα με άμφια και ρωτώ τον πατέρα σε ποιον ανήκουν. «Στην εκκλησία μας ξεχωρίζει με μεγάλη διαφορά η παρουσία του Χριστόδουλου. Ο μακαριστός Χριστόδουλος ήταν προϊστάμενος του ιερού ναού περίπου για μια δεκαετία ως Αρχιμανδρίτης, ως ιερωμένος δηλαδή, ταυτοχρόνως ήταν εκείνο το διάστημα γραμματέας στην Ιερά Σύνοδο και εν συνεχεία από εδώ εξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος στον Βόλο και εν συνεχεία Αρχιεπίσκοπος. Ό,τι έχει περάσει από τα χέρια του Χριστόδουλου, ό,τι επιμελήθηκε, από τα άμφια της Αγίας Τραπέζης, μερικά έπιπλα που εκείνη την εποχή έπρεπε να γίνουν, ό,τι έχει φτιάξει, έχει τη στάμπα του και πολύ ξεχωριστή φυσιογνωμία αισθητικής. Κάποια στιγμή, αν θα αναζητήσει κανείς να καταγράψει μαρτυρίες ανθρώπων οι οποίοι έζησαν τον Χριστόδουλο ως παιδιά και ως έφηβοι, θα μείνει με ανοιχτό στόμα για τη μεγάλη αγάπη που του τρέφουν ακόμα και το πώς έχει αφήσει σφραγίδα στην ψυχή τους. Όλοι έχουν να πουν για τα πολλά προσόντα του στην ομιλία, στη ρητορική, στην ψαλμωδία και σε πάρα πολλά τέτοια ουσιώδη που κάνουν την εκκλησία όχι λαμπρή, την κάνουν προσιτή, δηλαδή σε αγγίζει πρώτα από όλα στα αισθητήριά σου. Οπότε το πέρασμά του από εδώ ήταν καταλυτικό».
Το πιο πρόσφατο έργο στην εκκλησία «που πραγματοποιήθηκε με την ευλογία και την πρόνοια του σεβασμιώτατου Μητροπολίτη μας κ. Συμεών, είναι το υπερώο και οι αγιογραφίες σε αυτό, οι οποίες είναι πολύ πρόσφατες», όπως μου εξήγησε ο πατέρας Ιωσήφ. «Το ιδιαίτερο είναι ότι ήρθαν ως συνέχεια, από τα ίδια χέρια των ανθρώπων που ξεκίνησαν την αγιογραφία του ναού πριν από 30 χρόνια. Tρεις αγιογράφοι που ολοκλήρωσαν αυτό το έργο ήταν τότε μαθητευόμενοι του Καρούσου, ο οποίος ήταν ο πρώτος αγιογράφος-ζωγράφος που είχε βάλει το χέρι του εδώ».
Η ζωή του πατέρα Ιωσήφ και η αγάπη για τα παιδιά στο επίκεντρο
Πατέρας τριών παιδιών, με μεταπτυχιακό, αλλά και διδακτορικό στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ (πέραν του πτυχίου των ΤΕΦΑΑ που πήρε στην ηλικία των 22 χρόνων), ο Ιωσήφ Ταγαράκης χειροτονήθηκε διάκονος εδώ, στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Παλαιού Φαλήρου, τον Οκτώβριο του 2003. Τον Φεβρουάριο του 2004 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και τον Ιανουάριο του 2012 πρωτοπρεσβύτερος. «Στον ναό είμαστε τέσσερις ιερείς. Ο πατέρας Σπυρίδων είναι ο αρχαιότερος, ο οποίος είναι 85 ετών, συνταξιούχος δάσκαλος και ιερέας, ο πατέρας Χριστοφόρος, ο οποίος είναι αρχιμανδρίτης, άγαμος δηλαδή ιερέας, ο πατέρας Κωνσταντίνος, ο οποίος είναι συνομήλικός μου και έγγαμος. Εγώ έχω και την ιδιότητα του εκπαιδευτικού. Είμαι γυμναστής στο 5ο γυμνάσιο Παλαιού Φαλήρου. Στο σχολείο φοράω τη φόρμα και παίζουμε με τα παιδιά, μαθαίνοντας αθλήματα. Είναι πολύ ωραία, είναι η πιο ξεκούραστη στιγμη της ημέρας».
Ποια είναι η δική του γνώμη για τα παιδιά; «Ακόμα και σε τέτοιες συνθήκες, σαν αυτές που ζούμε τώρα – παράξενες, που εγείρουν πολύ περισσότερα διλήμματα και αγωνίες και που είμαστε όλοι λίγο μπερδεμένοι- και πάλι τα παιδιά είναι κάτι πολύ καθαρό και κάτι πάρα πολύ ωραίο. Εδώ λοιπόν έχουμε τα κατηχητικά μας και η προσέλευσή τους είναι ικανοποιητική στο πλαίσιο των συνθηκών που επικρατούν τώρα. Πριν από αρκετά χρόνια ξεκινήσαμε για πρώτη φορά να δεχόμαστε πολύ μικρά παιδιά από τρεισήμισι χρόνων και είδαμε ότι αυτό ήταν το πιο ζωντανό, το πιο γλυκό κομμάτι των κατηχητικών. Έτσι, μικρά παιδάκια τα οποία προσεγγίζονται από κοπέλες που έχουν εμπειρία στον χώρο αυτόν, έρχονται στο κατηχητικό. Και έχει μεγάλη προσέλευση γιατί είναι πολλοί οι γονείς που θέλουν μια τέτοια ασφαλή παρέα για τα παιδιά τους. Βλέπεις ακόμα και άνθρωποι που δεν εκκλησιάζονται τόσο πολύ, όταν φτάσουν να έχουν την ευθύνη των δικών τους παιδιών ψάχνουν να βρουν ασφαλείς χώρους για να αφουγκραστούν τα παιδιά, ψάχνουν κάτι σημαντικό που να έχει αξία».
Όπως ανέφερε ο ίδιος, είχε επίσης ξεκινήσει πριν από την πανδημία μια παιδική χορωδία αλλά και κύκλος μελέτης της Αγίας Γραφής, καθώς και συσσίτιο, όμως προς το παρόν έχουν διακοπεί. «Μία ομάδα κυριών μαγείρευε κάθε μέρα και μοιράζαμε φαγητό στον κόσμο. Αυτό τώρα πια δεν λειτουργεί γιατί ο χώρος μας δεν έχει τις απαιτούμενες προδιαγραφές για να τηρήσει στο έπακρο όλα τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα».
Ο κορονοϊός και τα μέτρα της πανδημίας
Ο πατέρας Ιωσήφ δεν ανήκει σε εκείνους που μασάνε τα λόγια τους σε ό,τι έχει να κάνει με την πανδημία. Η θέση του είναι ξεκάθαρη: Τα μέτρα στην Παναγίτσα τηρούνται κατά γράμμα.
«Είμαστε από τους ναούς που προσέχουμε πάρα πολύ. Είμαστε όλοι μας εμβολιασμένοι, και με τις τρεις δόσεις κιόλας, κάτι που το επιδιώξαμε από την αρχή, πολύ πριν γίνει οτιδήποτε υποχρεωτικό. Αυτό έγινε με την αίσθηση της ευθύνης απέναντι στους ανθρώπους μας, στους ανθρώπους που εργάζονται στην εκκλησία και είτε μπορεί να είναι μεγάλης ηλικίας είτε να έχουν προβλήματα υγείας. Φροντίσαμε στους ανθρώπους αυτούς να δώσουμε την αίσθηση ότι ελέγχουμε την κατάσταση κατά το ανθρωπίνως δυνατό. Αυτό δίνει όμως και την αίσθηση ότι υπάρχει μια αυστηρότητα που διαφέρει από άλλες περιοχές και άλλες ενορίες που θέλουν να είναι πιο χαλαρά τα πράγματα. Ακούσαμε ότι είμαστε λίγο αυστηροί, ότι είμαστε φοβητσιάρηδες… αλλά δόξα τω Θεώ διατηρήθηκε ένα κλίμα ηρεμίας και στο τέλος αυτό γύρισε και έγινε εμπιστοσύνη, δηλαδή όταν δεν ακούστηκαν κρούσματα εδώ πέρα από εμάς αυτό άρχισε να κάνει εντύπωση. Ακόμα και όταν μεταλαμβάνουμε τον κόσμο, φοράμε τη μάσκα. Τι θέλουμε να τονίσουμε; Ότι δεν πρόκειται να κολλήσεις από το Σώμα και το αίμα του Χριστού, απ’ την ανάσα μου όμως μπορεί να κολλήσεις, αφού είμαστε στο ένα μέτρο. Μπορεί να ακούγεται παράλογο, αλλά εμείς το έχουμε ζήσει όλο αυτό το διάστημα».
«Γίνεται προσπάθεια λοιπόν να τηρηθούν τα μέτρα με την έννοια της αλληλεγγύης, της πρόνοιας, της διασφάλισης των ανθρώπων μας. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να λειτουργεί η εκκλησία και γενικότερα. Γίνονται ακόμα συζητήσεις, δηλαδή και στην εξομολόγηση δεχομαστε ερωτήματα. Γιατί πατέρα δεν φιλάμε τις εικόνες; Γιατί να μην σου φιλήσουμε το χέρι; Η απάντησή μας είναι “γιατί δεν θέλω να πειραματιστώ με την υγεία κανενός”. Δεν θέλω να πειραματιστώ με το μέχρι πού θα με φυλάξει ο Θεός. Αυτό είναι ακραίο ως προς την αντίληψη που έχω για τον Θεό, είναι πάρα πολύ εγωιστικό. Δηλαδή “απόδειξέ μου Θεέ μου ότι είμαι τόσο καλός που δεν θα κολλήσω”. Είναι λάθος. Δεν θα πειραματιστώ με την υγεία κανενός. Όπως έχουν πει και κάποιοι ιεράρχες, η Αγιότητα είναι πολύ εύκολο να μετατραπεί σε γελοιότητα ή και σε αγριότητα. Είναι πάρα πολύ απλό, πολύ εύκολο».
«Έχουμε ακόμα και πολλούς ανθρώπους που έχουμε να τους δούμε δύο χρόνια, δηλαδή παππούδες και γιαγιάδες που τους προφυλάσσουν τα παιδιά τους – και πολύ καλά κάνουν. Όταν δεν μπορεί κάποιος μόνος του να λάβει μέτρα, πρέπει να τον προφυλάσσουν οι άλλοι, οι κοντινοί του. Περιμένουμε να λήξει όλο αυτό, να τους ξαναδούμε, να αγκαλιάσουμε ανθρώπους που ήταν οι πολύ τακτικοί και πολύ προσιτοί μας άνθρωποι».
Η προσέγγιση των νέων
Ένα άλλο στοιχείο που κάνει την Παναγίτσα να ξεχωρίζει είναι ότι έχει συνεχές ωράριο. «Με τη βοήθεια των πολύ πρόθυμων συνεργατών μας, των νεωκόρων που κρατάνε το βάρος της καθημερινής λειτουργίας στον ναό, έχουμε καταφέρει και έχουμε συνεχές ωράριο. Από τις 7 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ καθημερινά. Οπότε και αυτός που το πρωί κρυώνει και θέλει να βγει λίγο πιο μεσημεριανές ώρες, έχει τη δυνατότητα να έρθει να προσκυνήσει. Και αυτός που εργάζεται όλη τη μέρα μέχρι το μεσημέρι και το απόγευμα θέλει να έρθει, μπορεί να το κάνει. Επίσης μια άλλη πρωτοβουλία μας είναι οι διαδικτυακές μας δράσεις και προσπάθειες. Έχουμε δύο ομάδες στο Viber και μία ομάδα στο Whatsapp οι οποίες έχουν και διεθνή συμμετοχή. Υπάρχουν Έλληνες Φαληριώτες οι οποίοι ζουν στην Αμερική, ζουν στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Αγγλία και είναι συνδεδεμένοι σε αυτές τις ομάδες. Παίρνουν καθημερινά τα νέα μας. Ανεβάζουμε τον βίο και την εικόνα του Αγίου που γιορτάζουμε και φωτογραφίες από όλες τις δραστηριότητές μας. Και έτσι, όταν ξανανταμώνουμε το καλοκαίρι που έρχονται αυτοί οι άνθρωποι, νιώθουμε ότι δεν έφυγαν πολύ μακριά μας ότι ήταν κάπου εδώ γύρω».
Κοντεύαμε τις τρεις ώρες συζήτησης (και νιώθω πολύ άσχημα που πολλά από όσα μου είπε δεν αρκεί ένα άρθρο για να τα μεταφέρω). Όμως ήθελα να κλείσω με μια ερώτηση που, αν και χιλιοειπωμένη, έμοιαζε σε αυτήν την περίπτωση σημαντική. Έρχονται οι νέοι σήμερα στην εκκλησία; «Έρχονται πολλές οικογένειες νέων, εκκλησιάζονται συχνά και κοινωνούν πάρα πολύ. Αυτό είναι κάτι πολύ ευοίωνο που δίνει προοπτική και που πλησιάζει την ουσία. Όταν έρχεσαι τα Σάββατα, βλέπεις μια γεμάτη εκκλησία με αρκετά νέα παιδιά, αρκετούς νέους και αρκετές οικογένειες με παιδάκια. Την περίοδο λοιπόν που είχαμε και τον καφέ και λειτουργούσε ταυτόχρονα και το κατηχητικό των μικρών παιδιών, βόλευε περισσότερο γιατί έχουμε πάρκινγκ, έχουμε παρκαδόρους, έχουμε σεκιούριτι για την ασφάλεια όλων. Οπότε είδαμε ότι το αν θα εκκλησιάζεται ο κόσμος συχνότερα ή αραιότερα έχει να κάνει και με πρακτικά πράγματα. Και αυτά προσπαθούμε να προσφέρουμε σε όλους».
Σε αυτό το σημείο, ένα από τα πράγματα που μου ήταν πλέον προφανές, εκτός από το πόσο ιδιαίτερος άνθρωπος είναι ο πάτερ Ιωσήφ, ήταν το πόσο αγαπάει ο ίδιος την εκκλησία της Παναγίτσας και τον κόσμο της. Και, κάπως έτσι, η απάντηση στο αρχικό μου ερώτημα είχε λυθεί. Αυτή ακριβώς η αγάπη περνάει και στους κατοίκους αυτής της γειτονιάς, στους ανθρώπους αυτής της ενορίας. Και επιστρέφεται από εκείνους ως αφοσίωση, ως δέσιμο και ως συναίσθημα βαθύ, ειλικρινές και αξιοθαύμαστο.
Ανακάλυψε περισσότερα για τη γειτονιά της Παναγίτσας στο Παλαιό Φάληρο (και για πολλές ακόμα γειτονιές, που έρχονται) μέσα από το #ΠρότζεκτΓειτονιές του NouPou.