#ΠρότζεκτΓειτονιές: Στο Ciao στη Συγγρού ξημερώθηκε κάποτε όλη η Αθήνα
#ΠρότζεκτΓειτονιέςΗ ιστορία του θρυλικού καφεστιατορίου που αγαπάει εξίσου το άγριο ξενύχτι και τους χαλαρούς πρωινούς καφέδες, δια στόματος του Αντώνη Παττακού, ενός από τους ιδιοκτήτες του.
- 26/04/2022
- Κείμενο: Αντώνης Τζαβάρας
- Φωτογραφίες: Σπύρος Μπακάλης
Δεν υπάρχει γραμμένο σε κάποιον ταξιδιωτικό οδηγό, αλλά αποτελεί μια διαχρονικά επιβεβαιωμένη εμπειρική αλήθεια: η καλύτερη πρόληψη για το χανγκόβερ είναι μια καρμπονάρα κι ένα ανάμεικτο κρουασάν με μαύρη και λευκή σοκολάτα από το Ciao, μοιρασμένα στα δύο.
Οι περισσότεροι Αθηναίοι κάπως έτσι συστήθηκαν με το θρυλικό 24ωρο cafe – bar – restaurant στον παράδρομο της Συγγρού. Κατέφυγαν στις φιλόξενες πολυθρονίτσες του ένα ξημέρωμα μετά από ξενύχτι για να φάνε κάτι οικείο -απ’ αυτά που απαιτεί η λιγούρα του αλκοόλ- και για ν’ αφήσουν τη νύχτα που προηγήθηκε να ξεθυμάνει λίγο μέσα τους πριν πάνε για ύπνο.
Στην πορεία, πολλοί απ’ αυτούς έγιναν πελάτες και μετά θαμώνες του Ciao Italia (αυτό είναι το πλήρες όνομά του) κι ανακάλυψαν κι άλλες αρετές του, πέρα από τις περίφημες αντοχές του στο ξενύχτι. Δοκίμασαν σίγουρα τον καφέ του, καθισμένοι με παρέα στα έξω τραπεζάκια, τσίμπησαν ένα γρήγορο σνακ στο διάλειμμά τους απ’ τη δουλειά και κάποια χρόνια αργότερα μοιράστηκαν χορταστικές Jumbo πίτσες με πολλαπλές στρώσεις τυριών με τα παιδιά τους, όταν πλέον άρχισαν να το επισκέπτονται ως οικογενειάρχες.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι κάποιοι μεγάλωσαν με το Ciao ή ότι το νιώθουν σαν δεύτερο πατρικό τους σπίτι. Στα 21 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας του δίπλα στο ειδυλλιακό προαύλιο παρκάκι της εκκλησίας του Άγιου Σώστη, αυτό το ιδιοσυγκρασιακό στέκι έχει καταφέρει να αναπτύξει οργανική σχέση με τη γειτονιά που το φιλοξενεί και τους ανθρώπους που την κατοικούν ή εργάζονται σ’ αυτήν, αλλά κι ένα παράλληλο cult status που έχει υπερβεί κατά πολύ τα συνοικιακά σύνορα.
Μια διαχρονική συνταγή
Το Ciao εγκαταστάθηκε στη Συγγρού το 2001, μεταφέροντας στις αποσκευές του την προίκα του θρυλικού Ciao του Παγκρατίου, που λειτουργεί από το 1993: Την ελληνοποιημένη εκδοχή της Ιταλικής κουζίνας η οποία πλέον μας είναι τόσο οικεία όσο το μπριάμ της μαμάς, τον ανεξάντλητο κατάλογο -χωρίς να υπολογίζουμε τους καφέδες, τους χυμούς, τα ποτά, τα αναψυκτικά και τα κάθε λογής ροφήματα, το μενού περιλαμβάνει 138(!) επιλογές για φαγητό ή σνακ- τις γενναίες μερίδες και τις τιμές που το καθιστούν εξίσου φιλικό στους φοιτητές, τους συνταξιούχους και τα επιχειρηματικά στελέχη.
Αυτά τα τέσσερα στοιχεία είναι εντυπωμένα στο γονιδίωμα του Ciao. Πάνω σ’ αυτά έχει χτιστεί η διαχρονικότητα και η αναγνωρισιμότητά του κι έχουν παραμείνει αναλλοίωτα στο πέρασμα των δεκαετιών. Όπως όμως εξηγεί ο Αντώνης Παττακός, ένας από τους τέσσερις αδερφούς και συνιδιοκτήτες των καταστημάτων Ciao, όλα τα υπόλοιπα εξελισσονται κι επικαιροποιούνται διαρκώς: «η γενικότερη φιλοσοφία μας είναι σε τακτά χρονικά διαστήματα να ανανεωνόμαστε, να κάνουμε ένα μικρό λίφτινγκ. Το Ciao στηρίζεται στους θαμώνες του – υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται εδώ καθημερινά και θέλουμε κάθε τόσο να τους δίνουμε καινούριες επιλογές και καινούριες εικόνες. Το μάτι κουράζεται όταν βλέπει μονίμως το ίδιο σκηνικό».
Σημαντική αλλαγή είναι και η προσθήκη των επιλογών «Fitness» στον κατάλογο, με πιο light προτάσεις για σάντουιτς, σαλάτες, σπαγγέτι, πίτσες, καλτσόνε και πεϊνιρλί, ενώ το διάστημα του λοκντάουν στο οποίο η εστίαση παρέμεινε κλειστή, έδωσε την ευκαιρία και για μια ριζική ανακαίνιση στους χώρους του καταστήματος. Το Ciao έχει πλέον φρεσκαριστεί, έχει αλλάξει χρώματα και υποδέχεται τους φίλους του σε ολοκαίνουρια τραπεζοκαθίσματα.
To λοκντάουν, βεβαίως, επέβαλε κι άλλες αλλαγές. Και δεν ήταν εύκολες ούτε ευχάριστες.
Αποχαιρετισμός στη νύχτα
«Το Ciao ήταν πάντα ένα μαγαζί που απευθυνόταν στους ξενύχτηδες. Από την πρώτη μέρα της λειτουργίας μας επιλέξαμε να μένουμε ανοιχτοί όλο το 24ωρο και καταφέραμε να γίνουμε σημείο αναφοράς στην αθηναϊκή νύχτα. Εδώ έρχονταν όλοι όταν σχολούσαν τα μπουζούκια, τα μπαράκια, η διασκέδαση», σχολιάζει ο κ. Παττακος, προσθέτοντας με μια ευδιάκριτη και δικαιολογημένη πικρία πως «ο covid, όμως, τη διέλυσε τη νύχτα».
Η απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας που επιβλήθηκε τους προηγούμενους μήνες υποχρέωσε και το Ciao να κλείνει νωρίς. Ακόμα και σήμερα δεν έχει επιστρέψει στην 24ωρη λειτουργία του. Τις καθημερινές παραμένει ανοιχτό μέχρι τις δύο τα ξημερώματα, ενώ τις Παρασκευές και τα Σάββατα μέχρι τις τρεις. «Αν υπάρχει ενδιαφέρον θα επιστρέψουμε με χαρά στο 24ωρο, αλλά φαίνεται ότι οι συνήθειες στη διασκέδαση έχουν αλλάξει», σχολιάζει ο κ. Παττακός. «Σίγουρα έχει παίξει ρόλο ο covid, ίσως αυτές τις μέρες ο κόσμος να είναι μουδιασμένος και από τον πόλεμο, αλλά είναι δεδομένο ότι η νύχτα είχε επηρεαστεί πολύ και από την κρίση, πριν προκύψουν όλα αυτά. Όταν βγαίνει νύχτα ένας μερακλής θέλει χρήματα και απ’ ό,τι φαίνεται, τα χρήματα δεν υπάρχουν πια. Οι άνθρωποι τώρα βγαίνουν νωρίτερα, το βραδινό είναι στις έξι ή στις επτά. Αν βγεις έξω καθημερινή στις έντεκα το βράδυ θα νομίσεις ότι είσαι σε κάποιο βουνό, όχι στην Αθήνα».
Ένα δεύτερο σοκ που χρειάστηκε να απορροφήσει το Ciao την περίοδο του λοκντάουν ήταν η αποκλειστικότητα του ντελίβερι. «Εμείς είμαστε κυρίως της σάλας και του σέρβις και φτάσαμε να δουλεύουμε μόνο με το πακέτο», περιγράφει χαρακτηριστικά ο Αντώνης Παττακός, ο οποίος είναι σίγουρος ότι το ντελίβερι θα παραμείνει στην καθημερινότητά μας, όπως και αρκετές ακόμα συνήθειες που αποκτήθηκαν στις καραντίνες: «Είναι δεδομένο ότι η ζωή μας έχει αλλάξει. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει όλο αυτό, αλλά σήμερα που μιλάμε ζούμε μια άλλη ζωή».
Το Ciao χθες, σήμερα και αύριο
Το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το Ciao αποτελούσε ανέκαθεν τόπο συνάντησης, τόσο για τους κατοίκους της γειτονιάς του Αγίου Σώστη, όσο και για τους περιστασιακούς επισκέπτες – τους πρωινούς εργαζόμενους στις εταιρείες που έχουν τα γραφεία τους στη Συγγρού και τους νυχτερινούς θαμώνες των κέντρων διασκέδασης που είναι σπαρμένα κατά μήκος της λεωφόρου. Εκεί λειτουργούσε κάποτε το ιστορικό ζαχαροπλαστείο του Παπασπύρου, που πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Το Ciao αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή την πολυμορφία της περιοχής και αγκαλιάστηκε από τις διαφορετικές φυλές της. «Αυτή η γειτονιά μας ζει 21 χρόνια», σημειώνει ο Αντώνης Παττακός «Προσωπικά έχω να πω μόνο τα καλύτερα για την περιοχή και για τους ανθρώπους της. Θα ήμουν αχάριστος αν έλεγα κάτι διαφορετικό. Όταν πρωτοανοίξαμε εδώ αντιμετωπίσαμε την αναμενόμενη επιφυλακτικότητα, αλλά δεν έχω κάποιο παράπονο – κάθε άλλο. Δουλέψαμε πολύ καλά κι από ένα σημείο και μετά φορτσάραμε. Όλοι είναι ευπρόσδεκτοι εδώ και όλοι μας τίμησαν με την παρουσία τους. Οι εργαζόμενοι στα καταστήματα και στα γραφεία, οι πελάτες και οι άνθρωποι των μπουζουκάδικων, τα κορίτσια που δουλεύουν στα μπαρ και τα κορίτσια που κάνουν πιάτσα. Έμπαιναν με σεβασμό στο μαγαζί κι εμείς τις υποδεχόμασταν και τις εξυπηρετούσαμε με σεβασμό».
Στο μυαλό του Αντώνη Παττακού αυτή η περιοχή είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αλλάζει κι εξελίσσεται διαρκώς. «Η Συγγρού ήταν ανέκαθεν ένας δρόμος του μπουζουκιού, νυχτερινός. Τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται και η πρωινή της πλευρά, ενώ σιγά – σιγά προστίθεται στο προφίλ της και η παράμετρος του τουρισμού – χτίζονται συνεχώς ξενοδοχεία εδώ γύρω. Προσωπικά ευελπιστώ ότι όταν περάσει η πανδημία θα ανέβει ξανά η νύχτα, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτή η γειτονιά έχει μέλλον».
Μέλλον έχει και το Ciao και, μάλιστα, εμπνευσμένο από το ηρωικό παρελθόν του. Όπως αφηγείται ο κ. Παττακός, «Το Ciao στο Παγκράτι ήταν το δεύτερο μαγαζί στην Αθήνα μετά το Da Capo που ασχολήθηκε σοβαρά με τον καφέ. Τώρα τον καφέ τον ξέρουν όλοι, τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εμείς τον είχαμε σπουδάσει στην Ιταλία, για χρόνια. Όταν πρωτανοίξαμε μάλιστα, το 1993, οι μισοί μας πελάτες ήταν Κολωνακιώτες που έρχονταν για τον καφέ μας. Τότε ήμασταν πρωτοπόροι και στο ίδιο πνεύμα σχεδιάζουμε και την επόμενη μέρα μας. Υπάρχουν δηλαδή σκέψεις για μεγάλες αλλαγές στα προϊόντα του Ciao και μάλιστα σύντομα».
* Τα Ciao απέκτησαν προσφάτως κι ένα νότιο αδερφάκι. Βρίσκεται στο Παλαιό Φάληρο και κοιτάει τη θάλασσα, αλλά γι’ αυτό θα γράψουμε κάποια άλλη φορά.
Ανακάλυψε περισσότερα για τις περιοχές που αγαπάμε μέσα από το #ΠρότζεκτΓειτονιές του NouPou. Κι άλλες γειτονιές έρχονται σύντομα.