Γιώργος Ντούτσουλης: «Θα πρέπει να υπάρξουν εσωτερικοί, μόνιμοι ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί στα σχολεία μας»
Ο απερχόμενος πρόεδρος της Ένωσης Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων του Δήμου 3Β, σε έναν απολογισμό για τη σχολική χρονιά που έληξε: Τα κατάλοιπα του εγκλεισμού, τα κενά της τηλεκπαίδευσης και τα αυξανόμενα φαινόμενα βίας και ακραίων συμπεριφορών στα σχολεία.
- 21/06/2022
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
- Φωτογραφίες: Σπύρος Μπακάλης
Οι σχολικές πόρτες έκλεισαν για ένα ακόμη καλοκαίρι. Μια σεζόν που «κατάφερε» να ολοκληρωθεί ομαλά, μετά από δυο έτη τηλεκπαίδευσης και μεταβάσεων από μαθήματα στο σπίτι, πίσω στα θρανία και ξανά το ίδιο. Μια κατάσταση που δημιούργησε απορρύθμιση, αναστάτωση, ψυχολογική πίεση και μαθητικές ελλείψεις.
Μιλήσαμε με τον Γιώργο Ντούτσουλη, Πρόεδρο του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του 1ου Δημοτικού Σχολείου Βούλας και Απερχόμενο Πρόεδρο της Ένωσης Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης, για τη σχολική χρονιά που μόλις τελείωσε, για τα αδύναμα σημεία που εντόπισε ο ίδιος τόσο από τις θέσεις που βρίσκεται στη σχολική κοινότητα όσο και από αυτή του γονέα, αλλά και για τα φαινόμενα ακραίων συμπεριφορών από μαθητές που προβλημάτισαν φέτος γονείς και εκπαιδευτικούς.
Άλλη μια σχολική και ίσως μεταβατική χρονιά, μετά από δυο σεζόν τηλεκπαίδευσης, έφτασε στο τέλος της. Ποιο θα ήταν το πρώτο σας σχόλιο;
Είχαμε δυο χρονιές οι οποίες ήταν ελλιπείς από πολλές απόψεις: Από τη μια η τηλεκπαίδευση με την οποία τα παιδιά δεν έρχονταν σε επαφή με τους συμμαθητές τους, από την οι άλλοι εμείς, οι Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων επίσης δεν μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε συναντήσεις μεταξύ των γονέων. Μας στεναχωρούσε ότι δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε στα παιδιά το καλωσόρισμα άλλων ετών και νομίζω το ίδιο ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς. Αυτή η χρονιά λοιπόν ήταν η πρώτη, μετά από δυο σεζόν, η οποία ήταν «ολοκληρωμένη». Ωστόσο, επειδή είχαμε συνηθίσει σε έναν άλλο τρόπο ζωής και μαθημάτων, σχετικά γρήγορα ήρθε μια κόπωση ιδιαίτερα αισθητή λίγο πριν το Πάσχα. Δεν παύει όμως να είναι θετικό το ότι επιστρέψαμε κανονικά.
Άφησε κατάλοιπα η εποχή του κορονοϊού, όσον αφορά τη λειτουργία των σχολείων;
Τα παιδιά έχουν δείξει μεγάλη ωριμότητα, προσαρμοστικότητα και κατανόηση. Για παράδειγμα, αυτή την περίοδο οι μάσκες βγήκαν από τα σχολεία και ενώ κάποια παιδιά συνεχίζουν να τη φορούν, αντιμετωπίζονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο από τους συμμαθητές τους, χωρίς διαχωρισμό, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς ερωτήσεις. Εμείς οι μεγάλοι το κάνουμε; Τα παιδιά είναι ένας καθρέφτης όσων συμβαίνουν μέσα στην οικογένεια και γύρω μας και για αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε ό,τι τα εκθέτουμε.
Η τηλεκπαίδευση δημιούργησε κενά σε ό,τι αφορά την εκπαιδευτική ύλη;
Φυσικά και δημιουργήθηκαν κενά, ίσως όχι τόσο στην ύλη όσο στις δεξιότητες. Λόγω της κατάστασης, πολλά παιδιά έχουν ελλείψεις στη γραφή, στην ανάγνωση και άλλα. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί το πρόβλημα της ομαλής ένταξής τους στο κοινωνικό πλαίσιο του σχολείου. Οι εκπαιδευτικοί με τη σειρά τους, έδειξαν κατανόηση, προχώρησαν την ύλη πιο αργά από ότι συνήθως. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τα κενά από την τηλεκπαίδευση και να προχωρήσουμε όπως θα προχωρούσαμε πριν την πανδημία.
Τι προβλήματα είχε λοιπόν η φετινή σχολική χρονιά;
Αυτό το οποίο εντοπίσαμε σαν πρόβλημα τη χρονιά που πέρασε, ήταν το ζήτημα που προέκυπτε όταν οι εκπαιδευτικοί ασθενούσαν. Πριν την πανδημία και όταν κάποιος εκπαιδευτικός έλειπε για λόγους υγείας, τα παιδιά έμεναν στο σχολείο. Τώρα αυτό δεν γινόταν.
Υπήρξε μεγάλη ανάγκη για εκπαιδευτικούς που θα κάλυπταν αυτές τις θέσεις και αυτοί δυστυχώς δεν υπήρξαν. Στην περίπτωση απουσίας του εκπαιδευτικού λοιπόν, έπρεπε οι γονείς να πάρουν τα παιδιά τους πίσω στο σπίτι και πολλές φορές ενημερώνονταν γι’ αυτό το πρωί στην είσοδο, τη στιγμή που τα πήγαιναν στο σχολείο. Αυτό έγινε αρκετές φορές. Αρκετοί γονείς λοιπόν αναγκάζονταν να παίρνουν έκτακτες άδειες. Και πάλι όμως, θεωρώ ότι γενικά υπήρξε κατανόηση από τη σχολική κοινότητα και η κατάσταση σε πολλές περιπτώσεις, δεν εκτροχιάστηκε.
Μεγάλη ήταν επίσης η συμβολή του προσωπικού που εστάλη από το Υπουργείο Παιδείας, δηλαδή των ψυχολόγων και των κοινωνικών λειτουργών που βοήθησαν τόσο τους γονείς όσο και τους εκπαιδευτικούς να ανταπεξέλθουν σε αυτή τη μεταβατική χρονιά, μετά τα lockdowns.
Φέτος είδαμε και πολλά περιστατικά ενδοσχολικής βίας ή και επιθέσεων εξωσχολικών σε σχολεία των 3Β. Εσείς πώς το εξηγείτε αυτό;
Και εμείς συγκλονιστήκαμε από τα περιστατικά βίας εντός και εκτός σχολείου παιδιά σχολικής ηλικίας και ιδιαίτερα όταν θύματα ήταν παιδιά με ιδιαιτερότητες. Είχαμε βανδαλισμούς σχολείων με φασιστικά συνθήματα και σύμβολα, επιθέσεις από εξωσχολικούς, περιστατικά βίας εν ώρα λειτουργείας σχολείων και άλλα. Τι μπορούμε να περιμένουμε όμως όταν μέσα σε ένα βομβαρδισμό κακών ειδήσεων και υπαρκτών οικονομικών προβλημάτων αρκετοί γονείς νιώθουν να απειλείτε άμεσα το βιοτικό τους επίπεδο ή η ψυχική τους υγεία και οικογενειακή σταθερότητα; Όλα αυτά αντικατοπτρίζονται στα παιδιά.
Είμαι σίγουρος ότι πάντα υπήρχαν φαινόμενα αντίστοιχων συμπεριφορών και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει, ακόμη. Αυτή τη στιγμή με τα εργαλεία και την ωριμότητα που πιστεύω ότι έχουμε, πρέπει επιτέλους να τα φέρνουμε στο φως και να τα αντιμετωπίζουμε, όχι με σκοπό την στοχοποίηση σχολείων και πρωταγωνιστών αλλά να επικεντρωνόμαστε στα ίδια τα περιστατικά. Με το να τα καλύπτουμε, δεν πετυχαίνουμε τίποτα. Δεν αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα, δεν βλέπουμε το πρόβλημα και άρα δεν έχουμε ούτε αίσθηση ούτε ενσυναίσθηση, και αναφέρομαι σε εμάς τους γονείς. Ακούμε το περιστατικό και το πρώτο που ρωτάμε είναι «που έγινε» και «ποιος το έκανε». Μήπως η σωστή ερώτηση θα ήταν, «θα μπορούσε το δικό μου παιδί να είναι ο θύτης ή το θύμα»; «Τι κάνω εγώ γι’ αυτό»;
Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτές οι συμπεριφορές;
Καταρχήν το κάθε ένα από αυτά τα περιστατικά πρέπει να αξιολογείτε ξεχωριστά και από ειδικούς. Το πρόβλημα είναι πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο. Οι πρωταγωνιστές αυτών των περιπτώσεων δεν είναι πάντα ίδιοι και ούτε τα κίνητρα είναι ίδια. Με συνεχείς ενημερώσεις από τους ειδικούς όμως, κυρίως των γονέων και των παιδιών μπορούμε να οπλιστούμε και εμείς με τα εφόδια για να βοηθήσουμε με τη σειρά μας τα παιδιά. Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις που θύματα είναι παιδιά με ιδιαιτερότητες, δεν είναι φυσικό, ένα παιδί να αισθάνεται «άβολα» όταν κάποιο άλλο παιδάκι είναι «διαφορετικό» από εκείνο; Οι ειδικοί ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί λοιπόν μπορούν να διαφωτίσουν γονείς και παιδιά, να τους εξηγήσουν περί της ιδιαιτερότητας, ώστε να βοηθήσουν όλα τα παιδιά να ενταχθούν μέσω της κατανόησης των όποιων ιδιαιτεροτήτων του καθενός. Το ίδιο συμβαίνει και με όποια άλλη περίπτωση παρενόχλησης και σχολικής βίας υπάρχει. Να μην αναρωτηθούμε και για τα παιδιά με διαφορετικές σεξουαλικές επιλογές; Η ιδέα του «συμπεριληπτικού σχολείου» που θα χωράει όλα τα παιδιά πρέπει να γίνει πράξη.
Επίσης, εμείς οι γονείς πρέπει να ερχόμαστε σε επαφή μεταξύ μας, να συμμετέχουμε στον «κόσμο» των παιδιών που είναι ουσιαστικά το σχολείο, και κατ’ επέκταση να μην απαξιώνουμε τους εκπαιδευτικούς στα μάτια τους. Από εκεί και πέρα, και εφόσον υπάρξει όλη αυτή η εξωτερίκευση, η γνώση, η προετοιμασία και η ένταξη, πιστεύω ότι οι πιθανότητες περιστατικών εκφοβισμού και βίας από παιδιά θα μειωθούν.
Υπάρχει αυτή η στήριξη από τους ειδικούς στα σχολεία;
Στα δικά μας σχολεία, τέτοιοι ειδικοί υπάρχουν μέσω του θεσμού της ΕΔΥ (Επιτροπή Διεπιστημονικής Υποστήριξης). Ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί έρχονται μια φορά την εβδομάδα στον χώρο του σχολείου. Το έργο τους σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς είναι πολύ σημαντικό. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν τη διάθεση και τους ευχαριστούμε, όμως μια φορά την εβδομάδα δεν αρκεί. Από συζητήσεις μάλιστα με γονείς, έχω αντιληφθεί ότι ολοένα και περισσότεροι γονείς απευθύνονται συχνά σε αυτούς. Δεν μπορούν όμως με μια φορά την εβδομάδα να βοηθήσουν επαρκώς. Θα πρέπει να γίνουν μόνιμοι, δηλαδή ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί να μείνουν στα σχολεία. Όταν αυτό πραγματοποιηθεί, θα είναι κάτι το οποίο θα ανακουφίσει πάρα πολύ κόσμο αλλά και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι και αυτοί τα τελευταία χρόνια έχουν υπερφορτωθεί με υποχρεώσεις που στο τέλος δυσχεραίνουν σοβαρά το κύριο έργο τους.
Οι γονείς πώς αντιμετωπίζουν αυτά τα περιστατικά; Παιδιά και γονείς μιλούν πια ευκολότερα για τα γεγονότα αυτά απ’ ό,τι συνέβαινε πιο παλιά;
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι γονείς γνωστοποίησαν τα συμβάντα στους διευθυντές. Οι διευθυντές είναι έμπειροι και γνωρίζουν τι να κάνουν, σε συνεργασία με τους ψυχολόγους και τους κοινωνικούς λειτουργούς που προαναφέραμε. Σίγουρα έχουμε ξεπεράσει πολλά ταμπού τα οποία υπήρχαν παλιά και υπάρχει η ωριμότητα και η ευαισθητοποίηση. Ας μην «σφυρίζουμε αδιάφορα» γιατί έτσι γινόμαστε συνένοχοι. Σε μια συζήτηση μια εξαιρετική ψυχολόγος, η κυρία Γ.Μ., μου είπε ότι όταν ο θεατής μιας παρενόχλησης μένει σιωπηλός, συμμετέχει στο συμβάν τόσο όσο ο θύτης, όσο και όσο το θύμα.
Να επικεντρωνόμαστε λοιπόν στο ίδιο το συμβάν. Έχουμε τα εργαλεία να τα αντιμετωπίσουμε και πρέπει να ενισχύσουμε τη συλλογική προσπάθεια και την αλληλεγγύη μας. Ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για τα παιδιά μας και ας αφήσουμε την επίρριψη ευθυνών στους άλλους.
Κλείνοντας λοιπόν, θα πω πως αν υπάρχει κάτι που σημάδεψε αυτή τη χρονιά, ήταν η συνεργασία την οποία είδα από την εκπαιδευτική κοινότητα και η πλαισίωση που έγινε από τους ειδικούς. Τα παιδιά έχουν αρχίσει να μιλούν, οι γονείς επίσης, και πάντα οι διευθύνσεις των σχολείων είναι ενήμερες και αυτό πιστεύω πως είναι ένα σημαντικό βήμα. Είμαστε σε καλό δρόμο.