Η αιώνια λιακάδα του Δημήτρη Παπανικολάου
Συναντήσαμε τον πρώην μπασκετμπολίστα του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ και συζητήσαμε για τη μέρα που διαγνώστηκε με Άσπεργκερ, τα φτωχικά παιδικά χρόνια, τη δύσκολη ζωή ενός αθλητή στα ‘90s και τη γαλήνια ζωή του στα νότια προάστια.
- 15/12/2021
- Κείμενο: Άκης Κατσούδας
- Φωτογραφίες: Άκης Κατσούδας
Ο Δημήτρης Παπανικολάου έχει καθίσει ήδη στο τραπέζι όταν φτάνουμε στην καφετέρια. Ο καιρός στη Βούλα είναι ηλιόλουστος, ωστόσο οι δυνατοί άνεμοι ταράζουν τη θάλασσα που βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας.
Ξεκινάμε τη συζήτηση. Το τηλέφωνό του, όμως, δεν σταματά να χτυπά. Όπως εξηγεί ο ίδιος, μετά τη δημοσιοποίηση πως πάσχει από Άσπεργκερ, έχει δεχτεί χιλιάδες μηνύματα στα social media από ανθρώπους που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού αλλά και από γονείς που έχουν παιδιά με την ίδια πάθηση.
Εκείνος, όμως, δεν περίμενε ποτέ αυτή την εξέλιξη. Όλα ξεκίνησαν το περασμένο καλοκαίρι στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Εκεί ο Δημήτρης Παπανικολάου συναντήθηκε με τον Νίκο Γκάλη και τον Γιάννη Αντετοκούνμπο που είχε φτάσει στην Ελλάδα μαζί με το τρόπαιο του πρωταθλήματος του NBA. Αφότου συζήτησαν για διάφορα μπασκετικά και μη θέματα, σηκώθηκαν και οι τρεις τους και έβγαλαν μια αναμνηστική φωτογραφία. Μερικές ώρες αργότερα, ο πρώην μπασκετμπολίστας του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού την ανέβασε στα social media και έγραψε ένα μεγάλο κείμενο, με το οποίο έκανε γνωστό σ’ όλη τη χώρα το ότι βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού.
«Πέντε μήνες ετοίμαζα αυτή τη στιγμή. Ο Γιάννης γνώριζε γι’ αυτό πριν από τα playoffs. Με τον Νίκο Γκάλη, τον οποίο θεωρώ οικογενειακό μου φίλο, το είχαμε συζητήσει μια μέρα πριν. Όταν του το είπα δάκρυσε. Βρεθήκαμε στον Αστέρα Βουλιαγμένης, χωρίς να το ξέρει κανείς. Δεν φωνάξαμε ούτε δημοσιογράφους, ούτε φωτογράφους. Ακόμα και η φωτογραφία που βγάλαμε ήταν από ένα κινητό» επισημαίνει ο ίδιος.
Η διάγνωση πως πάσχει από Άσπεργκερ έγινε πριν από δύο χρόνια. «Όταν μου το είπε ο ψυχίατρος αμφέβαλα. Μετά το έψαξα, όμως, και είδα πως αρκετοί διάσημοι πάσχουν από την ίδια νόσο. Μου άρεσε η παρέα (γέλια). Τότε αποφάσισα πως είναι ένα στίγμα το οποίο δεν πρέπει να υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο η άγνοια των υπόλοιπων ανθρώπων απέναντι στα διαφορετικά άτομα. Και αυτό πρέπει να σταματήσει».
Ανάμεσα στα χιλιάδες μηνύματα που έλαβε όλους αυτούς τους μήνες, ήταν και ένα μιας μητέρας, το παιδί της οποίας βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού και απορρίφθηκε από μουσικό σχολείο της πόλης, παρόλο που είχε περάσει τις εξετάσεις, με τη δικαιολογία πως είχαν συμπληρωθεί τα τμήματα. Ο Δημήτρης Παπανικολάου την προσέγγισε, συζήτησαν επί του θέματος και αποφάσισε να δράσει. Επισκέφτηκε το μουσικό σχολείο, συνάντησε τον διευθυντή και τελικά το κορίτσι εντάχθηκε στο σχολείο. «Τα παιδιά αυτά έχουν την ρουτίνα και τα ταλέντα τους. Αν πήγαινε σε γενικό σχολείο, θα του μαύριζες το μέλλον. Δεν λέω πως είναι θέμα κακίας αλλά άγνοιας. Έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε ακόμα» εξηγεί.
Η κατάσταση, όμως, σήμερα δεν έχει καμία σχέση μ’ εκείνη που αντιμετώπισε στα ‘90s, όταν ξεκινούσε την καριέρα του. «Τότε δεν υπήρχαν ακόμα διαγνώσεις. Έλεγαν σ’ ένα παιδί πως δεν παίρνει τα γράμματα και καθάριζαν. Δυστυχώς υπήρχαν παιδιά που γεννήθηκαν και πέθαναν σε μια αυλή».
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παιδιών που πάσχουν από Άσπεργκερ είναι πως αφοσιώνονται, σχεδόν εμμονικά, σ’ ένα χόμπι ή μια ασχολία. Για τον Δημήτρη Παπανικολάου αυτό ήταν το μπάσκετ. «Μετά το ‘87 φτιάχτηκαν δύο μπασκέτες κάτω από το σπίτι μου στα Άνω Λιόσια. Ε, οι μπασκέτες αυτές είχαν γίνει ο κολλητός μου. Έπαιζα μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα» εξηγεί.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο μικρός Δημήτρης άρχιζε να παίρνει μπόι και να ξεχωρίζει απ’ όλα τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς, ωστόσο, η καριέρα στο μπάσκετ φάνταζε ανέφικτη ακόμη για εκείνον. «Τότε δεν υπήρχαν μπασκετικά camps, όπως σήμερα. Ένα άρθρο διάβασε ο πατέρας μου σε μια εφημερίδα πως δοκιμάζονται παίκτες, μπήκαμε στο λεωφορείο και πήγαμε». Ο ίδιος, όμως, ήταν ένα παιδί που καταγόταν από μια πολύ φτωχή οικογένεια. Όπως εξιστορεί, το πρώτο του δοκιμαστικό το έκανε με τρύπια παπούτσια και με δυο φθηνές κάλτσες που είχε αγοράσει η μάνα του στη λαϊκή. Το ταλέντο, όμως, δεν τα έκανε όλα πέρα.
Σε ηλικία 15 χρόνων ξεκίνησε την καριέρα του στο Σπόρτινγκ και τρία χρόνια αργότερα πήρε μεταγραφή στον Ολυμπιακό του Σιγάλα, του Γαλακτερού, του Φασούλα, του Rivers και των υπολοίπων μεγάλων αστέρων των Πειραιωτών.
Ο ανταγωνισμός μπορεί να ήταν μεγάλος, ωστόσο, ο έφηβος ακόμη Δημήτρης άρχιζε να δείχνει τα χαρίσματά του εντός του παρκέ και να γίνεται ένα από τα αγαπημένα παιδιά της κερκίδας. Ο ίδιος, πάντως, δεν πρόκειται να ξεχάσει το πόσο σκληρές ήταν οι προπονήσεις εκείνης της εποχής. «Αυτό που βιώναμε τότε όλοι μας ήταν το άλλο άκρο σε σχέση με σήμερα. Δεν ήταν ωραίο κάποιος να σε βρίζει, να σε προσβάλλει. Δεν θέλω να το προσωποποιήσω. Ήταν θέμα φιλοσοφίας. Αντιμετώπιζαν το μπάσκετ σαν στρατό. Σου έκαναν μπούλινγκ, σωματικό και ψυχολογικό, και όποιος αντέξει. Αυτό, όμως, κατέστρεψε πολλά παιδιά. Σου αφήνει κατάλοιπα».
Το μπάσκετ, όμως, ήταν το μεγάλο του όνειρο και δεν το άφηνε όσες δυσκολίες κι αν έβρισκε στο διάβα του. Σ’ όλο αυτό το αθλητικό ταξίδι ο ίδιος γύρισε όλον τον κόσμο και έπαιξε μπάσκετ σχεδόν σε κάθε χώρα της Ευρώπης και της Αμερικής. Ένα από τα ταξίδια που δεν θα ξεχάσει ποτέ ήταν εκείνο στο Σικάγο για να παρακολουθήσει τους τελικούς μεταξύ Chicago Bulls και Utah Jazz. «Είχα ένα πάσο και είχα πρόσβαση παντού στο γήπεδο. Θυμάμαι, μάλιστα, πως πήγα στα αποδυτήρια των Bulls και έβγαλα μια φωτογραφία με το ντουλαπάκι του Τζόρνταν. Άλλος κόσμος, πραγματικά. Σ’ εκείνο το ταξίδι μπήκα και στους Δίδυμους Πύργους δυο μήνες πριν πέσουν».
Τα μπασκετικά ταξίδια των επόμενων χρόνων δεν φάνταζαν βέβαια τόσο ιδανικά όσο ακούγονται. «Πολλοί μου έλεγαν πόσο τυχερός είμαι που κάνω τόσα ταξίδια. Και εγώ τους απαντούσα πως δεν επισκεπτόμουν τις χώρες, αλλά τα ξενοδοχεία τους. Πηγαίναμε, για παράδειγμα, στο Παρίσι και δεν βλέπαμε τον Πύργο του Άιφελ. Ξενοδοχείο, φαγητό, ύπνος, αγώνας και πάλι πίσω».
Σήμερα, ο Δημήτρης Παπανικολάου έχει βαρεθεί τα ταξίδια και του αρέσει η ζωή του στα νότια προάστια. Εκεί έχει βρει τη δικιά του γαλήνη. «Από τα 17 μου ζω μόνιμα στα νότια προάστια. Είναι πανέμορφα. Δεν έχω βρει πιο όμορφη θάλασσα σ’ όσα μέρη του κόσμου κι αν έχω πάει. Πηγαίνω για ψάρεμα. Ανεβαίνω τον Υμηττό. Είναι πολύ ήσυχα. Καμιά φορά, δυστυχώς, αναγκάζομαι να ανέβω στο κέντρο, αν και δεν το θέλω καθόλου» προσθέτει γελώντας. Άλλωστε από ένταση, όλα αυτά τα χρόνια στο γήπεδο έχει χορτάσει.
Όπως εξηγεί ο ίδιος, μία από τις πιο έντονα φορτισμένες περιόδους στη ζωή του ήταν όταν υπέγραψε στον Παναθηναϊκό. «Ο κόσμος τότε είχε λιγότερες έννοιες και το πρόβλημά του ήμασταν εμείς. Υπήρχαν εφημερίδες που έγραφαν ότι έφυγα για τα λεφτά. Εγώ, ακόμη και λίγο πριν υπογράψω, πήρα τηλέφωνο από τη ΒΙΑΝΕΞ τον Ολυμπιακό για να τον ενημερώσω. Άντε τώρα να αποδείξεις πως δεν είσαι ελέφαντας».
Η πρώτη χρονιά στον Παναθηναϊκό δεν ήταν εύκολη. Οι οπαδοί του τριφυλλιού δεν είχαν πάρει με καλό μάτι τη μεταγραφή του, ενώ η ομάδα δεν έπαιζε στο ΟΑΚΑ, το οποίο αναμορφωνόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, αλλά στο γήπεδο του Σπόρτινγκ που ο κόσμος κρεμόταν σαν τα τσαμπιά πάνω από τα κεφάλια των αθλητών.
Με το πέρασμα των χρόνων, όλα άλλαξαν και από την καχυποψία των πρώτων μηνών ήρθε η μεγάλη αποθέωση στους τελικούς του 2007, όταν με τους 12 πόντους κόντρα στην πρώην ομάδα του, έβαλε το λιθαράκι του στην κατάκτηση του πρωταθλήματος για τους πράσινους. Ο ίδιος, ωστόσο, αποχώρησε από την ομάδα, σε ηλικία 30 ετών -καθώς ήθελε να έχει περισσότερο χρόνο συμμετοχής- και πήρε μεταγραφή στην ΑΕΚ, καταφέρνοντας να γίνει, μέχρι εκείνη τη μέρα, ο πρώτος παίκτης που φορά τις φανέλες και των τριών μεγάλων ομάδων της πόλης. Στη συνέχεια ακολούθησαν οι Ανδρέας Γλυνιαδάκης, Λουκάς Μαυροκεφαλίδης, Χάρης Γιαννόπουλος, Γιάννης Μπουρούσης, Βασίλης Ξανθόπουλος και Μάτ Λοτζέσκι.
Αλλά η οικονομική κατάσταση των κιτρινόμαυρων ήταν πολύ κακή. Έπαιξε δυο χρόνια, ουσιαστικά, απλήρωτος, όπως παραδέχεται, και στη συνέχεια αγωνίστηκε για δυο ακόμη χρονιές στον Πανιώνιο και το Περιστέρι. Όταν πια κατάλαβε πως είχε χάσει κάθε κίνητρο για το άθλημα, σταμάτησε την καριέρα του. Για τα επόμενα δύο χρόνια, έμεινε στον καναπέ του σπιτιού του. Ούτε κι αυτό ήταν λύση. «Ο χαρακτήρας μας έχει πλαστεί ώστε να είναι ανταγωνιστικός. Δεν μπορούμε να κάτσουμε στο σπίτι μας και να μην κάνουμε τίποτα. Ακόμη και ο Δημήτρης ο Διαμαντίδης που όλοι πιστεύαμε πως θα απομονωνόταν μ’ ένα σομπρέρο κι ένα γυαλί ηλίου στην Καστοριά και δεν θα τον ξαναέβλεπε κανένας, γύρισε γιατί του έλειψε η μυρωδιά του γηπέδου».
Το μπάσκετ, όμως, παράλληλα μπορεί να είναι μια μεγάλη παγίδα για έναν αθλητή. «Παίζεις μέχρι τα 35 σου. Σταματάς. Και μετά τι; Δεν αρκεί μόνο να έχεις κάνει οικονομίες. Οι μπασκετμπολίστες βγαίνουμε στη ζωή με λιγότερες δεξιότητες. Όσο παίζαμε, μας τα ‘χαν όλα έτοιμα. Υπήρχε ένας συμπαίκτης μου στον Παναθηναϊκό που όταν έπρεπε να αλλάξει την άμμο της γάτας του, δεν πήγαινε αυτός να αγοράσει νέα, αλλά κάποιος άνθρωπος της ομάδας. Αυτό είναι μεγάλη παγίδα. Τελειώνεις το μπάσκετ και δεν ξέρεις τι πάει να πει τιμολόγιο, τι πάει να πει να περιμένεις σε τράπεζα».
Ο ίδιος σήμερα δραστηριοποιείται σ’ αρκετούς τομείς, ωστόσο πια έχει δώσει έμφαση στην ενημέρωση του κόσμου σχετικά με το Άσπεργκερ και το φάσμα του αυτισμού. «Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Υπάρχουν γονείς που δεν θέλουν να το ακούσουν καν. Ακούν τη λέξη αυτισμός και τρομάζουν. Δεν είναι εύκολο. Όσο πιο νωρίς το αποδεχτούν, όμως, τόσο το καλύτερο. Γιατί όσο εκείνοι βρίσκονται σε απόγνωση, το παιδί τους μπορεί να κάνει θαύματα, χωρίς να το καταλάβουν».