Η κυρία Κική αγάπησε τη Γλυφάδα του χθες αλλά δεν απαρνιέται τη Γλυφάδα του σήμερα
Οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας μπορεί να ζουν σε μια εποχή τελείως διαφορετική από εκείνη που συνήθισαν, ωστόσο καταφέρνουν να προσαρμόζονται στις σύγχρονες προκλήσεις με έναν τρόπο σχεδόν συγκινητικό. Η κυρία Κική Κατσαούνη αποτελεί ένα υπέροχο τέτοιο παράδειγμα: Μια πραγματική παλιά Γλυφαδιώτισσα (ακόμα κι αν δεν γεννήθηκε στη Γλυφάδα), που μιλά στο NouPou για το εξοχικό προάστιο που γνώρισε ως παιδάκι όταν ερχόταν με την οικογένειά της εδώ για παραθερισμό, για τις ξέγνοιαστες στιγμές παλαιότερων δεκαετιών, αλλά και για τη ζωή στα νότια προάστια σήμερα.
- 04/11/2021
- Κείμενο: Κωνσταντίνος Κουτλιάνης
- Φωτογραφίες: Ιωάννα Μορφινού
Η Βασιλική Κατσαούνη -κυρία Κική για όσους την γνωρίζουν- γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου του 1937 στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Βύρωνα. Πήγε σχολείο στο Παγκράτι, στη σχολή Καλπάκα, και στη συνέχεια φοίτησε στο 4ο Γυμνάσιο Θηλέων. Μετά το σχολείο σπούδασε αρχιτεκτονικό σχέδιο, ενώ από το 1955 μέχρι το 1960 εργάστηκε στο γραφείο ενός πολύ γνωστού αρχιτέκτονα της Αθήνας. Στις 6 Ιουνίου του 1960 παντρεύτηκε τον σύζυγό της, Θύμιο, στον Ναό του Αγίου Διονυσίου Αεροπαγίτου στο Κολωνάκι. Ήταν ιπτάμενος στα ελικόπτερα για περίπου δύο δεκαετίες. Τον έχασε πριν από τρία περίπου χρόνια. Μαζί είχαν μετακομίσει το 1990 στη Γλυφάδα, στο μέρος όπου κάποτε έρχονταν τα καλοκαίρια για παραθέριση.
Η κυρία Κική έχει μια αδερφή, δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια – σχεδόν όλοι τους μένουν στα νότια προάστια. Μέσα από την αφήγησή της, μας περιγράφει τη Γλυφάδα του ’40, του ’50 και του ’60, τις εποχές που η Γλυφάδα ήταν ακόμα ένα “χωριό”, αλλά και τη σημερινή της καθημερινότητα στην πιο αναπτυγμένη πλέον περιοχή της Αθηναϊκής Ριβιέρας. Μιλάει επίσης για την καραντίνα, τη σχέση της με την τεχνολογία και δύο από τις αναπόσπαστες συνήθειες της ρουτίνας της: τη λαϊκή και το πλέξιμο.
Πώς ήταν η Γλυφάδα των προηγούμενων δεκαετιών, αυτών που εμείς δεν έχουμε προλάβει να ζήσουμε;
«Εγώ ερχόμουν τα καλοκαίρια για μπάνιο στη Γλυφάδα, στο Πικαντίλι. Όποιον Γλυφαδιώτη παλιό κι αν ρωτήσεις, θα θυμάται το Πικαντίλι. Η Γλυφάδα ήταν τελείως διαφορετική τότε. Το 1949, στη Γλυφάδα, έμαθα να κάνω ποδήλατο. Θυμάμαι ότι έκανα στην πλατεία, αφού δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και έπαιζες άφοβα. Σχεδόν απέναντι από το σπίτι μας ήταν το κτήμα του Παπαστεφάνου, που έφτανε τα τέσσερα στρέμματα, ενώ η γυναίκα του ήταν μοδίστρα της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Στην πλατεία τότε υπήρχε ένα καφενείο, του Παπούλια, στο οποίο πήγαιναν ηλικιωμένοι. Κάναμε μπάνιο στη θάλασσα εκεί που τώρα είναι η μαρίνα. Όλα ήταν αλλιώς. Και τα νερά τότε ήταν διαφορετικά, πιο καθαρά. Το δικό μας σπίτι ήταν μονοκατοικία τότε και το 1979 το ρίξαμε και κάναμε στο ίδιο σημείο πολυκατοικία για να μένουν τα παιδιά μας και στη συνέχεια τα εγγόνια μας».
Εκείνα τα χρόνια κοιμόσασταν με ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες και πλέον με κάμερες και συναγερμούς. Νιώθετε ασφάλεια στη Γλυφάδα του σήμερα;
«Το σπίτι μας ήταν στο ισόγειο και το καλοκαίρι κοιμόμασταν στη βεράντα. Ποιες πόρτες και ποια παράθυρα; Τότε δεν κλειδώναμε, τα είχαμε όλα ανοιχτά, ντρεπόσουν να μπεις σε ξένο σπίτι. Το σπίτι ήταν χαμηλά πολύ και μπορούσες να μπεις πολύ εύκολα αλλά δεν υπήρχαν αυτά τότε. Η Γλυφάδα τότε είχε πολλούς Αμερικανούς στρατιώτες και ναύτες, μιας και στο Ελληνικό υπήρχε η Αμερικανική Βάση, αλλά ούτε με αυτούς εκεί φοβόμασταν. Το σπίτι μας ήταν κάτω από τον αεροδιάδρομο και όταν περνούσαν τα αεροπλάνα μύριζε έντονα η κηροζίνη, ενώ φοβόμασταν ότι καμιά μέρα θα πέσει κανένα στο κεφάλι μας. Σήμερα, εδώ, στην περιοχή μου, υπάρχουν πολύ λίγες περιπτώσεις κλοπών. Πλέον, όμως, είσαι αναγκασμένος να βάλεις συναγερμό, πόρτες ασφαλείας, κάμερες και να κλειδώνεις πάντα. Όλα αυτά σου δημιουργούν μια ψυχολογική πίεση. Τότε, πάντως, τα κλειδιά ήταν μονίμως έξω από την πόρτα».
Η εποχή του κορονοϊού άλλαξε τις ζωές όλων, και δη των ηλικιωμένων, οι οποίοι απομονώθηκαν περισσότερο από άλλους. Αυτό σας στοίχισε ψυχολογικά; Στερηθήκατε πράγματα όπως η οικογένεια ή καθημερινές ασχολίες;
«Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη περίοδος αυτή. Για εμένα, παρόλο που είμαι ένα άτομο που δεν επηρεάζομαι και δεν φοβάμαι, με τον covid και το lockdown ήταν όλα πολύ τρομακτικά. Ευτυχώς από τη μια μεριά εγώ πέρασα μεγάλο μέρος της καραντίνας στη Βάρκιζα, στην οικογένεια της μίας μου κόρης, αλλά από την άλλη είχα μακριά την οικογένεια της δεύτερης κόρης μου. Ήμουν επίσης μακριά και από την αδερφή μου, που μένει δύο στενά πιο κάτω. Πολύ άσχημο ήταν που δεν γιορτάσαμε Πάσχα σε ένα τραπέζι όλοι μαζί, ενώ την Πρωτοχρονιά που γιορτάζω και μαζευόμαστε 15 άτομα εδώ και 30 χρόνια, δεν κάναμε τίποτα απολύτως πέρυσι. Όλα αυτά που μας στέρησε η πανδημία μου δημιούργησαν ένα κενό στην ψυχή μου».
Με την τεχνολογία πώς τα πάτε; Ξέρω ότι έχετε κινητό, συνδρομή στο Netflix και κάνετε βιντεοκλήσεις. Πως περνάει η μέρα με αυτά παρέα;
«Είναι μια καλή παρέα, όπως το λες. Εγώ έχω κάποια σχέση, επειδή έχω τα εγγόνια μου και κυρίως την εγγονή μου, την Ιωάννα, που όταν της ζητήσω κάτι, δεν θα μου χαλάσει το χατίρι. Γενικά έμαθα και μπαίνω στο Netflix. Ξέρω να συνδεθώ, να βάλω σειρές, ντοκιμαντέρ και ταινίες που μου αρέσουν. Το κινητό το έμαθα για να μιλάω με την οικογένειά μου, να κάνω βιντεοκλήσεις με τον εγγονό μου που μετακόμισε πρόσφατα στην Ολλανδία και να ψάχνω ειδήσεις και συνταγές στο ίντερνετ».
Με τη μαγειρική πώς τα πάτε; Τι έλεγε ο σύζυγος για τα φαγητά σας;
«Αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω εγώ. Κατά τον σύζυγο, ο οποίος ήταν δύσκολος στο φαγητό, μαγείρευα καλά. Ο γαμπρός μου πολλές φορές με πειράζει για τη μαγειρική μου, αλλά νομίζω ότι του αρέσει».
Μια ζωή πορευόσασταν με τον ίδιο άνθρωπο. Πόσο δύσκολο είναι να κερδίσουν οι σχέσεις τον χρόνο;
«Με τον Θύμιο ήμασταν μαζί 58 χρόνια, δηλαδή μια ολόκληρη ζωή. Για να πετύχει μια σχέση θέλει πολλή δουλειά, άφθονη υπομονή και μαεστρία. Η σχέση θέλει συμβιβασμούς και να βρεις τα κουμπιά του άλλου. Τα 58 χρόνια μας ήταν και δύσκολα και εύκολα και υπέροχα. Η οικογένεια που δημιουργήθηκε από αυτή τη σχέση όμως, ήταν το επιστέγασμα όλου αυτού του κοινού δρόμου μας. Τώρα, μένοντας μόνη πίσω, χαίρομαι όλα αυτά που δημιουργήσαμε μαζί με αυτόν τον άνθρωπο. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο από τον θεό για αυτά που μου χάρισε, για την οικογένεια που έφτιαξα και για όλα αυτά που ζω αυτή τη στιγμή».
Η Γλυφάδα είναι σήμερα μια περιοχή φιλική για την τρίτη ηλικία;
«Εμείς στη Γλυφάδα έχουμε την τύχη να έχουμε Δήμαρχο έναν εξαιρετικό άνθρωπο εδώ και δύο τετραετίες πλέον. Είναι ένας Δήμαρχος ο οποίος την έχει αλλάξει προς το καλύτερο, έχει φτιάξει δρόμους, πεζοδρόμια και πάρκα υπέροχα. Έχει φτιάξει τη μαγική πλατεία των ποιητών και συνεχώς κάνει νέα πράγματα. Η Γλυφάδα είναι καθαρή από σκουπίδια και γενικότερα είμαι ευχαριστημένη. Το κακό που έχει η Γλυφάδα για εμάς τους ηλικιωμένους είναι το ότι, αν θέλεις να πας στα μαγαζιά το Σάββατο, δεν μπορείς να περπατήσεις από τα αυτοκίνητα. Διατηρεί όμως ακόμα το πράσινό της, παρόλο που έχει πολύ κόσμο και πάρα πολλά σπίτια πλέον».
Μένει και η αδερφή σας στη Γλυφάδα.
«Ναι, μένουμε πολύ κοντά με τη Ρένα. Παντρευτήκαμε και οι δύο άντρες στρατιωτικούς. Εγώ στα 20 μου και εκείνη στα 23 της. Λόγω των μεταθέσεων των συζύγων πήραμε χωριστούς δρόμους. Αλλά, μετά από χρόνια, τα έφερε ο θεός έτσι και μείναμε δίπλα δίπλα, στη Γλυφάδα. Οι άντρες μας έγιναν φίλοι αλλά τώρα που ζούμε χωρίς εκείνους δεθήκαμε παραπάνω. Είμαστε αυτοκόλλητες πλέον και ζούμε η μία για την άλλη. Η συνύπαρξή μας βοηθάει πολύ στην ψυχολογία. Έχουμε μια υπέροχη σχέση, αφού εκείνη έρχεται και μένει σε μένα, εγώ πάω στο σπίτι της και γενικά θα περάσουμε την ημέρα μαζί».
Στη λαϊκή της Γλυφάδας πηγαίνετε;
«Βεβαίως. H λαϊκή μου ξυπνάει μνήμες από τα παζάρια που γινόντουσαν στην επαρχία. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν μανάβηδες, τώρα είναι πιο οργανωμένα. Στη Γλυφάδα η λαϊκή γίνεται μπροστά από το Δημαρχείο μια φορά την εβδομάδα. Παλιά αλλάζανε το μέρος κάθε εβδομάδα αλλά ο κόσμος κουράστηκε, οπότε έμεινε στο Δημαρχείο. Εγώ πηγαίνω κάθε φορά στη λαϊκή, εκτός από την εποχή της καραντίνας, που την σταμάτησα. Περνάνε πολύ ευχάριστα οι ώρες στη λαϊκή».
Τι άλλα χόμπι έχετε;
«Η τηλεόραση έχει αλλάξει λίγο τις ζωές μας. Μας έχει κάνει να καθόμαστε στην τηλεόραση και μας αποσυντονίζει. Ο σύζυγος καθόταν αρκετά στην τηλεόραση τα τελευταία χρόνια. Εγώ περισσότερο έραβα και έπλεκα. Το κέντημα το είχα σταματήσει τα τελευταία 30 χρόνια, γιατί κέντησα πολύ όσο ζούσα στην επαρχία. Το πλέξιμο ακόμα το κάνω, για να φτιάξω μερικά κασκόλ και ζακέτες για μένα αλλά και για τις εγγονές μου. Τώρα που ασχολούμαι με το Netflix και με το κινητό, κλείνω την τηλεόραση νωρίς. Ακόμα ένα πράγμα που μου αρέσει πολύ είναι να παω στο super market. Είναι κάτι που με ευχαριστεί και δεν με κουράζει»,