Η Νατάσα Γιάμαλη βλέπει τα πράγματα πολύ ξεκάθαρα, ακόμα και όταν τα βλέπει σκούρα
Το μεγαλύτερο αφιέρωμα που έγινε ποτέ για τη ΓλυφάδαΓλυφαδιώτισσα. Αριστερή. Μαχητική. Anchorwoman σε μια ανδροκρατούμενη τηλεοπτική ζώνη. Ιδεολόγος σε ένα επάγγελμα που εδώ και δεκαετίες προσδιορίζεται επιθετικά από το «αλήτες» και «ρουφιάνοι». Πολύ συχνά, η κουβέντα για τη Νατάσα Γιάμαλη είναι μια κουβέντα για τις αντιφάσεις που ενσαρκώνει. Η ίδια, πάντως, έχει τα πράγματα πολύ ξεκαθαρισμένα στο μυαλό της, όπως όλοι οι άνθρωποι που έχουν πορευτεί με επίγνωση και συνειδητές επιλογές στην επαγγελματική και την προσωπική τους ζωή.
- 18/01/2024
- Κείμενο: Αντώνης Τζαβάρας
- Φωτογραφίες: Κατερίνα Καπετάνη
Μένει στην Άνω Γλυφάδα, σε ένα διαμέρισμα περιποιημένο και διακοσμημένο «τόσο – όσο». Δεν περνά πολύ χρόνο στο σπίτι, παρότι θα το ήθελε. Οι απαιτήσεις δύο καθημερινών εκπομπών, μιας ραδιοφωνικής στον Real FΜ (17:00 – 19:00, με τον Γιώργο Παγάνη) κι ενός σκληροπυρηνικού πολιτικού talk show στο Kontra Channel (23:15 – 01:15) είναι τέτοιες, που δεν της επιτρέπουν σχεδόν καθόλου χρόνο για χαλάρωση και αναπόληση στον καναπέ.
Πολύ πρόσφατα στο διαμέρισμα μπήκε νέος συγκάτοικος, οπότε αυτές τις μέρες περνούν και οι τρεις τους -το σπίτι, εκείνη και ο Ρίνγκο, ένα μαλλιαρό σκυλάκι δύο μηνών- φάση προσαρμογής. Η Νατάσα (ή Αναστασία, ακούει με άνεση και στα δύο) είναι πολύ εξασκημένη και στους δύο πόλους μιας συνέντευξης. Είναι ετοιμόλογη, ευφραδής και άμεση. Σπάει τον πάγο χωρίς να ακουστεί το παραμικρό τρίξιμο. Προσφέρει καφέ και χειροποίητα σοκολατάκια με δαμάσκηνο φτιαγμένα από τη θεία της και αρχίζει να μιλά για τη ζωή της μέσα και -κυρίως- έξω απ’ το σπίτι.
«Είμαι Νοτιοπροαστιώτισσα. Μέχρι τα 14 μέναμε με τη μητέρα μου στον Πειραιά -οι γονείς μου είναι χωρισμένοι- και μετά μετακομίσαμε εδώ: Άνω Γλυφάδα και αργότερα Βούλα. Τα Σαββατοκύριακα οι βόλτες με τον μπαμπά μου γίνονταν πάντα στη Γλυφάδα, σε συγκεκριμένα καφέ που δεν υπάρχουν πια. Το καλοκαίρι, το οικογενειακό μπάνιο ήταν πάντα στη Βουλιαγμένη και μετέπειτα, το εφηβικό, στα πέριξ της Βουλιαγμένης, στο Καβούρι κλπ».
«Όπως όλα τα παιδιά που ενηλικιώθηκαν στα νότια, είχα μεγάλο πρόβλημα όταν ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το κέντρο. Μεγαλώνουμε σε μία γυάλα εδώ. Για πάρα πολλά χρόνια θεωρούμε ότι η Ριβιέρα είναι το δικό μας Μπέβερλι Χιλς κι αυτό γίνεται το βασικό μας βίωμα».
«Ο μπαμπάς μου συνταξιοδοτήθηκε από 01/01/24 από τον Δήμο Γλυφάδας, οπότε έχω γνώση και γνώμη για τα αυτοδιοικητικά της Γλυφάδας. Και για τον δήμαρχο έχω άποψη. Τον γνωρίζω και νομίζω ότι είναι ένας άνθρωπος που έχει αντίληψη όλων των περιοχών και της ποικιλομορφίας του Δήμου. Η Γλυφάδα έχει πολλές περιοχές και πολλά βαλάντια, προβλήματα τα οποία σε πρώτη ματιά δεν φαίνονται. Νομίζω ότι τα διαχειρίζεται με επάρκεια αλλά, πέρα απ’ το τι νομίζω εγώ, είναι σαφές ότι ένας δήμαρχος που στην τριτη του θητεία βγαίνει από την πρώτη Κυριακή με ποσοστά της τάξης του 70%, εκ των πραγμάτων κάτι κάνει καλά. Αν παρακολουθούσα ένα δημοτικό συμβούλιο κι άκουγα με προσοχή τι έχει να πει η αντιπολίτευση, νομίζω ότι θα συμφωνούσα σε αρκετά σημεία. Από εκεί και πέρα, οι δημοκρατίες είναι πλειοψηφικό σπορ και είναι πλέον διαπιστωμένο πολλάκις ότι οι Γλυφαδιώτες τον θεωρούν έναν επιτυχημένο δήμαρχο».
«Προσωπικά, θα ήθελα στη Γλυφάδα οργανωμένους χώρους πρασίνου. Θα ήθελα, επίσης, μια καλύτερη διαχείριση της παραλίας. Και θα ήθελα σίγουρα -έστω κι αν είναι κόντρα σ’ αυτό που μάθαμε μεγαλώνοντας- λιγότερα τραπεζάκια έξω. Χρειαζόμαστε περισσότερο ελεύθερο δημόσιο χώρο σε όλους τους δήμους, ακόμα και σ’ αυτούς που έχουν παράδοση στην εστίαση. Θα ήθελα να είναι παντού σαφές, επιτρεπτό και ok για μια οικογένεια ή ένα ζευγάρι να κάνουν τη βόλτα τους χωρίς να πρέπει να ψωνίσουν ή να καταναλώσουν κάτι».
«Κάποτε υπήρχε το φεστιβάλ της Αιξωνής. Με πήγαινε ο μπαμπάς μου όταν ήμουν παιδάκι κι έχω δει εκεί σοβαρούς καλλιτέχνες και σοβαρές παραστάσεις, που γίνονταν δωρεάν για τους Γλυφαδιώτες και τις Γλυφαδιώτισσες. Αυτό ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ. Οι πολιτιστικές προσπάθειες που έχουν γίνει τα τελευταία δέκα χρόνια είναι πολύ μακριά από την αισθητική και τα ακούσματά μου. Θα περίμενα από έναν τόσο μεγάλο και πλούσιο Δήμο μια πιο ουσιαστική πολιτιστική πρόταση. Να του πιστώσω, όμως, ότι κάνει πολύ σοβαρή δουλειά με τα αδέσποτα».
Μια συνειδητή επιλογή
Η Νατάσα Γιάμαλη έχει επιλέξει να αγωνίζεται σε έναν πολύ σκληρό στίβο, αυτόν του πολιτικού ρεπορτάζ. Κι έχει προσθέσει στη δουλειά της έναν επιπλέον βαθμό δυσκολίας: έχει δηλώσει την πολιτική της τοποθέτηση. Είναι αριστερή σε μια εποχή που η Αριστερά περνά απανωτές ταυτοτικές κρίσεις και υφίσταται διαδοχικές εκλογικές ήττες. Για να μη συζητήσουμε ότι είναι μια αριστερή Γλυφαδιώτισσα – για κάποιους, ακόμα κι αυτό έχει αποτελέσει αφορμή για κριτική και επιθέσεις εναντίον της.
Προς τιμήν της, δέχεται πολύ συχνά επιθέσεις και από αριστερούς. Πρόσφατα βρέθηκε στο μάτι ενός κυκλώνα που σάρωσε τα social media με αφορμή κάποιες ερωτήσεις που απηύθυνε στον νέο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Στέφανο Κασσελάκη. Οι περισσότεροι από αυτούς που ενοχλήθηκαν, θύμωσαν, απογοητεύτηκαν κλπ ήταν αντικυβερνητικοί. Θεώρησαν ότι η δημοσιογράφος του Kontra άσκησε υπερβολική πίεση στον καλεσμένο της.
«Προσωπικά, πιστεύω ότι η ιδεολογία ενός ανθρώπου δεν σχετίζεται με το εισόδημά του. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο, η Νέα Δημοκρατία δεν θα είχε τα ποσοστά που έχει. Το 41% των Ελλήνων πολιτών δεν είναι πλούσιοι. Αντίστοιχα, θεωρώ ότι υπάρχει κόσμος που έχει μια οικονομική άνεση και ζει μια καλή ζωή και πρεσβεύει μια πιο δίκαιη κατανομή του πλούτου ή και την αναγκαία αναδιανομή του».
«Εγώ έχω πάρει ανοιχτά θέση και θεωρώ ότι μια σύγχρονη Αριστερά, εν έτει 2024, πρέπει να καταφέρει να πείσει ότι συνιστά εναλλακτική. Και για να το καταφέρει αυτό πρέπει να βρει τρόπους να μιλήσει στους νεότερους ανθρώπους, που δεν έχουν ιδέα πχ τι θα πει συλλογική σύμβαση. Να καταφέρει να τους εξηγήσει ότι και ο συνδικαλισμός χρειάζεται και η εμπλοκή χρειάζεται και ότι δεν υπάρχουν ατομικές λύσεις σε συλλογικά προβλήματα».
«Όσο πιο σαφές και κατανοητό γίνει αυτό, τόσο καλύτερη θα είναι η προοπτική όλων ημών, σε μια κοινωνία η οποία είναι πλέον βαθιά ταξική. Ακόμα χειρότερα, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε τη δεκαετία του ‘90 που υπήρχε ακόμα μια κοινωνική διαστρωμάτωση, πλέον μιλάμε για δύο τάξεις. Για πλούσιους και φτωχούς. Ναι, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι είναι γεμάτα τα καλά εστιατόρια και τα καλά μπαρ της Γλυφάδας, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί μπορούν να τα γεμίζουν οι οικονομικά εύρωστοι συμπολίτες μας. Δεν είναι, όμως, ενδεικτικό για το πώς ζει ο υπόλοιπος κόσμος. Την πραγματική εικόνα θα την αντιληφθείς σε ένα συνοικιακό σούπερ μάρκετ, αν δεις τι μένει στα ράφια και πόσοι άνθρωποι αφήνουν πράγματα στο ταμείο γιατί δεν τους έφτασαν τα χρήματα που είχαν υπολογίσει. Αυτό είναι ζήτημα και για τη Γλυφάδα και για την Εκάλη και για τη Δραπετσώνα. Μπορεί αλλού να είναι πιο ορατό, αλλά είναι υπαρκτό παντού».
«Η αλήθεια είναι ότι βιώνουμε μια περίοδο ακραίας ιδιώτευσης, στην οποία το πολιτικό και το κοινωνικό φαινόμενο περνά βαθιά κρίση. Όμως, χρέος όλων των πολιτων που αντιλαμβάνονται την ατομικότητά τους ως μέρος ενός συνόλου, είναι να ασχοληθούν με το ζήτημα. Θεωρώ πάρα πολύ βολικό το “όλοι ίδιοι είναι”, όπως και το αφοριστικό “αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι”, προκειμένου τελικά να βγάλει ο καθένας την ουρά του απ’ έξω. Δεν θεωρώ ότι είναι όλοι ίδιοι, ούτε κάνουν όλοι τις ίδιες επιλογές. Άλλα πράγματα συνέβαιναν με συντηρητικές κυβερνήσεις, άλλα με προοδευτικές. Επί συγκεκριμένης κυβέρνησης καταργήθηκε η προίκα, επί συγκεκριμένης κυβέρνησης θεσπίστηκε το οικογενειακό δίκαιο, επί συγκεκριμένης κυβέρνησης σε περίοδο μνημονίου είχαμε αύξηση του κατώτατου μισθού και κατάργηση του ρατσιστικού υποκατώτατου, επί συγκεκριμένης κυβέρνησης είχαμε την κατάργηση του πεντάευρου για τα νοσοκομεία. Μην τα ξεχνάμε: το 2013, σε μία περίοδο που είχε χαθεί το 25% του ΑΕΠ της χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αγοραστική μας δύναμη, υπήρχε ένας υπουργός ο οποίος βγήκε και είπε ότι για να μπεις στα επείγοντα πρέπει να δώσεις ένα πεντάευρο. Κάποιοι αυτό το πεντάευρο το έκοψαν από το φαγητό τους».
«Είμαι αριστερή, αλλά αυτήν τη στιγμή συμφωνώ και διαφωνώ με πολλά από αυτά που λένε κόμματα του προοδευτικού χώρου. Δυστυχώς, δυσκολεύομαι πάρα πολύ να βρω πλήρη ταύτιση. Και, φυσικά, δεν είμαι η μόνη – επιβεβαιώνομαι και δημοσκοπικά».
«Τον Στέφανο Κασσελάκη τον γνώριζα πριν αναλάβει την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί είχε έρθει για συνέντευξη όταν ακόμα ήταν μέλος του ψηφοδελτίου Επικρατείας. Η αλήθεια είναι ότι μαθαίνει γρήγορα – δεν έχει καμία σχέση εκείνος ο Κασσελάκης του Επικρατείας με τον Κασσελάκη που τρεις – τέσσερις μήνες αργότερα βρέθηκε στο τιμόνι του κόμματος στη μετά Τσίπρα εποχή. Η κάλπη είναι αυτή που θα δείξει τελικά αν η δημοφιλία και το επικοινωνιακό του χάρισμα είναι ικανά να δώσουν στον ΣΥΡΙΖΑ το χαμένο του ποσοστό. Και οι πολιτικές του θέσεις, βέβαια. Επειδή είμαι από τους ανθρώπους που θεωρούν ότι η επικοινωνία από μόνη της δεν αρκεί, περιμένω να δω τι θα γίνει και στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, αν θα έχουμε αλλαγές ή μετατοπίσεις των πολιτικών θέσεων, για να μπορώ να κρίνω προσωπικά».
Μια ευσυνείδητη δημοσιογραφία
Ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει όχι μόνο τη δουλειά της, αλλά συνολικά τη στάση και την προσωπικότητά της, είναι η μαχητικότητα. Η Νατάσα είναι ενεργή και παρούσα. Αντιμετωπίζει τη δημοσιογραφία σαν μια καθημερινή μάχη και επιλέγει πάντα την πρώτη γραμμή, τα χαρακώματα. Και δεν διστάζει να επιλέξει στρατόπεδο, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με την ισότητα, τη συμπερίληψη και τα δικαιώματα, τα μείζονα κοινωνικά ζητήματα της εποχής μας.
Μπορεί να μην είναι εντοπίσιμο στο κείμενο αυτής της συνέντευξης γιατί σε κάποιο βαθμό απαλείφθηκε για λόγους οικονομίας, αλλά φροντίζει επιμελώς να συμπεριλαμβάνει πάντα δύο γραμματικά γένη στις απευθύνσεις της. Λέει “οι συνομήλικοι και συνομήλικές μου”, “οι συνάδελφοι και οι συναδέλφισσές μου” κλπ. Ακόμα κι αν το ξεχάσει στη ροή του λόγου, επανέρχεται για να συμπληρώσει την αναφορά της. Αναφέρεται και στα δύο φύλα, απευθύνεται σε όλους, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι η θέση της είναι δίπλα στο φύλο και στην κοινωνική ομάδα που κάθε φορά υποφέρει.
«Το μότο μου στη δουλειά είναι μια δήλωση της Κριστιάν Αμανπούρ: “truthful, not neutral”. Θεωρώ ότι ο μεγαλύτερος μύθος στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά τη δημοσιογραφία είναι ότι πρέπει να είναι αντικειμενική. Αντικειμενικό για μένα είναι μόνο το “πώς, πού, πότε”. Όλα τ’ άλλα είναι σχόλιο. Και το σχόλιο πρέπει να γίνεται και να ακούγονται όλες οι απόψεις. Ενα δομικό πρόβλημα στη χώρα μας είναι ότι ακούγεται ή τελικά έχει κυριαρχήσει μία άποψη, δεν δίνεται ίσος χρόνος στις υπόλοιπες».
«Θεωρώ επίσης ότι ο ρόλος της ενημέρωσης πρέπει να είναι και παιδευτικός, να πηγαίνει την κοινωνία ένα βήμα παραπέρα. Οπότε, ναι, στη δική μου εκπομπή αρνούμαι να συζητήσω για τον γάμο ανεξαρτήτως φύλου ή για την ισότητα στον γάμο με έναν ακροδεξιό. Αν είναι εκπρόσωπος κόμματος θα τον ρωτήσω ίσως στο πλαίσιο ενός πάνελ, αλλά δεν θα επιτρέψω να έρθει με τον μανδύα του ειδικού να πει τι θα κάνουν στα σώματα και στις ζωές τους τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας».
«Η δημοσιογραφία, αν θέλει να υπηρετεί τον ρόλο της, θα πρέπει να υπηρετεί τα συμφέροντα των πολλών. Θα έπρεπε να είναι μια ντουντούκα, μια κάμερα, ένα μικρόφωνο, ένα πλάνο, ένα χαρτί για εκείνους που η φωνή τους κανονικά δεν ακούγεται. Για όσους δεν βρίσκουν εύκολα βήμα σε έντυπα, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις, ιστοσελίδες. Εγώ γι’ αυτό έγινα δημοσιογράφος, γιατί θεωρώ ότι χρέος όλων ημών που μας νοιάζει αυτό που λέμε “κοινωνική δικαιοσύνη”, είναι να δώσουμε μικρόφωνο, φωνή σ’ αυτόν τον κόσμο».
«Προσπαθώ να είμαι δίκαιη και νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια το έχω πετύχει. Πιέζω πρώτα και κύρια -όπως πρέπει- τον εκάστοτε εκπρόσωπο του κυβερνώντος κόμματος, αλλά πιέζω και τους εκπροσώπους των άλλων κομμάτων. Θέλω να πιστεύω ότι κανείς και καμία δεν μπορεί να μου χρεώσει ότι χαϊδεύω είτε αριστερούς είτε δεξιούς».
«Όταν μπήκα στη δημοσιογραφία δεν είχα απόλυτη εικόνα για το πώς είναι το επάγγελμα από μέσα. Αν είχα, μπορεί και να μην το επέλεγα. Από εκεί και πέρα, θα ήμουν αχάριστη αν έλεγα ότι δεν έχω υπάρξει εντυπωσιακά τυχερή. Συνδύασα την τύχη μου με σκληρή και ακραία δουλειά, αλλά έχω πλήρη επίγνωση του πόσο τυχερή υπήρξα. Πολλοί συνομήλικοι και πολλές συνομήλικές μου με εξαιρετικές σπουδές, με επάρκεια, με ευφράδεια και ερευνητική δεινότητα, δεν είχαν την ευκαιρία που έχω εγώ, να ηγηθούν μιας εκπομπής σε νεαρή ηλικία και δη ενός δύσκολου πολιτικού talk show».
«Είμαι παιδί της κρίσης, μπήκα στη δημοσιογραφία το 2010, έχοντας σπουδάσει Νομική στο City και επικοινωνία στο London School of Economics. Και με αυτές τις καλές σπουδές είχα στείλει 70-80 βιογραφικά και δεν με πήρε κανείς πίσω. Τότε πιστεύαμε ακόμα ότι ένα καλό βιογραφικό είναι εισιτήριο κοινωνικής κινητικότητας, αλλά ήδη διαμορφωνόταν μια νέα, σκληρή πραγματικότητα».
«Τα ΜΜΕ ήταν και παραμένουν ένας πατριαρχικός χώρος. Κάποια πράγματα έχουν αλλάξει, αλλά μόνο ποσοτικά. Σε απόλυτους αριθμούς, δηλαδή, οι γυναίκες εργαζόμενες στα media είναι περισσότερες. Δεν είναι, όμως, περισσότερες εκεί όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, στις διευθυντικές θέσεις ή στις θέσεις που έχουν σημασία για το πώς θα βγει η είδηση. Δες και τα κεντρικά δελτία ειδήσεων: υπάρχουν όντως πολλές γυναίκες παρουσιάστριες, αλλά οι σχολιαστές -αυτοί δηλαδή που εκφράζουν την άποψη- είναι άντρες, με την εξαίρεση της Κάτιας Μακρή στον ΑΝΤ1. Δίπλα σε κάθε παρουσιάστρια υπάρχει πάντα ένας άνδρας στον ρόλο του φωτεινού παντογνώστη που δικαιούται να εκφέρει γνώμη και να υποδεικνύει ποιο είναι το σωστό κάθε φορά. Οπότε, ναι, οι γυναίκες έχουμε σπάσει τη γυάλινη οροφή στο να ηγούμαστε εκπομπών και δελτίων, αλλά δεν έχουμε σπάσει ακόμη το δικαίωμα στην άποψη».
«Και βέβαια, υπάρχει πάντα και ο διαφορετικός πήχης. Για έναν άνδρα συνάδελφό μου, με τον οποίο έχουμε τα ίδια πτυχια, την ίδια επαγγελματική επάρκεια και την ίδια ευφράδεια, δεν θα αναρωτηθεί ποτέ κανείς με ποιον κοιμήθηκε για να πάρει τη θέση. Για μένα και για όλες σαν εμένα θα αναρωτηθούν. Επίσης, οι γυναίκες παραδοσιακά αποκλείονταν από το πολιτικό ρεπορτάζ και αναλάμβαναν τα πιο “μαλακά” θέματα, ενώ σταθερά παρών στα ελληνικά ΜΜΕ παραμένει ο ηλικιακός ρατσισμός. Αν είσαι κάτω από τα 40 δεν πρέπει να εκφράζεις άποψη».
«Χρειάστηκε να αγωνιστούμε πολλές γυναίκες δημοσιογράφοι για να μπει στα χείλη, όχι ακόμα όλων, πολλών όμως, και να εγκαθιδρυθεί στον δημόσιο λόγο ο όρος “γυναικοκτονία”. Για μένα, τομή σ’ αυτό ήταν η γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη. Εκεί κατάλαβαν όλοι ότι “τα δικά μας καλά παιδιά” είναι ικανά να λειτουργήσουν με τέτοιον εγκληματικό και αποτρόπαιο τρόπο απέναντι σε ένα “δικό μας καλό κορίτσι”. Η Ελένη Τοπαλούδη ήταν, δυστυχώς, το τέλειο θύμα. Ένα καλό κορίτσι με συμπαθητική εμφάνιση, μια φοιτήτρια με σεμνή περιβολή, που βρήκε αυτό το τρομακτικό τέλος από τους δολοφόνους της. Και οι δολοφόνοι δεν ήταν αλλοδαποί ή απόβλητοι, αλλά παιδιά από καλές οικογένειες της Ρόδου».
«Η δική μου τηλεοπτική εκπομπή ήταν κι ένα στοίχημα για έναν περιφερειακό σταθμό που ούτε μεγάλα εμπορικά συμβόλαια είχε ούτε πολλά πράγματα να χάσει. Μάλιστα, όταν μου έγινε η πρόταση και τη δέχτηκα με μεγάλη αμφιθυμία και φόβο, η συμφωνία ήταν ότι αν δεν τα κατάφερνα, σε δύο μήνες θα μ’ έκοβαν. Οπότε, δεν είχα και πολλές επιλογές, έπρεπε να πετύχει. Χαίρομαι πάρα πολύ που μου δόθηκε η ευκαιρία να φτιάξουμε στο Kontra μαζί με την ομάδα της εκπομπής ένα talk show που θα θέλαμε να το παρακολουθούμε κι εμείς οι ίδιοι ως τηλεθεατές. Δεν ήταν εύκολο, γιατί υπάρχουν πάντα τεχνικές δυσκολίες σε κανάλια με περιορισμένους πόρους, αλλά καταφέρνουμε να τις ξεπερνάμε. Χαίρομαι, επίσης, που καταφέραμε να ανοιχτούμε σε ηλικίες και κοινά που δεν προτιμούν τη συγκεκριμένη τηλεοπτική ζώνη. Αυτό το θεωρώ γαλόνι για την ομάδα και για μένα, το ότι μας βλέπουν φοιτητές και γυναίκες και άνθρωποι που υπό άλλες συνθήκες θα έβλεπαν μια σειρά στο Netflix».
«Προφανώς υπάρχει χώρος για βελτίωση. Θα ήθελα, για παράδειγμα, μεγαλύτερη γυναικεία εκπροσώπηση στην εκπομπή αλλά αυτό δεν είναι απλό και λόγω ώρας. Η εκπομπή ξεκινά στις 23:15 και -πιστέψτε με- ακόμα και γυναίκες που ανήκουν στην πολιτική ελίτ της χώρας, αν έχουν οικογένειες και παιδιά, δεν μπορούν εύκολα να λείψουν απ’ το σπίτι τέτοια ώρα. Το ίδιο ισχύει και για συναδέλφισσες δημοσιογράφους, οι οποίες δεν εργάζονται σε κανάλια, οπότε μπορούν να έρθουν καλεσμένες στην εκπομπή. Όταν δουλεύουν απ’ το πρωί ως το βράδυ κι έχουν οικογένεια, δεν θα την αφήσουν στις 23:15 για να επιστρέψουν μετά τη 01:00. Και μην ξεχνάτε και τον πήχη της εμφάνισης: μια γυναίκα για να εμφανιστεί στον αέρα πρέπει να πάει κομμωτήριο. Ένας άνδρας θα φορέσει απλώς ένα σιδερωμένο πουκάμισο. Όλα αυτά τα λέω πλέον με τη συσσωρευμένη εμπειρία του πέμπτου χρόνου και, δυστυχώς, αποτελούν σημαντικά ζητήματα για τις γυναίκες πολιτικούς, τις γυναίκες πανεπιστημιακούς, τις γυναίκες δημοσιογράφους. Γιατί για εκείνες ο πήχης δεν είναι ο ίδιος και είναι αναγκασμένες πάντα να κρίνονται και σε άλλα επίπεδα σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους».
«Εγώ δεν θα γινόμουν άλλη για να πάω σε άλλο κανάλι. Κάθε δημοσιογράφος επιθυμεί να έχει το ευρύτερο δυνατό βήμα για τη δουλειά του – όλοι θέλουμε να βρισκόμαστε σε μεγαλύτερα κανάλια και μεγαλύτερα ραδιόφωνα. Αν, όμως, η προϋπόθεση για να συμβεί αυτό θα ήταν να γίνω άλλη, δεν θα συμβεί. Αν μια πιθανή πρόταση συνοδευόταν από ένα πλαίσιο αλλαγών στη δομή της εκπομπής με το οποίο θα συμφωνούσα, θα το έκανα με χαρά».
Ένα βαρύ, αναπόφευκτο κόστος
Η Νατάσα Γιάμαλη μιλάει πολύ για τη δουλειά της και για το αντικείμενο της δουλειάς της -την επικαιρότητα, τις δυσκολίες και τις ζυμώσεις της καθημερινότητας- αλλά ελάχιστα για τον εαυτό της. Αυτό δεν συμβαίνει γιατί έχει ενεργοποιήσει κάποιον αμυντικό μηχανισμό προστασίας της προσωπικής της ζωής και του ιδιωτικού χρόνου της. Ίσα – ίσα, ανήκει στη σπάνια ομάδα των δημοσίων προσώπων που έχουν επίγνωση του κόστους της δημοσιότητας κι έχουν αποδεχθεί το αντίτιμο της διαρκούς έκθεσης και της ακατάπαυστης ενασχόλησης με τα κοινά.
Το αντίτιμο, όμως, υπάρχει και είναι ο ιδιωτικός της χρόνος αυτός καθαυτός. Όλος σχεδόν ο ιδιωτικός της χρόνος. Ακόμα κι αν αποτελεί τυπικό όρο της άτυπης σύμβασης που έχει υπογράψει με το επάγγελμα και με το κοινό που συχνά της απευθύνεται ως επαγγελματία σε στιγμές που βρίσκονται πολύ έξω από το ωράριό της, αυτή η απώλεια είναι που της κοστίζει περισσότερο. Στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο της, ονειρεύεται, αναπολεί κι εύχεται περισσότερο ελεύθερο χρόνο.
«Είμαι δικτυωμένη 24 ώρες το 24ωρο, επτά μέρες την εβδομάδα και στις διακοπές μου. Αυτό είναι πρόβλημα για μένα, ψυχικά με καταβάλει πολύ. Έχοντας όμως και το σύνδρομο της καλής μαθήτριας, φοβάμαι ότι αν δεν παραμείνω δικτυωμένη θα χάσω κάτι και -κατά συνέπεια- δεν θα είμαι επαρκής στη δουλειά μου».
«Τις περισσότερες μέρες οι ειδήσεις είναι σκληρές και η επικαιρότητα ζοφερή. Όταν ασχολείσαι καθημερινά για τόσες ώρες μ’ αυτόν τον ζόφο, δεν βγαίνεις ποτέ ουσιαστικά απ’ αυτόν. Βρίσκεται πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού σου. Μπορεί να κάνεις κάτι που σε ευχαριστεί, αλλά την ίδια στιγμή, κάτι μέσα σου θα σου υπενθυμίσει ότι στην Παλαιστίνη πεθαίνουν παιδιά».
«Εγώ δυσκολεύομαι να το διαχειριστώ αυτό, ίσως επειδή είμαι ακόμα μικρή και δεν έχει σκληρύνει το δέρμα μου. Και γίνεται ακόμα δυσκολότερο επειδή είμαι αρκετά ενεργή στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Όταν κάποιος άνθρωπος μου στείλει κάτι εκεί, ένα πρόβλημά του, δεν γίνεται να μην ασχοληθώ. Δεν το κάνω με όρους Μεσσιανικούς. Πώς να το πω; Νιώθω ότι αυτό είναι το καθήκον μου, ρε παιδί μου».
«Έχω μετανιώσει αναρίθμητες φορές για το ύφος μου, όχι τόσο για την ουσία των λεγομένων μου. Και όσο πιο πίσω πάμε, τόσο πιο πολύ μετανιώνω για το ύφος μου. Μεγαλώνοντας, κατανοώ ότι μπορείς να πεις το ίδιο πράγμα με πολύ πιο ψύχραιμο τρόπο, χωρίς να προσβάλεις κανέναν στην εκφορά του. Είναι μια κατάκτηση για μένα αυτό. Πιστεύω, βέβαια, ότι η δημοσιογραφία πρέπει να είναι ανθρώπινη, οπότε αυτή είναι η δικαιολογία που μου δίνω. Είμαστε άνθρωποι και είναι λογικό να επηρεαζόμαστε κι εγώ κάνω μια δημοσιογραφία η οποία επηρεάζεται. Τον παίρνω σπίτι μου τον καημό».
«Θα αναφέρω κάτι σχετικά πρόσφατο, που τη στιγμή που ανακοινώθηκε δεν μπορούσα να αντιληφθώ την έκτασή του, αλλά όσο περνούσε η ώρα καταλάβαινα ότι κάτι έχει πάει πολύ στραβά. Ήταν τα Τέμπη. Όταν συνέβη το δυστύχημα ήμουν στον αέρα και, μάλιστα, ήμασταν η μόνη εκπομπή που εκείνη την ώρα ήταν live. Γύρω στο δεκάλεπτο κι αφού είχαμε κάνει τις πρώτες συνδέσεις με συναδέλφους που έκαναν το ρεπορτάζ, αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε το μέγεθος της τραγωδίας. Εκεί αρχίζει το πραγματικό δημοσιογραφικό άγχος, να ανταποκριθείς στη βαρύτητα της στιγμής. Όταν βιώνεις κάτι τόσο μεγάλο στη συγχρονία και στην εξέλιξή του, χωρίς να έχεις την πλήρη εικόνα, αγχώνεσαι διπλά για το αν “το είπες” αν το παρουσίασες έτσι ώστε να γίνει κατανοητό σε όλη του την έκταση».
«Έχω εκατοντάδες φόβους. Νομίζω ότι στην εποχή που ζούμε όλοι έχουμε φόβους και μάλιστα για ζητήματα που νομίζαμε ότι τα είχαμε λυμένα, αλλά επανέρχονται με εκκωφαντικό τρόπο. Δεν μπορώ να διανοηθώ, για παράδειγμα, ότι θα πάθουν κάτι οι γονείς μου και δεν θα υπάρχει κρεβάτι στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αυτή είναι μια σκέψη που δεν με τρομάζει απλώς, με εξοργίζει και χάνω τον ύπνο μου. Δεν θέλω, επίσης, να διανοηθώ ότι μπορεί να χάσω τη δουλειά μου επειδή κάποιος είπε κάτι για μένα. Δεν αναφέρομαι στο διευθυντικό δικαίωμα του εκάστοτε εργοδότη να με απολύσει, μιλώ για ένα cancel culture το οποίο έχει κακοφορμίσει. Τρομάζω μήπως πω κάτι λάθος ή κάτι άστοχο στο δευτερόλεπτο -γιατί στον προφορικό λόγο όσο κι αν έχεις τις κεραίες σου σε εγρήγορση μπορεί να κάνεις λάθος- κι αυτό περάσει αστραπιαία από τον μεγεθυντικό, αλλά στην πραγματικότητα διασταλτικό, φακό με τον οποίο κρίνονται τα πάντα και, ξαφνικά, ενώ αισθάνομαι ότι είμαι στη σωστή πλευρά της ιστορίας, θα βρεθώ στη λάθος».
«Αν μου έλεγες τι δώρο θα ήθελες, περισσότερα χρήματα ή να πας κάπου καλύτερα, οτιδήποτε, εγώ θα επέλεγα περισσότερο χρόνο με τους ανθρώπους μου. Την ώρα που η εκπομπή μου βγαίνει στον αέρα, οι άνθρωποί μου έχουν ήδη τελειώσει προ πολλού τη δουλειά τους. Θα βρεθούν, θα πάνε για ένα ποτό ή ένα σινεμά, θα κάτσουν να δουν μια ταινία κι εγώ είμαι απούσα απ’ όλα αυτά. Και είμαι απούσα τα τελευταία πέντε χρόνια που κάνω αυτήν τη δουλειά και ήμουν απούσα και πριν, όσο προσπαθούσα να κάνω τη δουλειά, όταν ήμουν σε εφημερίδα. Πρόσφατα, σε μια μέρα που απεργούσαμε και δεν είχα ούτε ραδιόφωνο ούτε τηλεόραση, θυμάμαι ότι ήμουν στον δρόμο, οδηγούσα κι έβλεπα από το αυτοκίνητο το ηλιοβασίλεμα και συγκινήθηκα. Δεν βλέπω ποτέ τον ήλιο να δύει, μόνο στις διακοπές. Είναι τεράστιο αυτό το κόστος. Κατανοώ ότι ένας κόσμος μας θεωρεί ελίτ και προνομιακή ομάδα, αλλά το ότι είμαστε 24/7 on call δεν ξεπληρώνεται με κανέναν μισθό. Έτσι κι αλλιώς, στη δική μου γενιά οι μισθοί δεν είναι καλοί, όσο προνομιούχος κι αν θεωρείσαι».
«Ελεύθερο χρόνο, λοιπόν. Αυτό θα ήθελα. Για να δω τους ανθρώπους μου αλλά και για να βιώσω τη θλίψη και τη χαρά μου. Πέρσι, δυστυχώς, έχασα το σκυλί μου που ήταν ο συγκάτοικός μου για πολλά χρόνια. Την ίδια μέρα, έκανα ραδιόφωνο το απόγευμα και το βράδυ εκπομπή. Το ξέρω ότι κάποιοι θα το αποκαλέσουν “πρόβλημα πρώτου κόσμου”, αλλά εγώ ήμουν βαθιά πληγωμένη εκείνη τη μέρα. Τώρα, βέβαια, ήρθε ο Ρίνγκο. Ρίνγκο από το Ρίνγκο Σταρ».
«Είμαι αισιόδοξη γιατί έχω τη βεβαιότητα ότι τα πράγματα οφείλουν κάποια στιγμή να γίνουν καλύτερα, γιατί έτσι δεν είναι βιώσιμα. Δεν είναι ok να συνεχίσουμε να ζούμε έτσι, ιδίως εμείς, η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου που ζει από τον μισθό της. Δεν γίνεται να ζεις για να δουλεύεις, δεν είναι αυτό πλαίσιο ύπαρξης. Οπότε αυτή είναι η βαθιά μου πεποίθηση: τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα και, σε ό,τι με αφορά και στον βαθμό που μου αναλογεί, θα κάνω ό,τι μπορώ προς αυτήν την κατεύθυνση. Αγαπώ την ευθύνη, που έλεγε και ο Καζαντζάκης».
«Η ευχή μου για τη νέα χρονιά και για τις επόμενες, είναι να καταφέρουμε να δημιουργήσουμε μια κοινωνία που θα μας χωράει. Όλους εμάς και όλες τις ανάγκες μας. Μια κοινωνία στην οποία η μοναξιά θα είναι επιλογή και όχι συνθήκη. Νομίζω ότι αυτή η κατά συνθήκη μοναξιά είναι μεγάλο κακό της εποχής μας. Με τρομάζει για μένα, για τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, για τα πιτσιρίκια το ότι μπορεί να βρεθούν κάποια στιγμή μόνα τους. Και δεν εννοώ χωρίς ταίρι, χωρίς σύντροφο. Εννοώ χωρίς ανθρώπους γύρω τους. Από συνθήκη, επειδή έτσι είναι η κατάσταση».