Ιστορίες μητρότητας: Μια μητέρα από την Ουκρανία πρόσφυγας στη Γλυφάδα
Μέχρι και τον περασμένο Φεβρουάριο, η Χριστίνα έμενε με τα τρία παιδιά της στο ολοκαίνουριο σπίτι τους στην Μπούτσα της Ουκρανίας. Σήμερα, ο 10χρονος Αλέξανδρος και ο 6 ετών Βλαδίμηρος πηγαίνουν σε Δημοτικό σχολείο της Γλυφάδας ενώ η Αλίκη, που είναι πολύ μικρή για να καταλάβει τι σημαίνει πόλεμος, προσπαθεί ακόμα να συνέλθει από το σοκ όσων έζησε η οικογένειά της τις τελευταίες εβδομάδες.
- 08/05/2022
- Κείμενο: Γεωργία Βαμβακερού
- Φωτογραφίες: Νίκος Μυλωνάς
Το δώρο της Χριστίνας, μιας νεαρής μητέρας τριών παιδιών από την Ουκρανία, για τη Γιορτή της Μητέρας είναι ότι τα παιδιά της είναι υγιή και ασφαλή, μακριά από τις ριπές των πυροβόλων, τις βόμβες και τις νάρκες που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει την πατρίδα της. Έφυγε μέσα από την εμπόλεμη ζώνη οδηγώντας η ίδια, με τα τρία μικρά παιδιά στο αυτοκίνητο, κι έφτασε στη χώρα μας εξαντλημένη, μετά από έξι ημέρες που της φάνηκαν αιώνες. Σήμερα γελάει ξανά και είναι χαρούμενη που σώθηκε από τον πόλεμο -αυτή και τα παιδιά της. Όλα τα άλλα θα ξαναγίνουν, μας είπε.
Μέχρι και τον περασμένο Φεβρουάριο, η Χριστίνα έμενε με τα τρία παιδιά της, τον Αλέξανδρο, 10 ετών, τον Βλαδίμηρο, 6 ετών και την μικρή Αλίκη, στο ολοκαίνουριο σπίτι τους στην Μπούτσα της Ουκρανίας. Ο άντρας της, ναυτικός, έφυγε για ταξίδι όταν όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα στη χώρα τους διαφαίνονταν, αλλά κανείς δεν ήθελε να τα πιστέψει. Η Χριστίνα άλλωστε είναι ρωσικής καταγωγής κι ούτε μπορούσε να φανταστεί την τραγωδία που θα ακολουθούσε. Έτσι η κοπέλα βρισκόταν μόνη στο σπίτι, με τα τρία παιδιά της, όταν στις 24 Φεβρουαρίου έγινε η επίθεση στην Μπούτσα.
Η Χριστίνα ήταν από τις «τυχερές», καθώς είχε ένα σπίτι εδώ να την περιμένει: Η πεθερά της, η κ. Ελένη, είχε έρθει στην Ελλάδα πριν από είκοσι χρόνια. Ήταν χήρα και ξαναπαντρεύτηκε με Έλληνα στη Γλυφάδα, όπου μένει ακόμα και σήμερα. Ο δεύτερος σύζυγός της πέθανε πριν από τρία χρόνια. Οι γονείς της κυρίας Ελένης ήταν και οι δύο Έλληνες της Μαριούπολης.
Συναντήσαμε τη Χριστίνα και την κυρία Ελένη στην παιδική χαρά της Αγίας Τριάδας. Η Χριστίνα δεν ξέρει ακόμα τη γλώσσα μας, όμως η κ. Ελένη με χαρά έκανε τη διερμηνέα για αυτή τη συνέντευξη.
«Είχαμε γεννηθεί και μέναμε στην Μαριούπολη. Είχαμε εκεί διαμέρισμα κι εμείς κι οι γονείς μου κι η μητέρα του άντρα μου, που είναι Ελληνίδα της Ουκρανίας. Όμως, πριν από οκτώ χρόνια, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Μαριούπολη, η στρατιωτική βάση ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας και χτύπησαν την πολυκατοικία μας με ρουκέτα. Τότε είχα μόνο ένα παιδί και ο άντρας μου, που είναι ναυτικός, έλειπε πάλι σε ταξίδι. Φοβήθηκα πολύ κι έτσι έφερα το παιδί στην Ελλάδα, στην πεθερά μου, που μένει εδώ τα τελευταία είκοσι χρόνια. Εγώ επέστρεψα στους γονείς μου στην Μαριούπολη».
«Ο πόλεμος σταμάτησε, μετά από πέντε μήνες πήρα το παιδί πίσω, όμως μετά από τέσσερα χρόνια οι μάχες συνέχιζαν, είκοσι χιλιόμετρα έξω από την Μαριούπολη, κι αποφασίσαμε να τα πουλήσουμε όλα εκεί όσο όσο και να φύγουμε, για να βρούμε ασφάλεια, στην Μπούτσα. Θυμάμαι στην Μαριούπολη που βγάζαμε βόλτα τον Βλαδίμηρο κι όταν άκουγε τους πυροβολισμούς φοβόταν και του λέγαμε ότι ήταν κεραυνοί. Αγοράσαμε λοιπόν ένα οικόπεδο κι εκεί χτίσαμε ένα σπίτι στο οποίο μετακομίσαμε πριν από τρία χρόνια. Τον Οκτώβριο που μας πέρασε ήταν έτοιμος κι ο κήπος του και τον Νοέμβριο ο άντρας μου έφυγε πάλι ταξίδι».
«Τον Φεβρουάριο λοιπόν έφτασε ο πόλεμος στην πόλη μας κι ήμουν μόνη, με τα παιδιά, χωρίς ρεύμα, χωρίς νερό, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς φαγητό και στον δρόμο ακριβώς πάνω από το σπίτι μας τανκς, στρατός και μάχες. Οι τοίχοι έτρεμαν αλλά στο σπίτι δεν υπήρχε υπόγειο, ούτε καταφύγιο εκεί κοντά. Ήμασταν λοιπόν κλεισμένοι στο μπάνιο οι τέσσερίς μας, για μεγαλύτερη ασφάλεια, με κλειστά παντζούρια. Κοιμόμασταν στο πάτωμα με θερμοκρασία -9 βαθμούς».
«Στις 6 Μαρτίου, όταν σταμάτησαν για λίγο οι βομβαρδισμοί, ήρθαν οι γείτονες και μου είπαν ότι φεύγουν κι αν θέλω να πάρω τα παιδιά και να τους ακολουθήσω. Έβαλα στο αυτοκίνητο στα τυφλά κάποια χειμωνιάτικα ρούχα, ό,τι πρόλαβα, κι έφυγα. Έπρεπε να γίνουν όλα πολύ γρήγορα γιατί γύρω μας γίνονταν μάχες, στον δρόμο υπήρχαν σκοτωμένοι άνθρωποι, καμένα αυτοκίνητα και άρματα μάχης. Στην αρχή ακολουθούσα τον γείτονά μας που ήξερε τον δρόμο, όμως σύντομα, μέσα στη μεγάλη αυτοκινητοπομπή, το μποτιλιάρισμα και τις μάχες, τον έχασα».
«Πήγα πρώτα στο Κίεβο, όπου κοιμηθήκαμε κάπου ένα βράδυ. Τις επόμενες ημέρες οδηγούσα όσο άντεχα και το βράδυ κοιμόμασταν όπου βρίσκαμε, μέχρι που περάσαμε στη Βουλγαρία. Τα παιδιά έκλαιγαν. Ειδικά ο μεγάλος, που καταλάβαινε περισσότερο, είχε τρομοκρατηθεί. Στα μικρά έλεγα ότι ήταν κεραυνοί αλλά από την ταλαιπωρία έκαναν εμετό και δεν έτρωγαν. Όμως δεν είχαμε άλλη επιλογή».
«Έτσι, μετά από πέντε ημέρες στην Ουκρανία και μία στην Βουλγαρία, φτάσαμε στην Ελλάδα. Το μόνο που σκεφτόμουν τις ημέρες αυτές ήταν ότι έπρεπε να φύγω όσο γίνεται πιο μακριά από τον πόλεμο και να σώσω τα παιδιά μου. Μέχρι τότε δεν είχαμε επικοινωνία με κανέναν. Ο άντρας μου κι η πεθερά μου δεν ήξεραν αν ζούμε. Ο άντρας μου από την αγωνία του στο καράβι αρρώστησε μέχρι να φτάσουμε και να μάθει ότι είμαστε όλοι καλά. Εν τω μεταξύ οι γονείς μου ήταν στν Μαριούπολη, ενάμιση μήνα κλεισμένοι στο καταφύγιο. Όταν βγήκαν κι επέστρεψαν στο σπίτι τους ήταν γκρεμισμένο και καμένο. Δεν βρήκαν τίποτα όρθιο».
«Σήμερα όμως είμαι χαρούμενη γιατί είμαστε όλοι καλά. Και είμαι επίσης συγκινημένη, ευγνώμων θα έλεγα, από την βοήθεια και την αγάπη που μας δίνουν εδώ στη Γλυφάδα. Η πεθερά μου ζει με μια μικρή σύνταξη, ωστόσο έχουμε τουλάχιστον μια στέγη. Όμως ο άντρας μου δεν μπορεί μέχρι και σήμερα να μας στείλει χρήματα κι οι ανάγκες μας ήταν μεγάλες, αφού ήρθαμε με ελάχιστα πράγματα. Μια ημέρα ρωτήσαμε τυχαία μια γυναίκα στη λαϊκή αγορά αν ο Δήμος δίνει βοήθεια στους πρόσφυγες. Συμπτωματικά ήταν η ίδια αντιδήμαρχος, η κυρία Σάσα Πατεράκη, η οποία αμέσως μας βοήθησε και της οφείλουμε πολλά. Σε αυτήν, αλλά και στο Δήμαρχο της πόλης και σε όλους τους ανθρώπους που κάνουν τόσα για εμάς. Τα δύο μου αγόρια πήγαν αμέσως στο σχολείο, σε Δημοτικό της Γλυφάδας. Η αγάπη που τους έδειξαν οι δάσκαλοι κι οι συμμαθητές τους είναι μάλιστα τόσο μεγάλη που τα παιδιά λένε ότι τους αρέσει αυτό το σχολείο καλύτερα από το σχολείο τους στην Ουκρανία. Χρειαζόμαστε μόνο δασκάλους για να μάθουν τα παιδιά Ελληνικά, αλλά πιστεύω ότι σύντομα θα λυθεί κι αυτό».
«Για τη Γιορτή της Μητέρας θέλω να ευχηθώ πρώτα απ’ όλα να σταματήσει ο πόλεμος και να μην πεθάνουν άλλα παιδάκια, γιατί μέχρι τώρα στην πατρίδα μου έχουν σκοτωθεί πάνω από 340 παιδιά κι έχουν τραυματιστεί και ακρωτηριαστεί πάνω από 380».
«Επίσης θέλω να πω στις μητέρες που περνούν κάτι δύσκολο να μην χάνουν την πίστη τους, να έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και να αγαπούν πολύ και να φροντίζουν τα παιδιά τους».