Μανώλης Φάμελλος: Τα δικά μου Νότια Προάστια
Ο μουσικός Μανώλης Φάμελλος γράφει για τη Γλυφάδα, το "εμπορικό κέντρο-απόκεντρο", και τα χρόνια που πέρασαν εκεί αστραπιαία.
- 18/07/2022
- Κείμενο: NouPou.gr
Στη Γλυφάδα έπεσα από τον ουρανό, κατευθείαν μέσα στο πηγάδι εκείνο το πάλαι ποτέ γλυφό, τώρα πια προς το γλυκανάλατο, εδώ που η άνωση των υδάτων σε κρατάει θες δεν θες στον αφρό, στην επιφάνεια μιας υπερπραγματικότητας, τον καιρό που οι σύμμαχοί μας είχαν αποχωρήσει ευγενικά από τη βάση τους επιστρέφοντας στην φύση, κάπου θαρρώ στην Άγρια Δύση της παντοδυναμίας τους κι αφήνοντας πίσω μια μαύρη τρύπα στο μεταπολιτευτικό όνειρο των αγγελικά πλασμένων προαστίων. Όπως και παντού, η τελική συνθήκη διαμορφώθηκε εδώ στο έδαφος ενός συμβιβασμού, τους όρους του οποίου υπαγόρευσε η νεοελληνική τάξη (ή αταξία) πραγμάτων, κάτι περίπου στη μέση δηλαδή, ξένη συνταγή με ντόπια υλικά, ευέλικτο σχήμα που αυτορυθμίζεται κατά περίπτωση στα πλαδαρά περιθώρια των νόμων και των θεσμών.
Το αποτέλεσμα: εμπορικό κέντρο απόκεντρο, διαμερίσματα με θέα θάλασσα και Υμηττό για τις ευγενείς τάξεις των απανταχού εισοδηματιών, γηγενών και πασών των Ρωσιών, όλες οι αρχιτεκτονικές τάσεις από το 80 και μετά σε ζώνες αποκλειστικής κατοικίας, ζώνες πολεοδομικής αγνότητας, στον διάτρητο δημόσιο χώρο κάτω από φοίνικες καχεκτικούς όπου εκτελούνται διαρκώς έργα και επενδύσεις στην κινούμενη άμμο της κρίσης και της φαιοπράσινης ανάπτυξης. Ριβιέρα κάπως με το ζόρι, χωνευτήρι των λαών και των ηθών, στα καφέ και πέριξ αυτών, άγονται όλα τα ευπώλητα μοντέλα και μαζί αναχωρητές του κέντρου, ευκατάστατοι συνταξιούχοι και άλλοι πρώτης τάξεως πολίτες, σεφ, καλλιτέχνες και αθλητές, μοντέρνοι ευπατρίδες αλλά και μικροεπαγγελματίες με οικογενειακά οικόπεδα στη γη της μικροαστικής επαγγελίας, αγόρια από τα Λονδίνα και τα κλαρίνα, κόρες με τατουάζ, της εκκλησίας ή της παντρειάς, ή πια με άλλες προτεραιότητες, αστέρες διάττοντες και κραταιοί, όλοι μέσα σε μια ακατάσχετη εξωστρέφεια, (όπου η αναγνωρισιμότητα υποκαθιστά την αναγνώριση), οπερατέρ της δικής τους ζωής, μπροστά σε ένα καθρέφτη που λέει πάντα ψέματα, θύματα της ίδιας τους της γοητείας ενώ ρουφάνε ανέμελα την ζωή με το καλαμάκι του φρέντο και κλείνουν την επόμενη ηλεκτρονική παραγγελία, κατά βάθος όλοι ανυπομονούν να διασχίσουν το όριο, να περάσουν από την άλλη πλευρά της οθόνης στο καθαυτό θέαμα.
Με την ευκαιρία ως προς το σκέλος της κατανάλωσης, εκτός από τον κλασικό της ρόλο ως μέσο συντήρησης της οργανικής και φαντασιακής ζωής, τώρα με τη σειρά της συνιστά ένα οργανικό κομμάτι της παραγωγής του τελικού οπτικού αποτελέσματος. Κι ενώ παρά τις διαρκείς προσθέσεις στο καλάθι, ο λογαριασμός ανεβαίνει (αλλά το αίσθημα της ικανοποίησης βαίνει μειούμενο), η ανάπτυξη δεν το βάζει κάτω… τουλάχιστον για όσο ακόμα η μεγάλη αναπαράσταση παρελαύνει στη λεωφόρο, για όσο υπάρχει χορηγός για το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, για όσο λίγα μέτρα παρακάτω από τον δρόμο των ποιητών τα σπάει μια λαϊκή ορχήστρα πολυτελείας – σε ένα δυναμικό πεδίο ασυναρτησίας, όπου η κεντρική ιδέα είναι πως δεν υπάρχει κεντρική ιδέα.
Εδώ έζησα χρόνια που πέρασαν αστραπιαία, χρόνια ασπόνδυλα σε μία φούσκα σιωπής που ευγενικά μου παραχωρήθηκε, συνομιλώντας μεταξύ μου σε κλειστό κύκλωμα και σε κλίμα εγκάρδιο με τις πιο ενδιαφέρουσες παραφωνίες της πόλης, ένας σκιώδης τύπος ανάμεσα σε αγνώστους σε μένα διάσημους (υποθέτω καθείς στο είδος του) ανάμεσα σε ικέτες και κήρυκες στην αγορά που σαλεύει, βρήκα ακούσια παρηγορητική θεραπεία, ηλεκτροσόκ στην όραση, περπατώντας νυχτιάτικα ως στις βουνοκορφές, ατελείωτα χιλιόμετρα μέχρι το καλοκαίρι που εγκαινιάζεται ατύπως την γιορτή του Αγίου Πολιούχου, τότε που στις πλαγιές με τις πρώτες ζέστες μυρίζει θυμάρι και στην φαντασία μου σαλπάρουν νησιά…
Κι εδώ ακόμα, μπερδεύομαι με όλα τα τριγύρω μου τα μη συναφή, νιώθοντας εντούτοις και παρόλα αυτά μια παράξενη οικειότητα, στο τέλος μου φτάνουν μερικά βήματα στην άμμο κι αυτή η γραμμή του ορίζοντα από όπου ολοένα πλησιάζει το σύννεφο της σκόνης, η έρημος που επιστρέφει από τα πέρατα της θάλασσας. Τις νύχτες συναντάω μία αλεπού εξόριστη στην πόλη, με ξεναγεί στα νέα της λημέρια, φτάνω μαζί της στις επάνω γειτονιές διασχίζοντας πρώην βοσκοτόπια όπου διαρκώς ανακαλύπτονται ερείπια στο υπέδαφος, μυστηριώδεις πέτρες βυθισμένες στη σιωπή των αρχαίων αμνών, είναι άραγε η ελπίδα ή η απελπισία που μας οδηγεί σε κάθε νέο προορισμό;
Τις προάλλες ονειρευόμουνα μια πομπή από απορριμματοφόρα να σκαρφαλώνει στο βουνό, με ξύπνησε ο κρότος μιας εξάτμισης μέσα στο μεσημέρι, σκέφτηκα ήταν ένα καμπανάκι, μια προειδοποίηση αλλά ποιος δίνει σημασία πια μέσα σε αυτό το μετα-μεταπολιτευτικό πανηδονιστικό ταρατατζούμ; Ίσως τελικά ούτε κι εγώ…
*Ο Μανώλης Φάμελλος είναι μουσικός γενικών καθηκόντων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο καλοκαιρινό τεύχος της Athens Voice – αφιέρωμα στα Νότια Προάστια, που κυκλοφόρησε σε συνεργασία με το NouPou.