Νίκος Μπιουρ: Η συναρπαστική διαδρομή από τη λάντζα του Queen burger, στο Amfitheatro και την κορυφή της νυχτερινής διασκέδασης
Το μεγαλύτερο αφιέρωμα που έγινε ποτέ για τη ΓλυφάδαΤα δύσκολα χρόνια στην Ελλάδα, τα πρώτα του χαρτζιλίκια ως εργαζόμενος σε μανάβικο του Παλαιού Φαλήρου, η γνωριμία στο Queen burger στη Γλυφάδα που του άλλαξε τη ζωή, οι θρυλικές νύχτες στο Amfitheatro, η άνοδος, η πτώση και η αναγέννηση. Η ζωή του Νίκου Μπιουρ τα είχε όλα. Και πάντα με το κοντέρ κολλημένο στα κόκκινα.
- 22/04/2024
- Κείμενο: Μαρίνος Βυθούλκας
- Φωτογραφίες: Κατερίνα Καπετάνη
Η επιβλητική είσοδος στο Amfitheatro με τις τεράστιες σκάλες και τα ταμεία-κοχύλια, η Ζησιμοπούλου, ένα 24/7 meeting point για όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας, αλλά και οι άνθρωποι «θρύλοι» που ήταν τα δημιουργικά μυαλά και δημιούργησαν μαγαζιά, στα οποία ερωτευτήκαμε, χορέψαμε, φλερτάραμε και δεν ξεχάσαμε ποτέ, θα είναι για πάντα το σημείο αναφοράς για κάποιον ή κάποια που έζησε στη Γλυφάδα της δεκαετίας του 1990. Ένα εμβληματικό πρόσωπο εκείνης της εποχής ήταν και ο Νίκος Μπιουρ, που έγραψε τη δική του ιστορία. Μια ιστορία που ξεκίνησε κάπου στα μέσα του 1980…
Από το Ισραήλ στην Ελλάδα και στο μεροκάματο
Ο Νίκος Μπιουρ γεννήθηκε στο Ισραήλ από Δανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Σε σχετικά μικρή ηλικία, χάνει τον πατέρα του και μόλις 6 ετών έρχεται στην Ελλάδα μαζί με την αδελφή του και τη μητέρα του. «Το πρώτο μας σπίτι στην Ελλάδα ήταν στο Παλαιό Φάληρο, δίπλα ακριβώς από το ξενοδοχείο Poseidon στη λεωφόρο Ποσειδώνος. Δεν σου κρύβω πως στην αρχή, η ζωή μας ήταν αρκετά δύσκολη και ζόρικη οικονομικά. Γι΄αυτό από 8 ετών, ξεκίνησα τα καλοκαίρια να δουλεύω στο μανάβικο του Γκαρώνη που βρισκόταν στη περιοχή, ώστε να βγάζω το χαρτζιλίκι μου. Και η αλήθεια είναι πως έβγαζα αρκετά λεφτά, διότι με συμπαθούσαν όλοι και μου έδιναν καλά tips», παραδέχεται.
Τα χρόνια περνούν, με δυσκολίες, όνειρα, επιμονή και ο Νίκος ενηλικιώνεται. Η ενηλικίωσή του, συμπίπτει με την πρώτη του δουλειά στη Γλυφάδα, σε ένα ιστορικό μπεργκεράδικο που υπάρχει ακόμα και σήμερα, το Queen.
Η γνωριμία με τον Βασίλη Τσιλιχρήστο που του άλλαξε τη ζωή
Στο Queen θα περάσει από όλα τα πόστα του μαγαζιού: Από τη λάτζα, την ψηστιέρα, μέχρι το ταμείο. «Πέρασα από όλη την ιεραρχία. Αρχικά έπλενα πιάτα, μετά ανέβηκα πάνω και έκοβα πατάτες. Από τις πατάτες, πέρασα στο ψήσιμο και στο τέλος μπήκα στο ταμείο. Αν μπεις στο ταμείο, γίνεσαι διευθυντής», λέει γελώντας.
Στο Queen, o Νίκος Μπιουρ θα κάνει μια γνωριμία που θα του αλλάξει την ζωή, καθώς εκεί θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον Βασίλη Τσιλιχρήστο, με τον οποίο μετέπειτα θα συνεργαστούν σε διάφορα επιχειρηματικά projects. «Ο Βασίλης είχε ήδη το Μικρό Mercedes στη πλατεία Εσπερίδων. Τα βράδια, ερχόταν να φάει στο Queen και παρατηρούσε πως είχα μια άνεση με τους πελάτες του μαγαζιού, πολλοί από τους οποίους ήταν πολίστες, μπασκετμπολίστες, ηθοποιοί, τραγουδιστές και επιχειρηματίες. Κάποια στιγμή ήρθε και μου είπε πως ψάχνει έναν πιτσιρικά να δουλέψει βοηθός στο μπαρ του Mercedes και πως δίνει 2.000 δραχμές μεροκάματο. Εγώ από το Queen έπαιρνα 1200 δραχμές την ημέρα και εργαζόμουν 10 ώρες. Την επόμενη φορά που ήρθε από το μαγαζί, του είπα πως θα έρθω εγώ.
Από την γκριλιέρα του Queen, προσγειώνεται στο μπαρ του μικρού Mercedes στην Εσπερίδων, ως βοηθός. «Καθάριζα το μαγαζί και γέμιζα το μπαρ. Η επαφή με τη νύχτα μού άρεσε πάρα πολύ. Γοητεύτηκα. Γοητεύτηκα και από τον ίδιο τον Βασίλη, πιστεύω κι εκείνος από μένα και έτσι όλα ξεκίνησαν και πήραν ένα δρόμο από μόνα τους. Στην πορεία, μου έλεγε να πηγαίνω μαζί του στα ραντεβού. Ύστερα από τα ραντεβού, του έλεγα πάντα τη γνώμη μου ή αν κάτι δεν μου άρεσε. Φαντάσου πως δεν έπαιρνε τους συνεταίρους του μαζί και έπαιρνε εμένα που στην ουσία ήμουν ένας απλός υπάλληλος. Υπήρχε μια εμπιστοσύνη, η οποία στην πορεία αναπτύχθηκε και έγινε φιλία και στενή συνεργασία. Ακόμα και στο ραντεβού για το Amfitheatro με τον Σάμμυ και τον Γαλακτόπουλο ήμουν μαζί του», εξηγεί.
Το Amfitheatro υπήρξε σταθμός, όχι μόνο στην νυχτερινή διασκέδαση της Γλυφάδας, αλλά της Αθήνας. «Το Amfitheatro ήταν το ωραιότερο club που άνοιξε ποτέ στην Ελλάδα. Θεωρώ πως ακόμα και σήμερα, κανένας δεν το έχει ξεπεράσει», παραδέχεται.
Η κολώνα που καθυστέρησε για έξι μήνες τα εγκαίνια στο Amfitheatro
Ο Νίκος δεν ήταν παρών μόνο στο ραντεβού για το Amfitheatro, καθώς το έζησε κυριολεκτικά από τα θεμέλιά του. «Όταν φτιαχνόταν το Amfitheatro, μέσα στο μαγαζί υπήρχαν δυο τεράστιες κολώνες. Μόλις μπήκαμε μέσα, ζήτησε ο Βασίλης να βγάλουν τις κολώνες. Ήρθαν οι μηχανικοί, έκαναν συμβούλιο και έγινε μια ειδική κατασκευή με συρματόσχοινα στην οροφή προκειμένου να κοπεί η μια από τις δυο κολώνες. Φαντάσου πως πέρασαν έξι μήνες, μέχρι να γίνει η σχετική μελέτη. Μάλιστα τη μέρα που γκρέμισαν την κολώνα, ήμασταν μέσα στο μαγαζί. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός, ενώ δεν θα ξεχάσω την ταλάντωση που έκανε η οροφή με τα συρματόσχοινα μόλις γκρέμισαν την κολώνα. Στο λέω και ανατριχιάζω», περιγράφει.
Το Amfitheatro ήταν ένα ιδιαίτερο και συνάμα πρωτοποριακό club για την εποχή: Τα ταμεία ήταν σε σχήμα κοχυλιού, οι άνθρωποι στην υποδοχή ήταν ντυμένοι με ποδηλατικές στολές, ενώ μέσα στο μαγαζί υπήρχαν δυο τεράστιες κούνιες που χρησιμοποιούσαν οι χορεύτριες και οι χορευτές. «Τότε δεν υπήρχε internet, ώστε να δεις εύκολα πράγματα από το εξωτερικό. Οπότε εμείς κάναμε πολλά ταξίδια σε Ίμπιζα, Λονδίνο και Παρίσι, προκειμένου να παίρνουμε ιδέες. Στο Παρίσι ο Νίκος Αποστολόπουλος μας πήγαινε στα καλύτερα μαγαζιά και αυτά που βλέπαμε και μας άρεσαν, τα υλοποιούσαμε στα μαγαζιά μας στην Αθήνα», παραδέχεται.
Το κλείσιμο και η τελευταία νύχτα στο Amfitheatro
Το 1995, το Amfitheatro ψηφίζεται από το περιοδικό «DJ Magazine» ως το καλύτερο club στον κόσμο. Από τις σκάλες του πέρασε όλη η αθηναϊκή «αφρόκρεμα», ενώ αξέχαστη για τον Νίκο και όχι μόνο είναι και η συναυλία που έδωσε εκεί ο James Brown. «Εκείνη τη βραδιά με τον James Brown θα τη θυμάμαι για μια ζωή. Όπως και τη συναυλία με τον Youssou N’Dour. Από το Αμφιθέατρο περνούσε όλη Αθήνα. Η πόρτα ήταν πολύ σκληρή και ο κόσμος αναγκαζόταν να μας γνωρίσει, προκειμένου να έχει πρόσβαση. Ακόμα και σήμερα, ο Δημήτρης Ουγγαρέζος λέει στο ραδιόφωνο πως αν ήξερες τον Τσιλιχρήστο και τον Μπιουρ, ήσουν τυχερός διότι είχες τις κατάλληλες άκρες και έμπαινες».
Αρχές του 2000, το Amfitheatro θα κλείσει οριστικά τις πόρτες του. «Οι επιχειρηματίες αποφάσισαν να το κάνουν μπουζουξίδικο (σ.σ: το νυχτερινό κέντρο Θάλασσα). Στεναχωρηθήκαμε που έκλεισε. Το τελευταίο βράδυ της λειτουργίας του, όλοι πήραμε από κάτι. Ακόμα και σήμερα που μιλάμε, έχω στο σπίτι μου το πόμολο της κεντρικής εισόδου του Amfitheatro».
Τελικά, το Amfitheatro έκλεισε λόγω κακής διαχείρισης ή απλά τόσο έπρεπε να μείνει στο χάρτη της νυχτερινής διασκέδασης; «Νομίζω πως ήταν τέλος εποχής. Σε όλα υπάρχει ένα τέλος. Τίποτα δεν κρατάει για πάντα», λέει με ειλικρίνεια.
Ο «απόμακρος και σνομπ» Μπιουρ και η μετά Amfitheatro εποχή
Πολλοί, εκείνη την εποχή, τον θεωρούσαν σνομπ, απόμακρο, περίεργο. «Έχουν πει τα πάντα για μένα. Ότι είμαι γκέι και “αδελφομάνα”. επειδή έκανα παρέα πάντα με ομοφυλόφιλους. Ποτέ, όμως, δεν με ένοιαζε η γνώμη του κόσμου, παρά μόνον των ανθρώπων που αγαπώ. Για να είμαι ειλικρινής, ζήσαμε πολλά πράγματα που ήρθαν εύκολα και κακομάθαμε. Πέρασαν πολλά λεφτά από τα χέρια μας και ήμασταν οι star της εποχής. Μιλούσα με τη Βίσση στο τηλέφωνο, έβγαινα με τον Πέτρο Κωστόπουλο. Στα περιοδικά της εποχής, εμείς ήμασταν κάθε εβδομάδα. Πουλούσαμε. Εμείς ήμασταν το lifestyle. Κακά τα ψέματα», ξεκαθαρίζει.
Όταν το Αμφιθέατρο έκλεισε οριστικά τις πόρτες του, ο Νίκος Μπιουρ συνεργάστηκε με τον Βασίλη Τσιλιχρήστο τόσο στο Kingsize, όσο και στο Privilege στον Άγιο Κοσμά. Πρόκειται για δυο εμβληματικά clubs που έγραψαν τη δική τους ιστορία στα Νότια Προάστια. «Μάλιστα, τα μαγαζιά πήγαιναν τόσο καλά που φτιάξαμε Privilege και Kingsize σε ένα υπέροχο χώρο στην οδό Αμερικής, που είχε στην κατοχή του ο Μάκης Ψωμιάδης. Εκεί είχαμε και το Bedroom, έναν ξεχωριστό χώρο, με την πιο αυστηρή πόρτα της Αθήνας. Δεν έμπαινες με τίποτα. Είχαμε τον Αντώνη Κορωναίο στην πόρτα, ένα τύπο 2,10. Απίστευτες εποχές», θυμάται.
Το Carpe Diem στη Ζησιμοπούλου, οι κρίσεις πανικού, η πτωση και η αναγέννηση
Η πρώτη επιχειρηματική κίνηση του Νίκου Μπιουρ γίνεται στις αρχές του 2000 με το club Destijl στη λεωφόρο Βουλιαγμένης στη Γλυφάδα και σύντομα, ανοίγει και το δικό του café bar στη Ζησιμοπούλου, ονόματι Carpe Diem. Οι παλιοί Γλυφαδιώτες το θυμούνται καλά, διότι εκεί που άνοιξε το Carpe Diem, ήταν το Dali. «Με προσέγγισαν οι επιχειρηματίες που είχαν το Dali, ο Νίκος Γαλάνης και ο Γιάννης Αβράμης. Ουσιαστικά, το Carpe Diem το έκανα συνεταιρικά με τους συγκεκριμένους ανθρώπους. Όταν ανοίξαμε γινόταν ένας χαμός. Μιλάμε για εξωπραγματικές καταστάσεις. Η Ζησιμοπούλου ήταν στα πάνω της. Όλοι στη Γλυφάδα πήγαιναν εκεί. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος για διασκέδαση. Στη Ζησιμοπούλου σταματούσε η Γλυφάδα, διότι πιο κάτω δεν υπήρχε τίποτα», εξομολογείται.
Η επιχειρηματική εμπλοκή του Νίκου Μπιουρ με τη Γλυφάδα σταματά με το κλείσιμο του Carpe Diem το 2007. Εκείνη την περίοδο θα διακοπούν και οι σχέσεις του με τον Βασίλη Τσιλιχρήστο, ύστερα από έναν τσακωμό που θα τους απομακρύνει. «Ήταν μια δύσκολη κατάσταση. Καταστράφηκα οικονομικά. Τότε έπαθα τρομερή κατάθλιψη. Βίωνα κρίσεις πανικού. Νόμιζα πως πάθαινα έμφραγμα. Με βοήθεια, το ξεπέρασα. Εκείνη την εποχή βρέθηκα στο μηδέν. Δεν είχα ούτε ένα ευρώ στην τσέπη. Ζούσα με δανεικά. Όλοι εξαφανίστηκαν, εκτός από δυο τρεις ανθρώπους που ήταν κοντά μου. Αυτοί με βοήθησαν και ξεκίνησα από την αρχή», εξομολογείται.
Από το 2007 μέχρι σήμερα έχουν περάσει δεκαεπτά χρόνια. Ποια θεωρεί, άραγε, τα μεγαλύτερά του επιτεύγματα; «Το club Voodoo, το Destijl, το café bar restaurant Cityzen, το ξενοδοχείο St. Bjur, το Mind the Gap στο Κολωνάκι αλλά και ό,τι έφτιαξα από τότε μέχρι σήμερα».
Ένας επίσης σημαντικός σταθμός στη ζωή του ήταν το 2016, η χρονιά που γεννήθηκε ο γιος του. «Με τον ερχομό του γιου μου, άλλαξε όλη η ζωή μου. Δεν ήξερα πως έχω τέτοια συναισθήματα. Ο Σέργιος με έκανε να τα ανακαλύψω. Σαν μπαμπάς, τα έκανα όλα. Του άλλαζα πάνες, τον έκανα μπάνιο. Ακόμα και σήμερα, που είναι επτά ετών, είμαι πολύ ενεργός μπαμπάς», σχολιάζει.
Με τη σύζυγό του, Αμάντα Μανωλάκου, γνωρίστηκαν πριν από αρκετά χρόνια στη Μύκονο, όταν εκείνη εργαζόταν πίσω από το μπαρ, σε γνωστό club του νησιού. «Ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά χρόνια και κάποια στιγμή παντρευτήκαμε. Μόλις σταμάτησε να εργάζεται βράδυ, παντρευτήκαμε και κάναμε την οικογένειά μας. Η Αμάντα ασχολείται με τη μόδα, ενώ είχε συμμετάσχει και στο My Style Rocks».
Η σημερινή Γλυφάδα και το νέο του επαγγελματικό βήμα στα Νότια Προάστια
Πλέον, ο Νίκος διαθέτει έναν όμιλο επιχειρήσεων με αξιόλογους συνεργάτες. Επίσης, έχει μάθει από τα λάθη του παρελθόντος και ξέρει πότε να κάνει πίσω και να μην είναι παρορμητικός. Ωστόσο, ο μόνος λόγος που έρχεται στη Γλυφάδα είναι καθαρά οικογενειακός. «Στη Γλυφάδα έρχομαι για να δω τη μητέρα μου, η οποία εξακολουθεί να μένει στο σπίτι μας στην οδό Ζέππου», λέει με ειλικρίνεια.
Με τον Νίκο βρεθήκαμε για τη συνέντευξη στο Kayak, το οποίο βρίσκεται σε ένα θρυλικό spot της Γλυφάδας: Μεταξά και Ζησιμοπούλου γωνία. Τα στέκια έχουν πλέον αλλάξει. Η νυχτερινή Γλυφάδα δεν βρίσκεται μόνο στη Ζησιμοπούλου. Έχει απλωθεί. Ποιες είναι οι διαφορές που βλέπει σε σχέση με την Γλυφάδα των 90’s; «Βλέπω πολλές αλλαγές. Το πιο βασικό είναι πως η Γλυφάδα είναι πιο σύγχρονη σε σχέση με το παρελθόν. Και δεν της λείπει τίποτα. Τα έχει όλα. Η Γλυφάδα είναι ένα καρουζέλ. Με τα πάνω και τα κάτω της. Είναι ένα ωραίο χωριό. Ο κόσμος γυρνάει από μαγαζί σε μαγαζί. Έχει επιλογές. Δεν σου κρύβω πως θα ξαναερχόμουν να ζήσω στη Γλυφάδα και σαφώς θα έκανα και πάλι επιχείρηση εδώ. Αν εξαιρέσεις τον χωρισμό μου από τον Βασίλη Τσιλιχρήστο, που ειλικρινά δεν θυμάμαι πλέον το λόγο -τον έχω αποβάλλει από τη μνήμη μου-, έχω μόνο όμορφες αναμνήσεις από όσα έζησα εδώ».
Μολονότι δεν έχει κάτι στη Γλυφάδα, δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στα Νότια Προάστια, καθώς τρέχει το Voodoo Summer στη λεωφόρο Ποσειδώνος, στο Ελληνικό, όπου φέτος το καλοκαίρι θα εμφανίζονται – κάθε Σάββατο και Κυριακή – η Καίτη Γαρμπή, ο Γιώργος Λιβάνης και ο Δημήτρης Σχοινάς. «Επικρατέστερη ημερομηνία πρεμιέρας είναι το Σάββατο 8 Ιουνίου» σχολιάζει ο Νίκος.
Αν πριν από δέκα χρόνια, του έλεγαν πως θα ασχοληθεί με τα μπουζούκια, θα γελούσε. «Ποτέ μη λες ποτέ. Από τις στραβοτιμονιές, έμαθα να είμαι εγκρατής και πιο προνοητικός. Το εύκολο στη νύχτα είναι να κάνεις ένα βήμα μπροστά. Το δύσκολο είναι να ξέρεις πότε να κάνεις ένα βήμα πίσω. Μόνο έτσι επιβιώνεις. Μεγάλο μάθημα. Μάθημα ζωής».
Το μεγαλύτερο αφιέρωμα που έγινε ποτέ για τη Γλυφάδα τρέχει τώρα στο NouPou: Πρόσωπα, Stories, Ρεπορτάζ και ένας πλήρης Οδηγός Πόλης σε ένα δυναμικό αφιέρωμα που ανανεώνεται διαρκώς.