Ο Δημήτρης Μπίμπος είπε «Μάνα, θα πάω στα καράβια» και μας μιλά για τη ζωή στο εμπορικό ναυτικό
Με παππού ναυτικό, έχει περάσει από παιδί άπειρα καλοκαίρια μέσα σε ένα σκάφος, γυρίζοντας από νησί σε νησί. Η ενασχόληση με τη θάλασσα και το Εμπορικό Ναυτικό ήταν λοιπόν για τον Δημήτρη Μπίμπο κάτι σαν φυσική εξέλιξη, παρότι η μεγάλη του αγάπη ήταν να κάνει φιγούρες με το BMX του στην πλατεία Χαρίτων στη Γλυφάδα.
- 23/01/2022
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
Το επάγγελμα του ναυτικού πάντα δημιουργεί στο άκουσμά του δέος, εικόνες εξωτικές αλλά και πολλές απορίες. «Πόσο σε ζηλεύω που έχεις γυρίσει όλο τον κόσμο» αλλά και «Πώς αντέχεις μακριά από τους δικούς σου και το σπίτι σου τόσο καιρό;» είναι δύο πολύ συνηθισμένες ερωτήσεις που οι περισσότεροι ναυτικοί έχουν ακούσει πολύ περισσότερες φορές από όσες μπορούν να θυμηθούν. Εμείς «πέσαμε» πάνω στον Δημήτρη Μπίμπο και θελήσαμε να μάθουμε την ενδιαφέρουσα ιστορία του, αλλά και το πώς μοιάζει αυτός ο τρόπος ζωής, μέσα από τα μάτια ενός σύγχρονου 30αρη.
Είναι γέννημα- θρέμμα Γλυφαδιώτης και όλα τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια έχουν φόντο τα νότια προάστια. Παρόλα αυτά, από το 2015 και μετά ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο μέσα από δεξαμενόπλοια, με τον βαθμό του ανθυποπλοιάρχου. Ξεκίνησε για πρώτη φορά τα εκπαιδευτικά του ταξίδια το 2008, όταν ήταν μόλις 18 ετών και δεν ήταν καν σίγουρος ότι έχει μπει στο σωστό αεροπλάνο για να πάει στην Κορέα να ξεκινήσει το ταξίδι με το πλοίο. Αποφοίτησε το 2013. Τώρα, μάλιστα, δίνει εξετάσεις για τον βαθμό του υποπλοιάρχου. Όταν είναι ξέμπαρκος (δηλαδή εκτός πλοίου), ως γνήσιος νότιος ασχολείται με τα θαλάσσια σπορ. Σερφ, σκι, καταδύσεις και πολλά ακόμη, τα περισσότερα όμως στη θάλασσα. Παρότι ζει σε αυτήν περίπου έξι μήνες τον χρόνο, ακόμη τουλάχιστον δεν την απαρνιέται, αφού, όπως δηλώνει, αγαπά την αδρεναλίνη που του προσφέρει.
Μέσα από χίλια κύματα
Ο Δημήτρης τελείωσε το 9ο Δημοτικό Γλυφάδας, επί της λεωφόρου Βουλιαγμένης, και έπειτα το 2ο Γυμνάσιο-Λύκειο, ακριβώς απέναντι. Όπως παραδέχεται, εκείνη τη «χρυσή» εποχή που το ξύλινο πάρκο της πλατείας Χαρίτων έσφυζε από εφήβους που περνούσαν μερόνυχτα στην πίστα του, ο ίδιος βρισκόταν κάθε μέρα εκεί και «χοροπηδούσε» με το BMX ποδήλατό του, προσπαθώντας να πετύχει τις πολυπόθητες φιγούρες. Και το συνέχισε, για χρόνια. «Μια μέρα λοιπόν-από τις πολλές- έπεσα και χτύπησα, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να μπω για χειρουργείο. Ήμουν πολύ καλός “πελάτης” στο Ασκληπιείο της Βούλας» λέει.
Ο γιατρός λοιπόν του πρότεινε να ασχοληθεί με τα θαλάσσια σπορ, ώστε να μην επιβαρύνει κι άλλο το σώμα του. «Είμαι επίσης ένας άνθρωπος που δεν μπορώ να κάνω κάτι που μου αρέσει με περιορισμούς. Παρ’ όλα αυτά δοκίμασα πάλι να ξανακάνω BMX στην πίστα μετά το ατύχημα. Έπεσα πάλι, χωρίς ωστόσο αυτή τη φορά να χτυπήσω, αλλά παράλληλα διαπίστωσα ότι οι αντοχές μου στον πόνο είχαν μειωθεί πάρα πολύ μετά από ενάμιση χρόνο αποχής. Επίσης, το να πάω να κάνω ποδήλατο χαλαρά δεν μου αρκούσε, το βαριόμουν. Έτσι στράφηκα στα θαλάσσια σπορ και το ποδήλατο εκείνο έχει γίνει πλέον “μουσείο” μέσα στο δωμάτιο».
Παράλληλα, ο παππούς του ήταν ναυτικός, οπότε το «μικρόβιο» της θάλασσας υπήρχε έτσι κι αλλιώς στην οικογένεια. Περισσότερο βέβαια όπως λέει τον επηρέασε το γεγονός πως ο πατέρας του μεγάλωσε και εκείνον αλλά και την αδερφή του στη θάλασσα. «Από ασαράντιστα είχαμε ένα μικρό σκάφος, οπότε όλα μου τα παιδικά χρόνια ήταν στην 4η μαρίνα Γλυφάδας, ενώ έχουμε γυρίσει όλο το Αιγαίο. Εκτός από μια φορά, δεν θυμάμαι ποτέ να έχουμε πει, όπως όλες οι κλασικές οικογένειες ότι θα κλείσουμε ένα ξενοδοχείο κάπου. Όλες μας οι διακοπές ήταν μέσα στο σκάφος. Ήμασταν μαθημένοι σε αυτό, οπότε μας φαινόταν περίεργο να μην είμαστε σε σκάφος. Επίσης, παλιότερα για να βγάλω το χαρτζιλίκι μου εργαζόμουν σε σκάφη, επομένως το ναυτικό ήταν για εμένα μονόδρομος».
Η ζωή στο πλοίο
Στο πλοίο υπάρχουν τρεις βάρδιες. Η πρώτη από τα μεσάνυχτα μέχρι τις 4 το ξημέρωμα, η επόμενη 4-8 το πρωί και η τρίτη 8-12 το μεσημέρι. Στη συνέχεια οι βάρδιες επαναλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο για το επόμενο 12ωρο. Όποιος έκανε δηλαδή το 12-4 το πρωί, κάνει και την αντίστοιχη απογευματινή βάρδια. Ωστόσο αυτές οι βάρδιες δεν είναι καθ΄όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σταθερές. Αλλάζουν ανά δίμηνο-τρίμηνο, ώστε να αλλάζουν και τα καθήκοντα. Πιο δύσκολη βάρδια για τον Δημήτρη είναι το νυχτερινό 12-4. Κι αυτό διότι η απογευματινή του βάρδια έχει τελειώσει στις 4 το απόγευμα και, αν θέλει να προλάβει να κοιμηθεί λίγο πριν τη νυχτερινή βάρδια, θα πρέπει να πέσει για ύπνο από πολύ νωρίς. «Εγώ πριν τις 9-10 το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ, με αποτέλεσμα να κοιμάμαι τελικά πολύ λίγες ώρες. Είναι πολύ δύσκολο να συνηθίσεις αυτό το ωράριο».
Στο καράβι εργάζονται περίπου 23-25 άτομα. Άντρες, αλλά και γυναίκες. «Η αδερφή μου μάλιστα, είναι αξιωματικός στην ακτοπλοΐα και ταξιδεύει. Στο δικό μας πλοίο απλώς δεν έχει τύχει να υπάρχουν γυναίκες» εξηγεί. Όσον αφορά τις εθνικότητες που μπορεί να συναντήσεις σε ένα πλήρωμα, αυτές ποικίλλουν. Ο Δημήτρης έχει κάνει βάρδιες με Πολωνούς, με Ρώσους, Νορβηγούς, Ουκρανούς, Βραζιλιάνους και πολλούς ακόμη και παραδέχεται πως αυτή η πολυπολιτισμικότητα είναι πολύ ενδιαφέρουσα γιατί μαθαίνεις την κουλτούρα και τον τρόπο ζωής άλλων λαών. Περισσότερο, λέει, έχει συνταξιδέψει με Φιλιππινέζους, που είναι για εκείνον ένας εξαιρετικός λαός, ήρεμος και πολύ κοντά στη νοοτροπία των Ελλήνων.
«Στο καράβι μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα – ή και τίποτα. Όλα έχουν να κάνουν με τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστείς τον χρόνο σου. Σίγουρα υπάρχει ελεύθερος χρόνος όπου μπορείς να κάνεις γυμναστική, να δεις ταινίες, να διαβάσεις βιβλία, να μαζευτείς με τους υπολοίπους στο “καπνιστήριο” όπως το λέμε, για να παίξετε επιτραπέζια ή να δείτε ταινία. Να ψυχαγωγηθείς όπως θα έκανες σε ένα καφενείο με την παρέα σου».
Η δική του αγαπημένη ασχολία βέβαια στο πλοίο είναι η φωτογραφία. Κυνηγάει όπως λέει πάντα τη βάρδια 4-8, ώστε να πετυχαίνει την ανατολή και τη δύση του ηλίου. «Είναι κάτι που μου φτιάχνει πάρα πολύ την ψυχολογία όταν το βλέπω. Όταν θα πετύχω την ανατολή του ηλίου, θα σταματήσω ό,τι κάνω, θα πάρω τον καφέ μου και θα καθίσω να απολαύσω τη θέα».
Εκτός από όλα τα άλλα, μέσα στο πλοίο έχει ζήσει και καραντίνα: Κι όμως, ακόμη και για τους ανθρώπους που είναι ήδη κλεισμένοι σε ένα πλοίο γιατί αυτή είναι η δουλειά τους, η καραντίνα έχει τα αρνητικά της. «Τα πλοία που ταξιδεύω την τελευταία πενταετία είναι μονίμως στη Βραζιλία, επομένως όταν ξεκίνησε η πανδημία δεν το είχαμε πολυκαταλάβει. Ακούγαμε ότι ξέσπασε μια πανδημία αλλά ήμασταν μακριά από όλο αυτό. Ώσπου διαβάσαμε μια μέρα ότι έσκασαν 30.000 κρούσματα στη Βραζιλία. Στη συνέχεια ήρθαν οι περιορισμοί, σύμφωνα με τους οποίους, ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες κάθε 3-4 μέρες που ήμασταν σε λιμάνι βγαίναμε έξω, ξαφνικά δεν μπορούσαμε να βγούμε. Στην αρχή μας φάνηκε περίεργο. Από εκεί που έχεις συνηθίσει να βγαίνεις έστω αυτό το λίγο, για να ψωνίσεις προσωπικά σου αντικείμενα, ακόμη και πατατάκια που λέει ο λόγος, ξαφνικά σου λένε πως απαγορεύεται να βγεις. Από την άλλη, λόγω της απομόνωσης νιώθαμε ασφαλείς από όλο αυτό. Βέβαια δημιουργήθηκαν αρκετά προβλήματα σε αλλαγές πληρωμάτων, με αποτέλεσμα να καθόμαστε πολύ περισσότερο από το 6μηνο στο πλοίο και αυτό ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο που ακόμη συνεχίζεται».
Ωκεανοί, φουρτούνες και πειρατείες
Τα περισσότερα ταξίδια που έχει κάνει ο Δημήτρης ήταν στον Ατλαντικό. Έχει ταξιδέψει όμως και στον Ινδικό. Ο Ατλαντικός πάντως έχει κερδίσει την προτίμησή του, λόγω των καταστάσεων που έχει βιώσει στις χώρες του. Στην Ασία για παράδειγμα, ποτέ δεν του άρεσε πολύ, κι αυτό γιατί δεν την έχει συνδέσει με όμορφες στιγμές. «Όποτε βγαίναμε στις χώρες της είχε κακό καιρό, ενώ δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν στο πρώτο μου εκπαιδευτικό ταξίδι στην Κορέα συναντήσαμε ακόμη και πειρατές. Ήταν από την αρχή μια τρομακτική εμπειρία για εμένα, πριν ακόμη μπω στο πλοίο. Ήμουν μόλις 18 και δεν είχα μπει ποτέ σε αεροπλάνο. Από την εταιρία λοιπόν μου λένε: Θα πας Κορέα; Θα πάω, είπα. Και έτσι έφυγα. Μέχρι να φτάσω στην Κορέα η ιστορία ήταν πάρα πολύ αστεία. Στην αρχή τρόμαξα γιατί νόμιζα ότι έχω μπει σε λάθος αεροπλάνο, ενώ δεν ήξερα ότι κάτι τέτοιο στην ουσία δεν γίνεται. Στη συνέχεια, στο πλοίο, περνώντας για να έρθουμε Ευρώπη, συναντήσαμε πειρατές. Πήγε να γίνει επίθεση στο μπροστινό μας πλοίο και έτσι κατάφερα να βγάλω τη φωτογραφική μηχανή και μέσα από ένα κιάλι να το απαθανατίσω».
Η αγαπημένη του χώρα είναι η Βραζιλία. Λατρεύει, όπως λέει, το Ρίο Ντε Τζανέιρο. «Είχα την τύχη επίσης να το δω και από έξω, όταν προσεγγίζει το πλοίο και βλέπεις το άγαλμα του Χριστού που είναι πολύ εντυπωσιακό, αλλά και από μέσα. Έχει ένα πολύ θετικό vibe αυτή η πόλη και το λαμβάνεις αμέσως».
Όσο για τη μεγαλύτερη φουρτούνα που έχει ζήσει; Το πλοίο είχε φύγει από το Μεξικό για να γυρίσει στην Ευρώπη. Το μήκος του ήταν 280 μέτρα και 56 το πλάτος. Όπως θυμάται, για περίπου τρεις συνεχόμενες ημέρες, το πλοίο δεν φαινόταν, καθώς το σκέπαζε η θάλασσα. Θυμάται επίσης ένα απίστευτο κούνημα αλλά και την αϋπνία, διότι έπρεπε όλοι να βρίσκονται σε εγρήγορση λόγω του καιρού. «Είχε περάσει τυφώνας νωρίτερα και αυτά ήταν τα απόνερά του. Βέβαια τόσο μεγάλη φουρτούνα, για να με τρομάξει, δεν έχω ζήσει. Είναι πολύ σύνηθες για μας να μείνουμε άυπνοι από την κακοκαιρία».
Αξίζει τελικά αυτό το επάγγελμα και οι απολαβές του όλες αυτές τις θυσίες; «Σε έναν νέο άνθρωπο το μόνο που δεν θα του έλεγα είναι “πήγαινε γιατί έχει καλά λεφτά”. Αντίθετα, θα του έλεγα “πήγαινε μόνο αν θες να το ζήσεις”. Αν πάει κάποιος με μόνο γνώμονα τις απολαβές δεν θα αντέξει, παρότι αυτές είναι βέβαια καλές. Δεν είναι μια δουλειά που θα κάνεις ακόμη και αν δεν σου αρέσει. Γιατί σε μια “κανονική” δουλειά, θα φτάσει το βράδυ, όπου θα γυρίσεις σπίτι σου, θα κλείσεις την πόρτα και όλα τα άλλα μένουν έξω, όσο και αν δεν θέλεις να ξαναπάς το πρωί. Στο καράβι δεν υπάρχει αυτό. Ναι μεν θα κλείσει το βράδυ η πόρτα της καμπίνας, αλλά δεν είσαι στο σπίτι σου. Επίσης, πρέπει να είσαι πάντα σε εγρήγορση για απρόοπτα».
Μιλώντας με έναν άνθρωπο που περνά τη μισή του ζωή σε ένα πλοίο, δεν μπορούμε παρά να ρωτήσουμε αυτό που όλοι αναρωτιόμαστε το καλοκαίρι μόλις μπούμε στο πλοίο με πλώρη το πολυπόθητο νησί. Γιατί κάνει πάντα τόσο κρύο στα ακτοπλοϊκά πλοία; Ο Δημήτρης με ό,τι εμπειρία έχει προσπαθεί να λύσει το μυστήριο: «Θέλω να πω σε όλο τον κόσμο που δικαίως βέβαια λέει ότι έχει κρύο μέσα στο καράβι, πως αν ταξιδέψουν με ζέστη μέσα σε αυτό, θα το μετανιώσουν. Είναι απλά κάτι το ανυπόφορο, γιατί το έχω περάσει. Επίσης, το κρύο έχει να κάνει με την υγιεινή. Το πλοίο δεν έχει παράθυρα, οπότε το κρύο χρειάζεται για να ανανεώνεται ο αέρας. Τώρα αν αυτό είναι λίγο τσιμπημένο έχει να κάνει και με τον αριθμό των ατόμων. Επειδή στα πλοία υπάρχει πάρα πολύς κόσμος, μόνο μια ανάσα να πάρει ο καθένας, ο χώρος θα ζεσταθεί, επομένως γι’ αυτό βάζουν τον κλιματισμό σε πιο χαμηλή θερμοκρασία».
Η σχέση όταν δυο άνθρωποι χωρίζονται από ωκεανούς
Μπορεί ένας άνθρωπος που κάνει αυτή τη δουλειά να έχει μια υγιή σχέση με τον σύντροφό του, όταν κάνει μήνες να τον δει; Ο Δημήτρης έχει περάσει από αυτό το στάδιο και παραδέχεται πως είναι όντως κάτι δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. «Το μεγαλύτερο ζόρι για εμένα το περνά ο άνθρωπος που μένει πίσω, διότι αυτός πρέπει να μάθει να ζει με αυτό τον τρόπο. Και για εμένα φυσικά είναι δύσκολο, ωστόσο εγώ έχω μάθει καλώς ή κακώς να μου λείπουν οι δικοί μου άνθρωποι συνέχεια, είναι ο τρόπος ζωής μου, επομένως το διαχειρίζομαι. Σίγουρα η αρχή ειδικά είναι επώδυνη. Για καλή μας τύχη βέβαια έχουμε το διαδίκτυο που μας σώζει και μειώνει λίγο την απόσταση, αλλά βέβαια ναυτικός και σχέση, δεν είναι ο καλύτερος συνδυασμός. Πρέπει να το έχει πάρει απόφαση ο άνθρωπος με τον οποίο είστε μαζί, να κάνετε ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια στη σχέση και φυσικά όταν είσαι έξω από το καράβι, να κάνεις τα πάντα για να αναπληρώσεις, όσο μπορείς, τον χαμένο χρόνο».
Η ενασχόληση με τα θαλάσσια σπορ
Παρότι τόσους μήνες μέσα στη θάλασσα, ο Δημήτρης δείχνει να μην τη χορταίνει. Σε κάθε ευκαιρία που θα βρεθεί πίσω στο σπίτι του, τα νότια προάστια, θα πάρει τη σανίδα του και θα κατέβει στη Βουλιαγμένη, για να κάνει τα αγαπημένα του θαλάσσια σπορ.
«Όπως είπα, έχω από μικρός πολύ καλή σχέση με τη θάλασσα και τα σπορ αυτά πάντα μου άρεσαν και τα χάζευα. Όταν δούλευα στα κότερα, ο ιδιοκτήτης του σκάφους ήταν για καλή μου τύχη ένας πάρα πολύ active άνθρωπος και νέος σε ηλικία, επομένως επειδή έβλεπε ότι μου άρεσαν τα σπορ, με έβαζε και έκανα. Εκεί έβαλα πρώτη φορά σανίδα στα πόδια μου. Ξεκίνησα να κάνω wakeboard, θαλάσσιο σκι, kitesurf, ακόμη και καταδύσεις και ψαροτούφεκο, αν και το βαριέμαι λίγο. Ήταν η ώρα της ψυχαγωγίας μου, την ώρα της δουλειάς. Έτσι, πάντα, είτε είμαι διακοπές είτε εδώ στην Αθήνα, θα πάω να κάνω κάποιο θαλάσσιο σπορ. Πέρυσι στην καραντίνα μάλιστα, ξεκίνησα σερφ. Μια φορά το έκανα και μετά κόλλησα. Παρότι έχω δοκιμάσει λοιπόν πολλά, τώρα πια νομίζω πως αυτό είναι το αγαπημένο μου, γιατί είναι κάτι που μπορώ να κάνω και μόνος μου. Δεν εξαρτώμαι από το να πρέπει να πάω με κάποιον άλλον, για να με τραβάει ένα σκάφος».
Κι ενώ, όπως λέει, τους τελευταίους μήνες που βρίσκεται στο σπίτι του στη Γλυφάδα, κάνει ανελλιπώς τα αγαπημένα του χόμπι και περνά πολύτιμο χρόνο με τους αγαπημένους του, ο ίδιος νιώθει πως η θάλασσα τον καλεί και πάλι κοντά της. «Είμαι στην Ελλάδα από το καλοκαίρι και είναι χειμώνας πια. Όλοι έχουν μπει στο καβούκι τους. Καιρός να μπω κι εγώ. Είναι ώρα για δουλειά!».