Χρήστος Μοίρας: Ο παίκτης που αγαπήσαμε στο MasterChef μένει στα νότια και είναι ένας τρομερός τύπος
Ένας από τους πιο αγαπητούς συμμετέχοντες του MasterChef που ενέπνευσε πολλούς να κυνηγήσουν την αγάπη τους για τη μαγειρική, μιλά στο NouPou για το barber shop που είχε ανοίξει στη Γερμανία, για την απόφασή του να επιστρέψει στην Ελλάδα και να μείνει με την οικογένειά του στη Βούλα και για το νέο του project στην εστίαση.
- 06/11/2024
- Κείμενο: Εμμανουέλα Ρουσσάκη
Κομμωτής, μάγειρας, content creator αλλά βασικά λάτρης του απλού και νόστιμου φαγητού. Ο Χρήστος Μοίρας ταξίδεψε πολύ αλλά επέλεξε να επιστρέψει στην Ελλάδα γιατί όπως λέει ο ίδιος, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα μεγαλώσει τα παιδιά του κάπου αλλού. Το να μείνει στο Πανόραμα της Βούλας ήταν επίσης μια συνειδητή επιλογή γιατί αυτό χρειαζόταν για να νιώθει ελεύθερος και ήρεμος. Λίγες μέρες πριν ανοίξει το δικό του μαγαζί στην Αθήνα, ο Χρήστος Μοίρας – που από κοντά είναι όσο cool φαίνεται στην τηλεόραση, ένας τύπος αυθεντικός, αστείος και χαλαρός- μιλά στο NouPou για το ταξίδι της ζωής του, τα νέα του projects και την οικογένειά του που αγαπάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Πού μεγάλωσες; Γενικά η μαγειρική ήταν κάτι που αγαπούσες από τα παιδικά σου χρόνια;
Γεννήθηκα στην Πεντάλοφο Μεσολογγίου και έμεινα εκεί έως τα 19 που ήρθα στην Αθήνα για τον στρατό. Η μαγειρική μπήκε στη ζωή μου σε πάρα πολύ μικρή ηλικία, γιατί η μαμά μου και ο μπαμπάς μου δούλευαν, οπότε έπρεπε να μαγειρεύω για τη μικρή μου αδερφή. Απλά πράγματα, μην φανταστείς, ίσα που έφτανα την εστία, και έκανα ρύζι, λαπά και τέτοια. Και η αδερφή μου άρχισε να μαγειρεύει ακόμα πιο μικρή και πλέον έχει γίνει μαγείρισσα. Δεν ξέρω αν έπαιξε ρόλο το ότι με έβλεπε να μαγειρεύω, αλλά σίγουρα ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου.
Από εκεί και πέρα, είχα εντάξει τη μαγειρική σαν ψυχοθεραπεία στη ζωή μου, δεν το σκεφτόμουν επαγγελματικά. Αν κάνεις το «χόμπι» σου επάγγελμα δεν θα δουλέψεις ποτέ ή θα σταματήσεις να το αγαπάς και εγώ δεν ήθελα να το χάσω. Στην καραντίνα άρχισα να το εξελίσσω πολύ – να ασχολούμαι με μύκητες, ζυμώσεις, fine dining – και μαγείρευα πολύ περισσότερο. Ενδεχομένως ήταν επειδή περισσότερο από ποτέ χρειαζόμουν μια ψυχοθεραπεία. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην μπω ποτέ σε μαγειρικά όρια, αυτό θα μου έκοβε τα φτερά. Όταν γύρισα στην Ελλάδα συνέχισα να το βλέπω σαν χόμπι και είμαι ακόμα σε υγιή πλαίσια, δηλαδή για ‘μένα παραμένει ψυχοθεραπεία.
Μεσολόγγι, Γερμανία Αθήνα…Πώς προέκυψαν αυτές οι διαδρομές και τελικά πού νιώθεις εσύ ότι είναι ο τόπος σου;
Έμεινα στην Αθήνα για περίπου τέσσερα χρόνια και μετά έφυγα για Γερμανία για διάφορους λόγους, Βασικά ήθελα να βρω τον εαυτό μου. Στην αρχή πήγα για διακοπές, ήταν εκεί η νονά μου και έμεινα μαζί, μετά συνέχισα τελείως νομάς αλλά ξεκίνησα σχετικά άμεσα να ασχολούμαι με επιχειρήσεις. Ξεκίνησα με ένα barber shop και μετά άνοιξα καφέ.
Βασικά το barber shop μου ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. Επειδή δε μου άρεσε το κλίμα στα κομμωτήρια, έκανα ένα τελείως δικό μου concept. Στην πραγματικότητα ήταν σαν μπαρ, ερχόταν κάποιος για κούρεμα και είχαμε μια μπάρα, σερβίραμε τα ποτά μας, δεν τα χρεώναμε, τα λέγαμε… Δεν είχαμε καν καθρέφτες και ο κόσμος γούσταρε πολύ. Κάθε λίγα χρόνια αλλάζω αυτό που κάνω για να μη βαριέμαι.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Christos Moiras (@christos_moiras)
Με τη γυναίκα μου γνωριστήκαμε τον 5ο χρόνο που ήμουν στη Γερμανία, την είχα δει σε ένα μαγαζί που έτρωγε με τους δικούς της και τη βρήκα μέσω ενός κοινού γνωστού. Εκείνη γεννήθηκε στη Γερμανία, είναι τρίτη γενιά, τα γερμανικά ήταν η μητρική της γλώσσα. Γενικά είμαι πολύ παρορμητικό άτομο αλλά όσον αφορά τη γυναίκα μου νομίζω ότι τα κάναμε όλα με «λογικούς» ρυθμούς, παντρευτήκαμε μετά από δυο χρόνια, τώρα έχουμε τον γιο μας… Το μωρό είναι δίγλωσσο. Είχε κάνει στην αρχή μια δική του διάλεκτο αλλά τώρα μιλάει κανονικά. Μικρός ήταν πιο τρελός, τώρα έχει ηρεμήσει και έχω αρχίσει να ανησυχώ (γελάει).
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Christos Moiras (@christos_moiras)
Επέστρεψα στην Ελλάδα μετά από δεκατρία χρόνια για να μπω στο Master Chef. Πήρα την απόφαση αφού ο γιος μου έφτασε δύο ετών και είπα ότι πρέπει οπωσδήποτε να μεγαλώσει στην Ελλάδα, να περνάει τρεις μήνες φορώντας μόνο την πάνα ή το μαγιό του, να περπατάει ξυπόλυτος, να έχει κοντά τη γιαγιά του… Η ζυγαριά συναισθηματικά έγερνε πάντα προς την Ελλάδα, αλλά επαγγελματικά ήταν καλύτερα η Γερμανία. Πάνω που είχα αρχίσει να ανακάμπτω από τα προβλήματα που έφερε ο κορονοϊός στην αγορά, σκέφτηκα ότι αν δε φύγω τώρα, δε θα φύγω ποτέ. Γενικά όταν ξεκινάω κάτι με ενδιαφέρει να δώσω το στίγμα μου.
Ήσουν ένας από τους πιο αγαπητούς παίκτες στο MasterChef και το έφτασες σχεδόν μέχρι το τέρμα. Ποιο ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που πήρες; Και πιστεύεις ότι άξιζε σαν εμπειρία, δεδομένου ότι ήσουν μακριά από την οικογένειά σου για πολύ καιρό;
Αρχικά ήμουν φανατικός τηλεθεατής του MasterChef και νομίζω ότι ίσως και το 80% της μαγειρικής μου ικανότητας το οφείλω σε αυτό .Το θεώρησα σίγουρα ένα κλειδί για να επιστρέψω στην Ελλάδα γιατί θα μου έδινε κάποια αναγνώριση και ένα πάτημα για να επενδύσω στην εστίαση. Όταν έκανα την αίτηση δεν περίμενα ότι θα πάω τόσο καλά. Πάντως σίγουρα ήταν και το Master Chef ένα κομμάτι του ονείρου της επιστροφής μου.
Σκέψου ότι ο γιος μου, ο Ανδρέας, είναι ένα παιδί του κορονοϊού, οπότε περνούσαμε όλη τη μέρα μαζί από όταν γεννήθηκε. Φεύγοντας ήταν σίγουρα μια πρόκληση για μένα αλλά είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι θέλω ο Ανδρέας να μεγαλώσει στην Ελλάδα. Ένιωθα ότι το ότι φεύγω είναι κάτι που κάνω για όλη μου την οικογένεια. Από την εγωιστική του πλευρά, πιστεύω ότι αν πιστεύεις ότι θα είσαι ευτυχισμένος κάπου, πρέπει να κανείς θυσίες γι’ αυτό. Ο καλός γονέας είναι ένας ευτυχισμένος γονέας. Δε θα ήθελα να είμαι ο μπαμπάς που, ενώ ήθελε να κάνει κάτι, δεν το έκανε. Δεν ξέρω αν αυτό το μήνυμα είναι αρκετά σημαντικό ώστε να εξισορροπήσει την απουσία, πάντως ξέρω ότι δεν θα το ξαναέκανα. Παρόλα αυτά, από το Master Chef δεν μετανιώνω τίποτα, πέρασα σίγουρα δύσκολες μέρες και με έφθειρε, αλλά το παιχνίδι πήγε καλά και έχω ανταμειφθεί.
Το να ζήσεις στα νότια ήταν επιλογή; Τι σου αρέσει στην περιοχή και τι θα άλλαζες;
Ήμουν δεκατρία χρόνια στο εξωτερικό, οπότε όταν γύρισα είπα ότι όπου και να μείνω πρέπει να βλέπω θάλασσα. Το Πανόραμα της Βούλας συνδυάζει όλα όσα χρειαζόμαστε. Εκτός αυτού προσφέρει μια άνεση. Είχα έρθει λίγες μέρες από τη Γερμανία για να ψάξω το σπίτι και μόλις το είδα το ερωτεύτηκα – βέβαια δεν ερωτεύτηκα την τιμή του ενοικίου, αλλά αποφάσισα ότι προτιμώ να θυσιάσω κάτι άλλο. Και πράγματι είναι η πρώτη φορά που δεν νιώθω τόσο έντονα την ανάγκη να βγω ή να ξεφύγω, κάτι που για μένα είναι πολύ ασυνήθιστο. Είμαι ευχαριστημένος απλά να κάθομαι σπίτι.
Ποια είναι τα αγαπημένα σου στέκια στα νότια; Τι σου αρέσει να κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου στην περιοχή, ειδικά παρέα με τον μικρούλη σου;
Μου αρέσει να κατεβαίνω με την οικογένεια στην παιδική χαρά του Αγίου Ιωάννη απέναντι από την κάβα Φαίδων. Επίσης θεωρώ ότι η Γλυφάδα έχει τρομερή αγορά και είναι ωραία περαντζάδα εκεί στην Εσπερίδων. Τρελαίνομαι για το Καβούρι και γενικά μου αρέσει η διαδρομή από τον Λαιμό μέχρι τη Σαρωνίδα. Διακρίνω μια άγρια ομορφιά, με ξεκουράζει. Τον πρώτο καιρό που μετακόμισα εδώ, την έκανα κάθε μέρα. Γενικά νομίζω είμαι ρομαντικός τύπος, πιστεύω ότι δε χρειάζεται να κάτσεις σε ένα μαγαζί, είναι ωραίο να τριγυρνάς, Δεν ήμουν ποτέ ο τύπος που καθόταν με τους φίλους του για καφέ. Όταν κάθομαι νομίζω ότι η ζωή με προσπερνάει. Αν έπρεπε να διαλέξω κάποια μαγαζιά στην περιοχή που μου αρέσουν θα έλεγα το Sparrow για πραγματικά πολύ ωραίο καφέ, και το Burgerilla για χαλαρό φαγητό.
Αυτό που μου λείπει στην περιοχή, είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις κάτι με τα πόδια, χρειάζεσαι αμάξι, οπότε αυτό μου έχει χαλάσει λίγο το πρόγραμμα. Το καλό είναι βέβαια ότι υπάρχει η επιλογή να περπατήσεις στο βουνό, πολλές φορές όταν έχω χρόνο πηγαίνω μέχρι πάνω στην Πυροσβεστική.
Το καινούργιο σου project ,το TNT (The Night Tour) έχει ξεκινήσει να ανεβαίνει στο TikTok. Γιατί επέλεξες αυτού του είδους την εκπομπή και γιατί τώρα;
Πιστεύω ότι έχω καλή παλέτα στο φαγητό και εκτός αυτού έχω φάει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συχνά έκανα και road trip με αυτόν τον σκοπό. Για μένα όταν επισκέπτομαι ένα μέρος το 50% της εξερεύνησης και της γνωριμίας είναι η γαστρονομία. Οπότε πλέον, έχοντας αποκτήσει γνώσεις και εμπειρία, ήθελα να μοιραστώ τη γνώμη μου με τον κόσμο και πιστεύω ότι έχουμε φτιάξει και ένα ωραίο concept. Αρχικά στα μαγαζιά που πηγαίνω γνωρίζω τον σεφ και μιλάμε για τα πιάτα, δεν πάμε ούτε για να ξεφτιλίσουμε αλλά ούτε και για να εκθειάσουμε, δεν κάνω διαφήμιση. Αν δε μου αρέσει κάτι το λέω κατευθείαν και on camera και το συζητάμε με τον σεφ.
Γενικά πιστέυω ότι όταν έχεις ένα project δε χρειάζεται να κάνεις overthink γιατί αυτό απλά θα σου δώσει κι άλλους λόγους να μην το υλοποιήσεις. Εκεί χρειάζεται μια συνειδητή άγνοια κινδύνου. Μέχρι τώρα μας έχει βγει πολύ ωραία, σίγουρα κάνω λάθη ειδικά στον λόγο επειδή μιλάω γρήγορα, αλλά δεν τα κόβουμε, θέλω να παραμείνει αυθεντικό, όπως είμαι εγώ. Όσον αφορά και το TikTok, είναι κάτι νέο για μένα αλλά δε με χαλάει καθόλου η πλάκα που γίνεται, μου αρέσει που λείπει η σοβαροφάνεια.
@christosmoiras T.N.T(The Night Tour). #christosmoiras Στο @burgerilla.athens ♬ Big Poppa (2007 Remaster) – The Notorious B.I.G.
Αυτή τη στιγμή είσαι ένας εξαιρετικά πολυάσχολος άνθρωπος, με τηλεόραση, διαδικτυακή εκπομπή, πολύ ενεργός στα social, ταξίδια, παιδί, πώς τα ισορροπείτε όλα αυτά εσυ και η γυναίκα σου;
Για να είμαι ειλικρινής δεν αισθάνομαι ότι κάνω πολλά. Η γυναίκα μου δουλεύει από το σπίτι, οπότε βοηθάει πολύ αυτό. Πρόσφατα ξεκίνησε το σχολείο ο Ανδρέας και θα έχω περισσότερο ελεύθερο χρόνο μάλλον. Γενικά έχω συνηθίσει η μέρα μου να είναι τελείως γεμάτη, οπότε τώρα νιώθω ότι υπάρχουν κενά και είμαι ανοιχτός και για άλλα projects. Το χειρότερό μου θα ήταν να κάθομαι.
Πιστεύεις ότι ο γιός σου έχει κι αυτός το «μικρόβιο» της μαγειρικής; Περνάτε χρόνο μαζί στην κουζίνα; Δοκιμάζει πράγματα;
Του αρέσει να τον ανεβάζω πάνω στον πάγκο της κουζίνας, ανοίγει ντουλάπια και βγάζει ντομάτες, κρεμμύδια, μ ’αρέσει που το μοιραζόμαστε. Από την άλλη στη γυναίκα μου δεν αρέσει καθόλου η μαγειρική, νομίζω μερικοί άνθρωποι απλά δεν το έχουν και δεν θέλουν και να το βρουν. Δεν είναι κακό. Εμείς ας πούμε μοιραζόμαστε τις δουλειές, θα μαγειρέψω εγώ, εκείνη θα πλύνει τα πιάτα κ.ο.κ
Θα ήθελες να ανοίξεις ένα δικό σου μαγαζί; Αν το έκανες πώς θα το έστηνες; Τι γεύσεις, στιλ και ποια περιοχή θα επέλεγες;
Βασικά είναι ένα εγχείρημα που ήδη έχω ξεκινήσει. Έχω βρει τον χώρο μου στο Κουκάκι και ξεκινάμε το Urban Vibes, ένα all day μαγαζί ψηλά στη Φαλήρου, πιο πολύ με χαλαρή νοοτροπία take away γιατί σε εκείνη την περιοχή υπάρχουν και πολλά Airbnb. Περισσότερο θα έχουμε μπέργκερ, μπυρίτσες, κάποιο κοκτέιλ… Γενικά ήθελα φαγητό λιτό και εύκολο, που να μπορέσουν να το κάνουν και παιδιά που ξεκινάνε τώρα τη μαγειρική. Κάτι που θα είναι γευστικό αλλά όχι δύσκολο. Ας πούμε εγώ δεν έχω σπουδάσει μαγειρική, ομοίως υπάρχουν πολλά παιδιά που μπορούν να το κάνουν. Στη Γερμανία μπορεί να αγαπούσα το πολυτελές φαγητό, αλλά πλέον η Αθήνα μου βγάζει ένα διαφορετικό vibe, χαλαρό, πεζοδρομιακό, urban. Έχω την αίσθηση πως η Αθήνα έχει γίνει ένα μικρό Βερολίνο.
Ποιο είναι ένα φαγητό που για σένα σημαίνει «σπίτι»;
Λόγω χωριού είναι σίγουρα οι πίτες. Σκέψου πριν λίγες μέρες ήρθε η μητέρα μου με ταξί γιατί έχουμε βαφτίσια και έφερε μια τεράστια κολοκύθα, ήρθε εξοπλισμένη. Εκτός αυτού σίγουρα τα βραστά κατσαρόλας, πχ μοσχάρι με τραχανά… Τα μαγειρεύω κι εγώ πάρα πολύ. Νομίζω το τελευταίο διάστημα καταφέρνω και έχω μια προσέγγιση που βγάζω τις αναμνήσεις μου σε όλα τα φαγητά μου. Νιώθω ότι τώρα ίσως έχω αποκτήσει και τη γνώση πάνω στο φαγητό, οπότε εκτός από τις αναμνήσεις βγάζω και μια τεχνογνωσία. Εν τέλει νομίζω θέλει έναν συνδυασμό και των δύο για να δημιουργήσεις νόστιμο φαγητό. Το να μάθεις στεγνά μια τέχνη δεν είναι μαγειρική. Και όταν μοιράζομαι τη μαγειρική μου πια, δε βλέπω απλά μια συνταγή και την απαγγέλω, ξέρω γιατί πρέπει το κρεμμύδι να τσιγαριστεί, ακριβώς πόση ώρα αφήνουμε το κρέας, γιατί πλέον γνωρίζω τις διεργασίες, τα σάκχαρα που απελευθερώνονται και τις ενώσεις που γίνονται. Αυτό που μου αρέσει πλέον είναι το comfort food. Γενικά πιστεύω ότι στην Ελλάδα εκτός του ότι έχουμε καλή κουζίνα ο κόσμος πραγματικά μαγειρεύει με αγάπη.