Ράλλης Κοψίδης: Ο αθώος «Άγιος» καλλιτέχνης της Γλυφάδας
Το μεγαλύτερο αφιέρωμα που έγινε ποτέ για τη ΓλυφάδαΖωγράφος, αγιογράφος, χαράκτης και πεζογράφος, σπουδαίος καλλιτέχνης και μαθητής του Φώτη Κόντογλου, ο Ράλλης Κοψίδης έζησε και εργάστηκε αθόρυβα σ’ ένα σπίτι στην Άνω Γλυφάδα, που σαν κυψέλη των Τεχνών και των Γραμμάτων, φιλοξένησε σημαντικούς εικαστικούς, συγγραφείς και μουσικούς - συνεργάτες του στις πολύπλευρες καλλιτεχνικές διαδρομές του. Ο Κοψίδης δούλεψε ταπεινά αφήνοντας παρακαταθήκη ένα τεράστιο καλλιτεχνικό έργο. Η κόρη του, Σοφία Κοψίδου, που ακολούθησε τα ίχνη του πατέρα και δασκάλου της, παραθέτει αποκλειστικά στο NouPou το αφήγημα μιας ζωής ταγμένης στην Τέχνη αλλά μακριά από κάθε προβολέα.
- 27/05/2021
- Κείμενο: Γεωργία Βαμβακερού
Το 1959, ο Λημνιός ζωγράφος, χαράκτης αγιογράφος και πεζογράφος Ράλλης Κοψίδης, ο «εικαστικός εκπρόσωπος της μεταπροσφυγικής και μετεμφυλιακής Ρωμιοσύνης», κάνει μια εκδρομή στα ψηλώματα της Γλυφάδας.
«Μόλις αντίκρισε την κατάφυτη από πεύκα -τότε- Γλυφάδα που ανάμεσα τους πρόβαλαν οι κεραμιδένιες στέγες, τους ευκάλυπτους, τις συκιές και τις χαρουπιές χωμένες σε παλιά περιβόλια και σε πυργόσπιτα και πάντα, εκεί, την γραμμή του ορίζοντα να διαγράφεται αδιάσπαστη, συνειδητοποίησε το χωροχρονικό του ρίζωμα. Αγόρασε λοιπόν το οικόπεδο και ξεκίνησε να χτίζεται το σπίτι».
Στο σπίτι αυτό, το «στολισμένο» από τον ίδιο με μια γοργόνα κι έναν ανάγλυφο κοχλία, ο Ράλλης θα ζήσει με την οικογένειά του και θα αφοσιωθεί στο σπουδαίο καλλιτεχνικό του έργο μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 14 Αυγούστου του 2010. Ξεκινώντας ως μαθητής του Φώτη Κόντογλου (ήταν ένας από τους βοηθούς του Κόντογλου στην Αγιογράφηση της Καπνικαρέας), ο Ράλλης Κοψίδης χάραξε δική του πορεία και δημιούργησε ένα προσωπικό στυλ, με κύριο οδηγό την λαϊκή τέχνη, αλλά ισορροπώντας άρτια μεταξύ Ελληνικότητας και Μοντερνισμού.
«Συλλογιέμαι πως η ρίζα μας είναι αλλού, μέσα σ’ ένα χωράφι που το βλέπει όλη μέρα ο ήλιος, που το λένε Ελλάδα, που το λένε και Ανατολή. Η πίστη μας είναι ο ήλιος. Γι’ αυτό τον ζωγραφίσαμε στα παράθυρα της εκκλησιάς με ώχρα και κόκκινο που λάμπει, ολοστρόγγυλος και γελαστός σαν πρόσωπο μικρού παιδιού» – Ράλλης Κοψίδης.
Για τον καλλιτέχνη και τη ζωή της δίπλα του γράφει στο NouPou η κόρη του, επίσης εικαστικός, Σοφία Κοψίδου.
1. Ή την Σχολή ή τον Κόντογλου
Τι περίεργο πράγμα! Όταν είσαι νέος, θέλεις να φύγεις, να πετάξεις μακριά από ό,τι είναι πίσω σου.
Ν ’ανοίξεις τα φτερά σου και να φύγεις. Να μην γυρίσεις…Και έρχεται η στιγμή που επιστρέφεις στα πάτρια, τα παλιά, την μόνη αλήθεια…
Όπως ο Ράλλης Κοψίδης, ο πατέρας μου, σε μια περίοδο στα τέλη του ‘70 άρχισε να ζωγραφίζει τις μνήμες, το παρελθόν, τα παλιά, τα πρώτα, έτσι και εγώ μέσα στην γενικευμένη απομόνωση των ημερών της καραντίνας, πήρα την πρόταση της Γεωργίας Βαμβακερού, που έγινε αφορμή και ανάγκη να κοιτάξω πίσω, την ζωή του, την πορεία του και μαζί την δική μου πορεία που δέθηκαν, όχι μόνο λόγω δεσμών αίματος, αλλά και πνευματικών δεσμών, από την στιγμή που αποφάσισα να ακολουθήσω τον δρόμο της τέχνης.
Υπήρχαν φορές που επηρεαζόμουν από τον κόσμο της ζωγραφικής του και τον αντέγραφα, άλλες πάλι ξεμάκραινα και πήγαινα στο άλλο άκρο. Αντίδραση η συμπόρευση, ό,τι και να ‘ναι, να ξεφύγεις δεν μπορείς απ’ ό,τι είναι δικό σου. Ό,τι και αν έκανα ήταν μια συνομιλία με τον πατέρα μου και συνάδελφο, ζωγράφο αγιογράφο, χαράκτη, συγγραφέα Ράλλη Κοψίδη.
«Ο Κοψίδης πρέπει να θεωρείται ο εικαστικός εκπρόσωπος της μεταπροσφυγικής και μετεμφυλιακής ρωμιοσύνης». Περιοδικό Άρδην, Βεινόγλου.
Από τη μεριά της μητέρας του, Δέσποινας Προδρομίδου, ο Κοψίδης έχει δεσμούς καταγωγής με την Καππαδοκία. Ο παππούς του, Πέτρος Προδρομίδης, ήταν γιατρός στο Ινδζεσού Μητροπόλεως Καισαρείας. Η καταγωγή του πατέρα του (Ανατολικοθρακιώτες καπεταναίοι που μετέφεραν εμπορεύματα στο Βόρειο Αιγαίο) εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες, μετά το 1923-24, στο Κάστρο της Λήμνου, όπου και γεννήθηκε ο Ράλλης στο Κάστρο Λήμνου στις 5 Νοεμβρίου 1929.
Ζωγράφιζε, απ’ όσο θυμάται τον εαυτό του, όπως λέει ο ίδιος…
«Ήμουν ακόμα μαθητής στο γυμνάσιο όταν έπεσε στα χέρια μου η Βασάντα, ένα απ’ τα πρώτα του βιβλία (του Κόντογλου) […]. Ακόμα θυμάμαι πόσο διαφορετικό μου φάνηκε απ’ ό,τι διάβασα ως τότε. Αργότερα, στο στρατό, τα βιβλία του μου κρατήσανε συντροφιά […] Οι ζωγραφιές που ήταν στολισμένα, φτιαγμένες από το χέρι του συγγραφέα, δε μ’ άφηναν να κοιμηθώ. Ήταν ένα αδιάκοπο ερωτηματικό. Σα να μου φώναζαν: “Δεν ήξερες ως τώρα την αλήθεια γι’ αυτό που λένε ‘ελληνική ζωγραφική’”». (Ράλλης Κοψίδης, «Ένας αντρειωμένος της τέχνης», στο: Οι Έλληνες Ζωγράφοι, Αθήνα 1975)
Το 1949, στα 20 χρόνια του, πέρασε πρώτος στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και μπήκε εργαστήριο του Ανδρέα Γεωργιάδη. Γνώρισε τον Κόντογλου στα 1953 και έγινε μαθητής του, εγκαταλείποντας την ΑΣΚΤ την διδασκαλία της οποίας ήδη αμφισβητούσε. «Το χαρτί της Σχολής δεν το πήρα[…]. Στον τέταρτο χρόνο, μια μέρα μπήκε ο Γεωργιάδης ο δάσκαλός μου (που ήξερε πως πήγαινα και στον Κόντογλου) και μου λέει: Ράλλη πρέπει να διαλέξεις. Ή την Σχολή ή τον Κόντογλου. Και τα δυο δεν γίνονται. – Δίκαιο έχεις δάσκαλε του είπα. Φεύγω αμέσως. Μάζεψα την κασετίνα μου και έφυγα δια παντός απ’ την Σχολή». (Μικρό αυτοβιογραφικό, Γενάρης 85, αδημοσίευτο χειρόγραφο, αρχείο Ρ. Κοψίδη)
Μετά από προτροπή του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, ο Κοψίδης διέκοψε τις σπουδές του σχολή στο 4ο έτος για να ξεκινήσει την μαθητεία του στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου.
2. Στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος
«Το σπίτι μου. Αυτό δεν ήταν βέβαια σπίτι καθεαυτό. Ένα σκέτο δωμάτιο, που όλα του λείπαν στην ταράτσα του σπιτιού της κυρά Αθηνάς. Το “κουβούκλιον”, όπως το ονόμασε ο μαστρο Φώτης ο Κόντογλου -ως Στρουθίον μονάζον επι δώματος, είσαι εκεί πάνω, μου έλεγε. Βλέπω τη λάμπα σου (του πετρελαίου), να καίει και λέω: Να, ο Ράλλης τώρα σχεδιάζει… Αυτό λοιπόν το “κουβούκλιον” ήταν απέναντι απ’ το σπίτι του μαστρο Φώτη, εκεί στην οδό Βιζυηνού, στα Πατήσια. Τότε, γύρω στο 53 ήταν εκεί μια αθόρυβη, μοσχομυρισμένη γειτονιά. Δυο τρείς πόρτες πιο πάνω του Δημητρίου Πικιώνη το ενδιαίτημα. Και πεύκα! Μεγάλα κι ’αληθινά». («Το συγύρισμα» του Ράλλη Κοψίδη, 1986)
Η μυθική κηπούπολη Κυπριάδη με τα πανέμορφα σπίτια του μεσοπολέμου συγκέντρωνε εργαστήρια γνωστών ζωγράφων της ομάδας «Τέχνη» και διανοουμένων της «γενιάς του ‘30». Εκεί γνώρισε τον Στρατή Δούκα, τον Δημήτρη Πικιώνη. Μέσα σε αυτό το εν βρασμώ καζάνι ιδεών και καλλιτεχνικής παραγωγής που ο Μόραλης αποκάλεσε «Σχολή Κυπριάδη» ζούσε ο Ράλλης. Εκεί γνώρισε και τον νεαρό Βασίλη Πλάτανο, δημοσιογράφο, λαογράφο, συγγραφέα και συνεργάτη του από την Μυτιλήνη. Ο ίδιος γράφει:
«Στο σπίτι του Κόντογλου γνώρισα τον μαθητή του Ράλλη Κοψίδη και γίναμε αδελφικοί φίλοι. Εκεί, κάπου στα 1955, μας μιλούσε για τη θρησκευτική τέχνη της Ορθοδοξίας και τη “χείρα” του τεχνίτη-καλλιτέχνη, που οδηγείται από τη θεία Χάρη. Είχε μια μυστικιστική τοποθέτηση και μαχότανε με φανατισμό τη δυτική τέχνη, που θεωρούσε κατώτερη σε αξία, τάξη ή ποιότητα» – Βασίλης Πλάτανος, «Ο Λημνιός μαθητής του Κόντογλου», (2012, εφημερίδα Εμπρός)
Και εγώ που δεν τα έζησα όλα αυτά τα γεγονότα από πρώτο χέρι, παρά μόνο τα γνωρίζω από μαρτυρίες, χαίρομαι να φαντάζομαι πως ο Ράλλης Κοψίδης συνάντησε τον Βασίλη Πλάτανο σε μια από αυτές τις γιορτινές συγκεντρώσεις στο σπίτι του Κόντογλου όπως αυτή που περιγράφει ο Αλέξης Μινωτής. «Καθώς πλησιάζαμε την πόρτα ακούσαμε μέσα τραγούδια και θόρυβο από γλεντοκόπι. Μας άνοιξαν και βρεθήκαμε, απρόσμενά μας, σε οικογενειακή διασκέδαση. Γιορτάζονταν τα γενέθλια της κόρης του [Φώτη Κόντογλου].Γεμάτο γύρω-γύρω στο στρωμένο, με χίλια φαγώσιμα, μεγάλο τραπέζι, γυναίκες και άντρες, Αϊβαλιώτες συγγενείς και συμπατριώτες του, μα και ξένοι σπουδαστές, ζωγράφοι και βυζαντινολόγοι, Σουηδοί, Γερμανοί, νέοι λογιών-λογιών. […] Μας κάνανε τόπο και καθίσαμε κι εμείς στο φαγοπότι, που συνοδευόταν με απολυτίκια και διάφορους άλλους εκκλησιαστικούς ψαλμούς που οι Αϊβαλιώτες τραγουδούσαν όλοι εν χορώ, όπως και άλλα τραγούδια θαλασσινά» – Αλέξης Μινωτής, «Φώτης Κόντογλου, ο πιστός της ουσίας», στο «Φώτης Κόντογλου-Αφιέρωμα», Η λέξη, τχ. 198, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008, σ. 538
Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 μετά την πρώτη ατομική έκθεση στην Αθήνα με πολύ καλή υποδοχή από τους κριτικούς και το κοινό. Η Ελένη Βακαλό έγραφε στα ΝΕΑ τον Μάρτιο του ‘59: «Καθώς στεκόμουν μέσα στην έκθεση, μου φαινόταν πως αντίκρυζα τα έργα ενός παιδιού φορτωμένου με χίλια χρόνια γερατειών».
…και ενώ μια μαθητεία ολοκλήρωνε τον κύκλο της, ο νεαρός Ράλλης παντρευόταν την Μαρία Αιματίδου.
Επιβεβλημένο να αφήσει το «κουβούκλιον».
3. Μεταξύ ελληνικότητας και μοντερνισμού
«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;»
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως δύο χρονολογίες καθόρισαν τον ζωγράφο Κοψίδη. Το έτος 1953, οπότε και εγκατέλειψε τη Σχολή για τον Κόντογλου, και το 1959 που, όντας πια στο Chevetogne, επέλεξε να χαράξει πορεία ανεξάρτητη του δασκάλου. Όμως, δεν άλλαξε μεμιάς η ζωγραφική του Κοψίδη, δεν μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο διαγράφοντας την έως τότε πορεία του. Με κύριο οδηγό τη λαϊκή τέχνη, ο Κοψίδης για ολόκληρη τη δεκαετία του ’60 και για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του ’70 μοιάζει να ισορροπεί μεταξύ “ελληνικότητας” και “μοντερνισμού”, καθώς το πρότυπο του Κόντογλου παραμένει ισχυρό, αλλά μέσα από μια πιο απελευθερωμένη ματιά» (Σπύρος Μοσχονάς)
Το ότι δεν ζήσαμε στο Παγκράτι, που είχε αρχικά επιλέξει, το οφείλουμε στον αδελφό της μητέρας μου, που ζούσε ήδη νότια και τον προέτρεψε «προς Θεού να μην κλειστεί σε μια πολυκατοικία».
Και ευτυχώς τον έπεισε να κάνουν μια εκδρομή στα ψηλώματα της Γλυφάδας.
Μόλις αντίκρισε την κατάφυτη από πεύκα -τότε- Γλυφάδα που ανάμεσά τους πρόβαλαν οι κεραμιδένιες στέγες, τους ευκάλυπτους, τις συκιές και τις χαρουπιές χωμένες σε παλιά περιβόλια και σε πυργόσπιτα και πάντα, εκεί, την γραμμή του ορίζοντα να διαγράφεται αδιάσπαστη συνειδητοποίησε το χωροχρονικό του ρίζωμα. Αγόρασε λοιπόν το οικόπεδο και ξεκίνησε να χτίζεται το σπίτι.
Δεν το χαρήκαμε όμως αμέσως, καθώς τέλη του 59 ξενιτευτήκαμε και οι τρεις για το Βέλγιο. Για την ακρίβεια εκεί άνοιξα τα μάτια μου στον κόσμο μερικούς μήνες μετά την άφιξή μας. Σε ένα μοναστήρι. Το μοναστήρι του Chevetogne όπου μας είχε στείλει ο μαστρο-Φώτης.
Ήταν η πρώτη δουλειά ιστόρησης εκκλησίας που ανέλαβε ο Κοψίδης εξ ’ολοκλήρου στο εξωτερικό ο ίδιος, με τον Γιώργη Χοχλιδάκη, επίσης μαθητή του Κόντογλου και μετέπειτα νονό μου. Το μοναστήρι αυτό είχε μια ιδιαιτερότητα που το έκανε μοναδικό. Οι Βενεδικτίνοι ιερωμένοι, όλοι μορφωμένοι θεολόγοι, δούλευαν για την ένωση των Εκκλησιών και για την εξομάλυνση των διαφορών που χωρίζουν τους ορθόδοξους από τους καθολικούς. Το μοναστήρι χωρίζεται σε δύο τύπους: τον ορθόδοξο και τον καθολικό. Και κάθε μορφή λατρείας είχε και την δική του εκκλησιά.
Αποσπάσματα από το «Ημερολόγιο του Chevetogne» του Ράλλη Κοψίδη:
«26 Νοεμβρίου 1959 – Σήμερα αρχίζουμε την δουλειά στην εκκλησία. Έχουμε ετοιμάσει και καννάβι, το άχυρο, τον ασβέστη. Η σκαλωσιά είναι σαν ένα καράβι έτοιμο να μαζέψει την άγκυρα και να σαλπάρει για το μεγάλο ταξίδι. Οι τοίχοι της εκκλησιάς άδειοι ακόμα μας περιμένουν σαν πέλαγος ανοιχτό».
«30 Νοεμβρίου 1959 – Το δάσος είναι γεμάτο φασιανούς που κράζουν με μια φωνή σαν λαμαρίνα στον αέρα. Όλη μέρα βρέχει. Πράσινη μούχλα στους κορμούς των δένδρων, στις πέτρες, στο σκούρο χώμα, που είναι γεμάτο πεσμένα φύλλα που σαπίζουν. Ολόκληρο το Σεβετόν είναι τυλιγμένο σε μια γκρίζα ομίχλη που σε πιρουνιάζει ως το κόκαλο. Μα το δωμάτιο είναι ζεστό. Ο ηγούμενος είναι ευχαριστημένος από την δουλειά μας. Έχουμε ελευθέρια να κάνουμε αυτό που πρέπει»
«25 Δεκεμβρίου 1959 – Χριστούγεννα στην ξενιτιά. Ανάθεμά σε ξενιτιά με τα φαρμάκια πού ‘χεις. Κάθομαι και γράφω. Συλλογιέμαι πως η ρίζα μας είναι αλλού μέσα σ’ ένα χωράφι που το βλέπει όλη μέρα ο ήλιος, που το λένε Ελλάδα, που το λένε και Ανατολή. Η πίστη μας είναι ο ήλιος. Γι’ αυτό τον ζωγραφίσαμε στα παράθυρα της εκκλησιάς με ώχρα και κόκκινο που λάμπει, ολοστρόγγυλος και γελαστός σαν πρόσωπο μικρού παιδιού. Μεσ’ στην αυλή μας, εδώ που καθόμαστε φυτρώνει το δέντρο της λησμονιάς μα δεν θα φάγω από τον καρπό του».
Πολύ γλαφυρά περιγράφει τα δεινά της σκαλωσιάς ο Βασίλης Πλάτανος:
«Το 1957 είδα τον Κόντογλου να ζωγραφίζει τον Παντοκράτορα στην εκκλησιά του Αγίου Νικολάου, στα Κάτω Πατήσια, με τους μαθητές του, Ράλλη Κοψίδη, Γιώργη Χοχλιδάκη και Πέτρο Βαμπούλη. Παντοκράτορα γίγαντα, με διάμετρο 5,10 μέτρα. Σκαρφαλωμένοι στις σκαλωσιές, και με τα κεφάλια γυρισμένα προς τα πάνω, κουραστικά συνέχεια, σημαδέψανε τον “αφαλό”, το κέντρο του τρούλλου, και με σπάγκο σχεδιάσανε το κεφάλι, τους ώμους, τα χέρια, το ιμάτι, το ευαγγέλιο. Πολλά κιλά το χρώμα, ο “προπλασμός”, που στράγγιζε στα χέρια και στα πρόσωπά τους, καθώς δουλεύανε στη σκαλωσιά οι τεχνίτες. Στο ρούχο, το χωρίσανε σε πτυχώσεις με διάφορα σχήματα, τρίγωνα, τετράγωνα, γωνιές, τα “λάματα”, που τα ζωγραφίσανε με ζωηρά χρώματα, ώστε να φαίνουνται σωστά από κάτω. Πολύ κουραστική εργασία. Ο Ράλλης μικρόσωμος, υπέφερε, αλλά, καθώς τοιχογραφούσανε ψέλνανε διάφορα τροπάρια για να τους φεύγει η κούραση κι ο παιδεμός. Νωπογραφία, ζωγραφική σε νωπό κονίαμα με χρώματα διαλυμένα στο νερό, φρέσκο».
Ως λάτρης της φωτογραφίας, o Ράλλης είχε γνωρίσει τον φωτογράφο του χωριού Bernard Labotte και τη γυναίκα του. Βλέπω σε φωτογραφίες από βραδιές στο σπίτι τους, εμένα μέσα στο καρότσι, κι αυτός να γίνεται πάλι παιδί κάνοντας αστείες γκριμάτσες και η ομήγυρη να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Είχε μια πηγαία αίσθηση του χιούμορ στην προσωπική του ζωή, και ένα δυνητικά χαρούμενο εαυτό. Η συμφοιτήτρια του από την σχολή Καλών Τεχνών, η Μαίρη Χατζηνικολή, μας το επιβεβαίωσε αργότερα μιλώντας για ένα πράο και ευγενικό άνθρωπο, “πάντα με το χιουμοράκι του”.
Μιλώντας για το Βέλγιο μας έλεγε πως το κοντινό μας χωριό και γενικά η επαρχία εκεί, είχε ότι και οι πρωτεύουσα, και οι άνθρωποι είναι παντού το ίδιο. Και να το συγκρίνει πικραμένος, με την σκοτεινιά και την εγκατάλειψη της ελληνικής επαρχίας σε σχέση την ψευτοστολισμένη και φτιασιδωμένη “δήθεν” πρωτεύουσα μας.
Επιστροφή στην Ελλάδα μετά από δύο χρόνια. Θυμάμαι αυτή την περίοδο πολύ αμυδρά, αυτό που θυμάμαι όμως καλά ήταν οι ζωγραφιές που διαχέονταν στον παιδικό μου κόσμο παίρνοντας την ένταση του πραγματικού, τον συμπλήρωναν και τον διαμόρφωναν υποσυνείδητα και δίχως όρους. Γιατί ο πατέρας μου δεν ζωγράφιζε απλά πίνακες. Η κοσμοθεωρία του άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά σε κάθε γωνιά της νέας μας κατοικίας. Το υπέρθυρο κεφάλι/κοχλίας ζωγραφισμένο πάνω από την πόρτα στην είσοδο του σπιτιού. Τα ένθετα, ζωγραφισμένα κεραμικά ή πέτρινα σκαλισμένα ανάγλυφα στους τοίχους. Τα πέτρινα υπέρθυρα στα παράθυρα με τα χρωματιστά ένθετα γυαλιά και τέλος το πλακόστρωτο στην αυλή με σκαλίσματα, ψηφιδωτά, ανάκατα, γοργόνες, καβαλάρηδες, πουλιά και όστρακα, ήλιοι και φεγγάρια, ένα σύνολο παράξενο μυθολογικό και μαγευτικό, εικόνες της λαϊκής παράδοσης, μαγνήτιζαν τα μάτια ενός παιδιού.
«Μ’ όποιο δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις», λέει η σοφή λαϊκή παροιμία. Κι απ’ αυτά που μας έλεγε και δασκάλευε ο Κόντογλου, αποφασίσαμε ο Ράλλης κι εγώ να βγάλουμε το «Κάνιστρον». Το 1964 με πρώτο θέμα «Εξοχή». Το κείμενο έγραψα εγώ και τις 19 ξυλογραφίες χάραξε και τύπωσε ο Ράλλης. Ανάμεσά τους και μια χρωματιστή» – Β. Πλάτανος
Για τον πατέρα μου τα πράγματα νομοτελειακά είχαν πάρει τον δρόμο τους και οι συνθήκες ευνοϊκές. Τότε αποκτήσαμε το Austin Mini Countryman με τα διακοσμητικά ξύλινα δοκάρια, φωτογραφική μηχανή (μια Leica), και όλα αυτά τα ωραία της σύγχρονης τεχνολογίας. Και φυσικά τα αποκτήσαμε, καθώς τότε ήταν απαραίτητα αγαθά για να καταγράψει με τον φακό του μιαν Ελλάδα που χανόταν μέρα με τη μέρα και καιρός για χάσιμο δεν υπήρχε. Με το Βασίλη Πλάτανο αποφάσισαν να σώσουν ό,τι μπορούσαν.
Το πλαίσιο ήταν οι εκδόσεις «Κάνιστρον, το μεράκι της ρωμιοσύνης». Με οδηγό τη λαϊκή τέχνη πραγματοποίησε ταξίδια με τον Πλάτανο, στην Αίγινα -από όσο γνωρίζω- συγκεντρώνοντας υλικό που αποτέλεσε βασική πηγή των εκδόσεων. «Εξοχή» 1964 και «Προσκυνητάρι της Αίγινας» 1965. Μετά το 1967 (λόγω χούντας), ο Πλάτανος αποφάσισε να σταματήσει οποιαδήποτε πνευματική δραστηριότητα.
Αλλά η ιδέα των εκδόσεων «Κάνιστρο» είχε ήδη εδραιωθεί. Την ίδια εποχή, με την μαμά στο τιμόνι, που είχε να το λέει πως τη μια μέρα πήρε το δίπλωμα και την επόμενη γύρισε όλη την Ελλάδα, ταξίδεψαν στην Θράκη και την Μακεδονία και πολλά οδοιπορικά κείμενα και σχέδια από αυτά τα ταξίδια δημοσιευτήκαν από το περιοδικό «Θρακικά χρονικά».
Μέχρι τα μέσα του 1975, τα ταξίδια ήταν η βασική πηγή για την ζωγραφική του και τα κείμενα. Αίγινα, Κύθηρα, Μάνη, Άγιον Όρος, Μυστράς, Ζαγόρια, Λαύριο. Συνοδοιπόροι εκτός από τον Πλάτανο, o Γιώργος Σικελιώτης, ο Γιώργης Χοχλιδάκης και όλοι οι φίλοι του λίγο ως πολύ…
Τα θέματά του: Τοπία, σπίτια, άνθρωποι, Μακεδονομάχοι, Μανιάτισσες, Τσαμπάσηδες της Ξάνθης, το Λαύριο και το Κάστρο της Λήμνου.
Συνολικά μέχρι το 1975 είχε εκδώσει τα εξής βιβλία:
- Σταυροί στον Άθωνα, 1963.
- Εξοχή, 1964.
- Προσκυνητάρι της Αίγινας, 1965.
- Το Άδυτον-15 ξυλογραφίες για το Άγιο Όρος, 1968.
- Μάνη η Πολύπυργος, 1972 (έκδοση Κάνιστρου).
- Σπίτια Ελληνικά, 1973 (έκδοση Κάνιστρου).
- 1972-74 περιοδικό Κάνιστρο.
- Ρακένδυτοι, 1976.
- Eκθέσεις
- “Ώρα”, 1969, 1973, 1976, 1978.
- “Θόλος”, 1975.
- “Κρεωνίδη 1978.
- Στη Θεσσαλονίκη, 1970 και “Κοχλίας” 1974, 1977.
- Στο Βόλο “Τέχνη”, 1970
- Στην Κατερίνη, 1977
- Στο Ηράκλειο Κρήτης, “Γκαλερί Σταυρακάκη” 1979.
«Οχυρωμένος κάθομαι πίσω από να μετερίζι. Γιατί είναι πόλεμος η ζωή κι είναι τουφέκι η ζωγραφική»
Ο πατέρας μου δούλευε πάρα πολύ ως εργασιομανής και λεπτολόγος που ήταν. Στο σπίτι δεν υπήρχε ξεχωριστός χώρος για εργαστήριο. Είχε μια γωνιά στο σαλόνι και ένα πιεστήριο στη μικρή αποθήκη όπου τύπωνε τις εκδόσεις του και τα χαρακτικά. Στην αυλή καταπιανόταν με τα ψηφιδωτά και μικρά γλυπτά. Το 1969 και έπειτα από τρεις ατομικές εκθέσεις μπορούσε να έχει το εργαστήριό του. Το 1969, με σχέδια του αρχιτέκτονα Βύρωνα Χρηστίδη προστέθηκε το εργαστήριο.
Η ιδέα της ανάπτυξης του χώρου από τον Χρηστίδη βασίστηκε στην σπείρα του κοχλία, ένα από τα σύμβολα του Κοψίδη στη ζωγραφική του. Συμβολικά μια πορεία προς το κέντρο του εαυτού και ταυτόχρονα την απόδραση από την δίνη του.
Τότε ξεκίνησε μια περίοδος όπου όλα όσα γνώριζε ή είχε καταγράψει άρχισε να τα συνθέτει και να τα ενσωματώνει σε ένα ενιαίο σύνολο. Τα έργα, τα κείμενα, τα χαρακτικά, τα ψηφιδωτά, συλλέγματα πολύτιμα από τα ταξίδια και συλλέγματα της μνήμης κι άλλα φτωχά και ασήμαντα, μαζεμένα σε μπάζα και σε σκουπίδια. Το σπίτι -ως κέλυφος κοχλία-έδενε όλες τις ετερόκλιτες ψηφίδες, στο κέντρο των οποίων ο Κοψίδης έχτιζε σιγά σιγά με ειλικρίνεια και γνώση την προσωπική του μυθολογία.
Όταν πέρναγες το κατώφλι αυτού του χώρου βρισκόσουν στο μυαλό του. Γοητευτικοί και οι δύο: Kαι ο χώρος και ο άνθρωπος.
Πολύς κόσμος ερχόταν στο σπίτι… Θυμάμαι τον Γιώργο το Σικελιώτη, ζωγράφο, φίλοι από παλιά, τότε που ταξίδευαν στο Άγιον Όρος. Τον Σάββα Τζανετάκη. Eίχαν συνεργαστεί σε μια σειρά χαρακτικών που έκαναν από κοινού. Τη Μαρίνα Καραγάτση και τον ζωγράφο Φίλιππο Τάρλοου, επίσης καλοί φίλοι. Κάνανε τα πορτραίτα ο ένας του άλλου και μια φορά με πήραν και μένα στην παρέα τους και έτσι έγινε το πορτραίτο του πατέρα μου που έκανα όταν ήμουν 15 χρονών, με στυλό Bic σε σχολικό τετράδιο με γραμμές που έχουν πια σβηστεί, αλλά το μελάνι του στυλό κρατάει ακόμα…Τον Αχιλλέα Χατζόπουλο, τον δημοσιογράφο. Επίσης ο καλός φίλος Στέλιος Ελληνιάδης που έχει γράψει κείμενα με μεγάλη ευαισθησία για τον Κοψίδη. Ο Κώστας Καββαθάς, εκδότης και συνοδοιπόρος στις εξορμήσεις στο Λαύριο. Ο στιχουργός Άκος Δασκαλόπουλος, ο τραγουδοποιός Μάνος Λοΐζος. Πολλή παρέα και εξορμήσεις στις εξοχές οικογενειακώς με τον Θόδωρο και την Ξένια Σπονδυλίδη με τους μικρούς τότε Γιώργο και Θανάση. Κι άλλοι πολλοί που τώρα ξεχνώ…
Θυμάμαι το γεμάτο με κόσμο εργαστήριο, όπου εύρισκα την ευκαιρία να τρυπώσω ανάμεσα στους μεγάλους και να χαζέψω την βιβλιοθήκη, που ήταν και το κόλλημά μου. Και τον πατέρα μου να ξεδιπλώνει την σκέψη του, ή να διαβάζει τα κείμενα του. Και όλοι να κρέμονται από τα χείλη του. Στο σπίτι δεν γίνονταν έντονες συζητήσεις. Δεν αναμοχλεύονταν πολιτικά πάθη. Γιατί αυτό που ένωνε τις αντίθετες απόψεις ήταν η τέχνη που λείαινε τις γωνίες. Και αν μη τι άλλο υπήρχε και η μητέρα μου με το τέλειο φαγητό της που πρόσθετε στη ζεστή και ευχάριστη ατμόσφαιρα. Τώρα εγώ με τα μυαλά που είχα τότε στα 15 αυτά θυμάμαι και έτσι το αντιλαμβανόμουν. Ήμουν ήσυχο παιδί και χωμένο στα βιβλία, ειδικά των άλλων, δηλαδή του πατέρα μου. Ένοιωθα ότι κάποιο μυστήριο μου κρύβουν και εκεί στην βιβλιοθήκη θα ανακάλυπτα την κρυμμένη αλήθεια.
Τελικά η αλήθεια μου αποκαλύφτηκε εκείνη την περίοδο στο ταξίδι μας στην Γενεύη οικογενειακώς όταν ο πατέρας μου ανέλαβε την δουλειά της εικονογράφησης του Ναού του αποστόλου Παύλου. Σε μία από τις εκδρομές μας επισκεφτήκαμε την Notre Dame du Haut’ , ένα καθολικό ναό στην Ronchamp της Γαλλίας που χτίστηκε το 1955 από τον αρχιτέκτονα Le Corbusier.
Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η αίσθηση του κενού στο χώρο. Ένας χώρος φτιαγμένος για να δώσει αξία στο Τίποτα με Τ κεφαλαίο. Μια μυστική αίσθηση που αντανακλούσε από τον εαυτό συναντούσε τις γυμνές επιφάνειες και επέστρεφε αναλλοίωτα στον εαυτόν. Το κενό αυτό με μαγνήτισε και θεώρησα από τότε την ζωγραφική σαν μια αναγκαία σύμβαση συγκάλυψης του κενού. Ένα αναγκαίο κακό ας το πούμε.
Από κει και πέρα ακολούθησα έναν ανορθόδοξο τρόπο στις σπουδές μου, το κλασσικό φροντιστήριο για τις εισαγωγικές, εκεί όπου έμαθα καλό σχέδιο και μ ’αυτή την απαραίτητη βάση (και ας μην το σνομπάρουμε), έφυγα για Γαλλία ακολουθώντας άλλο δρόμο και την προσωπική μου ζωή. Σύντομα όμως και σε ανύποπτο χρόνο ξανασυνδέθηκα με την ζωγραφική, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στην École nationale supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι. Θυμάμαι την έκθεση του Yves Klein στο Beaubourg και το πόσο με είχε επηρεάσει τότε στην αρχή… Ωστόσο η ματιά του Κοψίδη από απόσταση περνούσε από ένα προσωπικό παραμορφωτικό καθρέφτη, γινόταν και δική μου ματιά και μου έστελνε την εικόνα μιας γης και των ανθρώπων της υπέροχα όμορφης που εγώ αφηρημένα ζωγράφιζα.
Πρόσφατα επέστρεψα στη Γενεύη μετά από χρόνια και επισκέφτηκα τον Ναό του αποστόλου Παύλου. Προσπάθησα να φανταστώ το έργο πριν τις προσθήκες. Τα κατάφερα για λίγο και σκεφτόμουν την μοναξιά του Κοψίδη. Αυτός έκανε ένα έργο. Πόσοι όμως το έχουν εκτιμήσει; Ο αγαπητός πατέρας Βασίλειος, λαϊκός τότε, όταν ιστορούσε ο πατέρας μου την εκκλησία, ήταν εκεί και τον βοηθούσε κάποιες φορές ή πρόσεχε μην πέσει από την σκαλωσιά! Μια μέρα, μου έλεγε, εκεί που ζωγράφιζε την μορφή του Ιησού στο τέμπλο, στα τέσσερα μέτρα ύψος, γυρνάω και τον βλέπω σε μια στιγμή να σκοντάφτει και πηγαίνει μια δεξιά, μια αριστερά σαν μπαλόνι. Στο τέλος έσκασε στο πάτωμα εκεί που ήταν τα χρώματα. Πάω κοντά του και του λέω:–Ράλλη καλά είσαι; Έπαθες κάτι; -Όχι δόξα τω Θεό, μου απαντάει, καλά είμαι. Τινάχτηκε λίγο, ξανανέβηκε στη σκαλωσιά και συνέχισε να ζωγραφίζει.
Αυτοπροσωπογραφία εν μέσω των ειδώλων
Στον κατάλογο της πρόσφατης αναδρομικής έκθεσης στην Λήμνο το 2019, ο επιμελητής Σπύρος Μοσχονάς αναφέρεται στους δυο τελευταίους και ίσως τους πιο σημαντικούς θεματικούς κύκλους έργων του Κοψίδη. Το Λαύριο και το κάστρο της Λήμνου ως χώρος μνήμης.
«Η αποστασιοποίηση του Κοψίδη από το βυζαντινό ύφος ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του 1970 και μέσα από τον σημαντικότερο, ίσως, κύκλο πινάκων σε ολόκληρη την εργογραφία του: τη σειρά με τα τοπία του Λαυρίου. Το Λαύριο ήταν για τον καλλιτέχνη ένας τόπος ιστορίας, μνήμης και ανθρώπινου μόχθου, που ελέω της τεχνολογίας και των μεταλλίων μεταμορφώθηκε σε τοπίο βιομηχανικό, όπου η φύση και η ιστορία βιάστηκαν, περιθωριοποιήθηκαν στο βωμό του κέρδους. Ο καταγγελτικός λόγος μπερδεύτηκε με τον συμβολικό και ο Κοψίδης ξεκίνησε να μιλάει πια μια γλώσσα συμβόλων. «Ο κάθε καλλιτέχνης διαλέγει ορισμένα σύμβολα, ορισμένα εκφραστικά μέσα, όχι τεχνητά αλλά ουσιαστικά. Διαλέγει δηλαδή ορισμένες μορφές που τον βοηθούν να προεκτείνει τον εαυτό του μέσα από αυτές. Μορφές που τον βοηθούν ακόμα να ερμηνεύσει τον εαυτό του. Εγώ στο Λαύριο είδα στοιχεία ζωγραφικά που ήταν προεκτάσεις της ζωής μου. Είδα δηλαδή φτώχεια, δυστυχία, πόλεμο, εκμετάλλευση, αγωνία, περιθωριακή ζωή. Το Λαύριο είναι ένας χώρος που καταλαβαίνω. Κυρίως οι άνθρωποί του. Και ο άνθρωπος είναι το Α και το Ω της ζωγραφικής μου», έλεγε. Μέσα από τα τοπία του Λαυρίου ο Κοψίδης στράφηκε προς τον υπερρεαλισμό, συνδυάζοντας σύμβολα και εικόνες που συγκροτούσαν ένα μαγικό περιβάλλον. Κούκλες ατενίζουν το τοπίο, γυμνά συζητούν με τους όγκους του ορίζοντα, μηχανικά και φανταστικά στοιχεία αντικαθιστούν το χώμα, τα λουλούδια, τους βράχους. Τότε, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και έπειτα, ο καλλιτέχνης άρχισε να στρέφεται προς την παιδική ανάμνηση της Λήμνου. Μνήμες της τρυφερής παιδικής ηλικίας μπερδεύονταν με οράματα και όνειρα, ενώ το τοπίο στα έργα του μετατράπηκε σε τόπο φανταστικό, γεμάτο τέρατα, παράξενα όντα και φυτά».
Παράλληλα και αλληλένδετα με του δυο σημαντικούς θεματικούς πόλους, το Λαύριο και το Κάστρο της Λήμνου, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, γίνεται ανάθεση στον Κοψίδη η αγιογράφηση του ναού του Αποστόλου Παύλου από το Ορθόδοξο κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Chambesy της Γενεύης.
Θεωρείται ένα σημαντικό έργο όχι μόνο μορφολογικά καθώς χρησιμοποιεί στοιχεία από την προσωπική μυθολογία του με εικαστικό τρόπο, αλλά και για τις αναφορές σε θέματα που απασχολούν την κοινωνία μας σήμερα, όπως την οικολογική καταστροφή (σκηνή του Οράματος του Αποστόλου Παύλου) και την πρόσληψη της Εκκλησίας ως πανανθρώπινου θεσμού, που ξεπερνά φυλετικά χαρακτηριστικά (παράσταση της Ανάληψης).
«Έτσι, στην παράσταση της Ανάληψης, εικονίζονται εκατέρωθεν της Θεοτόκου δυο υψώματα με τους Αποστόλους στην άνω ζώνη και εκπροσώπους των φυλών· στην κάτω δεξιά εικονίζονται μια γυναίκα, μάλλον από τη Βορειοανατολική Ευρώπη ή τα Βαλκάνια, ένας Άραβας και μια γυναίκα από τα νησιά του Ειρηνικού, ενώ στην άλλη πλευρά βλέπει κανείς έναν αφρικανό, έναν ευρωπαίο και έναν ασιάτη από την κίτρινη φυλή. Οι μορφές αυτές –που εκπροσωπούν όχι μόνο τις φυλές αλλά και όλες τις γλώσσες και όλους τους λαούς– νοούνται σε ένα διαφορετικό από τους Αποστόλους επίπεδο, εικονίζονται με σύγχρονες ενδυμασίες και τοποθετούνται σε «τόπον άνυδρον και άβατον» εγγράφονται δε, μέσα σε έναν κοχλία, ένα σύμβολο που επιστρέφει συχνά στο έργο του Κοψίδη και που συμβολίζει τόσο την έννοια της κατοικίας και του καταφυγίου, αλλά και εν προκειμένω προσλαμβάνει και μια σειρά άλλων εννοιών, όπως του εσωτερικού κόσμου, του κεκρυμμένου, του μονήρους βίου και του μυστικού φωτός» -Σπύρος Μοσχονάς.
Το έργο έχει κινήσει το ενδιαφέρον ερευνητών, ιστορικών, αλλά και νέων ζωγράφων και αγιογράφων που το μελετούν και προβληματίζονται για τη συνέχιση της βυζαντινής Τέχνης.
«….το μοναδικό σύνολο της Γενεύης, που προωθεί την εκκλησιαστική ζωγραφική ένα βήμα παραπέρα σε προσωπικό αλλά και ευρύτερα καλλιτεχνικό επίπεδο, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κρίκους της αλυσίδας των δημιουργών εκείνων όπως ο Παρθένης, ο Παπαλουκάς, ο Αστεριάδης, ο Βασιλείου, ο Κόντογλου, και σύνδεσμος με τις νεότερες γενιές που εξακολουθούν να πειραματίζονται, να αναζητούν, να διερωτώνται μέσα βέβαια, από διαφορετικούς μα εξίσου προσωπικούς δρόμους» – Σπύρος Μοσχονάς.
Σίγουρα ο Κοψίδης είχε τη τύχη να βρεθεί σε μια ευτυχή συγκυρία τόπου, χρόνου και ανθρώπων, με ένα φωτισμένο επίσκοπο τον Δαμασκηνό να υποστηρίζει την πρότασή του στον επιφυλακτικό χορηγό, τον εφοπλιστή Λαιμό, μια εκκλησία με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική του Γεωργίου Π. Λάββα, το γεγονός ότι το έργο έγινε εκτός Ελλάδας και τέλος και ίσως το πιο σημαντικό, αυτό που αναφέρει ο Κοψίδης στον Σπύρο Μοσχονά: Ο Κοψίδης αντιλήφθηκε την εργασία του στη Γενεύη σαν «ευκαιρία ζωής», όπου θα εφάρμοζε μια αμιγώς προσωπική θέαση της εκκλησιαστικής ζωγραφικής, χωρίς να έχει πλήρως συλλάβει τον τρόπο· «χορεύοντας θα μάθω χορό, είπα τότε, και απλώς ξεκίνησα».
Το 1989 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα του, ζωγραφικής και χαρακτικής στην Αθήνα και Αλεξανδρούπολη. Και το 1994 παρουσιάστηκε στην πινακοθήκη της Πάτρας.
Κλείνω αυτό το μικρό αφιέρωμα για τον πατέρα μου, Ράλλη Κοψίδη, με τα λόγια του φίλου του, Στέλιου Ελληνιάδη:
«Αθώος άγιος. “Κατά βάθος, ο Κόντογλου είναι ένας λόγιος που πασχίζει να γίνει αθώος” επισημαίνει ο Παΐσιος και συμπληρώνει “ο Κοψίδης είναι αθώος”. Αθώος που δεν χαρίστηκε σε κανέναν παράγοντα της εκκλησίας, της πολιτικής ή των γραμμάτων και των τεχνών. Ένας άγιος όχι με σταυρούς, καλυμμαύκια και αμφίβολης αλήθειας θαύματα. Ένας άγιος που από το “κελί” του -πάντα ορθάνοιχτο στους επισκέπτες- έστελνε μικρής εμβέλειας αλλά ανυπολόγιστης πνευματικής, ηθικής και καλλιτεχνικής αξίας δημιουργήματα στον έξω κόσμο. Ο Ράλλης Κοψίδης γεννήθηκε το 1929 και έφυγε από κοντά μας το καλοκαίρι του 2010, στα 81 του».
ΥΓ: Πρόσφατα ο Νεκτάριος Μαμάης παρουσίασε στη Θεολογική Σχολή, με επόπτη τον Γεώργιο Κόρδη, την διατριβή «Το τοιχογραφικό έργο του Ράλλη Κοψίδη (1929-2010). Πορεία προς τo Σαμπεζύ».
«Η συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή αποτελεί την πρώτη παρουσίαση της συνολικής διαδρομής του τοιχογραφικού έργου του Ρ. Κοψίδη και την ένταξή της στο σύνολο της εικαστικής παραγωγής του. Στόχος της εργασίας αυτής είναι να φέρει σε επαφή́ το επιστημονικό́ αλλά́ και το ευρύτερο κοινό́ με το εικονογραφικό́ έργο του Ράλλη Κοψίδη και ταυτόχρονα να αποτελέσει το έναυσμα διαλόγου και προβληματισμού́ μεταξύ́ των συγχρόνων εικονογραφών για το «πώς» του εμπλουτισμού και της ζωντανής συνέχειας της ιερής τέχνης των εικόνων». Περιμένω με ανυπομονησία την έκδοσή του.