Η ιστορία του Corretto κομμένη και γραμμένη από αυτούς που την έγραψαν
Το απόλυτο στέκι της εφηβείας μας, το ιστορικό Corretto στη γωνία των οδών Λαμπράκη και Λαζαράκη, "ζωντανεύει" και πάλι, μέσα από την αφήγηση της ιστορίας του από τους ανθρώπους που το δημιούργησαν: τον Δημήτρη Αλεξόπουλο και τον Θανάση Χαραλαμπόπουλο, δύο από τις πλέον εμβληματικές προσωπικότητες της Γλυφάδας της χρυσής εποχής της.
- 13/09/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου- Watkinson)
Το Corretto ήταν, είναι και θα είναι ένας σταθμός στη ζωή κάθε Γλυφαδιώτη και κάτοικο περίχωρων που έχει περάσει τα 30. Ήταν το ολόδικό μας Pitch Pitt, το καφέ όπου ήταν σίγουρο ότι θα πετύχεις αυτόν ή αυτήν που γουστάρεις και το μέρος όπου θα συναντήσεις τους φίλους σου- χωρίς να είναι ανάγκη να τηλεφωνείς στο σταθερό και να αναγκάζεσαι να τους ζητήσεις από την μητέρα τους ή να περιμένεις να εμφανιστεί ολόκληρο το μήνυμά τους στη ασπρόμαυρη οθόνη μιας γραμμής που είχε το κόκκινο Erickson σου.
Ήταν το μέρος που ερωτεύτηκες, έφαγες χυλόπιτα, έψησες την γκόμενα της ζωής σου, έκανες stalking στον ωραίο του σχολείου, τσακώθηκες με τον/την κολλητό/ή σου, τα ξαναβρήκατε και ξανατσακωθήκατε. Είναι το μέρος που σου χάρισε ένα κομμάτι από τον σημερινό εαυτό σου. Γιατί σίγουρα, αν περνούσες κάθε Σουκου του λυκείου εκεί- το έκανες, εκεί ήμουν και σε έβλεπα- ήταν το σιωπηλό soundtrack και το σκηνικό της εφηβικής σου ζωής.
Αλλά, ας μη μιλάω άλλο εγώ. Υπάρχουν άλλοι που τα ξέρουν καλύτερα. Οι ιδιοκτήτες του Corretto, αλλά και τα κεντρικά πρόσωπα των σημαντικότερων σταθμών της εφηβείας μας- όπως του Up’N’ High, του Fresh και των Τρελών Αγελάδων, χρειάζεται να πω κι άλλα;- Θανάσης Χαραλαμπόπουλος και Δημήτρης Αλεξόπουλος, μας ξεδιπλώνουν την ιστορία του ιστορικού μαγαζιού της Γλυφάδας, που- εδώ που τα λέμε- μας μεγάλωσε στην “αγκαλιά” του.
Ο Θανάσης και ο Δημήτρης στα B.C. χρόνια (Before Corretto)
Αριστερά ο Δημήτρης και δεξιά ο Θανάσης, τα χρόνια του Corretto
Ο Θανάσης του 2017, έχει δημιουργήσει τον πιο εστέτ, μοντέρνο και ιδιαίτερο χώρο της Ελλάδας (όχι, δεν υπερβάλλω) που ασχολείται με την χοντρική πώληση ρούχων, το Garage Project, ενώ είναι μέλος της ομάδας πίσω από το αγαπημένο νέο στέκι της Γλυφάδας, Oh Mama. Τα μακρινά εκείνα χρόνια του ’90, όμως, έκανε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, σε έναν χώρο που έμελλε να συνδεθεί με το πρόσωπό του, για πάντα. “Μεγάλωσα στην Κυψέλη, αλλά το 1989 μετακομίσαμε στη Γλυφάδα οικογενειακώς. Το πρώτο μαγαζί που δούλεψα ήταν το Sussex στην Mπιφτεκούπολη την εποχή της αμερικάνικης βάσης. Τεράστιο σχολείο, πολύ ιδιαίτερη η Γλυφάδα εκείνα τα χρόνια. Τότε στην Γούναρη υπήρχαν πρόβατα, δεν έφτανε η Βουλιαγμένης εκεί που φτάνει σήμερα, σταμάταγε στην Καραχάλιου. Φαντάσου ότι η μόνη έξοδος για καφέ ήταν το Oscar, που πηγαίναμε για να φάμε πάστα το μεσημέρι.”
Μπορεί να έχουν περάσει ανεπιστρεπτί τα χρόνια που ο Δημήτρης “μεσουρανούσε” στη νύχτα της Γλυφάδας και της παραλιακής, και πλέον να ασχολείται με την αντρική ένδυση, με το μαγαζί που διατηρεί εδώ και πέντε χρόνια στη Ν. Σμύρνη, το ένδοξο Ratti, αλλά στη συνείδηση μας θα είναι πάντα συνδεδεμένος με τα καλύτερα μας χρόνια, αφού είναι εκείνος που μας έχει χαρίσει μερικές από τις αξέχαστες νύχτες της ζωής μας. “Έχω μεγαλώσει στον Καρέα, αλλά ήμασταν παιδιά που είχαμε “βγει” από το Bo, στην παραλιακή. Από μικροί δουλεύαμε εκεί, έχω μεγαλώσει μέσα στα μαγαζιά της νύχτας, τότε που ήταν στις δόξες τους. Το έναν χειμώνα η ομάδα μας, που δούλευε το Bo πήγε σε έναν χώρο πάνω από το Εmpire και μετά στο Up’ N’ High. Σχεδόν όλη η ομάδα με την οποία ήμουν μαζί, ερχόταν και σε κάθε νέο ξεκίνημα, ήμασταν πολύ αγαπημένοι.”
Το μικρό γωνιακό μαγαζί που έγινε στέκι της νεολαίας
Ο Θανάσης και ο Δημήτρης μπροστά από το μαγαζί που στεγαζόταν το Corretto
Δημήτρης: “Eνώ δουλεύαμε μαζί με τον Θανάση στο Empire, μας κάνουν πρόταση το 1996 να “τρέξουμε” ένα νέο μαγαζί. Ήταν ένα μαγαζί ψιλοπαρατημένο που μάζευε πιο μεγάλο κόσμο, η Όπερα, όπου εκεί πήγαιναν να πιουν κανά ουισκάκι παράνομα ζευγαράκια,ξέρεις. Ήθελε πολύ δουλειά για να γίνει μαγαζί, και βάλαμε όλοι από ένα χεράκι για να το μεταμορφώσουμε. Το όνομα Corretto το έβγαλε η ξαδέρφη μου, η οποία είναι αρχιτέκτονας, και ήθελε να μας βοηθήσει με την διακόσμηση, επειδή ήθελε πραγματικά πολύ δουλειά. Φαντάσου είχε παντού δέντρα, δεν έβλεπες ούτε μέσα στο μαγαζί ούτε έξω!”
Θανάσης: “Το σκεπτικό μας από την αρχή ήταν να κάνουμε ένα στέκι για τους φίλους μας. Τότε είχε ανοίξει μόνο το Egomio και το Cosy, που μάζευαν πιο μεγάλες ηλικίες. Επειδή το σημείο μας δεν ήταν κεντρικό, έπρεπε να διαφοροποιηθούμε, να βρούμε ένα διαφορετικό πελατειακό μείγμα. Η στόχευση εξ αρχής ήταν οι μαθητές και οι φοιτητές.”
“Ξεκινήσαμε τα βαψίματα στο μαγαζί με την βοήθεια φίλων. Έγινε με προσωπική δουλειά δηλαδή, δεν μπήκε κάποιο συνεργείο, ούτε προσλάβαμε κάποιον αρχιτέκτονα, γιατί πολύ απλά δεν είχαμε τα χρήματα τότε . Aκόμα και πελάτες ερχόνταν και βοηθούσαν ο καθένας με ότι μπορούσε. Αν ανατρέξω στα σημερινά δεδομένα το αποτέλεσμα ήταν αστείο προφανώς.”
Δημήτρης: “Η Ζησιμοπούλου τότε ήταν άδεια. Υπήρχε το Corte, το Cosi, το Oscar και στο χώρο που λιγο μετα εγινε το Egomio ήταν ένα ακριβό εστιατόριο. Ούτε σινεμά είχε ούτε τίποτα άλλο. Με την άνθιση της Ζησιμοπούλου, λίγο αργότερα, αναγκαστικά αν το δεις, εμείς ήμασταν μόνοι μας από εκείνη την πλευρά της Γλυφάδας, οπότε δουλέψαμε με πιο μικρό κόσμο.”
Θανάσης: “ Από την αρχή αγαπήθηκε το μαγαζί. Τα μαγαζιά ή ανοίγουν και από την πρώτη μέρα γίνεται χαμός είτε δεν γίνεται ποτέ. Το Corretto άνοιξε το Νοέμβριο του 1996, λειτούργησε 8 ολόκληρα χρόνια, έκλεισε τον Ιούλιο του 2004 και προφανώς πέρασε κάποιες καμπές, κάθε χρονιά ήταν διαφορετική. Τα πιο δυνατά χρόνια θεωρώ ότι ήταν από το 1996 όταν πρωτοάνοιξε μέχρι το 2000.
“Η παραλιακή ζούσε μεγάλες στιγμές τότε και ήταν το στέκι, το πρώτο χαλαρό ποτό, πριν βγεις στο club. Αυτός που έχει βιώσει μαγαζιά όπως π.χ. το Amfiteatro, δεν πρόκειται να ξαναζήσει τέτοιες εμπειρίες.”
Δημήτρης:“ Δεν ήταν τυχαία η επιτυχία του. Δουλεύαμε πολύ, όλη μέρα κι όλη νύχτα. Είχαμε ταμπού, τάβλι, φρουτάκια και με το προσωπικό είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Ήμασταν μια παρέα.”
Οι καλύτερες παρέες κάνουν τα καλύτερα μαγαζιά
Θανάσης: “Πάντα το Corretto είχε ένα πολύ ιδιαίτερο δέσιμο με τους “θαμώνες” του. Κάνουμε, θυμάμαι, την ανακαίνιση μετά από 3 χρόνια λειτουργίας, δηλαδή το 1999, κι έρχονται δυο αγόρια. Τους λέω “παιδιά, συγνώμη, δυστυχώς είμαστε κλειστά”. Και λένε ‘ΟΚ , δεν πειράζει, επειδή δεν έχουμε μάθει να πηγαίνουμε πουθενά αλλού, θέλουμε να παίξουμε το τάβλί μας εδώ, μπορούμε;”.
“Κόσμος με συναντάει μετά από χρόνια, που δεν τους θυμάμαι εγώ καν, κι έρχεται να μου μιλήσει. Βλέπω μπροστά μου κάτι αγόρια δυο μέτρα και μου λένε “Κύριε Θανάση, δεν με θυμάστε”; Και προσπαθώ να ανατρέξω στο μυαλό μου και συνειδητοποιώ ότι είναι ένα παιδάκι που τότε ήταν 30 κιλά και τώρα βλέπω έναν άντρα 150 κιλών!”
” Τώρα, είμαστε στα 21 χρόνια από την έναρξη του Corretto και νομίζω ότι είναι σαν χτες αλλά παράλληλα νιώθω σαν να μην το ΄χω ζήσει, λες και απλά το χω δει, σαν ταινία. Είναι 8 χρόνια της ζωής μου, από τα οποία ειδικά τα πρώτα 4 ήταν απίστευτα ωραία.”
“Κάθε μέρα γινόταν κάτι ευτράπελο, κάτι αστείο. Ένα από τα σκηνικά που θυμάμαι είναι το εξής. Στα τέλη των 90’s η μουσική ήταν πολύ κοστοβόρα, αγόραζες cd, δεν υπήρχε Ίντερνετ. Ο Πολίτης που ήταν dj στο Corretto είχε τη συνήθεια να βάζει πάνω στο καπό του αυτοκινήτου τη θήκη με τα cds- τα οποία ήταν πανάκριβα, πηγαίναμε στο Discobole κάθε εβδομάδα για να πάρουμε καινούρια. Δύο φορές είχε φύγει με το αμάξι, χωρις να θυμάται ότι την έχει από πάνω, και την είχε χάσει και τις δύο φορές.”
Δημήτρης: “Το Corretto έχει μεγαλώσει γενιες, έχουν περάσει όλοι. Εννοείται πως αν έπρεπε να διαλέξω μία από τις δουλειές που έχω περάσει, θα ήταν αυτό. Αν και σε όλα τα μαγαζιά περνάγαμε καλά γιατί δουλεύαμε με το συναίσθημα, ήμασταν πιο γήινοι και αληθινοί. Δεν κάναμε promotion, δεν μας ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Μας ένοιαζε να περνάμε καλά.”
Generation Χ vs. Generation Ζ
Δημήτρης: “Στα 2 χρόνια, ο ιδιοκτήτης του ακίνητου που έμενε Αυστραλία, ήθελε να του δώσουμε άερα. Τελικά κάναμε μια συμφωνία να ανεβαίνει το ενοίκιο 10% τον χρόνο. Παρόλο που η δουλειά δεν είχε πέσει, τελικά ήταν ασύμφορο. Είχαμε και πόλεμο με την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος από πάνω, αυτόφορα, δικαστήρια και τέτοια. Στα τελειώματα δεν βοηθουσε και η πιάτσα εκεί. Τα μαγαζιά δίπλα όπως το Monkey’s, είχαν κλείσει, ενώ στη Ζησιμοπούλου είχαν ανοίξει πολλά, το σινεμά, το Galea. Δηλαδή πέρναγες από εκεί και είχε φώτα, κόσμο κι από τη δική μας πλευρά μόνο ένα μαγαζί κρατούσε. Που να πάμε εμείς όταν στη Ζησιμοπούλου είχε10.000 καρέκλες σε15 μαγαζιά; Με 5 άτομα προσωπικό το κάθε μαγαζί, 350 δηλαδή όλα μαζί, ε, πέντε φίλους να είχε ο καθένας, όλος ο κόσμος μαζευόταν εκεί.”
“Με το κλείσιμο του Corretto, μετά από 22 χρόνια στη νύχτα, αποφάσισα να σταματήσω και να αλλάξω εντελώς επαγγελματική κατεύθυνση. Γεννήθηκε η κόρη μου, έκοψα τα ξενύχτια και το γεγονός ότι πλέον είχε κλείσει το Corretto ούτως ή άλλως δεν βοήθησε στο να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την εστίαση και τη διασκέδαση. Δεν ήταν εύκολο να κάνουμε συνεργασίες, χωρίς τη βάση μας.”
Θανάσης: “Ένα τέτοιο μαγαζί έχει ένα κύκλο και τα 8 χρόνια που είχε διάρκεια ήταν άθλος. Η πτώση του μαγαζιού, θεωρώ ότι ξεκίνησε μετά την ανακαίνιση.Φέραμε αρχιτέκτονα από τη Θεσσαλονίκη, ειδικά για αυτό, αλλά ο κόσμος λειτούργησε αρνητικά σε αυτή την ανακαίνιση. Eίχαν μπει ηλεκτρικά τζάμια, αψίδες, ο άγγελος στο ντεκόρ, είχε γίνει “πιο μαγαζί”. Νομίζω ότι τους αλλάξαμε το casual στέκι τους και τους το βαρύναμε, παρόλο που έγινε φοβερή δουλειά από αρχιτεκτονική άποψη.”
Θανάσης: “Το Corretto ήταν ένα μέρος σαν προέκταση του εαυτού σου, σαν familia και χωρίς να πάρεις τηλέφωνο μπορούσες να πας και να βρεις την παρέα σου. Ήταν ένα άτυπο ραντεβού. Πάντοτε τα πιτσιρίκια είχαν συγκεκριμένα στέκια. Τώρα ας πούμε είναι η παιδική χαρά στην πλατεία Εσπερίδων. Τότε ήταν το Corretto. Υπάρχει η χιπστερομόδα τώρα που δεν θέλει κάποιος να κάτσει. Θεωρεί τρεντ να πάρει από το περίπτερο την κοκα κόλα του.Τότε για να πάει κάποιος στο Corretto σήμαινε κομμωτήριο και νύχια για τις κοπέλες, σήμαινε να αγοράσει ρούχα, ήταν μια ολοκληρωμένη βραδινή έξοδος. Τώρα επικρατεί το ατημέλητο, το χύμα.”
“Σήμερα αυτό πoυ βλέπω στις ηλικίες 16-20 είναι ότι κάθονται στο κομπιούτερ. Ακόμα και τώρα στα καφέ, βλέπεις μια παρέα 6 ατόμων και ο καθένας κοιτάει το κινητό του. Τότε ο κόσμος μίλαγε, άκουγε. Ίσως ακούγομαι σαν παππούς, αλλά υπήρχε επαφή τότε.”
“Εννοείται έχω φιλίες ακόμα και σήμερα με τότε πελάτες. Με μερικούς είμαστε ο ένας μέσα στο σπίτι του άλλου, δεν λέμε απλά ένα γεια. Είμαστε κάθε μέρα μαζί από τότε. Είναι η επέκταση της οικογένειας μου. Είναι πάρα πολύ αστείο γιατί ακόμη και τώρα κόσμος με έχει στο κινητό του σαν Θανάσης Corretto, λες και είναι το επίθετο μου.” * δε λέει ψέματα, κι εγώ έτσι τον έχω, αν αναρωτιέσαι.
We will always have Corretto
Από όλα όσα μου διηγήθηκαν ο Θανάσης κι ο Δημήτρης, από όλα όσα διάβασες και όλα όσα δεν έβαλα για ευνόητους λόγους, ένα πράγμα μου έμεινε στο μυαλό- εκτός από την ακατανίκητη επιθυμία να κρυφτώ σε μια σκοτεινή γωνία και να ρίξω γλυκόπικρο κλάμα για τα περασμένα μεγαλεία μας.
Το Corretto έχει καταφέρει κάτι φαινομενικά ακατόρθωτο. Να μας ενώσει όλους για πάντα με έναν αόρατο δεσμό.
Όλοι εμείς, οι 30 plus Γλυφαδιώτες, Βουλιώτες, Βουλιαγμενιώτες, Τερψιθιώτες και οι guest stars του Νότο,που έχουμε ακόμα ως βάση τα νότια ή που τα σύνορα του ενήλικου νότου δεν μας χώρεσαν και πλέον, σχεδόν 20 χρόνια μετά, έχουμε διασκορπιστεί σε Βορρά, Δύση κι Ανατολή, σε Αθήνα, Ελλάδα, εξωτερικό, σε μέρη απ’ όπου δεν ξαναγυρνάμε, όλοι εμείς έχουμε κάτι κοινό.
Εμείς, τόσο διαφορετικοί σήμερα, ήμασταν κάποτε τόσο ίδιοι. Τότε που περπατούσαμε με τα κίτρινα μποτάκια μας, ένα τσαλακωμένο χιλιάρικο στην μία τσέπη και – αν ήμασταν τυχεροί- με ένα ολοκαίνουριο Νokia 6110 στην άλλη, και παίρναμε λεωφορεία και ταξί για να περάσουμε την καθιερωμένη μας βόλτα από το Corretto.
Ο Θανάσης το είπε καλύτερα, πολύ καλύτερα από εμένα σε μία πρόταση: “To Corretto δεν ήταν μαγαζί, ήταν συναίσθημα”.