Queen: Η ιστορία πίσω από το θρυλικό μπεργκεράδικο των νοτίων προαστίων
Χαμ μπιφτέκι, βάφλα με παγωτό μηχανής και πατάτες μαγιο. Ο ιδιοκτήτης των Queen, κ. Χρήστος Μυζήθρας, μοιράζεται μαζί μας την ιστορία πίσω από το πιο ιστορικό μπεργκεράδικο των νοτίων προαστίων και σίγουρα ένα από τα πιο θρυλικά μαγαζιά της Αθήνας.
- 10/03/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
Μη κοιτάς τι γίνεται σήμερα, που τα trends διαμορφώνουν ανάλογα τις γειτονιές. Θα θυμάσαι την τρέλα με το frozen yogurt, πριν τη διαδεχθεί αυτή για το σουβλάκι (το λες και καλαμάκι), ενώ εσχάτως θα έχεις καταλάβει πως αυτή η εποχή ανήκει στο sushi. Όσο όμως, και αν αλλάζει η “μόδα”, υπάρχουν κάποια μαγαζιά που έχουν κερδίσει την είσοδο τους στο Hall of Fame της εστίασης. Για παράδειγμα, το Queen.
Το ξεκίνησαν Ελληνοαμερικανοί
Το μαγαζί υπάρχει στην ίδια θέση (μάλλον είναι κατοχυρωμένη πια αυτή που υπάρχει στον αριθμό 3 της Γιαννιτσοπούλου) από το 1978. Για το opening ευθύνονται δυο Ελληνοαμερικανοί, οι οποίοι επέστρεψαν στην πατρίδα και θέλησαν να δημιουργήσουν ένα χώρο από εκείνους που απολάμβαναν να πηγαίνουν στις ΗΠΑ. “Ήταν κάτι νέο, ένα φανταχτερό μαγαζί, με κόκκινα τετράγωνα πλακάκια”, οι καναπέδες μεγάλοι, υπήρχαν ψηλά stands. Ναι, σαν αμερικανικό dinner.
“Πρόσφερε burgers, milkshakes και καφέ, τα οποία έφτιαχναν σε φοβερά μηχανήματα”, θυμάται ο κύριος Χρήστος Μυζήθρας, σημερινός ιδιοκτήτης. Όλα όσα έφτιαχνε τότε το Queen ήταν τότε άγνωστα για τον Έλληνα και οι πελάτες στην αρχή, ήταν κυρίως στρατιώτες της αμερικανικής βάσης. Δυο χρόνια αργότερα, το δίδυμο αποφάσισε να χωρίσει τα τσανάκια του (“τσακώθηκαν και τα “έσπασαν”). ‘Έβγαλε λοιπόν, προς πώληση το πρώτο μπεργκεράδικο που εμφανίστηκε στα Νότια Προάστια, ever και φυσικά, έκανε πάταγο. Πώς το βλέπεις σήμερα; Ε, κράτα το κομμάτι στο οποίο είναι οι πάγκοι μπροστά από τις ψησταριές και το ταμείο. Το υπόλοιπο δεν υπήρχε.
Το απογείωσε ο “Πάπα-Κουίν”
Ο Χρήστος Μυζήθρας ήταν ο άνθρωπος που βρήκε τον επόμενο ιδιοκτήτη, πριν πάρει εκείνος τη σκυτάλη. “Από την πρώτη ημέρα που τέθηκε σε λειτουργία το Queen είχα σχέσεις με το μαγαζί. Εργαζόμουν σε εταιρία με σαλάτες και ντρέσινγκς και ήμουν ο προμηθευτής του καταστήματος σε μαγιονέζες, κέτσαπ και μουστάρδες. Όταν λοιπόν, τα παιδιά αποφάσισαν να πουλήσουν την επιχείρηση, τους σύστησα τον Σπύρο Σκληρό, έναν Ελληνοαυστραυλό, ο οποίος μόλις είχε επαναπατριστεί και είχε προλάβει να ανοίξει ένα σουβλατζίδικο στην Κάνιγγος. Ήμουν και δικός του προμηθευτής, πριν γίνω και φίλος του -η σχέση μας έγινε φιλική, με αφορμή τα πειράγματα που του έκανα για τα σκαρπίνια που φορούσε. Μια μέρα με ρώτησε αν ξέρω κάποιο μαγαζί που να πωλείται, διότι ήθελε να κάνει και άλλη επένδυση”.
Ο κύριος Σκληρός έμενε στην Άνω Γλυφάδα, σαφέστατα και ήξερε το Queen και το 1980 έγινε η πρώτη διαδοχή. “Να σου πω την αλήθεια, τα παιδιά που άνοιξαν το μαγαζί δεν τα έβλεπα πολύ” συνεχίζει ο Χρήστος Μυζήθρας “πληρωνόμουν από το Άννα Ντορ, το οποίο άνηκε στον πεθερό του ενός”.
Έως τότε, η περιοχή ήταν ερημιά. “Μπορούσες να σταματήσεις το αυτοκίνητο σου, όποτε ήθελες. Υπήρχαμε εμείς και το σινεμά, το Άννα Ντορ. Ό,τι συνέβαινε στην πόλη, συνέβαινε σε αυτά τα δυο μέρη. Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Ούτε παιδότοπος, ούτε άλλα καταστήματα, ούτε τίποτα”.
Ο Σπύρος Σκληρός πέρασε στην ιστορία της Γλυφάδας ως ο “Πάπα Κουίν”. Εκείνος πρόσθεσε και τη βάφλα στο μενού, με το παγωτό μηχανής (που όσα χρόνια και να περάσουν, αυτός ο έρωτας δεν ξεπερνιέται). Και για αυτή τη λιχουδιά σχηματίζονταν νέες ουρές, με τους υπαλλήλους να κόβουν όλο το πρωί χαρτάκια με την αρίθμηση, ώστε να είναι έτοιμοι για την ώρα του “πολέμου”.
Το μικρόφωνο από το οποίο ακουγόταν το “σαΡΑντα ΠΕντε” είναι ακόμα στη θέση του. Ομοίως και τα χαρτάκια με την ιδιόχειρη αρίθμηση. Κάποια στιγμή άνοιξε ένα “αδελφάκι” του Queen στο Πόρτο Ράφτη. “Το έκλεισε πολύ σύντομα, γιατί αν δεν είσαι από επάνω, δεν γίνεται δουλειά” εξηγεί ο κ. Χρήστος, πριν προσθέσει “τα παλαιά τα χρόνια γινόταν κάθε μέρα πανικός. Ο κόσμος έκανε ουρά, για να βρει ένα τραπέζι ή να παραγγείλει”. Βλέπεις, το burger δεν είχε γίνει συνήθεια. Ήταν κάτι το ξένο, που ωστόσο όλοι ήθελαν να γνωρίσουν. “Ήμασταν το κέντρο της πόλης. Εδώ έκλειναν ραντεβού, εδώ δημιουργούνταν σχέσεις, όλοι εδώ έρχονταν”.
Το εξασφάλισε ο κύριος Χρήστος
Ο κύριος Χρήστος θυμάται πολλούς πελάτες να επισκέπτονται το Queen ως παιδιά, οι οποίοι τώρα πηγαίνουν εκεί με τα παιδιά τους. “Μου λένε ιστορίες από τα παλιά, η αλήθεια είναι πως έχω ακούσει πολλά τρελά. Συνέβησαν πολλά τρελά” και όλοι παρέλασαν από εκεί. “Celebrities, ξενύχτηδες, μεθυσμένοι. Το ασανσέρ που πάει προς το υπόγειο και τις τουαλέτες, το χαλάνε κάθε 5 λεπτά. Σκέφτομαι να το βγάλω και να βάλω σκάλα (γελάει)”. Πώς όμως, έκανε το βήμα και τελικά την επένδυση, όταν ο “Πάπα Κουίν” αποφάσισε να το πουλήσει;
Το 2008 έμεινε χωρίς δουλειά και “είπα να το πάρω” εξηγεί ο κ. Χρήστος, τον οποίον είναι πολύ πιθανό να έχεις ρωτήσει “πού είναι το αφεντικό” και να σου έχει απαντήσει “λείπει αυτήν την στιγμή”. Όχι από έπαρση, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. “Ήταν πολλοί αυτοί που διεκδίκησαν το μαγαζί, αλλά έδωσα τα περισσότερα και το πήρα” διευκρινίζει. Άπαξ και πέρασε στα χέρια του “το ξήλωσα όλο και το άλλαξα”. Για αρχή, έβγαλε τα μεγάλα μαρμάρινα τραπέζια, στα οποία έκαναν οι μαθητές αρμένικες βίζιτες. Ανακαίνιση -παρεμπιπτόντως- έκανε και πέρυσι.
Τα τελευταία 9 χρόνια, το πρόγραμμα του έχει ως εξής: τρεις φορές την εβδομάδα πηγαίνει στο μαγαζί στις 23.30, κάνει τις παραλαβές και αρχίζει να διαχειρίζεται το κρέας μέχρι το πρωί. Επειδή προφανώς δεν έχεις καταλάβει ακριβώς τι εννοώ -γιατί ομολογουμένως, δεν σε βοήθησα- επίτρεψε μου να σου δώσω κάποιες περισσότερες πληροφορίες.
“Αν πάρεις έτοιμα κρέατα, κατεψυγμένα, τελείωσες”
Ο κύριος Χρήστος κάνει παραλαβή 200 κιλών κρέατος και αρκετών δεκάδων κιλών κοτόπουλου, τα πηγαίνει στο υπόγειο του Queen και αρχίζει τη δουλειά. Όπου “δουλειά” τα κόβει, τα περνά από τη μηχανή του κιμά, τα πλάθει σε μπιφτέκια. Δηλαδή, τα ετοιμάζει ένα, ένα για εσένα. “Αν πάρεις έτοιμα, κατεψυγμένα, τελείωσες. Αυτά είναι σαβούρες” επιμένει, όσο μεγάλος και αν είναι ο κόπος του, όσο αυξημένο και αν είναι το κόστος.
Δεν φτιάχνει τις -κομμένες στο χέρι- πατάτες, τα -παραδοσιακά- ψωμιά και τις κοτομπουκιές, τα οποία ωστόσο προμηθεύεται κάθε μέρα, για να είναι φρέσκα. “Όλα τα άλλα είναι από τα χέρια μου. Εμπιστεύομαι τους ίδιους προμηθευτές από την ημέρα που ανέλαβα το μαγαζί”. Προμηθευτές κρέατος, εννοεί γιατί έχει αλλάξει περισσότερους από 100 μανάβηδες, όπως ομολογεί χαμογελώντας. Σχολιάζει “είμαι ο τρελός της Γλυφάδας, αλλά δεν ανέχομαι να πληρώνω 2 ευρώ το κιλό την ντομάτα και να είναι κακής ποιότητας. Θέλω ό,τι προσφέρω στον κόσμο να μπορώ να το δίνω στην εγγονή μου”. Ναι, αν μπορούσε να δώσει μια συμβουλή σε νέους επιχειρηματίες θα ήταν αυτή: “Να πουλάς ό,τι θα έδινες στα παιδιά και στα εγγόνια σου”. Για αυτό παρασκευάζει μόνος και το χυλό για τις βάφλες. Παρεμπιπτόντως, οι ατελείωτες άρσεις υπέρβαρων καζανιών τον οδήγησαν πέρυσι στο χειρουργείο.
Θες να μάθεις τη συνταγή του burger; Δεν έχει τίποτα, πέραν εξαιρετικής ποιότητας κρέατος. Οι σαλάτες κόβονται κάθε πρωί (ήμασταν αυτόπτες μάρτυρες, είδαμε την Ιωάννα, την κόρη του κυρίου Χρήστου, επί τω έργω) και αν υπάρχει μια ερώτηση που είναι περιττή, είναι το “αυτό είναι φρέσκο;”.
Οι τιμές είναι ίδιες από το 2008, κάτι που ξεκάθαρα δεν ήταν εύκολο για τους ιδιοκτήτες, από την άλλη όμως, ήταν μονόδρομος “γιατί έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα, δεν γίνεται να ταλαιπωρούμε τον κόσμο. Ξέρεις πόσες φορές βλέπω πατέρα να κόβει στη μέση ένα burger για να το μοιραστεί με το παιδί του; Υπάρχει κάποιος που δεν πονάει, μπροστά σε αυτό το θέαμα;”. Και πώς επιβιώνει; “Μειώσαμε το προσωπικό και φυσικά μειώθηκαν τα έσοδα. Πλέον, δουλεύουμε πολύ καλά μόνο το Σάββατο”, ημέρα που το Queen κλείνει στις 5 τα ξημερώματα. Αυτή η μέρα έμεινε να θυμίζει τι γινόταν καθημερινά σε αυτή τη γωνιά των Νοτίων Προαστίων.
Γιατί αρνήθηκε όλες τις προσφορές για franchise
Για να σε ενημερώσω και επί της ιστορίας των fast foods της πόλης “μετά το Queen άνοιξε το Royal, στη Μεταξά” ακολούθησε ένα άλλο απέναντι στον Άγιο Κωνσταντίνο “αλλά σε εμάς γινόταν χαμός”. Από εκείνη την εποχή, είναι πολλοί αυτοί που επισκέπτονται τον κύριο Χρήστο, σε κάθε ευκαιρία. Όπου και αν έχουν μετακομίσει. Και πάντα ζητούν “το queen burger και τη βάφλα”.
Τα πρώτα χρόνια της ιδιοκτησίας του, ήταν πολλοί εκείνοι που του είχαν προτείνει να το κάνει franchise. Αρνήθηκε “γιατί αυτό το μαγαζί έχει δημιουργήσει μια παράδοση, ένα όνομα. Για να είμαι σίγουρος πως δεν θα γίνονταν από κανέναν εκπτώσεις στην ποιότητα, θα έπρεπε να φτιάχνω εγώ τα μπιφτέκια και τα κοτόπουλα για όλους. Αυτό ήταν αδύνατο”.
Οι δικές του προσθήκες στο μενού ήταν τα κοτόπουλα, τα κλαμπ, το τσένταρ στην πατατούλα -αν και όποιος ξέρει, δεν απαρνείται τις πατάτες μαγιό (με μαγιονέζα). Η αποσυμπίεση του είναι οι τρεις ημέρες την εβδομάδα που περνά στο εξοχικό της οικογενείας, στα Καμμένα Βούρλα. “Μη νομίζεις πως κάθομαι εκεί. Έχω τα δέντρα μου, τον κήπο μου, τα σκυλιά μου. Να, προχθές πήγα και κλάδεψα”.
* Φωτογραφίες Ανδρέας Χατζηπαρίσης & Αλέξανδρος Ιωαννίδης
Γιαννιτσοπούλου 3, Γλυφάδα, 166 74
210 8980747, 210 8980332
Facebook page