Η ψαραγορά της Γλυφάδας και οι ήρωές της
Ένα πρωινό στην υπαίθρια ψαραγορά της Γλυφάδας, πιάσαμε το καλύτερο λαβράκι, τους ήρωές της.
- 17/01/2016
- Κείμενο: Πωλίνα Παρασκευοπούλου
Στην αγαπημένη μου απογευματινή βόλτα στον πεζόδρομο της Γλυφάδας, δίπλα στην παραλία και τις μαρίνες της, εκεί που η ματιά μου έφευγε στο άπειρο της θάλασσας και του ουρανού, πάντα με ξένιζε μια αντίθεση. Όλα αυτά τα καϊκια, τόσο ασφυκτικά αγκυροβολημένα το ένα δίπλα στο άλλο και το πολυτιμότερο εργαλείο των ψαράδων, τα δίχτυα τους, αραδιασμένα στο έδαφος, κάτω από χαλιά και παλιά υφάσματα, συνειρμικά στο μυαλό μου σχημάτιζαν βαριές λέξεις, όπως παραμέληση και αδιαφορία. Κάθε φορά η ίδια σκέψη, μια γραφική ψαραγορά σε παρακμή, μέχρι που ένα πρωί, γνώρισα τους ανθρώπους της, ή μάλλον τους αφανείς ήρωές της.
Ανθρώπους που τους πήρε η θάλασσα στην αγκαλιά της από τόσο δα μικρά παιδιά, ανθρώπους που μεγαλώνοντας, παρασύρθηκαν από την αλμυρή αύρα και αγάπησαν τη θάλασσα σαν να ήταν η πιο όμορφη Σειρήνα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που στέκονται δίπλα από την επιγραφή “επάγγελμα ψαράς”, με πονεμένα χέρια από τα παραγάδια, ξυπνούν κάθε μέρα μαζί με τα αστέρια, μπαίνουν στο καΐκι τους (ή καλύτερα το σπίτι τους) και βγαίνουν στα ανοιχτά για την περιπέτειά τους με κύριο χαρακτηριστικό, το απρόσμενο. Δεν είναι εύκολο το επάγγελμα του ψαρά. Τα μεροκάματα είναι μετρημένα και έχει μεγάλη μοναξιά, αλλά ίσως τελικά αυτό να αγαπούν οι ψαράδες, εκείνες τις στιγμές μέσα στη θάλασσα που δεν ακούν τίποτα, παρά μόνο τα κύματα και τους γλάρους που τους συντροφεύουν από ψηλά.
Εκείνο το πρωινό του Ιανουαρίου στην υπαίθρια ψαραγορά της Γλυφάδας, ο ήλιος έλαμπε σαν να ήταν Άνοιξη και η ψαριά ήταν σχετικά καλή. Από τις 8 και μισή τα καΐκια των ψαράδων άρχισαν να καταφτάνουν με λυθρίνια, σκόρπαινες για σούπες, μπαρμπούνια Αιγινήτικα, χταπόδια και διάφορα άλλα είδη ψαριών που έβαζαν σε μεγάλο πειρασμό ανθρώπους και…γάτους! Και όσο η Τόνια αποτύπωνε τα ηλιοκαμμένα πρόσωπα που έχουν ποτιστεί με την αλμύρα, εγώ μάθαινα τις ιστορίες τους.
Κάποιες ιστορίες θυμίζουν παλιές ελληνικές ταινίες. Όπως η ιστορία των τριών αδερφών, του κ. Παντελή, του κ. Κώστα και του κ. Γιώργου που έχουν τους πάγκους τους δίπλα δίπλα, μπροστά από τη βάρκα που έφερε τον μεγαλύτερο γιο με τον πατέρα τους από τη Μυτιλήνη στη Γλυφάδα τη δεκαετία του ’60 και στέκει ακόμη εκεί να πλέει αγέρωχη. “Ρίχνουμε τα δίχτυα μας το απόγευμα και στις 5 ηώρα το πρωί πάμε να τα μαζέψουμε” μου λέει ο κ. Κώστας ενώ με πληροφορούν για τα (πολλά) δελφίνια του Σαρωνικού που δυστυχώς δυσχεραίνουν τη δουλειά τους αφού τους καταστρέφουν τα δίχτυα. Τους ζητήσαμε να βγουν μια φωτογραφία και οι τρεις και την επόμενη φορά μας είπαν θα φέρουν και τον τέταρτο αδερφό τους και τις αδερφές τους για να είναι η φωτογραφία οικογενειακή! Μην κάνουμε μισές δουλειές!
Η κ. Ματίνα ήταν μία από τις ελάχιστες γυναίκες στην ψαραγορά. Την πλησίασα με ενδιαφέρον για να την ρωτήσω κατά πόσο είναι εύκολο για μια γυναίκα να κάνει αυτό το επάγγελμα. “Δεν είναι καθόλου εύκολο” μου απάντησε, με έκφραση που έλεγε περισσότερα απ’όσα οι λέξεις της. “Αυτή τη δουλειά την κάνω 25 χρόνια μαζί με τον άντρα μου. Πήγα μια φορά μαζί του στις αρχές, είδα τις δυσκολίες που χρειάζεται να αντιμετωπίζει και από τότε αποφάσισα να μην τον αφήνω να πηγαίνει μόνος του και να πηγαίνω πάντα μαζί του”.
Ο κ. Στράτος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο άνθρωπος για τις δημόσιες σχέσεις της ψαραγοράς. Ομιλητικός και κοινωνικός μου εξιστόρησε τα σημαντικά γενονότα της ζωής του από τότε που ήταν μικρό παιδί στη Μυτιλήνη και πήγαινε με τον ψαρά πατέρα του για το μεροκάματο μέχρι σήμερα. Μου περιέγραψε εκείνη τη στιγμή στα νιάτα του που ακόμη και η θάλασσα της Μυτιλήνης φάνταζε πολύ μικρή και το επάγγελμα του ψαρά περιοριστικό για την ενέργεια της νιότης του. Μου μίλησε για την στροφή που έκανε, πηγαίνοντας στη Ρόδο για να ασχοληθεί με τα τουριστικά, εκεί όπου γνώρισε πολλούς και σημαντικούς ανθρώπους, μου μίλησε για τη γυναίκα του από τη Γερμανία και την κόρη του, για την οργανωμένη ζωή του στη χώρα της αλλά τελικά την απόφασή τους να επιστρέψουν στη δική του χώρα (ή μήπως τη θάλασσα;). “Την πρώτη μέρα που ήρθα στην ψαραγορά της Γλυφάδας, τη δεκαετία του “80 μου είπαν οι παλιοί πως εδώ δεν έχω καμία δουλειά, αυτά ήταν τα δικά τους λημέρια. Αλλά εγώ έπιασα φιλίες με ανθρώπους στα σωστά πόστα, οπότε κανείς δεν μπορούσε να μου πει κάτι μετά. Και από τότε είμαι εδώ.”
Ο κ. Νικήτας από την Κάλυμνο, πρόσφατα παραχώρησε τη βάρκα του στον εγγονό του, ο οποίος ακολουθεί τα χνάρια του. Και είναι σίγουρα αισιόδοξο να βλέπεις και νέους ανθρώπους να ακολουθούν ένα επάγγελμα που απειλείται με εξαφάνιση. Ο κ. Νικήτας κατεβαίνει στην ψαραγορά για να βοηθάει τον εγγονό του όπως μου ανέφερε αλλά κάτι μου λέει πως όταν δεθείς με τη θάλασσα είναι δύσκολο να την αποχωριστείς.
Και για το τέλος, πιο μέσα στη μαρίνα είναι ο Στράτος, άλλο ένα παράδειγμα νέου ανθρώπου που ακολούθησε το επάγγελμα του ψαρά από τα 18 του χρόνια. Την ώρα που πλησιάζω στον πάγκο του, μια κυρία τον ευχαριστεί για τα ψάρια που της έδωσε την προηγούμενη εβδομάδα, με τα οποία έφτιαξε μια ψαρόσουπα “μούρλια”! “Το επάγγελμα είναι δύσκολο”, μου λέει ο Στράτος “γιατί μπορεί σήμερα ο καιρός να είναι καλός αλλά σκέψου ότι υπάρχουν διαστήματα με κακοκαιρία που μπορεί να κάνουμε και ένα μήνα να μπούμε στη θάλασσα, ενώ τα έξοδα τρέχουν. Οι τιμές μας επίσης έχουν πέσει πολύ, φαντάσου πως εδώ στην ψαραγορά, έχουμε φρέσκο ψάρι που βγάλαμε την ίδια μέρα σε πιο χαμηλές τιμές από τα ιχθυοπωλεία”. Δηλαδή έχεις μετανιώσει που κάνεις αυτό το επάγγελμα; Τον ρωτάω. “Πολλές φορές σκέφτομαι πως με τις σημερινές συνθήκες, αν ήμουν τώρα 18 θα ακολουθούσα άλλο επάγγελμα, αλλά πάλι τη γουστάρω τη θάλασσα!”.
Φωτογραφίες: Τόνια Φάντη