Ο «Ρουμελιώτης» που ξέρει από κρεατικά
Η οικογενειακή ταβέρνα στην Άνω Γλυφάδα εδώ και 18 χρόνια έχει καταφέρει να διατηρήσει ψηλά τον πήχη σερβίροντας πιάτα που θα επιστρέψεις ξανά και ξανά για να δοκιμάσεις.
- 15/02/2019
- Κείμενο: Χριστίνα Ζάχου
Πριν περίπου δέκα χρόνια ένας καλός μου φίλος μου πρότεινε να πάω στο «Ρουμελιώτη» να δοκιμάσω νόστιμα κρεατικά. Η αλήθεια είναι πως αν δεν το ξέρεις το μαγαζί δεν πας από μόνος σου γιατί πολύ απλά δε βρίσκεται σε κάποιο κεντρικό δρόμο, αλλά σε ένα μικρό στενό αρκετά ψηλά από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης.
Φτάνοντας στο παραδοσιακό ταβερνάκι στην οδό Χειμάρρας 10, στην Άνω Γλυφάδα, είδα αρκετό κόσμο στα τραπέζια. Μόλις δοκίμασα το χειροποίητο μπιφτέκι και τα εκλεκτά παϊδάκια επέστρεψα αρκετές φορές.
Με τα χρόνια η φήμη του «Ρουμελιώτη» εξαπλώθηκε καθώς πλέον από όλα τα μέρη της Αθήνας έρχονται για να απολαύσουν παραδοσιακά πιάτα όπως κοκορέτσι και κοντοσούβλι, ενώ το μαγαζί έχει ανακαινιστεί παντρεύοντας μοναδικά την παράδοση με μοντέρνες πινελιές τόσο στην κουζίνα όσο και στη διακόσμηση.
Πως ξεκίνησαν όλα για την οικογενειακή ταβέρνα που κατάφερε να κάνει τη διαφορά; «Ανοίξαμε το 2001 το μαγαζί όλοι η οικογένεια. Ο μπαμπάς, η μαμά, εγώ και ο αδερφός μου. Ήρθαμε στην Αθήνα το 1999 και δύο χρόνια αργότερα πήραμε οικογενειακώς την απόφαση να ανοίξουμε το δικό μας μαγαζί. Εννοείται πως είχαμε σχέση με το χώρο της εστίασης, δεν το αποφασίσαμε τυχαία. Ο μπαμπάς μου είχε ταβέρνα στη Νεάπολη, ένα μικρό χωριό έξω από το Αγρίνιο επί τριάντα χρόνια. Εκεί έφτιαχνε γουρουνοπούλα, κοκορέτσι, κοντοσούβλι όλα αυτά που τρώμε στην επαρχία. Το χωριό ερήμωσε και ήρθαμε στην Αθήνα. Το μαγαζί το ξεκίνησε ο μπαμπάς φτιάχνοντας αυτά που ήξερε πολύ καλά: κοκορέτσι, κοντοσούβλι, παϊδάκια και η μαμά είχε αναλάβει τα ορεκτικά. Αργότερα εγώ και ο αδερφός μου Θωμάς όπου έχουμε σπουδάσει μαγειρική προσθέσαμε τις δικές μας συνταγές» αναφέρει ο Δημήτρης Πανίτσας, όπου μου επισημαίνει πως το όνομα του μαγαζιού δόθηκε από τον τόπο καταγωγής τους, σαν ένα φόρο τιμής.
Συνομιλώντας μαζί του τονίζω πως το μαγαζί βρίσκεται σε ένα μικρό στενό παρόλο αυτά η φήμη του έχει διαδοθεί εκτός νοτίων συνόρων. «Βρισκόμαστε σε ένα μικρό στενάκι και όχι σε κεντρικό δρόμο το γνωρίζαμε από την αρχή κι όμως ο κόσμος συνεχώς αυξάνεται. Έρχονται από όλα τα μέρη της Αθήνας. Ο κόσμος μας στηρίζει και εμείς με την σειρά μας τον προσέχουμε. Δεν τους κοροϊδεύουμε. Είμαστε και οι ίδιοι περίεργοι στο φαγητό για αυτό θέλουμε να βγάζουμε τέλεια πιάτα και όχι να είναι απλώς νόστιμα. Κάνουμε πολλές αλλαγές μέχρι να αποφασίσουμε πως αυτό το πιάτο είναι τέλειο για τον πελάτη. Πλέον ο κόσμος δεν είναι χαζός, αν του σερβίρεις μια- δύο φορές κάτι που δεν είναι καλό μετά δεν θα σου ξανά έρθει» μου εξηγεί.
Ο ίδιος και ο αδερφός του μεγάλωσαν μέσα στην κουζίνα. «Μας αρέσει η κουζίνα για αυτό επιλέξαμε να ασχοληθούμε με την εστίαση. Δεν είναι δύσκολη η κουζίνα, αλλά όλο το υπόλοιπο. Με τον αδερφό μου γνωρίζουμε πολύ καλά όλα τα πόστα. Ακόμα και ένας υπάλληλος να λείψει θα τον αντικαταστήσουμε εμείς. Ότι αφορά το φαγητό -πέρα από τα παραδοσιακά κρεατικά που φτιάχνει ο μπαμπάς- έχουμε προσθέσει περίπου 15 καινούργια. Έχουμε κρατήσει το παραδοσιακό στοιχείο και το παντρέψαμε με κάποιες πιο μοντέρνες πινελιές. Στον κατάλογο θα βρείτε μεταξύ άλλων νέες σαλάτες, βραστά λαχανικά, rib-eye, πανσέτες, μπιφτέκι γεμιστό, πορτοκαλόπιτα. Τα πάντα ετοιμάζονται μέσα στην κουζίνας μας, δεν αγοράζουμε τίποτα έτοιμο» σχολιάζει ο Δημήτρης.
Όταν τα δύο αδέρφια πρόσθεσαν τις δικές τους γευστικές πινελιές, οι γονείς τους δεν έφεραν αντίρρηση. «Οι γονείς μας είναι πολύ ευχαριστημένοι γιατί δεν μείναμε στάσιμοι, αλλά το εξελίξαμε. Εκτός από το μενού αλλάξαμε και το εσωτερικό του μαγαζιού για να είναι πιο μοντέρνο και φωτεινό. Αυτή την περίοδο φτιάχνουμε τον πρώτο όροφο, όπου θα λειτουργεί για οικογένειες με μικρά παιδιά και θα είναι έτοιμο κοντά στο Πάσχα. Οι γονείς θα μπορούν να τρώνε και ταυτόχρονα από τη τζαμαρία να βλέπουν τα παιδιά να παίζουν στον παιδότοπο. Αντί να τα κυνηγάνε , θα τα αφήνουν στον παιδότοπο και θα μπορούν να απολαύσουν το φαγητό τους χωρίς άγχος. Είμαι μπαμπάς και ξέρω πολύ καλά πως αν δεν απασχολήσεις το παιδί δεν γίνεται να φας ήρεμα σε ταβέρνα».
Αναρωτιέμαι αν τα χρόνια της κρίσης είδαν διαφορά. «Ελάχιστη. Εμείς είμαστε από τα μαγαζιά που δούλεψαν. Ο Έλληνας δεν κόβει το καλό φαγητό. Εντάξει, δεν θα βγει κάθε ημέρα αλλά ειδικά το Σαββατοκύριακο επιλέγει που θα πάει για φαγητό».
Εκτός από την καλή ποιότητα των προϊόντων μεγάλο ρόλο παίζει το σωστό ψήσιμο. «Φυσικά και πρέπει να είναι καλό το ψήσιμο. Να ψήσεις μόνος σου μια μπριζόλα δεν είναι κάτι. Όταν όμως πρέπει να ψήσεις για 50 παρέες συν το delivery επιβάλλεται να είναι όλα σωστά ψημένα».