Η ιστορία του «Φαντασία» μέσα από τις αναμνήσεις του Χρήστου Μενιδιάτη
Με αφορμή την ταινία «Φαντασία» που είναι τοποθετημένη στις αρχές της δεκαετίας του '90 και εστιάζει στην αθηναϊκή νύχτα της εποχής, μιλήσαμε με το γιο του Μιχάλη Μενιδιάτη, ο οποίος διατηρούσε στην παραλιακή το ομώνυμο μαγαζί που άφησε εποχή.
- 16/01/2020
- Κείμενο: Χριστίνα Ζάχου
Ήταν περίπου το 1960 όταν ο γνωστός τραγουδιστής Μιχάλης Μενιδιάτης με τα αδέρφια του εγκαινίασαν το νυχτερινό κέντρο «Φαντασία» αρχικά στην οδό Λιοσίων και έπειτα στο κέντρο της Αθήνας. «Τα δύο πρώτα χρόνια της λειτουργίας του το μαγαζί τα καλοκαίρια βρισκόταν στον Άγιο Κοσμά -απέναντι ακριβώς από το αεροδρόμιο, ενώ το χειμώνα ήταν σταθερά στο κέντρο της πόλης. Έπειτα μεταφέρθηκε αποκλειστικά στο Ελληνικό, χειμώνα- καλοκαίρι» εξηγεί ο γιος του, Χρήστος, γυρίζοντας το χρόνο πίσω.
https://www.instagram.com/p/BYD0XMMjQod/
Το νυχτερινό κέντρο των αδερφών Καλογράνη -όπως είναι το πραγματικό επίθετο του λαϊκού τραγουδιστή- συγκαταλέγεται μέσα στα τρία καλύτερα μπουζουξίδικα της εποχής με τη λίστα να συμπληρώνουν η «Νεράιδα» και τα «Δειλινά».
Η επιτυχία που σημείωσε από την αρχή της καριέρας του ο Μιχάλης Μενιδιάτης στάθηκε η αφορμή ώστε όλα μαζί τα αδέρφια να επενδύσουν επιχειρηματικά σ΄ ένα νυχτερινό κέντρο που όπως αποδείχτηκε με το πέρασμα του χρόνου κατάφερε να αφήσει ιστορία.
«Τα μπουζούκια εκείνης της εποχής δεν έχουν καμία σχέση με τα σημερινά. Υπήρχε μια αίγλη και η φιλοσοφία τους ήταν εντελώς διαφορετική. Ακόμα και το πώς έβλεπε ο κόσμος τη διασκέδαση στα μπουζούκια ήταν διαφορετικό. Εκείνα τα χρόνια ήταν σημαντικό γεγονός να πάει μια παρέα, ένα ζευγάρι να ακούσει τους αγαπημένους του τραγουδιστές στο μαγαζί που εμφανίζονταν. Ο κόσμος που έβγαινε να διασκεδάσει ήταν καλοντυμένος, πρόσεχε πολύ την εξωτερική του εμφάνιση, “φορούσαν τα καλά τους” για να πάνε, είχαν πολύ καλή συμπεριφορά και σέβονταν πολύ τους καλλιτέχνες» αναφέρει ο Χρήστος που τελικά ακολούθησε τα επαγγελματικά βήματα του μπαμπά του. «Επίσης τότε τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης είχαν εξαιρετική κουζίνα. Τα φαγητά που σέρβιραν στον κόσμο ήταν όλα γευστικά και προσεγμένα. Για να καταλάβεις ήταν όπως η κουζίνα ενός πολύ καλού εστιατορίου».
Η «Φαντασία» ήταν ένα από τα μαγαζιά που κυριαρχούσε το σπάσιμο πιάτων -ένα άγριο έθιμο που διαδόθηκε πολύ γρήγορα στη νυχτερινή ζωή. «Ο μπαμπάς μου με έπαιρνε συχνά μαζί του στο μαγαζί κι αυτό το έθιμο το θυμάμαι πολύ καλά. Ήταν πολύ άγριο και ως παιδάκι ομολογώ πως μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Το πρώτο μαγαζί που σταμάτησε το σπάσιμο πιάτων ήταν η Νεραΐδα κι έπειτα από ένα χρονικό διάστημα ακολουθήσαμε κι εμείς».
Ο πρωτότοκος γιος του λαϊκού τραγουδιστή γεννήθηκε την περίοδο που το νυχτερινό κέντρο ήταν στις δόξες του. Τι θυμάται έντονα; «Μια από τις εικόνες που είναι πολύ έντονη στις αναμνήσεις μου ήταν η αντιμετώπιση του κόσμου προς τον πατέρα μου. Θυμάμαι πολλές εκδηλώσεις αγάπης προς το πρόσωπό του γιατί ήταν πολύ αγαπητός άνθρωπος. Τον έβλεπα πάνω στην πίστα να ερμηνεύει τα τραγούδια του και μου δημιουργούσε έντονα συναισθήματα, τον θαύμαζα πάρα πολύ. Φαντάζομαι ότι αυτός ο θαυμασμός βγαίνει σε κάθε παιδί για τους γονείς του, εμένα μου είναι πολύ έντονο».
https://www.instagram.com/p/B1bDX8QILK4/
Όλα τα χρόνια της λειτουργίας του νυχτερινού κέντρου διασκέδασαν αναγνωρίσιμα πρόσωπα, μεταξύ άλλων πολιτικοί όπως ο Στρατάρχης Τίτο -πρώτος Πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας- μαζί με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Telly Savalas.
Ως τραγουδιστές πέρασαν μεγάλα ονόματα, αλλά και νέοι καλλιτέχνες που αργότερα διέγραψαν τη δική τους πορεία. «Στο μαγαζί τραγούδησε ο Στράτος Διονυσίου, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, η Λίτσα Διαμάντη, η Άννα Βίσση στα πρώτα της καλλιτεχνικά βήματα, ο Γιώργος Γερολυμάτος, ο Σταμάτης Γονίδης, η Άντζελα Δημητρίου, ο Λευτέρης Πανταζής. Βγήκαν μεγάλα ονόματα από τη «Φαντασία». Μάλιστα, έλεγαν τότε πως αν τραγουδήσεις στο μαγαζί έρχεται η καταξίωση, ήταν σαν να έχεις ένα plus στο βιογραφικό σου γιατί ήταν από τα μεγαλύτερα νυχτερινά κέντρα».
Το νυχτερινό κέντρο έκλεισε το 1997 σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής. «Ο κύκλος του είχε ολοκληρωθεί και ξέραμε πως έπρεπε να κλείσει. Ο μπαμπάς μου και οι θείοι μου είχαν κουραστεί πολύ μετά από τόσα χρόνια στη νύχτα -τότε δούλευαν 7 ημέρες τη βδομάδα- και θεώρησαν πως είχαν κάνει τον κύκλο τους. Από την άλλη γνωρίζαμε πως κάποια στιγμή αυτό το ακίνητο θα φύγει από τα χέρια μας καθώς όλα αυτά τα ακίνητα δεξιά της παραλιακής ανήκαν στο δημόσιο και ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 θα έφευγαν από πάνω μας. Το πιο σημαντικό ήταν πως, όταν αποφάσισε η οικογένειά μου να κλείσει το νυχτερινό κέντρο, ήταν γεμάτοι από όμορφες και καλλιτεχνικές εμπειρίες».
Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο ζητάω από το Χρήστο να μου πει μια ανάμνηση με τον πατέρα του από εκείνα τα χρόνια. «Έχω πολλές αναμνήσεις. Θυμάμαι έντονα τα καλοκαιρινά μεσημέρια που ξυπνούσε ο μπαμπάς μου και πηγαίναμε για μπάνιο πίσω από το νυχτερινό κέντρο».