Il Tinello, η “μυστική” τρατορία του Αλίμου
Εδώ και 17 χρόνια, ο Στέφανος και η Ιταλίδα συζυγός του, Ντανιέλα, επιμένουν να σερβίρουν εξαιρετική ιταλική κουζίνα (έναντι σταθερής τιμής ανά άτομο) στο σαλονάκι του σπιτιού τους. Εκεί που όλοι είμαστε ευπρόσδεκτοι. Αρκεί να έχουμε διάθεση να φάμε πολύ και να γίνουμε μια μεγάλη παρέα.
- 12/02/2014
- Κείμενο: NouPou.gr
Πάνε τουλάχιστον 10 χρόνια από την πρώτη φορά που πάσχισα -πρo GPS και google maps- να βρω που ακριβώς στον Άλιμο βρίσκεται αυτή η τρατορία την οποία προτιμά, όπως είχα ακούσει, κατάφορα η ιταλική παροικία της πόλης. Η οποία, όσο να’ναι, κάτι παραπάνω θα ξέρει.
Τότε είχα δυσκολευτεί να την βρω. Λογικό αν σκεφτείς πως το Il Tinello, το μικρό σαλονάκι/τραπεζαρία δηλαδή όπως είναι η μετάφραση, δεν διαθέτει πινακίδα (‘Υπάρχει, αλλά την κρύβουν οι μιμόζες’). Επίσης δεν διαθέτει κανένα άλλο χαρακτηριστικό που να θυμίζει κανονικό εστιατόριο, αφού, όταν φθάνεις στην Κνωσσού 54, το μόνο που βλέπεις μπροστά σου είναι μια κομψή διώροφη κατοικία με αυλή. Άντε, αν είσαι πολύ υποψιασμένος, να παρατηρήσεις ίσως ότι οι μπαλκονόπορτες του ισογείου είναι μεγάλες και πολλές. Είναι όμως και αυτό μέρος της (διαχρονικής πλέον) γοητείας του.
Κατά τα άλλα μου είχε κάνει τότε εντύπωση, όπως και σε όλους όσους έρχονται για πρώτη φορά, το πληθωρικό ταμπεραμέντο του Στέφανου (τόσο πληθωρικό που τον περνάς για Ιταλό) που σερβίρει non stop διαδοχικά πιάτα από pasta και κρέας (καθώς και ‘πειράγματα’) μέχρι να πεις ‘έλεος’. Και ο οποίος σε ‘αναγκάζει’ να ανοιχτείς και να γίνεις μέρος της παρέας σε αυτή τη διακριτικά διακοσμημένη σάλα (που και θυμίζει και είναι σαλόνι σπιτιού-οι ιδιοκτήτες μένουν από πάνω).
Συνολικά η πρώτη μου εμπειρία από το Il Tinello ήταν πολύ καλή και χορταστική. Και δεν είχα μετανοιώσει καθόλου τα 40 ευρώ άνα άτομο που είχα δώσει τότε και στα οποία συμπεριλαμβάνονταν τα πάντα (pasta, κρέας, γλυκό, χύμα κρασί).
10 χρόνια μετά το Il Tinello παραμένει το ίδιο ζωντανό και ακμαίο (όσον αφορά την ποιότητα της κουζίνας του και των υλικών του), αλλά πολύ πιο οικονομικό καθώς το μενού πλέον κοστίζει 25 ευρώ. Ενώ υπάρχει και η επιλογή των 30 ευρώ για όποιον θέλει να προσθέσει την αστακομακαρονάδα στο line up. Ένα γεγονός που αποτέλεσε και την ιδανική αφορμή για να ασχοληθούμε με μια πραγματικά μοναδική περίπτωση τρατορίας στην Αθήνα.
Όλα ξεκίνησαν το 1994 όταν ο Στέφανος, γεννημένος στη Αθήνα, μετανάστης στον Καναδά από το 1979 και ιδιοκτήτης τριων επιτυχημένων εστιατορίων (σε Έντμοντον, Αλμπέρτα και Βανκούβερ) αποφάσισε, από αγάπη και νοσταλγία για την πατρίδα, να τα πουλήσει και να επιστρέψει στην Αθήνα.
Μαζί του έφερε την ‘χρυσοχέρα’ συζυγό του Ντανιέλα από την Βιντσένζα (της οποίας ο πατέρας είχε επίσης τρατορία), με την οποία είχαν γνωριστεί ένα καλοκαίρι στην Λέρο, με στόχο να πραγματοποιήσουν το μεγάλο ονειρό τους.
‘Θέλαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα και να ανοίξουμε ένα μικρό μαγαζί στο οποίο να αισθανόμαστε ότι φωνάζουμε κάθε βράδυ τους φίλους μας και τρώμε όλοι μαζί’
Τα κατάφεραν τελικά τον Οκτώβριο του 1995. Αν και, μια εβδομάδα μετά τα εγκαίνια, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον κατάλογο και να υιοθετήσουν την λύση της σταθερής τιμής άνα άτομο.
‘Φάνηκε ότι δεν προχωράει έτσι. Και αυτό γιατί εμείς τα ζυμαρικά, που τα φτιάχνουμε όλα μόνοι μας (σ.σ. δείτε τα σχετικά βίντεο στο λογαριασμό τους στο fb), τα βράζουμε την ίδια στιγμή. Δεν είναι, όπως γίνεται συνήθως, προβρασμένα στο κρύο το νερό και μετά τα ‘βαφτίζουμε’ στο ζεστό για ένα λεπτό και τα σερβίρουμε, γιατί έτσι φεύγει όλο το άμυλο. Επειδή όμως κάθε ζυμαρικό έχει διαφορετικό χρόνο βράσης, μπορεί π.χ. μια παρέα να είχε παραγγείλει διαφορετικά ζυμαρικά, κάποια να πήγαιναν στην αρχή, οι υπόλοιποι να περίμεναν να έρθουν όλα για να ξεκινήσουν να τρώνε μαζί, και τελικά τα πρώτα να κρύωναν’
Η αλήθεια είναι ότι το γεγονός ότι δεν παραγγέλνεις (και ότι γνωρίζεις εξαρχής τι θα πληρώσεις) είναι άκρως απελευθερωτικό καθώς σου επιτρέπει να επικεντρωθείς στο φαγητό. Και συγκεκριμένα στα χέρια του Στέφανου που στο σερβίρουν.
Ξεκινώντας με την σούπα από τορτελίνια μέσα σε ζωμό μοσχαριού, τη φοκάτσια με αλλαντικά και το ριζότο με μανιτάρια porcini. Συνεχίζοντας με μια ποικιλλία από πιάτα pasta (από αυθεντική καρμπονάρα μέχρι λιγκουϊνι με κοτόπουλο και γεμιστά ραβιόλια) και κρέας (μοσχάρι tagliata). Και καταλήγοντας στα γλυκά (μαρέγκα, πανακότα, τιραμισού, κρεμ μπρουλέ) και το εσπρεσάκι.
Αν και τίποτα εδώ δεν είναι συγκεκριμένο καθώς όλα εξαρτώνται από την έμπνευση της Ντανιέλας, την εποχή και τα υλικά που έχει βρει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Στέφανος (του οποίου το αγαπημένο πιάτο είναι το aglio,olio & peperoncino) δεν αφήνει κανένα να σηκωθεί από το τραπέζι πεινασμένος. (”Υπάρχουν πολλοί που σηκώνονται και μου λένε ‘Στέφανε σταμάτα’. Και άλλοι, παλιοί πελάτες, που μου αρπάζουν τα πιάτα από τα χέρια”).
Συνολικά το Il Tinello, που αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι τη διαφήμιση (‘προτιμώ τα καλά λόγια που λέει ο ένας τον άλλο’) είναι μια εμπειρία που ξεφεύγει από το αποστειρωμένο chic πολλών από των εστιατορίων της περιοχής. Και αυτό μόνο καλό το λες.