Κανείς δεν βγαίνει ασυγκίνητος από το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης Ηλιούπολης
Περάσαμε μια φορτισμένη μέρα στο Μ.Ε.Α. Ηλιούπολης και ξεναγηθήκαμε στην πιο ηρωική και πένθιμη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας από τον ιστορικό, δημοσιογράφο και διευθυντή του μουσείου, Περικλή Καπετανόπουλο.
- 27/10/2024
- Κείμενο: Αντώνης Τζαβάρας
- Φωτογραφίες: Δημήτρης Τσιρόπουλος
Είναι Πέμπτη πρωί. Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου κάθεται στο πιάνο της και παίζει μια απαλή μελωδία. Είναι 16 χρόνων. Είναι ακόμα μαθήτρια, φοράει τη σχολική της ποδιά.
Σε λίγο θα σηκωθεί από το πιάνο, θα ανοίξει με προσοχή την πόρτα του άνετου πατρικού της σπιτιού και θα βγει στους δρόμους της συνοικίας. Θα συναντήσει άλλες αγωνίστριες και άλλους αγωνιστές σε μυστικά κρησφύγετα της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ, θα κρύψει κάτω από τη σχολική της ποδιά προκηρύξεις και πυρομαχικά, θα γράψει συνθήματα στους τοίχους της κατεχόμενης Αθήνας. Θα αντισταθεί με όποιον τρόπο μπορεί.
Και μοιραία, κάποια μέρα θα συλληφθεί. Θα οδηγηθεί στο κολαστήριο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν, θα βασανιστεί και θα αφεθεί ελεύθερη χωρίς να προδώσει, χάρη στη διαμεσολάβηση του εύπορου και συνεργάτη των Γερμανών πατέρα της. Και αμέσως μετά θα ξαναβγεί στους δρόμους. Και δύο εβδομάδες αργότερα, στις 31 Ιουλίου του 1944, τη μέρα που θα δώσει το τελευταίο μάθημα για τις απολυτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου, θα ξανασυλληφθεί, ως μέλος μιας ομάδας σαμποτέρ που ανατίναξαν ένα τρένο που μετέφερε πυρομαχικά των Γερμανών. Θα βασανιστεί ξανά -αυτή τη φορά αλύπητα, για τέσσερις συνεχόμενες μέρες- και θα καταλήξει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου, σε ένα κελί στην πτέρυγα των μελλοθάνατων. Και στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944, έναν μόλις μήνα πριν οι Γερμανοί αποχωρήσουν ηττημένοι από την Αθήνα, θα μεταφερθεί μαζί με 49 ακόμα κρατούμενους (πολλοί απ’ αυτούς παιδιά, όπως κι εκείνη) στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και θα εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες. Ένας Γερμανός στρατιώτης θα αδειάσει πάνω της ολόκληρη την ταινία του πολυβόλου του. Αργότερα, όταν θα συλλέξουν τη σορό της, θα βρουν σφηνωμένες στο άψυχο κορμί της 17 σφαίρες.
Ζωντανεύοντας (κυριολεκτικά) τη μνήμη
Είναι όντως Πέμπτη πρωί. Είναι 24 Οκτωβρίου του 2024 και τα παιδιά του 8ου Δημοτικού Σχολείου Αργυρούπολης βλέπουν την Ηρώ Κωνσταντοπούλου να προχωράει με μικρά αλλά αποφασιστικά βήματα, να κάθεται στο πιάνο της και να παίζει μια απαλή μελωδία. Φοράει τη σχολική της ποδιά και μια λευκή κορδέλα στα μαλλιά της.
Η ιστορία της Ηρώς και πολλές ακόμα ιστορίες ηρωισμού και θυσίας, ζωντανεύουν κυριολεκτικά στους χώρους του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης της Ηλιούπολης. Κάθε μέρα, συχνά και δύο φορές τη μέρα. Σε κάθε ξενάγηση που διοργανώνεται για παιδιά, η γλαφυρή αφήγηση του Περικλή Καπετανόπουλου εμπλουτίζεται και αποκτά βιωματική, σωματική διάσταση, από την Άνη Λιόση και τον μουσικό Φίλιππο Πασσαλίδη με την κιθάρα του, οι οποίοι υποδύονται την Ηρώ κι έναν αντάρτη και αναπαριστούν σκηνές από την εποποιία της Αντίστασης αλλά και την καθημερινότητα των αγωνιστών.
Το μουσειακό θέατρο είναι μια συναρπαστική πρωτοτυπία του Μ.Ε.Α. Ηλιούπολης. Όπως εξηγεί ο κος Καπετανόπουλος, ο διευθυντής του μουσείου, «εδώ κάνουμε πράγματα που άλλα ομοειδή ιδρύματα δεν έχουν επιχειρήσει να κάνουν, γιατί απαιτούν πολλή προσπάθεια και μεγάλο κόπο. Ειδικά το θέατρο, είμαστε το μοναδικό μουσείο αφιερωμένο στην περίοδο 1940-1944 που το εφαρμόζει».
Ο Περικλής Καπετανόπουλος είναι ιστορικός με ειδίκευση στη συγκεκριμένη περίοδο, δημοσιογράφος με ειδίκευση στην τοπική αυτοδιοίκηση και αποτελούσε την ψυχή του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης Ηλιούπολης πριν ακόμα αυτό ιδρυθεί. Ανάμεσα στις δύο προγραμματισμένες ξεναγήσεις της Πέμπτης, βρήκε τον χρόνο να μας αφηγηθεί την ιστορία του χώρου και να μοιραστεί τις σκέψεις του για το πιο ηρωικό και πένθιμο κομμάτι της σύγχρονης εθνικής μας Ιστορίας, με το οποίο συνυπάρχει καθημερινά, Δευτέρα ως Παρασκευή, αλλά και στις εθνικές επετείους, σε πολλές αργίες και κάποια Σαββατοκύριακα. «Εννοείται ότι ανοίγουμε πάντα όταν μια οργανωμένη ομάδα επισκεπτών μας ζητήσει να έρθει Σαββατοκύριακο. Έστω κι ένας να θέλει να έρθει, ανοίγουμε και είμαστε εδώ για να τον ξεναγήσουμε».
Η ιστορία του χώρου που φιλοξενεί την Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης
Η πρώτη καταχώρηση στο βιβλίο επισκεπτών του μουσείου έχει την ημερομηνία 29/09/2010 και την υπογράφει ο Βασίλης Κικίλιας. «Την περίοδο εκείνη ήταν υποψήφιος περιφερειάρχης και είχε επισκεφθεί τον χώρο στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας, λίγες μέρες πριν από τα επίσημα εγκαίνια», θα σημειώσει ο Περικλής Καπετανόπουλος, ο οποίος θυμάται με εντυπωσιακή ακρίβεια όλες τις ημερομηνίες και τα ονόματα που σχετίζονται με την ίδρυση του Μ.Ε.Α. Ηλιούπολης.
«Η πρώτη κίνηση έγινε το 1989, όταν ο τότε δήμαρχος Ηλιούπολης, Δημήτρης Κιντής, μετά από αίτημα της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΕΑΕΑ υπέβαλε αίτημα στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου προκειμένου να παραχωρηθεί αυτό το δημόσιο κτήμα για την ίδρυση ενός μουσείου για την Εθνική Αντίσταση». Το αίτημα έγινε δεκτό και σύντομα εκδόθηκε η σχετική άδεια και άρχισαν οι εργασίες ανέγερσης του κτιρίου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1998. Για τα επόμενα δέκα χρόνια, όμως, το κτίριο διατέθηκε για άλλες χρήσεις. «Για οτιδήποτε εκτός από μουσείο», σχολιάζει ο Περικλής Καπετανόπουλος. «Χρησιμοποιήθηκε ως χώρος για εκθέσεις εικαστικών, για εκδηλώσεις κλπ, ενώ για δύο χρόνια, από το 2004 ως το 2006, λειτούργησε ως δημαρχείο γιατί γινόταν ανακατασκευή στο κτίριο του παλιού δημαρχείου».
Εκείνος, μαζί με μερικούς ακόμα φίλους και συνεργάτες, πίεσε το 2007 τον νεοεκλεγέντα τότε δήμαρχο Γιάννη Αναγνώστου να λειτουργήσει επιτέλους το κτίριο ως μουσείο. Η πίεση απέδωσε καρπούς κι έπειτα από μια μακρά γραφειοκρατική αλυσίδα πράξεων και επικυρώσεων, τον Μάιο του 2009 συστάθηκε το νομικό πρόσωπο κι άρχισαν οι προετοιμασίες για τα εγκαίνια του μουσείου, τον Σεπτέμβριο του 2010.
Από την πρώτη στιγμή, η ευθύνη αυτής της προετοιμασίας ανατέθηκε στον κο Καπετανόπουλο. «Δουλέψαμε σκληρά με τους συνεργάτες από τον Δήμο αλλά και με άλλους, έξω απ’ αυτόν. Επίμονα και με ρυθμό μαζέψαμε πράγματα απ’ όλη την Ελλάδα. Ό,τι βλέπετε εδώ είναι δωρεές ή παραχωρήσεις. Και είναι πολύ συγκινητικό ότι οι δωρεές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι άνθρωποι που μας ξέρουν πια ή παρακολουθούν τη δουλειά μας μέσα από το Facebook και το site του Δήμου, μας εμπιστεύονται πράγματα από την οικογενειακή τους συλλογή. Ήμασταν πολύ άτυχοι, βέβαια, γιατί την πρώτη χρονιά της λειτουργίας του Μουσείου η χώρα μπήκε στα μνημόνια, οπότε η δυναμική που είχαμε αναπτύξει μέχρι τότε, σε έναν βαθμό ανακόπηκε. Δεν σταματήσαμε, όμως, να προσπαθούμε έστω και με τα λίγα μέσα και τα ελάχιστα οικονομικά που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια, να προάγουμε τους σκοπούς του μουσείου και να υλοποιούμε τα όσα προβλέπει το καταστατικό του».
Μια μέρα στο μουσείο
Στους δύο ορόφους του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης Ηλιούπολης, η ιστορική περίοδος 1940-1944 αναβιώνει μέσα από αντικείμενα, έγγραφα, φωτογραφικά και κινηματογραφικά ντοκουμέντα και έργα ζωγραφικής. Μια τυπική ξενάγηση ξεκινά με την προβολή ενός φιλμ για την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, το έπος του ‘40, τη νίκη επί των Ιταλών, την ήττα από τους Γερμανούς και την είσοδο της χώρας στην κατοχική περίοδο. Συνεχίζεται με περιήγηση στους δύο ορόφους όπου εκτίθεται η συλλογή και κλείνει με την προβολή ενός ακόμα φιλμ, με σπάνιο υλικό από την απελευθέρωση της Αθήνας και την αποχώρηση των ναζί.
Όλα τα εκθέματα της συλλογής είναι πολύτιμα από τη στιγμή που διασώζουν τη μνήμη της εποχής και συμβάλλουν στην αφήγηση της Ιστορίας, αλλά κάποια αντικείμενα είναι πραγματικά ξεχωριστά. Το πιάνο της Ηρώς Κωνσταντοπούλου – το δώρισε στο μουσείο η μητέρα της, μαζί με ένα φωτογραφικό πορτρέτο της ανήλικης ηρωίδας. Ένα φορείο από κάποιο πεδίο μάχης, λεκιασμένο από το αίμα και τον ιδρώτα ποιος ξέρει πόσων τραυματισμένων μαχητών. Το γράμμα ενός νεαρού στρατιώτη από «κάπου στο μέτωπο, 26 Μαρτίου του 1941».
Κάποιες προθήκες είναι αφιερωμένες σε κομβικά σημεία του αγώνα, όπως η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, σε κάποιες άλλες αναδεικνύονται οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης κατά την περίοδο της Κατοχής και η κτηνωδία των κατακτητών – η πείνα, τα μπλόκα, οι εκτελέσεις, οι δωσίλογοι, οι μαυραγορίτες. Μια γωνία είναι αφιερωμένη στους τοπικούς ήρωες, όπως ο Νίκος Γιαταγαντζής και ο Γεράσιμος Δαμουλιάνος, Ηλιουπολίτες αντιστασιακοί που δολοφονήθηκαν από τους ναζί. Σε έναν τοίχο του δεύτερου ορόφου ξεδιπλώνεται η εποποιία των γυναικών του ΕΑΜ και των μαχητριών του ΕΛΑΣ. Σε όλους τους χώρους υπάρχουν όπλα, πυρομαχικά, στολές και προσωπικά αντικείμενα στρατιωτών απ’ όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές, στους τοίχους δεσπόζουν οι εμβληματικές φωτογραφίες του Μελετζή και του Μπαλάφα.
Σε περίοπτη θέση, κοντά στην κεντρική είσοδο του μουσείου εκτίθενται σε σειρά ένα κατοχικό ραδιόφωνο, μια γραφομηχανή, ένας πολύγραφος κι ένα «χωνί», μια αλουμινένια ντουντούκα σαν αυτή που χρησιμοποιούσε η Ζωή Πετροπούλου, η νεαρή ΕΠΟΝίτισσα από την Ηλιούπολη, για να εμψυχώνει τους Αθηναίους και να τους ενημερώνει για τις δράσεις του ΕΑΜ και τις εξελίξεις στον πόλεμο.
Η ξενάγηση στο μουσείο μετατρέπεται σε βιωματική εμπειρία χάρη στη συναρπαστική αφήγηση του Περικλή Καπετανόπουλου και τη θεατρική εμψύχωση από την Άνη και τον Φίλιππο. Οι άνθρωποι του Μ.Ε.Α. Ηλιούπολης επινοούν διαρκώς τρόπους για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών κάθε ηλικίας, αλλά κυρίως των παιδιών, για χάρη των οποίων έχουν εισαγάγει στην ξενάγηση διάφορα εκπαιδευτικά παιχνίδια. Οι μαθητές των γυμνασίων και των Λυκείων πχ, θα κληθούν να μεταφέρουν μηνύματα σε κώδικα Μορς. Οι μικρότεροι, θα γράψουν συνθήματα με μπογιά, θα φτιάξουν πανό.
Οι επισκέπτες με ειδικότερο ενδιαφέρον, οι φοιτητές και οι μελετητές της περιόδου 1940-1944 θα βρουν στον κάτω χώρο του μουσείου μια βιβλιοθήκη με περισσότερους από 500 τίτλους ιστορικών βιβλίων, η οποία επικαιροποιείται διαρκώς μέσα από δωρεές και παρουσιάσεις που πραγματοποιούνται στους χώρους του μουσείου, αλλά και τη συλλογή της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (Π.Ο.Α.Ε.Α.), με 300 και πλέον τόμους. Η βιβλιοθήκη δεν είναι δανειστική, αλλά λειτουργεί ως αναγνωστήριο και προσφέρεται ελεύθερα στο κοινό για επιστημονική μελέτη, τεκμηρίωση και έρευνα. Στον δεύτερο όροφο του μουσείου φιλοξενείται και η Συλλογή Θεμιστοκλή Καρφάκη, που αποτελείται από 40 ζωγραφικούς πίνακες που απεικονίζουν με συγκινητικό τρόπο πρόσωπα και περιστατικά της Αντίστασης. Όλα τα έργα φιλοτεχνήθηκαν από τον ίδιο τον αγωνιστή Καρφάκη και παραχωρήθηκαν στο μουσείο υπό μορφή δωρεάς.
Η είσοδος είναι ελεύθερη – κανείς δεν πληρώνει εισιτήριο για να μπει στο μουσείο. Ένα ξεφύλλισμα στο βιβλίο επισκεπτών, αποκαλύπτει ότι εκτός από τον Κικίλια έχουν μπει εδώ και αρκετοί ξένοι. Πολλοί Ιταλοί και Γερμανοί, πολλοί φοιτητές από την Αυστρία και τις ΗΠΑ, αλλά και τουρίστες από τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Σουηδία, μια οικογένεια από τη Μεντεγίν της Κολομβίας, την πόλη του Πάμπλο Εσκομπάρ.
Μαθήματα ελευθερίας ή θανάτου
Τα περισσότερα μουσεία είναι χώροι πνευματικής άσκησης κι αισθητικής καλλιέργειας, κινητοποιούν εγκεφαλικές λειτουργίες κι εκκινούν διανοητικές διεργασίες. Το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης Ηλιούπολης είναι ένας αντιδραστήρας ανεξέλεγκτων συναισθημάτων. Ένας βωμός αφιερωμένος σε ένα κομμάτι της Ιστορίας μας που αποτελείται από αμέτρητες επιμέρους ιστορίες που έχουν περάσει από τη μνήμη στην καρδιά και φορτίζουν στην ίδια ένταση τη συλλογική συνείδηση και το εθνικό μας θυμικό.
Σ’ αυτόν τον χώρο δεν γίνεται να μη συγκινηθείς. Εδώ βρίσκονται εγκιβωτισμένες οι μνήμες της πιο περήφανής μας νίκης και οι αναμνήσεις τις πιο θλιβερής μας ήττας. Η περηφάνια για το έπος του ‘40, η ανείπωτη θλίψη της Κατοχής, η ορμή της Αντίστασης, η χαρά της νίκης και η πίκρα για όσα επακολούθησαν – για την τραγωδία του Εμφυλίου η οποία δεν αποτελεί μέρος της επίσημης αφήγησης του μουσείου, αλλά απλώνει τη σκιά της πάνω από όλες τις επιμέρους αφηγήσεις.
Ο Περικλής Καπετανόπουλος συγκινείται ακόμα. Έχει κάνει εκατοντάδες ξεναγήσεις, έχει πει την ιστορία αμέτρητες φορές, αλλά υπάρχουν ακόμα πτυχές της που αγγίζουν ακαριαία τις συναισθηματικές του απολήξεις. «Περισσότερο απ’ όλα με αγγίζει η αναφορά στη συμμετοχή της νεολαίας. Γιατί εκεί έχουμε ένα σωρό παραδείγματα ηρωισμού και αυτοθυσίας, ιδιαίτερα των νεαρών παιδιών, μαχητών του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, που θυσίασαν τη ζωή τους για να μην παραδοθούν. Κι έχουμε δύο παραδείγματα σε αρκετά κοντινή απόσταση από την Ηλιούπολη. Το ένα είναι το σπίτι της Οδού Αγρέων 47, όπου τρεις νεαροί ΕΠΟΝίτες κυκλώνονται μετά από προδοσία από Γερμανούς και ταγματασφαλίτες, τους καλούν να παραδοθούν, δεν παραδίδονται και πεθαίνουν πολεμώντας. Είναι πολύ κοντά από εδώ, στην ευθεία στα δύο χιλιόμετρα. Το άλλο είναι στην Καλλιθέα, στην οδό Μπιζανίου 10, όπου 10 ανταρτοΕΠΟΝίτες κυκλώνονται πάλι σε μπλόκο από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες. Δεν έχουν οδό διαφυγής, τους προτείνεται να παραδοθούν αλλά δεν παραδίδονται, κρατούν την τελευταία σφαίρα για τον εαυτό τους και αφού ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο αυτοκτονούν και οι δέκα. Και βέβαια, όλο αυτό το αναγεννητικό έργο που έκανε η ΕΠΟΝ στην επαρχία. Με το θέατρο, τις χορωδίες, τον κινηματογράφο. Ήταν φορέας πολιτισμού. Έφερε τον πολιτισμό σε απομονωμένα χωριά της ορεινής Ελλάδας, που δεν είχαν δει ποτέ ούτε κινηματογράφο ούτε θέατρο».
Λίγα λεπτά πριν περάσουν την πόρτα του μουσείου τα παιδιά του επόμενου σχολείου και ο κος Καπετανόπουλος ξαναμπεί στη λούπα της Ιστορίας του ‘40-’44, του ζητήσαμε να ξεχωρίσει τα στοιχεία αυτής της ιστορίας που μπορούν ή που θα έπρεπε να κρατήσουμε βγαίνοντας από το μουσείο, ως διδάγματα για τη δική μας εποχή. Η ερώτηση δεν τον δυσκόλεψε καθόλου. Την έχει απευθύνει στον εαυτό του πριν από πολλά χρόνια και την απαντά κάθε μέρα μπροστά στα παιδιά που ξεναγεί: «Το πρώτο είναι σίγουρα η διαπίστωση ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων αντιτάχθηκε στους κατακτητές. Σ’ αυτό συναινούν τόσο τα έγγραφα που μας έχουν παραδοθεί από τις αντιστασιακές οργανώσεις, όσο και τα γερμανικά αρχεία. Οι Έλληνες, στη μεγάλη τους πλειονότητα, ήταν αντίθετοι στην Κατοχή και προσπαθούσαν με κάθε μέσο να κάνουν κάτι. Από την απλή αναγραφή ενός συνθήματος στον τοίχο ως την ένοπλη αντίσταση, για να ελευθερώσουν τη χώρα τους».
Το δεύτερο «μάθημα» μετά την ενότητα και την ομοψυχία, είναι «η συμμετοχή της νεολαίας στον αγώνα – 630.000 νέοι ήταν μόνο στην ΕΠΟΝ. Νέοι που δεν είχαν πολιτική τοποθέτηση ή κομματική με τα σημερινά κριτήρια. Εμφορούνταν από πατριωτικά ιδανικά και ήθελαν να παλέψουν για την ελευθερία της Ελλάδας». Το τρίτο, είναι το μήνυμα της ελευθερίας της πατρίδας που συνδυάζεται με κοινωνική δικαιοσύνη. «Αυτό προσπάθησε να κάνει το ΕΑΜ στα βουνά, νομοθετώντας και καθιερώνοντας θεσμικά ατομικά δικαιώματα και κοινωνικές ελευθερίες», υπογραμμίζει ο Περικλής Καπετανόπουλος, αναφέροντας με έμφαση το παράδειγμα των γυναικών της Αντίστασης, που πήραν τα όπλα, φόρεσαν για πρώτη φορά παντελόνια και, κάποιες απ’ αυτές, έφτασαν να γίνουν αξιωματικοί και να διοικούν τμήματα, τα οποία από ένα σημείο και μετά ήταν μικτά. «Και το κυριότερο: τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα, τα οποία οι γυναίκες τα κατοχύρωσαν με τη δράση και την ισότιμη συμμετοχή τους στον Αγώνα. Τον Απρίλιο του 1944, στις εκλογές για την ανάδειξη των εθνοσυμβούλων, των βουλευτών της ελεύθερης Ελλάδας, ψήφισαν για πρώτη φορά οι γυναίκες και οι νέοι άνω των 18. Μέχρι τότε είχαν δικαίωμα ψήφου μόνο οι άνδρες άνω των 25. Μετά τον πόλεμο οι γυναίκες έχασαν ένα σημαντικό μέρος των κεκτημένων τους, αλλά το δικαίωμα της ψήφου δεν τόλμησαν να τους το πάρουν πίσω. Ήταν κάτι που γενικεύτηκε και καθιερώθηκε τη δεκαετία του ‘50 από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Το άρωμα, δηλαδή, εκείνης της εποχής κρατούσε ακόμα».
Κατά τη γνώμη του, οφείλουμε κι εμείς να κρατήσουμε το άρωμα εκείνης της εποχής. Κι έχουμε έναν τρόπο να το κάνουμε, ο οποίος συνιστά ταυτόχρονα δικαίωμα και υποχρέωση. «Ιστορικά, η Γερμανία είναι υπόλογη απέναντι στην Ελλάδα. Για το κατοχικό δάνειο, για τις καταστροφές που προκάλεσε ο στρατός κατοχής -μιλάμε για ολική καταστροφή των υποδομών της χώρας- και για τα 1270 μαρτυρικά χωριά που κάηκαν και εκτελέστηκαν οι κάτοικοί τους. Πιστεύω λοιπόν, ότι το θέμα των Γερμανικών αποζημιώσεων δεν είναι απλώς ανοιχτό, αλλά ότι πρέπει να διεκδικηθεί σθεναρά από τις ελληνικές κυβερνήσεις οι οποίες μέχρι τώρα ποιούν την νήσσαν. Κάνουν την πάπια, ενώ θα μπορούσαν, με τις αποφάσεις που έχει βγάλει ο αείμνηστος Σταμούλης εναντίον του γερμανικού Δημοσίου για την υπόθεση του Διστόμου, να προχωρήσουν σε κατασχέσεις γερμανικών ακινήτων στην Ελλάδα, με σκοπό να πιέσουν το γερμανικό Δημόσιο να πληρώσει».