Μια φωτεινή μέρα στην Καθολική Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, στη Βούλα
Και μια διαφωτιστική συζήτηση με τον πατέρα Κρίστιαν Γκασπάλ για την πολυπολιτισμική ενορία των νοτίων προαστίων και για όσα ενώνουν (και ενίοτε χωρίζουν) καθολικούς και ορθόδοξους.
- 30/10/2023
- Κείμενο: Αντώνης Τζαβάρας
- Φωτογραφίες: Κατερίνα Καπετάνη, Άννυ Τζαβέλλα
Για να βρεθείς στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων θα χρειαστεί να διασχίσεις μια περιποιημένη αυλή που περιβάλλεται από ομοιόμορφα κλαδεμένους θάμνους και γλάστρες με λουλούδια και ν’ ανέβεις μερικά μαρμάρινα σκαλάκια. Είναι πολύ πιθανό να έχεις περάσει ήδη αρκετές φορές έξω από αυτήν την αυλή και να την έχεις προσπεράσει αδιάφορα, χωρίς να συνειδητοποιείς ότι πρόκειται για εκκλησία. Ο ναός στεγάζεται σ’ ένα σπίτι. Σε μια όμορφη μονοκατοικία πάνω στην παραλιακή λεωφόρο, μια ανάσα από την κάπως εκκεντρική πλατεία Δόγκα της Βούλας.
Η κεντρική αίθουσα του ναού είναι χαμηλοτάβανη αλλά πολύ φωτεινή κι εμπνέει θετικά συναισθήματα φιλοξενίας και ανθρώπινης ζεστασιάς. Θα μπορούσε κάποιος να σχολιάσει ότι είναι το ακριβώς αντίθετο ενός καθολικού ναού όπως τον έχουμε συνήθως στο μυαλό μας, επιβλητικό, σκοτεινό και gothic.
Κάθε Τρίτη η λειτουργία γίνεται στα αγγλικά. Αυτήν την ηλιόλουστη, σχεδόν καλοκαιρινή Τρίτη του Οκτώβρη, την παρακολουθούν δεκατέσσερις γυναίκες κι ένας άνδρας. Το κλίμα είναι κατανυκτικό. Κάθε φορά που ο πατέρας Κρίστιαν απευθύνει πρόσκληση σε προσευχή, οι περισσότερες γυναίκες γονατίζουν και απαγγέλουν μεγαλόφωνα την προσευχή ή τη διαβάζουν από την τυπωμένη σελίδα Α4 που τοποθετήθηκε νωρίς το πρωί πάνω σε κάθε ένα από τα 50 περίπου καρεκλάκια που υπάρχουν στην αίθουσα. Στους ύμνους τραγουδούν άπαντες. Κάποιες φωνές, μάλιστα, ξεχωρίζουν, ακούγονται πολύ μελωδικές. Αλλά και στο σύνολό της, η αυτοσχέδια αυτή χορωδία είναι σωστή τονικά, καλοκουρδισμένη και μεταβαίνει αρμονικά από τη χαρά στη συγκίνηση ανάλογα με τον ύμνο που τραγουδά κάθε φορά.
Η συγκίνηση κυριαρχεί αναμφισβήτητα όταν ο εφημέριος αναφέρει κάποια από τα διδάγματα του Ιησού για την Αγάπη και την Ειρήνη. Ίσως και όχι τυχαία – το μαύρο σύννεφο του νέου πολέμου στη Γάζα έχει απλωθεί ήδη πάνω από τον πλανήτη, είναι βέβαιο ότι σε κάποιον βαθμό έχει ταράξει και τον γαλήνιο ουρανό της Βούλας.
Μετά τη Θεία Ευχαριστία και το πέρας της λειτουργίας, ο πατέρας Κρίστιαν ανακοινώνει ότι σε λίγο στην αυλή θα σερβιριστεί καφές για όσους δεν βιάζονται και θέλουν να ανταλλάξουν δυο κουβέντες. Οι περισσότεροι δεν βιάζονται.
A very international group
Στην αυλή της εκκλησίας το κλίμα είναι εντελώς διαφορετικό. Πάνω στο στρωμένο τραπέζι υπάρχουν κουλουράκια σε τρεις διαφορετικές γεύσεις, δροσερό νερό, χυμός πορτοκάλι και βέβαια, ο προαναγγελθείς αχνιστός καφές φίλτρου. Γύρω από το τραπέζι συγκεντρώνονται γυναίκες που χαμογελούν, αγκαλιάζονται, μιλούν γρήγορα και φωναχτά. Είναι σίγουρο ότι χαίρονται που βλέπουν η μία την άλλη κι έχουν μια ευκαιρία να πουν τα νέα τους.
Μιλούν μεταξύ τους στα Αγγλικά, αλλά προέρχονται από διάφορα μέρη του κόσμου. Οι περισσότερες ζουν πολλά χρόνια στην Ελλάδα -τριάντα, σαράντα ή και πενήντα(!)- αλλά συνεχίζουν να προτιμούν την αγγλόφωνη λειτουργία.
Η Ρέιτσελ είναι Ιρακινή – ο σύζυγός της είναι Έλληνας που εργάζεται στη Βαγδάτη και ζει τους περισσότερους μήνες του χρόνου εκεί. Παρά τα τριάντα και πλέον χρόνια που βρίσκεται εγκατεστημένη στα Νότια Προάστια της Αθήνας, παραδέχεται ότι δεν έχει μάθει καλά ελληνικά. Για εκείνη, η λειτουργία της Τρίτης, εκτός από ώρα προσευχής και περισυλλογής, είναι και μια αφορμή να έρθει σε επαφή με αυτό το «very international group», όπως το χαρακτηρίζει.
Ο Κοσμάς, ο μόνος άνδρας που παρακολούθησε τη λειτουργία νωρίτερα, είναι Έλληνας. Δεν θα κάτσει για καφέ, ήρθε στο τραπέζι μόνο για να χαιρετήσει και να πει δυο κουβέντες για τον πατέρα Κρίστιαν. «Έχει μια παιδική αγνότητα», θα πει συγκεκριμένα. «Η συμπεριφορά του και ο τρόπος που σε προσεγγίζει μου θυμίζει το πώς ήμασταν όλοι πριν από 20-30 χρόνια, πιο ανθρώπινοι». Πριν ολοκληρώσει τη φράση του έχει ήδη φορέσει τα γυαλιά ηλίου του κι έχει περάσει το τσαντάκι του στον ώμο, αλλά δεν θα προλάβει να απομακρυνθεί προς την καγκελένια αυλόπορτα – ο πατέρας Κρίστιαν κάνει την εμφάνισή του στο προαύλιο. Ο Κοσμάς αλλάζει αμέσως κατεύθυνση, τον πλησιάζει, λένε κάτι στα πεταχτά και αποχαιρετιούνται με hi-5.
Η Πατρίτσια είναι αμερικανίδα, από τη Νεμπράσκα. Εδώ και δέκα χρόνια παίζει το εκκλησιαστικό όργανο στον Ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων. Κατά τη διάρκεια της «θητείας» της έχουν περάσει από την ενορία τέσσερις κληρικοί. «Ο πατέρας Κρίστιαν είναι ένας πραγματικός εφημέριος», σημειώνει με ενθουσιασμό. «Είναι ένας υπέροχος ιερέας και ταυτόχρονα ένας πολύ καλός άνθρωπος. Είναι κοντά μας. Δεν συμβαίνει πάντα αυτό. Κάποιοι κληρικοί είναι εξαιρετικοί κήρυκες, αλλά κρατούν αποστάσεις, περιχαρακώνονται σε έναν πιο ακαδημαϊκό ρόλο». Όταν την πειράζουν για την αποκλειστικότητα που έχει ως οργανίστα του ναού, απαντά κάπως παιχνιδιάρικα: «το κάνω χωρίς λεφτά, γι’ αυτό. Αν υπήρχε αμοιβή για τη θέση, είμαι σίγουρη ότι θα εμφανίζονταν κι άλλοι ‘μνηστήρες’». Η Πατρίτσια συνοδεύει με το όργανο και τις λειτουργίες στα ελληνικά, αλλά εξομολογείται ότι προτιμά τις αγγλόφωνες, γιατί «στα αγγλικά βγαίνουν καλύτερα οι μελωδίες».
Η Κριστίν είναι η «παλιά» του τραπεζιού, το αρχαιότερο μέλος της ενορίας. Παρακολουθεί λειτουργίες εδώ από την πρώτη μέρα που εγκαινιάστηκε ο χώρος ως οίκος προσευχής. Κατά τη γνώμη της, αυτό που κάνει τον πατέρα Κρίστιαν να ξεχωρίζει, είναι η ικανότητά του να κρατά την κοινότητα της ενορίας δεμένη και να βοηθά με όποιον τρόπο μπορεί. «Πριν τον covid είχαμε οργανώσει μια πολύ ενεργή ομάδα εθελοντών με διάφορες δράσεις», εξηγεί. «Η πανδημία μας πήγε πίσω, αλλά σιγά – σιγά ανασυντασσόμαστε». Όσο περνάει η ώρα, όλο και περισσότερες ενορίτισσες του πατέρα Κρίστιαν θέλουν να πουν κάτι για τον εφημέριό τους. Μια καλοβαλμένη κυρία που δηλώνει πολίτισσα του κόσμου («γεννήθηκα στην Αγγλία, αλλά έχω καναδικό και ελληνικό διαβατήριο»), σημειώνει ότι έρχεται εδώ για να λειτουργηθει παρότι είναι αγγλικανή. Κάποτε υπήρχε στα Νότια αγγλικανική εκκλησία, αλλά πλέον δεν είναι ενεργή. «Στο κάτω-κάτω οι διαφορές δεν είναι μεγάλες», θα συμπληρώσει χαριτωμένα. Μια άλλη ηλικιωμένη κυρία με αγγλική προφορά δηλώνει εμφατικά ότι έρχεται στη Βούλα παρότι η ενορία της είναι στην Καλλιθέα. «Κάποτε είχαμε ιερέα κοντά μας, αλλά εδώ και κάποια χρόνια η εκκλησία μας δεν λειτουργεί. Όποτε χρειαστεί, όμως, ο πατέρας Κρίστιαν βοηθάει κι εκεί, στην Καλλιθέα». Λίγο πριν αποχαιρετήσει με ένα αστραφτερό χαμόγελο και ένα πολύ βροντερό «bye bye!» την ομάδα, μια σαφώς νεότερη γυναίκα -αναμφίβολα αμερικανίδα- δηλώνει χαριτολογώντας ότι είναι «ερωτευμένη» με τον πατέρα Κρίστιαν. «Από τότε που ζω στην περιοχή, αυτός είναι ο ιερέας μας», θα διευκρινίσει. «Δεν έχω γνωρίσει άλλον, είναι κομμάτι της ζωής μου εδώ και με αναστατώνει η σκέψη ότι μπορεί κάποτε να φύγει, να αλλάξει ενορία».
Λίγα λεπτά αργότερα, στο γραφείο του πατέρα Κρίστιαν -ένα λιτά επιπλωμένο αλλά πολύ φωτεινό δωμάτιο ακριβώς πάνω από τον χώρο του ναού- ο άνθρωπος για τον οποίο από το πρωί όλοι μιλούν με τόση αγάπη και ενθουσιασμό, θα ξεκινήσει τη συνέντευξη με μια διαβεβαίωση που σίγουρα θα ανακούφιζε την Αμερικανίδα: αισθάνεται πολύ καλά εδώ, σ’ αυτόν τον ναό, σ’ αυτην την ενορία, με αυτούς τους ανθρώπους που τον ωθούν καθημερινά να γίνει καλύτερος άνθρωπος.
Μια ζωντανή και δραστήρια ενορία
Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στη Βούλα είναι μία από τις τέσσερις που υπάγονται στην ενορία της Αγίας Βαρβάρας. Η παλαιότερη και μεγαλύτερη είναι ο ομώνυμος Ενοριακός Ιερός Καθολικός Ναός Αγίας Βαρβάρας στο Λαύριο και οι άλλες δύο είναι η Παναγία του Καρμήλου στην Πλάκα Κερατέας και η Ιερά Καρδία στον Άγιο Κωνσταντίνο Λαυρίου. Γεωγραφικά, στην ενορία υπάγονται όλοι οι καθολικοί πιστοί που ζουν στις παραθαλάσσιες περιοχές από το Ελληνικό μέχρι το Λαύριο, αλλά και όσοι έχουν την έδρα τους βορειότερα, μέχρι το Μαρκόπουλο και την Παιανία. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του πατέρα Κρίστιαν, ο συνολικός αριθμός των πιστών σήμερα είναι περίπου 2000. Οι περισσότεροι είναι ξένοι και η πιο κοινή τους γλώσσα είναι τα αγγλικά, εξ ου και η αγγλόφωνη λειτουργία κάθε Τρίτη στη Βούλα.
«Κάποτε, οι περισσότεροι ενορίτες μας ήταν Έλληνες, που έμεναν στην Αθήνα και είχαν εδώ τα εξοχικά τους. Σήμερα οι Έλληνες καθολικοί είναι περίπου το 30%. Οι περισσότεροι που έρχονται στην εκκλησία είναι αγγλόφωνοι, γαλλόφωνοι, Αλβανοί βεβαίως, αλλά και από άλλες χώρες όπως οι Φιλιππίνες ή τα κράτη της Λατινικής Αμερικής. Κάποτε είχαμε και μεγάλη κοινότητα Πολωνών, αλλά τώρα έχουν λιγοστέψει γιατί γύρισαν στην πατρίδα τους ή πήγαν σε άλλες χώρες».
«Πολλές γυναίκες από το εξωτερικό είναι σύζυγοι ναυτικών ή ανθρώπων της ναυτιλίας γενικά. Οι Έλληνες ήταν πολύ δραστήριοι στον τομέα της ναυτιλίας από τη δεκαετία του ‘60. Ταξίδευαν πολύ και κάποιοι παντρεύονταν γυναίκες από άλλες χώρες».
«Πριν από μερικά χρόνια, μετά από μια λειτουργία για τα Θεοφάνεια, που είναι μεγάλη γιορτή και για τους καθολικούς και για τους ορθόδοξους, ρώτησα τους περίπου 250 πιστούς που ήρθαν στην εκκλησία από πού προέρχονταν. Μέτρησα 27 διαφορετικές εθνικότητες! Άνθρωποι από τη Συρία, το Ιράκ, την Κολομβία, τη Βενεζουέλα, την Ελλάδα φυσικά, από παντού. Σε μια τυπική κυριακάτικη λειτουργία θα βρεθούν μαζί τουλάχιστον 10 διαφορετικές εθνικότητες. Για μένα αυτό είναι το ιδανικό. Αυτό είναι η εκκλησία: καθολική. Μας αφορά και μας εμπεριέχει όλους».
«Η ιστορία αυτής εδώ της εκκλησίας, των Αγίων Αποστόλων της Βούλας, ξεκινά το 1983, όταν ένα ζευγάρι μας δώρισε το οικόπεδο και το σπίτι που μας φιλοξενεί. Η γυναίκα ήταν από την Αίγυπτο, ο άνδρας Αμερικανός. Ο πρώτος εφημέριος ήταν ο πατέρας Ανδρέας Βουτσίνος, ο οποίος ανέλαβε κι επέβλεψε τα έργα μετατροπής του χώρου σε εκκλησία. Αυτός έκανε τα πάντα εδώ. Ο διάδοχός του ήταν ο πατέρας Παλαμάρης, μετά ήρθε ο πατέρας Τζώρτζης Αλτουβάς και μετά εγώ. Πρόκειται, λοιπόν, για μια σχετικά καινούργια εκκλησία».
«Λειτουργήσαμε για πρώτη φορά το 1985, αλλά ως χώρος προσευχής – οι Άγιοι Απόστολοι αρχικά δεν αναγνωρίστηκαν ως ιερός ναός. Και δυστυχώς, με όλο το θάρρος, πρέπει να πω ότι αντιμετωπίσαμε πολύ μεγάλες δυσκολίες, τόσο από το κράτος όσο και από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σκεφτείτε μόνο ότι ο ναός αναγνωρίστηκε επίσημα πριν από μόλις πέντε χρόνια. Ουσιαστικά, βέβαια, δεν μας πείραξε ποτέ αυτό, γιατί τελικά μπορέσαμε να τελέσουμε εδώ όλα τα μυστήρια, αλλά είναι ενδεικτικό μιας νοοτροπίας. Κάποτε ζητήσαμε την άδεια να χτίσουμε στο ίδιο οικόπεδο μια μεγαλύτερη εκκλησία, αλλά βρήκαμε μπροστά μας ανυπέρβλητα εμπόδια. Σήμερα θα μας επέτρεπαν να τη χτίσουμε, αλλά δεν έχουμε πλέον τα χρήματα να το κάνουμε…».
Η εκκλησία και η κοινότητά της είναι πολύ δραστήρια στο κοινωνικό πεδίο. Δεκάδες εθελοντές διοργανώνουν φιλανθρωπικά μπαζάρ και συσσίτια, συλλέγουν και διανέμουν ρούχα, βοηθούν στον επαναπατρισμό προσφύγων και μεταναστών που θέλουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, κρατούν ενεργό το ενοριακό κέντρο ακρόασης και συμβουλευτικής. Όπως όμως είχε σχολιάσει νωρίτερα στην αυλή η Κριστίν, η πανδημία και τα λοκντάουν αποδιοργάνωσαν πολλές από αυτές τις δράσεις, τις οποίες σήμερα προσπαθεί να επανενεργοποιήσει ο πατέρας Κρίστιαν.
«Η ενορία μας προσπαθεί να βοηθήσει ουσιαστικά. Με τις λειτουργίες πρωτίστως, κάθε Κυριακή στις 11:00 και κάθε Σάββατο στις 07:00, αλλά και τις καθημερινές με λειτουργία στα ελληνικά και στα αγγλικά. Οι λειτουργίες είναι πολύ σημαντικές, γιατί η εκκλησία μπορεί- και οφείλει- να μας βοηθήσει πνευματικά».
«Υπάρχει βέβαια και το κοινωνικό κομμάτι, οι δράσεις μας. Πριν την πανδημία, όλα τα προγράμματα λειτουργούσαν άψογα, στο πλαίσιο της τοπικής οργάνωσης Κάριτας Βούλας – caritas στα λατινικά σημαίνει ‘αγάπη’. Ήμασταν περίπου 90 εθελοντές, από διάφορες εθνικότητες και διάφορες θρησκείες: καθολικοί, ορθόδοξοι, εβραίοι, μουσουλμάνοι, άθεοι. Αυτό που μας ένωνε ήταν η αγάπη. Κι εννοείται ότι δεν βοηθούσαμε μόνο τους καθολικούς, αλλά όλους όσοι έρχονταν να ζητήσουν τη βοήθειά μας. Μετά την πανδημία οι δράσεις έχουν κάπως λιγοστέψει, αλλά συνεχίζουμε να έχουμε τα συσσίτια της Τετάρτης για τους αστέγους, αλλά και τα παζάρια όπου συγκεντρώνουμε χρήματα και υλικό για οικογένειες σε ανέχεια».
«Με τα χρόνια, βέβαια, παρατηρήσαμε ότι έρχονταν εδω και άνθρωποι που δεν είχαν πραγματική ανάγκη – κάποιοι απλώς συνήθισαν να δέχονται βοήθεια από παντού, από το κράτος, απο την ορθόδοξη εκκλησία, από εμάς κλπ. Γι’ αυτό και θέσαμε κάποιες προτεραιότητες. Πρώτη μας προτεραιότητα είναι πλέον οι άστεγοι και αμέσως μετά οι οικογένειες που έχουν παιδιά και υποφέρουν. Εννοείται ότι συνεισφέρουμε όπως μπορούμε στις πλημμύρες και τις φωτιές ή και σε μεγάλες καταστροφές που συμβαίνουν αλλού, όπως οι σεισμοί στην Τουρκία. Επιπλέον, σε συνεργασία με την κοινότητα των αδελφών ιεραποστόλων της Μητέρας Τερέζας, συγκεντρώνουμε κάθε μήνα χρήματα για τους μετανάστες που ζουν στην Αθήνα».
Ένας ξεχωριστός εφημέριος
Ο πατέρας Κριστιάν Γκασπάλ γεννήθηκε το 1974 στη Ρουμανία, σε μια περιοχή κοντά στο Ιάσιο, όπου, όπως σημειώνει, το ελληνικό αποτύπωμα παραμένει διακριτό και ανεξίτηλο: «Εκεί ύψωσε τη σημαία της ελληνικής επανάστασης ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στον ναό των Τριών Ιεραρχών, που λειτουργεί μέχρι σήμερα στα ελληνικά». Ήρθε στην Ελλάδα πριν από 16 χρόνια και τα τελευταία 11 βρίσκεται εγκατεστημένος στη Βούλα. Η οικογένειά του ήταν φτωχή και πολύτεκνη.
«Είμαστε εννέα αδέλφια, έξι αγόρια και τρία κορίτσια. Και από τα αγόρια, οι τέσσερις γίναμε παπάδες. Εγώ ήμουν ο πρώτος και ακολούθησαν άλλοι τρεις. Κάποτε ήμασταν όλοι διασκορπισμένοι στην Ευρώπη. Σήμερα που η κατάσταση στη Ρουμανία έχει βελτιωθεί, τέσσερα αδέλφια μου ζουν εκεί, δύο βρίσκονται στο Δουβλίνο, δύο στη Ρώμη κι εγώ στην Ελλάδα».
«Μεγαλώνοντας στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου, έχω περάσει αρκετή φτώχεια. Στα χωριά η ζωή ήταν κάπως υποφερτή, αλλά στις μεγάλες πόλες η κατάσταση ήταν τραγική. Στο Βουκουρέστι, στην Κλουζ, στο Ιάσιο υπήρχε κόσμος που πεινούσε. Προσωπικά, λέω πάντα ότι ήμουν τυχερός που είχα αυτές τις δύσκολες εμπειρίες στην παιδική μου ηλικία και θυμάμαι με νοσταλγία τα χρόνια έζησα με τους γονείς και τ’ αδέλφια μου. Η φτώχεια με βοήθησε να καταλάβω πολλά. Μας κράτησε πολύ δεμένους μεταξύ μας και μας έμαθε να βοηθάμε και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο. Έτσι μεγαλώσαμε, ενωμένοι και με πίστη στον Θεό. Κι αυτό μας έσωσε: η πίστη μας στον Θεό και η εκκλησία. Θυμάστε τον ευχαριστήριο λόγο του Ρομπέρτο Μπενίνι στα Όσκαρ; Είχε πει κάτι που με άγγιξε πολύ: ‘Θέλω να ευχαριστήσω δημόσια τους γονείς μου, γιατί από αυτούς πήρα το πιο σημαντικό δώρο και μάθημα ζωής: μου έδωσαν τη φτώχεια’».
«Όπως γνωρίζετε, στη Ρουμανία -ειδικά επί Τσαουσέσκου- υπήρχαν περίοδοι που δεν επιτρεπόταν να εκφράζουμε την πίστη μας. Ήδη από το 1948, οι κομμουνιστές απαγόρευσαν την ελληνόρυθμη εκκλησία που τότε αντιπροσώπευε το 20% των Ρουμάνων, αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν οι διώξεις επεκτάθηκαν και στους ορθόδοξους και στους καθολικούς. Στο δικό μου χωριό -ένα μεγάλο χωριό 4000 καθολικών- δεν είχαμε πολύ σοβαρά επεισόδια, αλλά πολύ συχνά μας σαμποτάρανε. Είχαμε λειτουργία και μας έκοβαν το ρεύμα ή είχαμε προσκύνημα και μπλόκαραν τους δρόμους για να εμποδίσουν την πρόσβασή μας στον ναό. Και βέβαια, δεν μας άφηναν να χτίζουμε εκκλησίες. Αναγκαζόμασταν να χτίζουμε τη νύχτα και το πρωί τη βλέπαμε γκρεμισμένη. Είχαμε, όμως, πίστη και ελπίδα και μείναμε μαζί ως το τέλος. Και οι παπάδες της εποχής ήταν ήρωες, μας βοήθησαν πάρα πολύ».
«Η Ρουμανία, πέρα απ’ τη φτώχεια της, ήταν και μια αρκετά κλειστή χώρα. Δεν ήταν εύκολο να μάθεις γλώσσες. Στη μεγάλη βιβλιοθήκη του ιεροσπουδαστήριου όπου σπούδασα, όμως, είχαμε βιβλία στα λατινικά, στα ελληνικά, στα γερμανικά και -τα περισσότερα- στα ιταλικά. Ήμασταν υποχρεωμένοι να μάθουμε κι άλλες γλώσσες, αλλά εμένα μου άρεσαν έτσι κι αλλιώς. Σήμερα, λοιπόν, μιλάω τη μητρική μου γλώσσα, τα ρουμανικά, μιλάω άψογα ιταλικά -σπούδασα στη Ρώμη πέντε χρόνια- και πλέον μιλάω και σε καλό επίπεδο ελληνικά, ενώ για τις ανάγκες της ενορίας εδώ χρειάστηκε να βελτιώσω πολύ τα αγγλικά μου».
Κάθε φορά που η συζήτηση του δίνει την ευκαιρία, ο πατέρας Κρίστιαν τονίζει τις κοινές καταβολές και την κοινή πίστη όλων των χριστιανών κι εκφράζει την ευχή και την επιθυμία του η Ορθόδοξη και η Καθολική Εκκλησία να βελτιώσουν τις σχέσεις τους και να συνεργάζονται αρμονικά, τόσο στο πνευματικό πεδίο όσο και στις δράσεις της καθημερινότητας. Δεν αποφεύγει, βέβαια, να μιλήσει και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ως καθολικός ιερέας στην Ελλάδα, ενώ σχολιάζει με πολλή τρυφερότητα την αγάπη του για τον Πάπα και τις σχέσεις πρακτικής συγγένειας που τον συνδέουν πλέον με τους ενορίτες του.
«Για εμάς τους καθολικούς, η σχέση μας με τον Πάπα, με τον επίσκοπο της Ρώμης, είναι μια ευλογία και μια προστασία. Είμαστε δεμένοι και ενωμένοι με τον Πάπα, τον οποίο θεωρούμε διάδοχο του Χριστού και του Αποστόλου Πέτρου. Τον αγαπάμε και τον σεβόμαστε γιατί εκφράζει με την παρουσία του την ενότητα όλης της Καθολικής Εκκλησίας και με τον ίδιο τρόπο σεβόμαστε τους επισκόπους που είναι οι κοντινοί του συνεργάτες και προσευχόμαστε κάθε μέρα γι’ αυτούς».
«Εγώ ξεκίνησα να σπουδάζω στη Ρώμη το 1994 και γνώρισα τον Μέγα -πραγματικά Μέγα- και άγιο άνθρωπο, Ιωάννη Παύλο Β’. Ήταν ένας πολύ ανοιχτός άνθρωπος και προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει όλους τους Χριστιανούς να είναι ενωμένοι. Γνώρισα προσωπικά και τον διάδοχό του, τον Γερμανό Πάπα Βενέδικτο – ευφυής και με οξύ πνεύμα. Ο σημερινός Πάπας Φραγκίσκος μας βοηθάει πάρα πολύ. Μας προβοκάρει διαρκώς και μας ωθεί να γινόμαστε καλύτεροι. Τον υποδεχτήκαμε και στην Ελλάδα πριν από δύο χρόνια, συμμετείχα κι εγώ προσωπικά στην υποδοχή, ως υπεύθυνος της ποιμαντικής μέριμνας».
«Όσο για τη συνεργασία των κληρικών με τους λαϊκούς, για μένα είναι απαραίτητη. Δεν μπορώ να υπάρξω εγώ ως ιερέας αν δεν έχω ποίμνιο. Και αντίστοιχα, δεν μπορεί να υπάρξει ένα ποίμνιο χωρίς έναν καλό ποιμένα. Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι ο ιερέας κάνει το καλό ποίμνιο, την κοινότητα, αλλά ισχύει και το αντίθετο: και το ποίμνιο κάνει τον παπά, τον ιερέα. Οι λαϊκοί που έρχονται σ’ αυτήν την εκκλησία με αγαπάνε και με την αγάπη τους με ωθούν να γίνω καλύτερος άνθρωπος και ιερέας. Η μεταξύ μας συνεργασία είναι απαραίτητη, εγώ τη βλέπω και σαν μια προσωπική ευλογία. Με προστατεύουν, με βοηθάνε, πολλές φορές συνδράμουν και στα πολύ απλά και καθημερινά πράγματα, με το φαγητό και τον καθαρισμό. Οι καθολικοί παπάδες δεν παντρεύονται, οπότε η οικογένειά του ιερέα είναι αυτή η κοινότητα, που πράγματι φροντίζει τον ιερέα να αισθάνεται καλά και να μην του λείπει τίποτα».
«Με τις τοπικές αρχές έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία. Γνωρίζουμε και τον δήμαρχο της περιοχής, που ήρθε δύο φορές να δει το έργο της Κάριτας και τις δραστηριότητες που αναπτύσσουμε. Επιπλέον, η εκκλησία έχει πλέον αναγνωριστεί, οπότε κάποια εμπόδια του παρελθόντος δεν υπάρχουν πια. Με την Ορθόδοξη Εκκλησία, δυστυχώς, οι σχέσεις μας ως ενότητα, ως προσευχή και ως τελετές, παραμένουν σε ένα όχι καλό επίπεδο. Και λέω δυστυχώς, γιατί έχουμε την ίδια πίστη, τον ίδιο Θεό, την ίδια Παναγία».
«Υπάρχει ένα μεγάλο θέμα εδώ και πρέπει να το αναφέρουμε. Η Καθολική εκκλησία στην Ελλάδα υπάρχει και δεν υπάρχει. Όπως ξέρετε, η πρώτη και μοναδική εκκλησία που είναι αναγνωρισμένη εδώ είναι η Ορθόδοξη. Γι’ αυτο και οι ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας δεν πληρώνονται από το κράτος. Ο μισθός μας και η βοήθεια που δεχόμαστε προέρχονται αποκλειστικά από τις ενορίτισσες και τους ενορίτες μας. Κι όμως, μπορούμε να ζούμε και είμαστε πολύ καλά, γιατί ο κόσμος αγαπάει και βοηθάει την εκκλησία και τον ιερέα του. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα. Ήδη η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα βιώνει μια δύσκολη κατάσταση κι αυτοί που λένε ότι ο Πάπας μας βοηθάει με λεφτά του Βατικανού δεν είναι αλήθεια».
«Είμαστε όλοι Χριστιανοί, είμαστε όλοι βαφτισμένοι κι αυτό που ζητάμε -χωρίς να ζητιανεύουμε- είναι το κράτος να αναθεωρήσει τη στάση του, τουλάχιστον απέναντι στους Χριστιανούς άλλης ομολογίας, όπως είναι οι καθολικοί και οι προτεσταντες. Ζητάμε να μας αναγνωρίσουν, να έχουμε ασφάλιση και να αισθανόμαστε ασφαλείς τόσο εμείς όσο και οι ναοί μας. Εγώ προέρχομαι από τη Ρουμανία. Κι εκεί υπάρχει Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά αναγνωρίζονται και όλες οι άλλες εκκλησίες και οι ιερείς τους. Είμαστε στην Ευρώπη, δεν είμαστε στην Αφρική».