Ο ‘Τάσος’ έκανε την τυρόπιτα εθνικό φαγητό της Γλυφάδας
Αυτή είναι η ιστορία της πιο αγαπημένης σφολιάτας των Νοτίων.
- 14/06/2016
- Κείμενο: NouPou.gr
Είμαστε περήφανοι για όλα μας τα κείμενα στο NouPou. Για τις συνεντεύξεις, τις παρουσιάσεις, τα μικρά μυστικά των νοτίων προαστίων που ο καθένας πρέπει να γνωρίζει, αλλά και όλα εκείνα τα αφιερωματικά που μας κάνουν να αναπολούμε. Αυτό το κείμενο είναι ένα από αυτά. Γιατί στη θέση που βρίσκομαι αυτή τη στιγμή -βλέποντας τον Θόδωρο τον αρτοποιό να βγάζει με το εμβληματικό του χαμόγελο μία ζεστή τυρόπιτα και να μου την δίνει στο χέρι- έχουν βρεθεί χιλιάδες άνθρωποι. Όλων των ηλικιών και, όπως έχει αποδειχθεί μέσα στα χρόνια, απ’ όλα τα μέρη της Αττικής.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson
Η τυρόπιτα του Τάσου σήμερα, είναι η συνέχεια μίας όμορφης γευστικής ιστορίας που ξεκίνησε ο αρτοποιός Αναστάσιος Κοιτίδης (σ.σ.: γνωστός ως κυρ’ Τάσος στους παλαιότερους). Μίας ιστορίας που με τόση αγάπη και ποιότητα μεταλαμπάδευσε στον γιο και στην συνέχεια στον εγγονό του.
Βλέπεις, πίσω στο 1955, υπήρχαν πολύ συγκεκριμένοι λόγοι για να επισκεφθεί κανείς την οδό Μαραγκού στη Γλυφάδα. Είτε βρισκόταν στο δρόμο για την ταβέρνα «Γλυφαδιώτισσα», είτε πήγαινε στο αρτοποιείο «Ο Τάσος», που ξεχώριζε για τις τυρόπιτες και τα νεγράκια του. Ο κ. Τάσος έφυγε από το Αριάν όπου έφτιαχνε τις δημιουργίες του, για ν’ ανοίξει το δικό του μαγαζί το 1971. Σήμερα ο εγγονός του, που δεν κατέχει μόνο το όνομα αλλά και την τέχνη του παππού του, είναι εκείνος που έχει την ηθική ευθύνη να κρατήσει την γεύση όπως ακριβώς την θυμόμασταν όλοι από παιδιά. Και τα καταφέρνει με το παραπάνω. «Η απάντηση είναι απλή. Δεν αλλάζω τους προμηθευτές μου. Θα μπορούσα, λόγω της κρίσης, να φέρω στο μαγαζί ένα Β’ προϊόν. Δεν το έχω κάνει και δεν πρόκειται να το κάνω. Έχω ”κληρονομήσει” τους προμηθευτές από τον πατέρα μου και εκείνος από τον παππού μου. Σκέψου πως η φέτα μας έρχεται από την αρχαία Ολυμπία. Ό,τι και να γίνει παίρνω πάντα μία στάνταρ ποσότητα. Αν αυτό μία μέρα το άλλαζα θα το καταλάβαινες. Θα έτρωγες μία. Άντε δύο. Μετά δεν θα ξαναερχόσουν».
Κάθε φορά που περνάω έξω από το μαγαζί, αναρωτιέμαι αν έχει την ίδια δουλειά. Και να λοιπόν που είναι Τετάρτη πρωί και ήδη έχει περάσει ένα πλήθος ανθρώπων όσο συνομιλούμε με τον Τάσο. Μια παρέα πιτσιρικάδων που έχουν φορέσει ήδη τα μαγιό τους. Ένας κύριος με τη γυναίκα του που μας γνέφουν χαμογελώντας για καλημέρα. Ένας καλοντυμένος άντρας γύρω στα 40 που κάθεται στο πλαστικό λευκό παγκάκι που βρίσκεται έξω από το αρτοποιείο και μας παρακολουθεί να μιλάμε. Όλα έχουν έναν αέρα αλλιώτικο. Είναι λες και ο χρόνος στο μικρό τετράγωνο του Τάσου έχει κολλήσει σε μία άλλη, πιο όμορφη και αγνή εποχή. «Το μαγαζί είναι παραδοσιακό. Εμείς είμαστε παραδοσιακοί. Ο Θόδωρος που δουλεύει μέσα είναι από το 1986 στο μαγαζί. Ήταν κυριολεκτικά παλικαράκι όταν ξεκίνησε. Η κα. Παρασκευή που μας βοηθάει, την έχω σαν μάνα μου. Είναι μαζί μας από το ’90. Ακόμη και το μηχάνημα που βλέπεις μέσα για την ζύμη. Είναι από το 1970 αλλά κάνει καλά τη δουλειά του. Δεν θέλω να το αλλάξω. Το μόνο που κάνω είναι να αλλάζω τους ιμάντες». Στον Τάσο έχουν φάει κυριολεκτικά οι πάντες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Κων’νος Καραμανλής. Ο Γεώργιος Ράλλης. Διάσημοι τραγουδιστές και ηθοποιοί. Και όλοι είχαν τον δικό τους καλό λόγο να πουν για τον παππού Τάσο. «Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν κάτι σαν μασκότ για την Γλυφάδα. Και εγώ αδυνατούσα να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε και γιατί ήταν τόσο γνωστός. Τι να σου πω πρωτοπώ. Ερχόντουσαν τραγουδιστές. Ηθοποιοί. Επιχειρηματίες. Εφοπλιστές. Έχω μνήμες από την Δημητρίου, που ερχόταν τα ξημερώματα από τη Νεράιδα και έπαιζαν τάβλι με τον παππού μου. Μιλάμε για απίστευτα σκηνικά».
Όσο ο κόσμος αγαπούμε τον παππού Τάσο, τόσο εκείνος αγαπούσε τον Πανιώνιο. «Τρέλα. Αγάπη. Ψύχωση. Δεν ξέρω αν μπορώ να βρω κατάλληλες λέξεις για να περιγράψω την σχέση του με τον Πανιώνιο». Ακόμη και η «στολή» που φοράνε μέσα οι αρτοποιοί -και ο ίδιος ο Τάσος- είναι στα κοκκινογάλανα χρώματα των Πανθήρων της Νέας Σμύρνης. Τόση ήταν η αγάπη για την ομάδα, που το περίφημο νεγράκι απέκτησε το όνομα του από τον ποδοσφαιριστή Κώστα Νέγρη. «Αυτή η ιστορία βέβαια, είναι πλέον λίγο-πολύ γνωστή. Υπάρχουν φωτογραφίες με την ομάδα να ποζάρει έξω από το μαγαζί. Ο παππούς έφτιαχνε πράγματα και πήγαινε και τα πουλούσε στο γήπεδο. Τι να κάνω; Του βγήκα Παναθηναϊκός». Οι ιστορίες του Τάσου για τον Πανιώνιο είναι ατελείωτες. Όπως λέει και ο ίδιος υπάρχει τόσο φωτογραφικό υλικό στο σπίτι του, που θα το ζήλευε και ο ίδιος ο Σύλλογος.
Όμως πέρα από τους σούπερ σταρς -την τυρόπιτα και το νεγράκι- το αρτοποιείο ξεχωρίζει και για άλλα γευστικά κομμάτια, όπως είναι η κρεατόπιτα και η σπανακόπιτα. Και ο εγγονός Τάσος κρατάει μέχρι σήμερα την ποιότητα στα ίδια ακριβώς επίπεδα. Ακόμη και αν ξεκίνησε…ξεμπερδεύοντας τα χαρτάκια για τα γλυκά.
«Μεγάλωσα εδώ μέσα. Η πρώτη δουλειά που με έβαλε να κάνω ο παππούς, ήταν να βγάζω τα χαρτάκια για τα γλυκά από το φακελάκι και να τα ξεμπερδεύω για να κάνουν πιο γρήγορα οι μάστορες. Συνέχισα μετά μεγαλώνοντας, με το να δουλεύω κάποια καλοκαίρια για να βγάλω κάποια λεφτά. Στη συνέχεια ήμουν ένας από αυτούς. Και βέβαια θα ήθελα να το αναλάβει το παιδί μου, αλλά μόνο αν το θέλει. Εμένα δεν με πίεσε κανείς. Το αγάπησα και με αγάπησε. Ήρθε από μόνο του».
Είμαστε περήφανοι για όλα μας τα κείμενα στο NouPou. Για τις συνεντεύξεις, τις παρουσιάσεις, τα μικρά μυστικά των νοτίων προαστίων που ο καθένας πρέπει να γνωρίζει, αλλά και όλα εκείνα τα αφιερωματικά που μας κάνουν να αναπολούμε. Πιο πολύ απ’ όλα όμως, ξεχωρίζουν και κάποια από τα πρόσωπα που γνωρίζουμε. Πρόσωπα που, όπως και εμείς, δεν είδαν ποτέ την δουλειά τους σαν μία «δουλειά». Γιατί μπορεί ο παππούς Τάσος να έμαθε στο γιο και στον εγγονό τα μυστικά της σφολιάτας, αλλά παράλληλα τους έμαθε και κάτι που δείχνει να χάνεται στις μέρες μας. Την αγάπη γι’ αυτό που κάνουν. Την επόμενη φορά που θα βρεθείς στον «Τάσο», μην βιαστείς να πάρεις την τυρόπιτα στο χέρι και να φύγεις. Κάτσε στο πλαστικό παγκάκι και προσποιήσου πως όλα τα υπόλοιπα δεν είναι εκεί. Φέρε το μυαλό σου πίσω και άσε τις εικόνες να ζωντανέψουν από τις μυρωδιές. Είναι κάπου εκεί, πάνω σε αυτή τη λεπτή γραμμή που ισορροπούμε τις αναμνήσεις μας στο παρόν, που θα νιώσεις ξανά σαν παιδί που μόλις πήρε την τυρόπιτα από το χέρι του κ. Τάσου.
Αν είσαι αρκετά τυχερός και αφήσεις την φαντασία σου ελεύθερη, ίσως να τον δεις να σου χαμογελάει στο κατώφλι της πόρτας.