Ο θρύλος του Egomio: Ο Τάκης Ντόκος μας μιλάει για το πιο επιτυχημένο café της Αττικής
Αναμνήσεις από το αγαπημένο στέκι των νοτίων προαστίων που εξελίχθηκε σε σύμβολο της περιοχής (και της εποχής).
- 01/10/2020
- Κείμενο: Γιώτα Παναγιώτου
- Φωτογραφίες: Ζήσιμος Ζήζος
Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Καφέ, ψάχναμε εδώ και καιρό στη σύνταξη του NouPou ένα σχετικό θέμα, διατυπώνοντας διάφορες ιδέες. Κάντε τώρα εικόνα το πόσα πράγματα έχουν να «καταθέσουν» στη συζήτηση άνθρωποι με διαφορετικές ηλικίες, εμπειρίες και γούστα και θα καταλάβετε πόσες προτάσεις «έπεσαν» στο τραπέζι. Συζητώντας, αυτό που όλοι όμως συνειδητοποιήσαμε ήταν το πόσο ζωντανά εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί στις αναμνήσεις μας το θρυλικό Egomio, το café που εξελίχθηκε σε σύμβολο στα νότια προάστια.
Συμφωνήσαμε, λοιπόν, την 1η Οκτωβρίου να μιλήσουμε με τον Τάκη Ντόκο, τον ιδιοκτήτη του Egomio, του ναού ο οποίος (ας το παραδεχτούμε) μας μύησε στον καλό καφέ από την πρώτη κιόλας στιγμή που άνοιξε τις πόρτες του στην οδό Ζησιμοπούλου, το μακρινό 1996. «Ήμουν μόλις 28 χρονών, όταν το Egomio πήρε σάρκα και οστά. Είχα ήδη γράψει αρκετά χιλιόμετρα στον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης στα νότια και βλέποντας ότι ο καφές είχε αρχίσει να γίνεται μόδα, αποφάσισα να ρισκάρω, αλλάζοντας κατεύθυνση επαγγελματικά. Ήθελα να δημιουργήσω έναν χώρο που θα μπορούσε ο κόσμος να αισθάνεται σαν το σπίτι του. Στην αρχή μάλιστα στην αυλή, όταν ακόμη είχαμε τα μπαμπού σαλόνια και την μπουκαμβίλια, οι πελάτες έπαιζαν τάβλι! Θεωρούσα ότι υπήρχε κενό στην αγορά, στο οποίο άξιζε να επενδύσει κανείς. Και τα πράγματα έδειξαν πως δικαιώθηκα», δηλώνει. Πολύ γρήγορα το Egomio κατέκτησε τις καρδιές των ανθρώπων. Κι εκεί παρέμεινε. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι το όνομά του δεν είναι μια λέξη, όπως επικράτησε, αλλά δύο. «Όταν σκεφτόμασταν πώς θα το βαφτίσουμε, επέμενα η ονομασία να μην είναι ελληνική. Οι λατινικές λέξεις Ego – Mio περιγράφουν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που νιώθαμε εκείνη την εποχή που θέλαμε να προβάλουμε τον εαυτό μας προς τα έξω (mio ego = my ego, το εγώ μου). Μετά μας άρεσε και το παιχνίδι με την ελληνική λέξη “εγκώμιο”. Θέλαμε να μιλούν για εμάς καλά».
Κοιτάζοντας προς τα πίσω στον χρόνο, γεγονός αδιαμφισβήτητο παραμένει πως την περίοδο εκείνη ο καφές έπαιξε μεγάλο ρόλο στην κοινωνικοποίηση των ανθρώπων. Τα οικονομικά δεδομένα ήταν σαφώς καλύτερα, πράγμα που σημαίνει ότι και η ψυχολογία όλων ήταν ανεβασμένη, ενώ οι τάσεις του εξωτερικού στο χώρο της εστίασης υιοθετούνταν πιο εύκολα, μιας και το κοινό είχε τη δυνατότητα να κάνει πολλά ταξίδια και να μάθει το τι συμβαίνει διεθνώς. «Πήγαινα πολύ συχνά στην Ιταλία, στη Λατινική Αμερική, αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου και ό,τι καλό έβλεπα και δοκίμαζα το προσάρμοζα στα δικά μας δεδομένα. Αυτόματα αυτό στεφόταν με επιτυχία. Οι πελάτες μας αγαπούσαν τις καινοτομίες». Οι φανατικοί όμως του Egomio λάτρευαν και την υψηλή ποιότητά του. Κυρίως, μάλιστα, αυτή. «Έρχονταν από κάθε γωνιά της Αθήνας και ρωτούσαν “μα πως τον φτιάχνετε, αυτόν τον καφέ, ποιο είναι το μυστικό του”. Γελούσα. Δεν υπήρχε κανένα τρικ. Απλά, επέμενα στην υψηλή ποιότητα του καφέ και δεν έκανα εκπτώσεις στην ποσότητα που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί από τον barista, για να έχουμε το τέλειο αποτέλεσμα. Εκείνη την περίοδο ο νες και ο φραπέ έκαναν θραύση και συχνά με ρωτούσαν αν είχε μέσα ασπράδι αυγού για να στέκεται! Τίποτα δεν είχε, παρά μόνο καλό καφέ, καθώς και προσοχή κι αγάπη σε κάθε λεπτομέρεια της παρασκευής του!».
Άλλη μια καινοτομία, που πολύ εκτιμήθηκε από τον κόσμο, ήταν ότι το Egomio ήταν το μόνο στην κατηγορία του που πρόσφερε καφέ μετά τις 21:00, όταν τα υπόλοιπα σταματούσαν – και είχε καταπληκτικό σέρβις. Τα παιδιά στον μπουφέ θυμόντουσαν τι έπιναν οι σταθεροί πελάτες και εκτελούσαν άμεσα την παραγγελία, μόλις οι τελευταίοι περνούσαν το αυστηρό face control της εισόδου κι έμπαιναν στο εσωτερικό. Και μιλάμε για αυστηρή πόρτα. «Με βρήκαν τις προάλλες δύο κοπέλες, πρώην μοντέλα, οι οποίες μεταξύ αστείου και σοβαρού μου αποκάλυψαν ότι ακόμα έχουν ψυχολογικό τραύμα από το γεγονός ότι δεν τις άφησαν κάποτε να μπουν! Το παραδέχομαι ότι ήταν σκληρό, αλλά τα παιδιά στην είσοδο είχαν εκπαιδευτεί ώστε οι πελάτες που βρίσκονταν κάθε φορά στο Egomio να μπορούν να συνυπάρχουν. Να υπάρχει μια ομοιογένεια μεταξύ τους, να μπορούν να διασκεδάσουν και να δέσουν μαζί. Δεν κρυβόταν κάτι προσωπικό ή ρατσιστικό πίσω από αυτή την κίνηση». Επίσης, όλοι οι σερβιτόροι ήταν άνδρες. «Πολλοί με είχαν ρωτήσει για ποιο λόγο δεν υπήρχαν γυναίκες ανάμεσα στους εργαζομένους. Δεν είχα κι ούτε έχω κάποιο θέμα με το γυναικείο φύλο. Οι συνθήκες δουλειάς όμως ήταν ιδιαίτερα βαριές. Ο κόσμος πολύς και οι ώρες εργασίας αμέτρητες. Όσα κορίτσια ήρθαν, δυστυχώς δεν άντεξαν και τα παράτησαν. Αλλά το Egomio για να λειτουργήσει σωστά έπρεπε να έχει μια δεμένη, σταθερή ομάδα κι αυτό δε θα μπορούσε να γίνει αν είχαμε επαναλαμβανόμενες αποχωρήσεις. Γι’ αυτό, αφού μεσολάβησαν αρκετές παραιτήσεις από τις γυναίκες που είχαμε διαλέξει, αποφασίσαμε να προσλαμβάνουμε μόνο άντρες».
Έχοντας υποστεί τέσσερις ανακαινίσεις μέσα σε έντεκα χρόνια, ώστε να είναι όλο και καλύτερα προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα διακόσμησης και ταυτόχρονα στην αίσθηση της απόλυτα κιμπάρικης φιλοξενίας, το Egomio εξελίχθηκε στο στέκι που μπορούσε κανείς να πιει τον εξαιρετικό καφέ του ήσυχα δίπλα σε όλο το enfant gateaux της κοινωνίας του νότου (πόσες φορές δεν καθίσαμε δίπλα στον Αντώνη Ρέμο και στον Πύρρο Δήμα) – απολαμβάνοντας μάλιστα και καλή κουζίνα με πιάτα τα οποία έγραψαν ιστορία, όπως το περίφημο κοτόπουλο με σως λεμόνι ή το κολασμένο σουφλέ σοκολάτας. Πουθενά δεν υπήρχαν παπαράτσι και η ιδιωτικότητα ήταν εξασφαλισμένη εκ των προτέρων, ενώ μεγάλη προσοχή δινόταν στις μουσικές επιλογές. Τα κομμάτια που ακουγόταν στα ηχεία ήταν από DJ και αυστηρά ξένα – μόνο κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς, στα περιβόητα πάρτι αποχαιρετισμού του παλιού έτους και της υποδοχής του πολλά υποσχόμενου νέου, ακούγονταν ελληνικά τραγούδια, καθώς ταίριαζαν με το απίστευτο, απολαυστικά εξουθενωτικό, γιορτινό ξεσάλωμα. «Το πάρτι της παραμονής ήταν το απόλυτο highlight της σεζόν. Διασκεδάζαμε τόσο πολύ που τελείωναν τα πάντα. Δεν έμενε ούτε μπουκάλι όρθιο και γεμάτο, ενώ πάνω στο κέφι έσπαγαν σχεδόν όλα τα ποτήρια. Την επόμενη μέρα, την πρωτοχρονιά δηλαδή, φέρναμε με το ζόρι τους προμηθευτές με τα φορτηγά γιατί δε γινόταν να ανοίξουμε διαφορετικά κι ο κόσμος περίμενε. Είχα αρκετές φίλες που σχεδόν με «απειλούσαν» γιατί παρέσυρα τους συντρόφους τους στο γλέντι και ξεχνούσαν να γυρίσουν στο σπίτι!»
Δε γίνεται φυσικά να μην αναφέρουμε ότι το Egomio ήταν το σωστό σποτ για να χαζέψεις την περατζάδα- πασαρέλα του δρόμου, αλλά και να ζήσεις μεγάλες προσωπικές στιγμές. «Είναι απίστευτο το πόσα ζευγάρια γνωρίστηκαν στο Egomio, πόσες προτάσεις γάμου έγιναν, αλλά και πόσα διαζύγια βγήκαν από επώνυμους και μη πελάτες. Αστεία περιστατικά, συγκινητικές στιγμές, ακόμη και καυγάδες επωνύμων – όλα έπαιζαν εδώ, όπως συμβαίνει και καθημερινά στη ζωή».
Πολύ σύντομα η τάση του στιγμιαίου καφέ αντικαταστάθηκε από τον εσπρέσο και τον καπουτσίνο, αλλά ακόμη κι εκεί το Egomio ήταν πρωτοπόρο. Ειδικά όταν τον Νοέμβριο του 2007 μετακόμισε από την πιάτσα της Ζησιμοπούλου (για να βρεθεί στη διόλου λαοφιλή, σχεδόν terra incognita οδό Κύπρου, στη θέση του παλιού σινεμά Αίγλη, οπότε και μετονομάστηκε σε Egomio Ache) απέδειξε ότι ήταν ακόμη σε θέση να δίνει άλλη αξία στο ποτό του Σαββάτου και στον καθιερωμένο καφέ της Κυριακής, τιμώντας επάξια την παράδοση. «Έπρεπε να αλλάξουμε χώρο. Ήδη στη Ζησιμοπούλου γινόταν το αδιαχώρητο και ένιωθα πως πρέπει να πάρουμε αέρα. Έληγε και το συμβόλαιο, οπότε σκέφτηκα ότι αφού έχουμε να κάνουμε καινούρια πράγματα, ας τα κάνουμε σε νέο χώρο. Εν τω μεταξύ, είναι αστείο, αλλά στην αρχή υπήρχαν πελάτες που όταν τους έλεγαν ότι δεν σερβίρουμε στιγμιαίο καφέ, εκνευρίζονταν και συχνά έφευγαν. Αντί για τον κλασικό φραπέ που είχαν συνηθίσει, εμείς σερβίραμε παγωμένο εσπρέσο με τριμμένο πάγο! Σιγά, σιγά όμως ο κόσμος εκπαιδεύτηκε και σε αυτό. Κι όχι μόνο. Εδώ έμαθε να αγαπά και τα μουσικά lives. Δε θα ξεχάσω ποτέ τις εμφανίσεις που έκαναν οι Μέλισσες, ο Γιώργος Σαμπάνης, ο Γιάννης Βαρδής και οι My Excuse, μια ροκ μπάντα από τη Θεσσαλονίκη». Το Egomio Ache κατόρθωσε ακόμη και μέσα στην οικονομική κρίση να επιβιώσει γιατί είχε κάτι όμορφο και ποιοτικό να πει στο κοινό των νοτίων προαστίων και το έκανε καλά. Παρόλα αυτά κι ίσως επειδή όλα τα ωραία πράγματα κάποτε νομοτελειακά τελειώνουν, ο κύκλος του ολοκληρώθηκε στις 18/11/2014, αφήνοντας στην καρδιά μας ένα κενό.
Να όμως που η τελευταία λέξη δεν έχει ειπωθεί ακόμη. Μέσα καλοκαιριού του 2020, μετά από μια περίοδο απουσίας που κράτησε αρκετά χρόνια, ο Τάκης Ντόκος επέστρεψε με τη νέα εκδοχή του αγαπημένου μας café: το Mio Princesa, που κρατά ένα κομμάτι από το παλιό όνομα κι από έναν minimal colonial χώρο, μας προσκαλεί να απολαύσουμε μια εξαιρετική λίστα κρασιών και κοκτέιλ, παρέα με προτάσεις mediterenian fusion κουζίνας. Και κυρίως εκπληκτικό καφέ. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως από εκεί ξεκίνησαν όλα.