Πήγαμε στον Πεζούλα για ψάρια «ελευθέρας βοσκής» και μάθαμε την ιστορία του
Η ιστορική ψαροταβέρνα του Πεζούλα στις Τζιτζιφιές σερβίρει ακόμη τη γευστική ψαρόσουπα για την οποία πήγαιναν οι μεγάλες λαϊκές φωνές και γλεντούσαν μέχρι το πρωί.
- 19/05/2017
- Κείμενο: Πωλίνα Παρασκευοπούλου
Παρκάρω το αυτοκίνητό μου ακριβώς δίπλα στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σ’ ένα μικρό στενό που λέγεται Πεισιστράτου. Μπροστά μου ορθώνεται μεγαλοπρεπής η μοντέρνα αρχιτεκτονική και μόλις γυρίζω το κεφάλι απλώνεται ένας δρόμος που μοιάζει με παλιά γειτονιά. Δύο κόσμοι διαφορετικοί κι όμως σ’ εκείνο το σημείο μοιάζουν να ενώνονται αρμονικά στην υγειά κάποιας ιδέας αιωνιότητας. Προχωράω ελάχιστα βήματα, γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με αρώματα από τους καρπούς της Άνοιξης που φιλοξενούν τα δέντρα και βρίσκομαι μπροστά σε μια μικρή αυλή σε νησιώτικο μοτίβο με μια ξύλινη ταμπέλα που γράφει “Πεζούλας”.
Ξαφνικά μεταφέρομαι σε κάποιο Κυκλαδίτικο νησί κι αυτή η ψαροταβέρνα φαντάζει σαν το κοινό μυστικό των ντόπιων που το κρατούν καλά φυλαγμένο για να το απολαμβάνουν μόνοι τους. Μόνο που ο Πεζούλας βρίσκεται στην Αθήνα από το 1951 και ίσως τα πρώτα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μόνο να υπήρξε κοινό μυστικό των θαμώνων του Ιπποδρόμου ή των μπουζουξήδων που πήγαιναν εκεί μετά το πρόγραμμά τους για ψαρόσουπα.
Μιλάω με τον Παναγιώτη, την τρίτη γενιά πάνω από τα τηγάνια του Πεζούλα και αρχίζει να μου εξιστορεί πώς ξεκίνησε ο συνονόματος παππούς του την οικογενειακή αυτή ταβέρνα. “Το 1951, ο παππούς μου Παναγιώτης Πεζούλας και η γιαγιά μου Παναγιώτα που έμεναν σε αυτό ακριβώς το σημείο, μέσα σ’ ένα μικρό δωμάτιο αποφασίζουν να ανοίξουν ένα αναψυκτήριο πίσω από τον Ιππόδρομο για να εξυπηρετούν τους επισκέπτες των αγώνων τα μεσημέρια. Στη συνέχεια, το αναψυκτήριο γίνεται οινομαγειρείο, με δικό μας κρασί, το οποίο και φτιάχνουμε μέχρι σήμερα. Αρχίζουν να έρχονται όλο και περισσότεροι αναβάτες, προπονητές και παίκτες. Ο παππούς μου τα βράδια, σερβίρει και 1-2 πιάτα με θαλασσινά. Κάπως έτσι, λίγο αργότερα το οινομαγειρείο μετατρέπεται σε ψαροταβέρνα. Ήταν σαν να σε τράβαγε το ρεύμα προς τα’ κει. Οι Τζιτζιφιές τότε είχαν μόνο ψαροταβέρνες, μπουζουξίδικα και τον Ιππόδρομο. Δεν υπήρχε άλλος λόγος για να κατέβεις εδώ”.
Πιάτα πολύ απλά στη σύλληψη, όπως η κλασική σαλάτα με τα βραστά λαχανικά και η (διαφορετική του) ψαρόσουπα αλλά που η νοστιμιά τους έκανε τον “Πεζούλα” ξακουστό στους γαστριμαργικούς κύκλους της εποχής εκείνης. “Από εδώ πέρασαν μεγάλες φωνές του εγχώριου πενταγράμμου, από την Μπέλλου και τον Παπαϊωάννου μέχρι τον Ευσταθίου και τον Τσιτσάνη, πριν ή μετά το πρόγραμμά τους στα μπουζουξίδικα της περιοχής. Ερχόντουσαν να φάνε και στη συνέχεια έπαιζαν το μπουζούκι τους και τους τζουράδες τους και γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Ο παππούς μου ήξερε πολύ κόσμο από τα μπουζούκια γιατί παράλληλα με το αναψυκτήριο δούλευε σερβιτόρος στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Γιάννης Παπαϊωάννου”.
Μέσα σ’ αυτό το χώρο έχουν γίνει αξέχαστα γλέντια, με πρώτους γλεντζέδες τους πρωταγωνιστές των κέντρων “Φαληρικόν”, “Βεντέτα”, “Κουλουριώτης”, “Νταίζη” και “Ο Γιώργος”. Κάθε βράδυ ήταν κι ένα διαφορετικό γλέντι. Εκτός από τους παραπάνω, στη διασκέδαση ακολουθούσαν κι άλλες λαικές φωνές. Χρυσάφη, Ντάλια, Γκρέυ, Πάνου, Μανισαλή, Γιώργος Λαύκας, οι αδελφοί Μήτσος και Σπύρος Ευσταθίου και Διαμαντής Πανάρετος. Ο γιος του Παναγιώτη, πρώτου ιδιοκτήτη και πατέρας του Παναγιώτη, της τρίτης γενιάς, Λυμπέρης Πεζούλας, μου εξιστορεί ένα περιστατικό που του έχει μείνει στη μνήμη από εκείνη τη περίοδο, όντας ακόμη παιδί. “Θυμάμαι ένα καλοκαιρινό βράδυ που έπιασε μια ξαφνική μπόρα. Πολλά από τα μπουζουξίδικα ήταν ανοιχτά από πάνω, έπρεπε να σταματήσουν, οπότε παίρνουν όλοι τα μουσικά τους όργανα και μεταφέρουν τη διασκέδαση στην ταβέρνα μας. Έμειναν να γλεντάνε μέχρι το πρωί. Αυτό το περιστατικό μου έχει μείνει έντονα στη μνήμη, κι ας ήμουν πολύ μικρός”.
Θαμώνας της ταβέρνας φυσικά ήταν και ο Βασίλης Σκυλάς, αναβάτης του Ιπποδρόμου, ο οποίος πήγαινε για ψάρεμα με τον μπαρμπα-Γιάννη τον Ψηλό -όπως αποκαλούσαν τον Γιάννη Παπαϊωάνου-, ενώ το καΐκι που ανήκει σήμερα στον Βασίλη, ανήκε κάποτε στο μεγάλο λαικό δημιουργό.
“Όταν χάσαμε τον παππού, ήμουν περίπου 10-11 ετών, δυστυχώς δεν προφτάσαμε να συνεργαστούμε στο μαγαζί, ο πατέρας μου το κρατήσε ως ψαροταβέρνα μόνο βράδυ, όταν μπήκα κι εγώ στο μαγαζί το κάναμε μεσημέρι-βράδυ. Αλλά από εκείνη την εποχή θυμάμαι πάντα να λένε περιστατικά με τους θαμώνες του Ιπποδρόμου, τους Ιπποδρομιάκηδες, όπως τους έλεγαν, που έρχονταν τα μεσημέρια και έκαναν φάρσες ο ένας στον άλλο. Και το καλύτερο είναι που περνούσαν πριν πάνε στον Ιππόδρομο, άφηναν τα λεφτά στον παππού μου για το φαγητό τους μετά ή τα εισιτήρια του λεωφορείου για την επιστροφή για να μην τα παίξουν κι αυτά και δεν έχουν ούτε να γυρίσουν. Ο παππούς μου ήταν ο χρηματοφύλακάς τους!”
Με την είσοδο της νέας γενιάς προστέθηκαν και νέα πιάτα στον κατάλογο, το μενού εμπλουτίστηκε με περισσότερους συνδυασμούς θαλασσινών γεύσεων “Έβαλα κάποια πιάτα πιο ελαφριά, εκτός από τα ψάρι να μπορεί να τσιμπήσει κάποιος και γύρω γύρω” Όταν ρώτησα και τους δύο, πατέρα και γιο, ποιο πιάτο θα έπρεπε οπωσδήποτε να δοκιμάσουμε στο μαγαζί, διαφορετική χρονική στιγμή χωρίς να έχει ακούσει ο ένας τι έχει πει ο άλλος, πήρα την ίδια απάντηση: “η φάβα με το χέλι”. Εγώ θα έλεγα πως την παράσταση κλέβουν και οι νέες σαλάτες, τα μύδια με λαχανικά, με φινόκιο, κρεμμύδι, σκόρδο και ντομάτα αλλά και τα μαυρομάτικα με το χταπόδι.
Ρώτησα ποιος ανακατεύεται με την κουζίνα και ο Παναγιώτης μου είπε “ο παππούς ήταν πολύ καλός με την κουζίνα, όπως και η γιαγιά. Ο πατέρας μου ασχολείται με τα πιάτα της ώρας, εγώ με όλα τα υπόλοιπα εκτός από της ώρας”. Ο κύριος Λυμπέρης πάει επίσης από τις 6 ηώρα να βρει τα καλύτερα ψάρια που έχει βγάλει κάθε μέρα το καίκι από γνωστούς ψαρότοπους, όπως η Κοιλάδα (Κρανιδίου), οι Πετριές και το Αγκίστρι. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Φασιανός τους αφιέρωσε μια ζωγραφιά του με τη φράση “Ψάρια ελευθέρας βοσκής”. “Δύο βράδια στη σειρά είχε έρθει ο Φασιανός με μια παρέα, πήρε κάτι πρόχειρα χαρτιά και ζωγράφισε 2 πίνακες, ο ένας είναι φυσιογνωμίες της παρέας του και ο άλλος είναι η αφιέρωση για το φρέσκο ψάρι. Τη μία την έκανε το ένα βράδυ και την άλλη το επόμενο που ξαναήρθε” μου λέει ο Κύριος Λυμπέρης, καθώς παρατηρώ τις ζωγραφιές στον τοίχο. Υπάρχουν επίσης ζωγραφιές ενός άλλου καλλιτέχνη του Τεό, ο οποίος έχει ζωγραφίσει και την ταμπέλα με την επιγραφή Πεζούλας στο εσωτερικό του μαγαζιού.
Πέρα από τις ζωγραφιές, ο χώρος είναι φτιαγμένος από μάρμαρα και τούβλα, με ντεκόρ κάποια γλυπτά καλλιτεχνήματα από Τήνιους μαρμαράδες. Ο Πεζούλας έχει διατηρήσει την απλότητα κι αυτή την αίσθηση κουτουκιού που μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο και αρχίζουμε να φανταζόμαστε μία μία τις μεγάλες λαϊκές φωνές να κάθονται στις ξύλινες καρέκλες του και να τραγουδούν με τη συνοδεία του μπουζουκιού τους. Άλλωστε το πάλαι ποτέ γλεντάδικο συνεχίζει να στήνει γλέντια μέχρι το πρωί!
Πεζούλας, Πεισιστράτου 11, Τζιτζιφιές, 210 9422684