Rio: Στο ρετρό ζαχαροπλαστείο του Παλαιού Φαλήρου για «μπαμπάδες» και ιστορίες με άρωμα Κωνσταντινούπολης
Μιλήσαμε με τον Στέφανο, την Αντιγόνη και τον Γιώργο, που βρίσκονται πίσω από τη βιτρίνα του θρυλικού, πολίτικου ζαχαροπλαστείου Rio στο Παλαιό Φάληρο και διατηρούν αναλλοίωτες στον χρόνο τις συνταγές που έμαθαν από παιδιά.
- 18/02/2023
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
Για αφράτους, παραδοσιακούς μπαμπάδες, θα πας στο Rio στο Παλαιό Φάληρο. Αυτό είναι ένα κοινό μυστικό για τους Παλαιοφαληριώτες, ίσως και για τους νότιους γενικώς. Εδώ και 40 χρόνια που λειτουργεί, το Rio έχει κερδίσει επάξια τη θέση του στη λίστα με τα πιο αγαπημένα ζαχαροπλαστεία της πόλης. Λιτό, χωρίς φανφάρες, μηχανές καφέ και φασαρία – κυριολεκτικά και μεταφορικά-, διαθέτει μια μεγάλη βιτρίνα στην οποία βλέπεις κλασικά γλυκά που θα σε γεμίσουν νοσταλγία. Το αγαπημένο ποντικάκι των παιδικών σου χρόνων, τους πατροπαράδοτους μπαμπάδες, την πάστα αμυγδάλου με φράουλα και άλλα τέτοια που πάντα θα αγαπάμε. Πιο γνωστά απ΄ όλα όμως είναι τα πολίτικα γλυκά του, που μοσχοβολούν βούτυρο και μεράκι. Ο μπακλαβάς, το τσουρέκι και άλλες κλασικές συνταγές.
Ακούγοντας όλα αυτά θαρρείς πως μέσα από το εργαστήριο θα βγει ένας μάστορας μεγάλης ηλικίας. Κι όμως, μπαίνοντας με καλωσορίζει με πλατύ χαμόγελο ένα νεαρό ζευγάρι, ο Στέφανος και η Αντιγόνη και αρχίζουν να μου ξετυλίγουν την ιστορία του ιστορικού πια Rio.
Το ζαχαροπλαστείο άνοιξε τις πόρτες του από έναν Πολίτη, τον Απόστολο Παναγιωτίδη, ο οποίος νωρίτερα είχε εργαστεί σε διάφορα αντίστοιχα μαγαζιά της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια της Αθήνας, όπου και εγκαταστάθηκε. Το 1981, αποφάσισε να δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση, που δεν ήταν άλλη από το Rio, στο σημείο που βρίσκεται και όπως το βλέπουμε και σήμερα. Προσέλαβε τότε ως βοηθό τον Στέφανο Πουσκούλογλου, για να του μάθει την τέχνη της ζαχαροπλαστικής. Περνούσαν ώρες μαζί στο μαγαζί, φτιάχνοντας γλυκά με συνταγές από την Πόλη. Ο χρόνος πέρασε και ο Στέφανος αποφάσισε να συνεχίσει την παράδοση του κ. Παναγιωτίδη, που παρότι δεν είχαν καμία συγγένεια, ένιωθε σαν πατέρα του. Όταν ο τελευταίος συνταξιοδοτήθηκε, ο Στέφανος αποφάσισε να πάρει τη σκυτάλη μαζί με τον αδελφό του, Γιώργο, και τη σύζυγό του, Αντιγόνη.
«Φτιάχνουμε πολίτικα και κλασικά γλυκά γαλλικής ζαχαροπλαστικής, από την οποία άλλωστε επηρεάστηκαν και οι Κωνσταντινουπολίτες. Δεν θέλουμε να επηρεαζόμαστε από μοντερνισμούς, γιατί αγαπάμε το γνήσιο και το διαχρονικό. Το ίδιο και ο κόσμος, που αγάπησε τόσα χρόνια το Rio και θέλει να το βλέπει να συνεχίζεται ως έχει. Είναι κάτι σαν χρέος για εμάς, να το διατηρήσουμε. Μοντέρνα ζαχαροπλαστεία υπάρχουν άπειρα, αλλά εμάς μας αρέσει αυτό το ρετρό και αυτό θέλουμε να κάνουμε και στο μέλλον», μου εξηγεί ο Στέφανος.
Η «αρρώστια» για τα γλυκά που έρχονται από τα παλιά δεν ήρθε τυχαία, όπως εξομολογείται ο Στέφανος. Παρότι μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη, οι ρίζες του κρατούν από την Κωνσταντινούπολη και θυμάται πάντα τη γιαγιά του να ζυμώνει στο σπίτι το πολίτικο τσουρέκι και οι μυρωδιές να γεμίζουν όλο το σπίτι. «Οι γονείς μου ήρθαν στην Αθήνα τη δεκαετία του ’70 και εμείς είμαστε στην ουσία η πρώτη γενιά της οικογένειας που μεγάλωσε εδώ», μου λέει ο Γιώργος, ο αδελφός του Στέφανου, με τον οποίο μοιράζεται την καθημερινότητά του μέσα στο εργαστήριο.
Μυστικό της επιτυχίας, όπως λένε, δεν υπάρχει. Αρκούν δυο πολύ απλά μα τόσο σημαντικά στοιχεία: Αγάπη, καλά και φρέσκα υλικά. Όσο για τα must γλυκά του Rio; Πρώτοι και καλύτεροι οι μπαμπάδες. Είναι αρκετά μπαμπάτσικοι, με τόσο σιρόπι ώστε να μην σε λιγώνουν και γεμάτοι με μια βελούδινη, χειροποίητη σαντιγί, από παραδοσιακή συνταγή που δεν έχει καμία σχέση με τις έτοιμες που μπορεί να έχεις δοκιμάσει αλλού. Εξίσου φημισμένα είναι και τα εκλεράκια τους, αλλά και οι σοκολατένιες πυραμίδες.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ζητούν όλο τον χρόνο την πολίτικη βασιλόπιτα και το τσουρέκι, που κυριολεκτικά εξαφανίζονται λίγες ώρες αφού ξεφουρνιστούν, όπως και τα μπατόν σαλέ και τα σεκέρ παρέ, που σέρβιραν οι Κωνσταντινουπολίτες στους επισκέπτες τους μαζί με το τσάι.
Για το Rio έρχονται από κάθε γωνιά της Αθήνας. Από τα βόρεια προάστια, την Κηφισιά και τη Δροσιά, μέχρι το Κορωπί. «Οι περισσότεροι είναι νεότερες γενιές από οικογένειες Φαληριωτών και έτυχε απλώς να έχουν μετακομίσει κάπου αλλού. Δεν θέλουν όμως να μας χάσουν, γι’ αυτό και όταν βρίσκουν αφορμή, περνούν από εδώ για να πάρουν τα γλυκά που αγαπούσαν από παιδιά», μου λέει η Αντιγόνη.
Κι αν θες τη γνώμη μου, αξίζει πράγματι να έρθεις από μακριά για κάτι τόσο αυθεντικό και νόστιμο, όπως το γλυκό ποντικάκι, που εδώ και ώρα νιώθω ότι μου κλείνει το μάτι για να το δοκιμάσω.