Skipper’s: Η ιστορία του θρυλικού καφέ της παραλιακής
O κ. Γιάννης Μελίτας, ο άνθρωπος πίσω από Skippers, σε μια σπάνια συνέντευξη, μας εξιστορεί την ιστορία της ζωής και του θρυλικού μαγαζιού του Αλίμου.
- 06/02/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
Το Νou-Pou.gr θα σου συστήσει σήμερα τον Γιάννη Μελίτα, μέσω μιας από τις σπάνιες συνεντεύξεις και ακόμα πιο σπάνιες φωτογραφήσεις που έχει κάνει. Αυτή που ακολουθεί είναι -εν πολλοίς- η ιστορία ενός εκ των σημείων αναφορών που έχει ο Άλιμος -αν όχι τα Νότια Προάστια, για να μη σου πω η Αθήνα ολόκληρη.
Η ιστορία λοιπόν, ξεκίνησε να γράφεται κάπως έτσι
“Ανέκαθεν είχαμε ως οικογένεια, σχέση με τη θάλασσα. Και λόγω καταγωγής -είμαστε από τη Ζάκυνθο-, αλλά και αφότου μετακομίσαμε τα αδέλφια μου και εγώ στην Αθήνα, τη δεκαετία του ’70. Ναι, για σπουδές. Ήταν η τάση τότε, που έφευγες για καλύτερα, σε σχέση πάντα με σπουδές. Είχα διαλέξει τις γραφικές τέχνες, σκεπτόμενος “θα βγάλω μια σχολή, άρα πέντε χρόνια… θα με ταΐζουν (γελάει)”. Η πραγματικότητα ήταν λίγο διαφορετική “αφού μου βγήκε μια τάση αυτονομίας”.
Πριν ξεκινήσουν ο Διονύσης, ο Αλέξης και ο Γιάννης το ταξίδι από τη Ζάκυνθο, για την Αθήνα, ήξεραν ακριβώς με τι θα ασχοληθούν. Ήταν κάτι πρωτότυπο για την εποχή: το yachting. “Επρόκειτο για ιδέα του μεγάλου μας αδελφού, που ήταν καπετάνιος στο εμπορικό ναυτικό και κάποια στιγμή τα παράτησε, για να κάνει κάτι δικό του. Το αντικείμενο μας αφορούσε τις αγορές, τις πωλήσεις και τις ναυλώσεις, είτε τα σκάφη άνηκαν στην εταιρία, είτε ήταν ιδιωτών που ήθελαν να τα εκμεταλλευτούν και εμείς αναλαμβάναμε τη διαδικασία, με μια προμήθεια. Ήταν η εποχή που ξεκινούσε το yachting στην Ελλάδα” και μη ξεχνάς πως έχουμε πάει πίσω στο χρόνο “σε εποχές που ήταν καλές, για δουλειές”.
Από τη Νέα Υόρκη στο καρνάγιο
Πώς από αυτή τη δουλειά βρέθηκε να δημιουργεί μια -επί της ουσίας- κληρονομιά για την Αθήνα, όπως είναι το Skipper’s; “Είχα τελειώσει τις σπουδές μου και είχα επιστρέψει από την Αμερική, όπου είχα ζήσει μια διετία, για να εργαστώ στον “Κήρυκα”, την εφημερίδα των ομογενών της Νέας Υόρκης. Όταν λοιπόν, επέστρεψα ήμουν 30 χρόνων και είχα ήδη “δουλέψει” στο μυαλό του τι θα ήθελα να κάνω. Ήταν αυτό το μαγαζί, στο συγκεκριμένο σημείο, λόγω και της σχέσης που είχε αναπτυχθεί μέσω της δουλειάς στη μαρίνα Αλίμου”. Έως ότου ζητήσει το χώρο, στον οποίον “στέκεται” αρχοντικά το Skipper’s τα 30 τελευταία χρόνια “ήταν χωράφι. Μια μπαζωμένη έκταση που δεν είχε εκμεταλλευτεί κάποιος”.
Γυρίζοντας, λοιπόν από το “Μεγάλο Μήλο” ξεκίνησε το “στήσιμο”. Αρχικά αφορούσε ένα μικρής έκτασης μαγαζί “30 τετραγωνικών μέτρων, με χώρο για τραπεζοκαθίσματα έξω. Ήταν πιο γραφικό. Είχε το προνόμιο ότι ήταν ήσυχα και όποιος ερχόταν, ειδικά αν δεν είχε εμπειρία με μαρίνα, ένιωθε πως ήταν σε νησί. Μαζί με όλο το υπόλοιπο στήσιμο του μαγαζιού, την απλότητα του, τη μουσική δημιουργήθηκε κάτι που τελικά, είχε απήχηση”.
Ναι, ήταν δική του η ιδέα να επιλέξει διάκοσμο που να κάνει τον επισκέπτη να αισθάνεται πως είναι σε καράβι. “Δεν χρησιμοποιήσαμε αρχιτέκτονες. Υπήρχε ένας φίλος που βοήθησε με τα σχέδια, αλλά τα υπόλοιπα ήταν δική μας ιδέα”. Όπου “δική μας”, δική του και του αδελφού του Αλέξη, με το οποίο μοιράζονται τη δουλειά. Αμφότεροι επιμένουν μέχρι σήμερα στην αρχική φιλοσοφία γιατί “τα μαγαζιά που έχουν μια διαχρονικότητα είναι καλό να μην αλλάζουν. Πέρα δηλαδή από βελτιώσεις ή αντικαταστάσεις κάποιων πραγμάτων, είναι χρήσιμο να διατηρούν το ύφος τους, γιατί αυτό έχει γνωρίσει ο πελάτης και αυτό είναι που οφείλεις να διατηρήσεις”.
Στις βελτιώσεις κατατάσσει και τα δώρα που του έχουν κατά καιρούς πελάτες, οι οποίοι εξελίχθηκαν σε φίλοι και έκριναν πως είχαν στην κατοχή του αντικείμενα, τα οποία έκριναν πως ταίριαζαν καλύτερα στο μαγαζί. Ή που δημιούργησαν, όπως ο πίνακας που ξεχωρίζει στον εσωτερικό χώρο, πίσω από το μπαρ που υπάρχει, στο πλάγιο μέρος.
“Είναι του φίλου, του Ηλία Μακρή. Μου το έκανε δώρο το 1995. Έχει γίνει και αυτό μια ταυτότητα του μαγαζιού. Είναι κομμάτι από τη ζωή του και ταιριάζει με τη θάλασσα, με το στοιχείο του νερού. Υπάρχουν και πολλά άλλα επί μέρους αντικείμενα που έχουν γίνει ντεκόρ”.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 4/9 του 1987. “Για τον πρώτο ένα με ενάμιση μήνα είχε καλό καιρό. Μετά “έπιασαν” τα πρώτα κρύα και άρχισε να λειτουργεί εντελώς παρεΐστικα. Ο πρώτος καιρός είχε τις δυσκολίες του, για να “σταθεί”, να δουλέψει και να πάει καλά οικονομικά, γιατί όπως σου είπα η παραλία δεν ήταν της μόδας. Πολλές φορές υπήρχαν βραδιές που μπορεί να μην είχε πελάτες ή να ήμασταν με λίγους φίλους”. Στα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολλοί ακόμα οι πελάτες που έγιναν φίλοι.
Οι πρώτοι που το προτίμησαν ήταν οι άνθρωποι που εργάζονταν στη μαρίνα. Πολύ σύντομα, τα ο χώρος γέμισε με κατοίκους όλων των περιοχών. “Τότε δεν ήταν μόδα η παραλία, με εξαίρεση τα μπουζούκια. Ήμασταν από τα το πρώτο μαγαζί αυτού του τύπου, που διέθετε δηλαδή, καφέ και ποτό. Έως τότε, το πιο κοντινό concept ήταν οι καντίνες”. Δημιούργησε δηλαδή, ένα trend. “Κάπως έτσι” λέει με το αυθεντικό χαμόγελο των ανθρώπων που έχουν ένα όνειρο, το σέβονται, το τιμούν και το βλέπουν όχι μόνο να γίνεται πραγματικότητα, αλλά και επιτυχία.
Δεν ακολούθησε ποτέ τη μόδα
Η επιτυχία δεν ήλθε την επομένη του opening. “Χρόνο με το χρόνο το χτίσαμε” εντός και εκτός εισαγωγικών, αφού το χτίσιμο αφορούσε και τις εργασίες βελτίωσης στο κατάστημα, αλλά και την απήχηση που είχε στον κόσμο “χωρίς να κάνουμε ποτέ διαφήμιση. Όλα έγιναν από στόμα σε στόμα. Από όσα έλεγαν οι φίλοι και οι απασχολούμενοι στη μαρίνα. Θέλαμε να σεβαστούμε τη σχέση με τον πελάτη, που ανακάλυπτε ένα μαγαζί μέσω του τι είχαν να του πουν γνωστοί. Υπήρχε η διαφήμιση και εκείνη την εποχή, σίγουρα όχι τα social media, αλλά εμείς δεν χρησιμοποιήσαμε κάτι. Πιστεύω αυτό ήταν κάτι που σεβόταν και αναγνώριζε ο πελάτης, πως δεν γίναμε δηλαδή, ποτέ μαγαζί που ήταν της μόδας”.
Γενικά, το Skipper’s δεν έκανε ποτέ κάτι που ήταν της μόδας. “Κρατάμε ακόμα την ίδια φιλοσοφία. Σεβόμαστε το ίδιο κάθε πελάτη, είτε θα αφήσει ένα ευρώ, είτε θα κάνει μεγάλο λογαριασμό. Επίσης, ποτέ δεν ξεχωρίσαμε διάσημους από μη διάσημους”.
Όχι, εκεί δεν ακούστηκε το “εγώ είμαι ο τάδε και θέλω το συγκεκριμένο τραπέζι” και ο λόγος είναι πολύ ξεκάθαρος. “Μέσα στα χρόνια υπήρξαν ελάχιστες τέτοιες περιπτώσεις, γιατί το όλο στιλ του μαγαζιού δεν τα επέτρεπε. Υπήρχε μια απλότητα, συν του ότι και εμείς δεν πουλούσαμε μούρη. Τουναντίον, λειτουργούσαμε πάντα με σεβασμό προς όλους και μάλλον αυτό δεν άφηνε πολλά περιθώρια για παρεκτροπές. Για αυτό και ποτέ δεν είχαμε προβλήματα. Σε μια τέτοια δουλειά, είναι πολύ βασικό να θέτεις όρια”.
Τα τραπέζια μοναστηριακού τύπου, με τους πάγκους, που βλέπεις τώρα παντού, υπήρχαν σε αυτή τη γωνία του Αλίμου πριν δεκαετίες. Άνηκε στη γενικότερη αίσθηση της παρέας που υπήρξε εκ των βασικών προτεραιοτήτων. “Υπάρχει και η ιδιομορφία ότι το καλοκαίρι έρχονται και ξένοι, για να ενοικιάσουν σκάφη και κάνουν 1-2 διανυκτερεύσεις μέχρι να φύγουν. Κάποιοι τότε έρχονταν μέσα στη μαύρη νύχτα και δεν είχαν πού να πάνε. Εμείς, ήμασταν, δεν ήμασταν ανοιχτά τους φιλοξενούσαμε! Μπορούσαν να καθίσουν και να περιμένουν να ετοιμαστεί το σκάφος τους”.
“Για τις δυο πρώτες δεκαετίες… δεν πρέπει να υπήρξε ζευγάρι με “έδρα” τα νότια προάστια, που να μην πήγε σε ένα από τα πρώτα ραντεβού στο Skipper’s. (γελάει) Ακούω κατά καιρούς και μετά τόσα χρόνια ανθρώπους που βρέθηκαν εδώ στην εκκίνηση των σχέσεων του ή που δημιούργησαν εδώ σχέσεις. Είναι σημείο αναφοράς για πολύ κόσμο. Όχι μόνο από τα νότια, αλλά από όλη την Αθήνα” ειδικά τα καλοκαίρια.”
Τα αυθόρμητα πάρτι είναι πάντα τα καλύτερα
Του ζητήσαμε να θυμηθεί κάποιες από τις βραδιές που έχει φιλοξενήσει τo Skipper’s και είχαν μια ιδιαίτερη σημασία για εκείνον και την ιστορία του μαγαζιού. Ξεκίνησε “με το πρώτο πάρτι που κάναμε και “στήθηκε” αυθόρμητα. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και δεν είχαμε προετοιμάσει το παραμικρό. Τελικά, φύγαμε 7 το πρωί. Το μαγαζί γέμισε μέσα στη νύχτα και όλοι διασκεδάσαμε με τη ψυχή μας. Γελάσαμε, χορέψαμε” και επιβεβαίωσαν αυτό που λένε πως τα καλύτερα πάρτι είναι τα αυθόρμητα.”
Μια άλλη τέτοια περίπτωση ήταν όταν έπαιξε για τους πελάτες του Skipper’s ο Κοστουρίτσα με την μπάντα του. “Είχε ένα σκάφος που ελλιμενιζόταν εδώ και αρχικά έγινε πελάτης. Μετά, αναπτύχθηκε μια σχέση και 2-3 είχε έλθει να παίξει με την μπάντα του”. Υπήρξαν και άλλοι καλλιτέχνες που από πελάτες έγιναν φίλοι, με τους θαμώνες να είναι οι πλέον ευεργετημένοι από αυτήν την εξέλιξη “αλλά ενδεχομένως να μη θελουν να πω ποιοι είναι, αλλά ήταν πολύς κόσμος”.
Ένα άλλο αυθόρμητο πάρτι ήταν αυτό των Γάλλων αθλητών του κανόε καγιάκ, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. “Έρχονταν ως πελάτες και στο τέλος της διοργάνωσης, μαζεύτηκαν εδώ για να γιορτάσουν για τα μετάλλια τους. Κάποια στιγμή, βρέθηκα με 60 άτομα, μέσα στη μαρίνα και μια μάνικα να τους ξεπλένουμε για να καθαρίσουν (γελάει)”. Προσθέτει πως “οφείλεις να φροντίζεις να διορθώνεις λάθη, να καλύπτεις ελλείψεις. Να συμμετέχεις σε ό,τι αφορά το μαγαζί και με τη δουλειά σου να δίνεις το παράδειγμα για τους άλλους”. Σε όποια ψυχολογική κατάσταση και αν είσαι, γιατί πέραν της δουλειάς έχεις και ζωή. “Η δουλειά υπήρξε πάντα ένα κυρίαρχο κομμάτι και όταν κάτι σου πάει καλά, οφείλεις να το σεβαστείς και να το υποστηρίξεις” τονίζει.
“Το μαγαζί είναι σαν παιδί. Μεγαλώνει, αυτονομείται, αλλά πρέπει να το ‘χεις από κοντά”
Σε αυτήν την 30ετία, υπάρχουν πολλά που τον κάνουν να νιώθει το αίσθημα του ολοκληρωμένου.”Ήμουν ελεύθερος, έκανα οικογένεια, ο γιος μου, ο Ιάσωνας έχει μεγαλώσει και ασχολείται με το μαγαζί. Έχω και μια μικρή κόρη, την Όλγα. Μεγαλώσαμε και άλλα παιδιά (γελάει). Αυτό είναι ένα κομμάτι που μένει. Οι πελάτες με τους οποίους γνωρίστηκα και έγιναν φίλοι. Είναι πολλά τα πράγματα που τα αξιολογείς και τα εκτιμάς στην πορεία. Και η μαρίνα τότε ήταν ένας χώρος πολύ πιο υποβαθμισμένος από ό,τι είναι σήμερα. Για πολλούς ήταν ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον, το καρνάγιο, τα σκάφη μέσα στο λιμάνι”.
Δεν σκέφτηκε ποτέ να κάνει το Skipper’s 2 ή 3 “γιατί το ένιωθα σαν το παιδί που κάνεις, το οποίο μεγαλώνει, αυτονομείται, αλλά πάντα πρέπει να είσαι κοντά. Έγιναν προτάσεις, αλλά δεν είχαμε ποτέ αυτήν την πρόθεση” όπως δεν είχαν πρόθεση να πουλήσουν, πρόταση που επίσης κατατέθηκε πολλάκις. “Θέλαμε αυτό που κάνουμε να είναι πάνω σε γερά θεμέλια και να το ελέγχουμε”. Γενικά, ομολογεί πως δεν είχε άλλες αναζητήσεις. “Όταν έχεις την τύχη σε μια δουλειά, μέσα από το προσωπικό στοιχείο, την αγάπη για αυτό που κάνεις να το βλέπεις να πηγαίνει καλά, οφείλεις να το σέβεσαι”.
Οι τιμές ήταν, είναι και όπως λέει, θα είναι προσιτές “γιατί πάντα προσπαθούσαμε να είναι σε λογικά επίπεδα. Από το 2001 δεν τις έχουμε αλλάξει. Έχουμε απορροφήσει όλες τις αυξήσεις στον ΦΠΑ, τους ειδικούς φόρους κλπ, χωρίς να επιβαρύνουμε τους πελάτες”. Επίσης, δεν έχουν κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα. “Όποιο προϊόν προσφέρεις, οφείλεις να προσέχεις την ποιότητα, ώστε να είναι καλό. Θεωρώ απαράδεκτο, ιδιαίτερα μαγαζιά που χαρακτηρίζονται ως μπαρ, να μη σερβίρουν σωστό ποτό. Σε αυτήν την εποχή που ζούμε, οφείλεις να σκεφτείς πριν κάνεις οτιδήποτε” όχι μόνο τον εαυτό σου, ως ιδιοκτήτη, αλλά και τους πελάτες -τη συνέπεια προς αυτούς. Μέχρι και η επιλογή της καρέκλας σκηνοθέτη έγινε με αυτό το σκεπτικό. “Να αισθάνεται άνετα ο πελάτης” και όχι να “πιάνεται” και να θέλει να φύγει.”
Μαθήματα προς ναυτιλομένους -γενικώς
Στο μυαλό του από την αρχή “η ιστορία είχε από την αρχή δυο πλευρές. Τη σχέση με τους πελάτες και αυτή με τους ανθρώπους που δούλεψαν εδώ”, οι οποίοι συνηθέστερα μένουν στο Skipper’s για πολλά χρόνια, γιατί ομάδα που κερδίζει προφανώς και δεν αλλάζει, με τον κύριο Γιάννη να δίνει μεγάλη προσοχή στο χαρακτήρα του όποιου νέου μέλους, ώστε να “ταιριάξει” στη χημεία. Πόσες οικογένειες έχει μεγαλώσει αυτό το μαγαζί έως τώρα;
“Κάποια στιγμή προσπάθησα να θυμηθώ τον κόσμο που έχει δουλέψει εδώ. Είναι πάνω από 500 άνθρωποι” και πολλοί εξ αυτών -οι οποίοι έκαναν μετά, δικές τους δουλειές- τον έχουν πλησιάσει για να του πουν πως “νιώθουν ακόμα και σήμερα πως εργάστηκαν για ένα μαγαζί που τους σεβάστηκε, που δεν τους εκμεταλλεύτηκε και ήταν ένα μάθημα για τη ζωή τους, ως προς το πώς να αντιμετωπίζουν και τα επαγγελματικά και τον κόσμο”.
Από πού έμαθε εκείνος ποιοι είναι οι θεμέλιοι λίθοι πάνω στους οποίους μπορείς να οικοδομήσεις κάτι “γερό”, με διάρκεια στο χρόνο; “Όταν αγαπάς τη δουλειά και τη σέβεσαι, όταν δεν ντρέπεσαι για αυτό που κάνεις, μπαίνεις στη διαδικασία να μάθεις κάποια πράγματα και να μένεις συνεπής σε αυτά. Χρειάζεται σεβασμός στον εαυτό σου και στον πελάτη, να μην περιμένεις πως θα γίνεις πλούσιος από αυτή τη δουλειά, να μην αλλοιώνεις την ποιότητα, γιατί αργά ή γρήγορα θα γυρίσει μπούμερανγκ. Να μπορείς να πορεύεσαι, χωρίς εξαλλότητες και ματαιοδοξία. Να μη θες να γίνεις εσύ γνωστός. Να σε ενδιαφέρει να γίνει η δουλειά σου γνωστή”.
“Η νύχτα έχει μια δυσκολία. Αν δεν την “πηγαίνεις”, σε “στέλνει” γρήγορα”
Παραδέχεται πως όταν είσαι νέος και βλέπεις το project σου να έχει τεράστια επιτυχία, είναι εύκολο να ξεφύγεις “αλλά πρέπει να δεις και τις παγίδες που υπάρχουν πίσω από αυτό, ώστε να τις αποφύγεις. Αν σέβεσαι και αγαπάς τη δουλειά σου, τα καταφέρνεις να κλείσεις τα αυτιά σου στις σειρήνες”, δηλαδή στο εύκολο χρήμα και τους κινδύνους που ελλοχεύουν. “Όλα έχουν να κάνουν με το πώς βλέπεις εσύ τη ζωή και το πώς θες να πορευτείς”, καταλήγει, “πάντα υπήρχε ο φόβος να βγει η όποια φήμη για το μαγαζί. Αυτός ήταν ένας κίνδυνος που πάντα μας έκανε να είμαστε συνεσταλμένοι. Η νύχτα έχει μια δυσκολία. Αν δεν την “πηγαίνεις”, σε “στέλνει” γρήγορα”.
Η δική του προσέγγιση από την αρχή, ήταν πολύ συγκεκριμένη. “Τα βασικά θέματα ήταν η μουσική του μαγαζιού και να μην… βρεθούμε με προβλήματα. Επειδή δίναμε ποτό, ειδικά το βράδυ, δεν θέλαμε να βρεθούμε στη δύσκολη θέση να… μαζέψουμε ή να αναχαιτίσουμε κάποιον. Ειλικρινά σου λέω ότι ουδέποτε αντιμετωπίσαμε κάποιο τέτοιο πρόβλημα. Πιστεύω ο λόγος ήταν γιατί ο χώρος επέβαλε το σεβασμό. Θες η μουσική που επίσης, δεν ήταν της μόδας -δηλαδή δεν ήταν ό,τι ακουγόταν οπουδήποτε αλλού, αλλά τζαζ, ροκ; Θες να ήταν το σέρβις; Αυτό που αποδείχθηκε ήταν πως όταν αντιμετωπίζεις με σεβασμό τον πελάτη, σε σέβεται και εκείνος”.
Skippers, Mαρίνα Αλίμου, Τηλ: 210 9880282
Φωτογραφίες: Τόνια Φάντη