Στέφανος Ξενάκης: Οι πιο έντονες αναμνήσεις του συγγραφέα από τη Βούλα, μέσα από μια ανάρτηση
«Σήμερα ανηφορίζοντας με το σμαρτάκι την Πρίγκιπος Πέτρου, πέρασαν τα τελευταία 45 χρόνια μέσα από την ψυχή και το μυαλό μου λες κι ήταν 45 δευτερόλεπτα» - Η γεμάτη εικόνες, αναμνήσεις και συναισθήματα ανάρτηση του συγγραφέα Στέφανου Ξενάκη, από τη ζωή του στη Βούλα.
- 15/11/2021
- Κείμενο: NouPou.gr
Μια νοσταλγική ανάρτηση για τα νότια προάστια και συγκεκριμένα για την περιοχή της Βούλας, τον τόπο με τον οποίο έχει συνδέσει κάποιες από τις εντονότερες αναμνήσεις του, έκανε ο γνωστός συγγραφέας Στέφανος Ξενάκης. Ο ίδιος αναφέρεται σε στιγμές από την παιδική του ηλικία, όταν πήγαινε με τους γονείς του στο εξοχικό τους τότε σπίτι στη Βούλα, μοιράζεται έντονες αναμνήσεις της εφηβικής του ηλικίας στην ίδια περιοχή και θυμάται καταστάσεις της ενήλικης ζωής του, εξιστορώντας τες σε μια μακροσκελή ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook που μοιάζει πραγματικά με ιστορία από κάποιο βιβλίο.
Ο Στέφανος Ξενάκης μετακόμισε μόνιμα με την οικογένειά του στη Βούλα τη δεκαετία του ’90, ωστόσο, όπως είχε ο ίδιος εξομολογηθεί σε συνέντεύξή του στο NouPou το 2019, «από το 1975, όταν ήμουν 7 και μέναμε χειμώνες Καλλιθέα, ο πατέρας μου είχε ήδη νοικιάσει καλοκαιρινό σπίτι στην Βούλα κι από τότε μέναμε Βούλα καλοκαίρια, Πάσχα, αλλά και Σαββατοκύριακα όλο το χρόνο».
Η ανάρτηση του Στέφανου Ξενάκη:
Ανέβαινα σήμερα την Πρίγκιπός Πέτρου στην Βούλα κάπου μεσημέρι. Ξαφνικά έσκασε μέσα μου ένα έντονο συναίσθημα. Από το πουθενά. Είχε νοσταλγία, είχε λαχτάρα, είχε ανάμνηση, αλλά είχε και γλύκα.
Τον συγκεκριμένο δρόμο τον είχα πρωτοανέβει με το ποδήλατό μου όταν ήμουν 4η Δημοτικού, το 1976. Εκείνη τη χρονιά ο μπαμπάς μου είχε νοικιάσει ένα μικρό σπιτάκι, όπως συνηθιζόταν τότε για εξοχικό. Είχε βγει στη στεριά από τα καράβια και θα συνέχιζε στο γραφείο σαν στέλεχος. Ήθελε κλασικά το κηπάκι του σαν κάθε ναυτικό που ξεμπαρκάρει. Το σπιτάκι αυτό είχε δύο δωμάτια, κι ένα μεγάλο κήπο όλο τριανταφυλλιές. Ήταν δεν ήταν 60 τετραγωνικά κι όμως χωρούσε όλους τους φίλους μας.
Έκτοτε τα χρόνια περνούσαν και μετακομίσαμε και σε άλλα σπιτάκια. Το χαρακτηριστικό τους ήταν ότι είχαν πάντα κήπους κι ο μπαμπάς μου μετά τη δουλειά καλλιεργούσε τα ζαρζαβατικά και τις σαλάτες του. Από καλαμπόκια και μαρούλια, μέχρι κρεμμύδια, σκόρδα, ντομάτες και αγγούρια. Από ραπανάκια και πατάτες, μέχρι κουκιά και φασολάκια. Όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο περνούσαμε και πιο μεγάλο μέρος του χρόνου στην Βούλα, μακριά από την τσιμεντούπολη (μεγάλωσα Καλλιθέα). Πλέον μέναμε όλα τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα, Πάσχα κι αργίες.
Τα χρόνια περνούσαν κι εγώ πήγα γυμνάσιο. Πλέον οι περισσότεροι φίλοι μου ήταν από την Βούλα. Τα καλοκαίρια παίζαμε μπάλα στις αλάνες τα απογεύματα, τα πρωινά πηγαίναμε θάλασσα με τα ποδήλατα και τα βραδάκια θερινό σινεμά. Η Βούλα είχε δύο τότε. Τον Πλανήτη και την Βιολέτα. Η Βιολέτα είχε και σουβλατζίδικο και σε όλη τη διάρκεια της προβολής μας έσπαγε η μύτη μέχρι να έρθει το διάλειμμα.
Μετά το σινεμαδάκι συχνά παίζαμε κρυφτό μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες (τα σπίτια όλα ήταν στο ίδιο τετράγωνο). Εκεί θυμάμαι είχαν γίνει οι πρώτες επαφές με κορίτσια σε κάτι στενές κρυψώνες. Η καρδιά μας χτυπούσε τόσο δυνατά που τρέμαμε μην την ακούσουν.
Στα 17 μου (1985) που προετοιμαζόμουν για 3η Λυκείου και Πανελλήνιες ο μπαμπάς μου τότε είχε αγοράσει air condition για να μπορώ να διαβάζω πιο άνετα το καλοκαίρι και να είναι το σπίτι δροσερό. Το air condition τότε ήταν κάτι πέρα από το διάστημα. Την επόμενη χρονιά, ένα μήνα μετά τις Πανελλήνιες είχε πάει ο πατέρας μου στον Πειραιά που ήταν το σχολείο μου για να πάρει τα αποτελέσματα είχαν αναρτηθεί απ’ έξω από το σχολείο. (εννοείται δεν υπήρχε ίντερνετ) Τα είχα πάει πολύ καλά και πήρε τη μάνα μου τηλέφωνο για να της πει τα καλά μαντάτα. Η μητέρα μου είχε έρθει θυμάμαι στην Γλυφάδα που ξημεροβραδιαζόμασταν στα ηλεκτρονικά (και γκρινιάζουμε για τα tablet των παιδιών μας σήμερα) για να μου πει τα καλά νέα. Οι βαθμοί ήταν πολύ καλοί και σε λίγο όλο το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά πανηγύριζε μαζί μου.
Μετά είχα πια μεγαλώσει. Τα βραδάκια ξεμοναχιαζόμασταν με κορίτσια στις πλατείες για τα πρώτα «φασώματα» όπως τα λέει η νέα γενιά. Το 1991 στα 23 μου αγόρασε ο μπαμπάς μου το σπίτι που πλέον μένει η μητέρα μου και μεταφερθήκαμε μόνιμα Βούλα. Εκείνη τη χρονιά όμως εγώ έπρεπε να φύγω για το μεταπτυχιακό μου στην Αγγλία για δυο χρόνια κι ένα κομμάτι μου ήταν εκεί, ένα άλλο όμως έμεινε πίσω. Εκείνη την διετία νομίζω είχα τις εντονότερες συναισθηματικές αναταράξεις της ζωής μου.
Ο μπαμπάς μου είχε πάντα τον κήπο του και μόλις επέστρεφε από τη δουλειά του περνούσε κάτω όλα του τα απογεύματα συνεχίζοντας να καλλιεργεί τον μπαξέ του, ο οποίος είχε μεγαλώσει αρκετά. Αγαπούσε πολύ τον κήπο του, αλλά νομίζω έβρισκε και καταφύγιο από την γκρίνια της μάνας μου.
Στον κήπο εκτυλίσσονταν ομηρικοί καβγάδες μεταξύ των γονιών μου, όταν η μάνα μου διεκδικούσε κάποιο κομμάτι του κήπου για καλλωπιστικούς κήπους, rock garden κλπ. Νομίζω ο μπαμπάς μου σε ανύποπτο χρόνο μετακινούσε διακοσμητικές πέτρες και καλλωπιστικά φυτά τα οποία την επομένη είχαν εξαφανιστεί. Αυτό που τρέλαινε τη μάνα μου πιο πολύ ήταν όταν ο πατέρας μου έφερνε (αχώνευτη) κοπριά από το φυτώριο που μύριζε έντονα. Η μάνα μου έσκαγε μην ενοχλήσουμε τους γείτονες. Ο πατέρας μου είχε πάντα τον τρόπο του να κάνει το δικό του. Χωρίς φωνές.
Μεγαλώνοντας κι επιστρέφοντας από το μεταπτυχιακό έπιασα δουλειά κι έβγαινα συχνά. Κάποια βράδια φιλοξενούσα σπίτι την φίλη μου (οι γονείς μου ήταν πάντα άνετοι σε αυτό) Κάποιες άλλες επέστρεφα σπίτι τόσα αργά τα ΣΚ, που είχε ξημερώσει κι ο πατέρας μου ήταν ήδη κάτω στον κήπο. Του έλεγα καληνύχτα κι εκείνος καλημέρα και μου γελούσε πονηρά. (ποτέ δεν με έπρηζε για ασήμαντα. Μου εφιστούσε την προσοχή στα σημαντικά και κυρίως στο αλκοόλ και την οδήγηση).
Μια ωραία πρωία στα 29 μου ανακοίνωσα στου γονείς μου ότι (επιτέλους) θα μετακόμιζα μόνος μου. Η μάνα μου (κλασική Ελληνίδα μάνα) κόντεψε να σκάψει από την στενοχώρια της.
«Παιδί μου γιατί φεύγεις? Μήπως κάναμε κάτι και σε ενόχλησε?
Να μην το ξανακάνουμε παιδί μου. Σου υπόσχομαι»…
«Ρε μάνα μήπως κοτζάμ γαϊδούρι ήρθε επιτέλους η ώρα να πάω να μείνω επιτέλους σπίτι μου?»
Έκτοτε μένω μόνος μου σπίτι κι ουκ ολίγες φορές μετακόμισα μεταξύ Βουλιαγμένης και Βούλας. Παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια, χώρισα, αλλά ήμουν πάντα εκεί. Νότια. Κοντά στην θάλασσα.
Χώρισα τέλος του 2014 και για ένα χρόνο επέστρεψα στο σπίτι των γονιών μου μια κι ήμουν στρυμωγμένος οικονομικά. Η μανά μου εννοείται ήταν πολύ χαρούμενη. Ο μπαμπάς μου πάντα στωικός, με συμβούλευε να κάνω αυτό που ήταν σωστό για μένα. Έμεινα ένα χρόνο στους γονείς μου, αλλά επέστρεφα αργά τα βράδια γιατί λειτουργούσε η επιχείρησή μου τότε κι είχαμε αρκετή δουλειά. Τα βράδια όμως τρώγαμε με τους γονείς μου φαγητό που είχε πάντα κάτι από τον μπαξέ του πατέρα μου. Τα Σάββατα τα πρωινά ξεκινήσαμε με τον πατέρα μου να πηγαίνουμε λαϊκή μαζί οι δυο μας. Ήταν η ιερή στιγμή της εβδομάδας που τα λέγαμε οι δυο μας μόνο. Αυτή τη συνήθεια την συνεχίσαμε μέχρι το τέλος του μπαμπά μου.
Έμεινα ένα χρόνο στους γονείς μου κι ήταν ό,τι πιο ωραίο μου συνέβη στη ζωή μου. Η ζωή έχει πάντα τον τρόπο της και το τέλειο timing να σε επιστρέφει εκεί που έχεις ανάγκη να επιστρέψεις.
Πλέον μένω μόνος μου Βούλα, κοντά στο πατρικό μου όπου μένει η μητέρα μου, κοντά στην σύντροφό μου και κοντά στα κορίτσια μου και τη μαμά τους.
Σήμερα λοιπόν ανηφορίζοντας με το σμαρτάκι την Πρίγκιπος Πέτρου, πέρασαν τα τελευταία 45 χρόνια μέσα από την ψυχή και το μυαλό μου λες κι ήταν 45 δευτερόλεπτα και νομίζω λέω πολλά.
45 δευτερόλεπτα γεμάτα οικογένεια, ιστορίες, αναμνήσεις, αγάπη, μυρωδιές, αγκαλιές, αλάνες, ποδήλατα, θερινά σινεμά, κρυφτά και σίγουρα μπόλικα καρδιοχτύπια.
Κάπως έτσι είναι η ζωή.
Πριν το καταλάβεις είσαι στη μέση και καπάκι μετράς ανάποδα.
Ένα μόνο έχει σημασία. Να τη Ζήσουμε. Κι ο καθένας μας ξέρει μέσα του τι πρέπει να κάνει, άσχετα αν το κάνει ή όχι.
Στο τέλος θα μετανιώσουμε γι’ αυτά που δεν ζήσαμε. Όχι γι’ αυτά που ζήσαμε.
Έχει ένα ωραίο ο Καλογήρουστις Κουκκίδες:
«Όταν φτάσεις στο τέλος του δρόμου, δύο πιθανότητες υπάρχουν. Ή θα έχεις ένα σώμα αλώβητο και μια καρδιά κομμάτια από τον πόνο όλων αυτών που δεν έζησες, ή θα έχεις ένα σώμα γεμάτο πληγές από τα πεσίματά σου και μια πανέμορφη καρδιά που θα λάμπει από τις ομορφιές και τις χαρές που έζησες».