Tι πραγματικά συνέβη μετά τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη
Ο δημοσιογράφος Γιώργος Πράτανος, συγγραφέας του "Ανεπιθύμητος Νεκρός", μας μιλάει για τις 10 σημαδιακές μέρες μετά τον θάνατο του μεγάλου Κρητικού στοχαστή.
- 18/09/2018
- Κείμενο: Χριστίνα Ζάχου
Αποφασίζοντας ο δημοσιογράφος Γιώργος Πράτανος (Θεσσαλονικιός, μάχιμος ρεπόρτερ, φανατικός οπαδός του ΠΑΟΚ, φίλος και συνεργάτης) να γράψει την ιστορία “Ανεπιθύμητος Νεκρός” – κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα- ξεκίνησε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο καταγράφοντας μοναδικά με την πένα του όσα διαδραματίστηκαν μετά τον θάνατο του μεγάλου στοχαστή, Νίκου Καζαντζάκη.
Ο Πράτανος μέσα από το πρώτο του βιβλίο συστήνει στο κοινό το πραγματικό πρόσωπο της γυναίκας του, Ελένης, και τον αγώνα που έδωσε για να ταφεί ο επί 30 χρόνια σύντροφος της. Η ιστορία του θα σε ταξιδέψει στην Ελλάδα του 1957 μέσα από γεγονότα και μαρτυρίες που ανακάλυψε ο συγγραφές από την έρευνα του, στην Κρήτη.
Στο βιβλίο σου περιγράφεις τις 10 μέρες μετά το θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Γιατί καταπιάστηκες με το συγκεκριμένο θέμα; Τι ήταν αυτό που σου τράβηξε το ενδιαφέρον;
Πριν από περίπου δύο χρόνια διηγόμουν στον Σωτήρη Χατζάκη τα γεγονότα που συνέβησαν τις 10 ημέρες που ο Νίκος Καζαντζάκης παρέμενε άταφος. Είναι μια ιστορία ντροπιαστική, άρα και διδακτική και θα πρέπει να φροντίσουμε να γίνει γνωστή για να μην επαναληφθεί. Είναι απάνθρωπο να απειλεί η Εκκλησία με κυρώσεις τους ιερείς που θα ψάλλουν κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία. Είναι αντίθετο ακόμη και σε αυτά που πρεσβεύει ο Χριστιανισμός αυτή η στάση.
Είναι εξοργιστικό αν σκεφτεί κανείς πως ακόμη και ένας φονιάς τυγχάνει κηδείας… Και έτσι πρέπει, σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη. Μόνο που εδώ δεν μιλάμε για κάποιον που σκότωσε, που με τις πράξεις του έβλαψε ένα κοινωνικό σύνολο ή έθεσε σε κίνδυνο τη χώρα του, αλλά για τον Νίκο Καζαντζάκη, έναν διανοητή που τάχθηκε στο πλευρό των αδυνάμων και υπερασπίστηκε τις προσωπικές ελευθερίες του ανθρώπου σε όλη του τη ζωή.
Ξεκινώντας να γράφεις για το θάνατο του Καζατζάκη γνώρισες καλύτερα την επί 30 χρόνια σύντροφο του, Ελένη, μέσω της θετής εγγονής της και βαφτισιμάς της, Νίκης Σταύρου. Τι σου έχει μείνει από αυτή τη γυναίκα;
Αυτό που εντυπωσιάζει πιο πολύ είναι πως συμπερασματικά, η Ελένη Καζαντζάκη με τη στάση της, διαλύει το μύθο εκείνο που έλεγε πως «πίσω από κάθε δυνατό άντρα κρύβεται μια έξυπνη γυναίκα». Η Ελένη στέκεται στο πλάι του Καζαντζάκη, ούτε πίσω, ούτε μπροστά. Είναι εκείνη που του χαρίζει ένα ιδανικό περιβάλλον για να μπορεί άνετα να γράψει και είναι ο Καζαντζάκης που την παροτρύνει με τη σειρά του να γράψει και δίπλα του μαθαίνει.
Ας μην ξεχνάμε πως ήταν η Ελένη που παρότρυνε τον Νίκο να γράψει μυθιστόρημα. Κάθε φορά που πήγαιναν για ύπνο, εκείνος για να τη νανουρίσει της έλεγε ιστορίες από την Κρήτη. Η Ελένη του είπε πως αυτές πρέπει να γίνουν μυθιστόρημα, αλλά ο Νίκος -που μέχρι τότε έγραφε μικρά σε έκταση έργα, επέμενε πως δεν έχει την υπομονή για κάτι τόσο μεγάλο, όπως το μυθιστόρημα. Αν δεν ήταν η Ελένη δεν θα είχαμε ούτε Ζορμπά, ούτε Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, ούτε κανένα από τα άλλα του μυθιστορήματα. Οι ιστορίες που μου έχει διηγηθεί η Νίκη Σταύρου είναι πραγματικά συγκλονιστικές και φανερώνουν τη στόφα μιας εξαίρετης γυναίκας, που δίπλα στον Καζαντζάκη έζησε μια κινηματογραφική ζωή.
Πριν γράψεις το βιβλίο έκανες έρευνα, μάλιστα ταξίδεψες ως το Ηράκλειο της Κρήτης, να μιλήσεις από κοντά με τον παπά που τέλεσε την νεκρώσιμη ακολουθία. Τι θυμάσαι έντονα από την συζήτηση σας;
Χωρίς τον παπα Σταύρο δεν νομίζω να το έγραψα. Μίλησα και με άλλους αυτόπτες μάρτυρες, αλλά εκείνος ήταν ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας. Με το που μπήκαμε στο σπίτι του -μαζί μου ήταν ένας φίλος μου, μας υποδέχθηκε η σύζυγός του και η κόρη του, που φρόντισαν να έχουμε μια κρητική φιλοξενία. Ρακές, κεράσματα… Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν το βλέμμα του, τόσο διαπεραστικό σαν να περνούσε αξονική τομογραφία εκείνον που είχε απέναντί του. Για λίγο είχα κολλήσει και στις φωτογραφίες του που υπήρχαν σε κορνίζες και τον έβλεπα νέο, λεβέντη Κρητίκαρο.
Την περίοδο που έκανες την έρευνα σου στη Κρήτη ανακάλυψες στοιχεία, άγνωστα μέχρι τότε, όπου σου άλλαξαν τη ροή της αφήγησης;
Οι ανακαλύψεις διαδέχονταν η μία την άλλη και ήταν τόσες πολλές που σε μια περίπτωση αναγκάστηκα να σβήσω 10.000 λέξεις. Παρόλο που είχα την ευχέρεια να μην το κάνω, αφού το βιβλίο είναι μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, εν τούτοις προτίμησα τα γεγονότα να είναι πιστά στην αλήθεια. Συνομιλώντας με μια ηλικιωμένη κυρία που ήταν στην κηδεία -και αφού μου επιβεβαίωσε κάποια γεγονότα, τη ρώτησα τι συζητούσε με τη φίλη της την επομένη της κηδείας. Και εκείνη μου είπε πως την είχε εντυπωσιάσει το φέρετρο. «Πρώτη φορά έβλεπα τόσο μεγάλο» μου είπε χαρακτηριστικά. Αυτή της η επισήμανση με οδήγησε σε νέα στοιχεία. Δεν λέω παραπάνω, για να μην χαλάσω το κλίμα στο οποίο μπαίνει ο αναγνώστης διαβάζοντάς το.
Γνωρίζοντας μέσα από την έρευνα καλύτερα τον Νίκο και την Ελένη Καζατζάκη τι θα μου έλεγες για αυτούς τους ανθρώπους; Τι είναι αυτό που σου έκανε την μεγαλύτερη εντύπωση;
Έζησαν μαζί περίπου 33 χρόνια και σε όλο τον κοινό του βίο μιλούσαν μεταξύ τους στον πληθυντικό. Αυτό ξεκίνησε ως ένα παιχνίδι. Τελικά, κατέληξαν να το παίζουν σε όλη τους τη ζωή. Είναι και ο βασικός λόγος που ποτέ δεν είχαν καυγαδίσει έντονα. Πόσα μπορείς να πεις στον άλλον, όταν του μιλάς στον πληθυντικό.
Πόσο καιρό σου πήρε για να γράψεις το βιβλίο;
Το έγραφα εννιά μήνες περίπου. Με το που επέστρεφα στο σπίτι από τη δουλειά, περίπου στις 9 το βράδυ, έτρωγα, έβλεπα μια ταινία και ακριβώς τα μεσάνυχτα μου έκανα καφέ και ξεκινούσα να γράφω. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν όταν δεν είχα κάποιο εύρημα ή δεν μου ερχόταν η λέξη που ήθελα. Πάντοτε σηκωνόμουν όρθιος και περπατούσα. Υπήρχαν βράδια που μπορεί να είχα κάνει και ένα χιλιόμετρο, περπατώντας σε ένα σπίτι 32 τμ. Στο στούντιο που ζω μπορείς να κάνεις συνεχόμενα περίπου έξι βήματα. Όπως καταλαβαίνεις, πολλές φορές ζαλιζόμουν από το σύντομα πήγαινε – έλα.
Το εξώφυλλο είναι πολύ ιδιαίτερο…
Το έχει σχεδιάσει ένας από τους πιο εμβληματικούς art director παγκοσμίως, ο George Lois. Είναι ο άνθρωπος που έχει φτιάξει -ίσως- το διασημότερο εξώφυλλο όλων των εποχών, τον Muhammad Ali να ποζάρει σαν τον Άγιο Σεβαστιανό, δεμένος χειροπόδαρα και με καρφωμένα βέλη πάνω του, για το περιοδικό Esquire. Είναι μεγάλη η τιμή που μου έκανε και πρέπει να επισημάνω πως δεν μου ζήτησε χρήματα!
Πώς σου προέκυψε ο Φρέντυ Γερμανός ως πρωταγωνιστής, σε ένα μυθιστόρημα για τον Καζαντζάκη;
Είχα κολλήσει επί τρεις ημέρες ψάχνοντας να βρω έναν τρόπο να αποδώσω τα όσα συνέβαιναν στην Αθήνα, όσο η σορός του Καζαντζάκη βρισκόταν ακόμη στη Γερμανία. Χρειαζόμουν έναν ήρωα που θα ζούσε τα γεγονότα στην Αθήνα και μέσα από τη ματιά του θα αποτυπωνόταν η πολιτική/κοινωνική/οικονομική κατάσταση στην Αθήνα του 1957.
Την τρίτη ημέρα… κατά τας γραφάς, λοιπόν, εμφανίστηκε ο Φρέντυ Γερμανός! Θυμήθηκα πως ήταν ο δημοσιογράφος που κάλυψε την κηδεία του Καζαντζάκη στο Ηράκλειο, για λογαριασμό της εφημερίδας Ελευθερία. Κάπως έτσι προσπάθησα να «εντοπίσω» τι έκανε εκείνες τις ημέρες. Βρήκα πως ήταν με την ομάδα των δημοσιογράφων που υποδέχθηκε τη σεξοβόμβα Τζέιν Μάνσφιλντ στο αεροδρόμιο του Ελληνικού –η Μάνσφιλντ ήταν το αντίπαλον δέος της Μονρόε. Στη συνέχεια, προχώρησα την έρευνα λοιπόν, και πέρα από τις συγκεκριμένες ημέρες, στα γεγονότα της ζωής του μέχρι την ηλικία των 23.